Απόστολος:
Β΄ Κορ. θ΄ 6-11
Ευαγγέλιο:
Λουκ. η΄ 41-56
«Μη
φοβού, μόνον πίστευε, και σωθήσεται» (Λουκ. η΄ 50).
Διπλό
θαύμα μας διηγήται το σημερινό Ευαγγέλιο. Διπλό θαύμα μέσα από το οποίο
αντιμετωπίζονται ριζικά δύο από τα σοβαρότερα προβλήματα του ανθρώπου, η
ασθένεια και ο θάνατος. Δυο προβλήματα με κοινό χαρακτηριστικό. Δώδεκα χρόνια
διαρκεί η ασθένεια της αιμορροούσας γυναίκας. Δώδεκα χρόνια διαρκεί η ζωή της
κόρης του Ιάειρου και μετά ακολουθεί ο θάνατος.
Η
επίγεια ζωή του ανθρώπου, λοιπόν όσο χρόνο κι αν διαρκεί βρίσκεται κάτω από την
επίδραση της φθοράς, της ασθένειας και του θανάτου. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα
αναμετρώνται οι δυνάμεις και η αδυναμία του ανθρώπου. Ακριβώς τότε
συνειδητοποιεί ο άνθρωπος το μέγεθος της αδυναμίας του.
Οι «φαινομενικές»
δυνάμεις του αδυνατούν να τον σώσουν. Και τότε διερωτάται: Υπάρχει η δυνατότητα
να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη φθορά και το θάνατο; Απάντηση στο ερώτημα
αυτό μας δίνει το σημερινό ευαγγέλιο. Ναι, υπάρχει η δυνατότητα δια του Ιησού
Χριστού και της πίστεως του ανθρώπου.
Στην
περίπτωση του πρώτου θαύματος με την αιμορροούσα γυναίκα η πίστη εκδηλώνεται
προκαταβολικά για τούτο και επαινείται αλλά και επιβραβεύεται από τον Ιησού.
«Θάρσει θύγατερ η πίστις σου σέσωκέ σε»
Στη
δεύτερη περίπτωση η πίστη θεωρείται ως απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει το
θαύμα. «Μη φοβού, μόνον πίστευε και σωθήσεται». Από πλευράς του Θεού υπάρχει
και η θέληση, αλλά και η δύναμη και η δυνατότητα για να συντελεσθεί το θαύμα.
Άρα εκείνο που απομένει είναι η πίστη του ανθρώπου ότι ο Ιησούς ως Θεός «πάντα
δύναται» και τότε ακολουθεί το θαύμα.
Αυτή
την πίστη είδαμε στην αιμορροούσα γυναίκα. Πίστεψε ότι αν άγγιζε τα ρούχα του
Ιησού θα γινόταν καλά, όπως και πραγματικά έγινε. Αντίθετα «οι όχλοι συνέχουσι
…. και αποθλίβουσιν» κατά τον Απόστολο Πέτρον, τον Ιησούν, αλλά απουσίαζε από
αυτούς η δύναμη της πίστης.
Έτσι,
το ερώτημα του Ιησού «τις ο αψάμενος μου» απέβλεπε: (1) στο να τονισθεί ότι η
αιμορροούσα δε διέφυγε της προσοχής του, (2) να τονισθεί η μεγάλη πίστη της
γυναίκας σε σχέση με την πίστη του Ιάειρου και να την επιβραβεύσει και παράλληλα
να ενισχυθεί η πίστη του Ιάειρου για τη δυνατότητα του Ιησού να κάνει το θαύμα
και να σώσει τη μοναχοκόρη του, όπως έκανε και με την αιμορροούσα γυναίκα.
Αυτή
η παρένθεση ήταν απαραίτητη για να καλλιεργηθεί η πίστη του Ιάειρου για τα
χειρότερα που θα ακολουθούσαν. Απεσταλμένος από το σπίτι του τον πληροφορεί «Η
κόρη σου πέθανε∙ μην ενοχλείς πια το διδάσκαλο».
Για
τους ανθρώπους όλα έχουν τελειώσει, όχι όμως και για τον Ιησού. Με την προτροπή
«μη φοβού μόνον πίστευε και σωθήσεται» κρατά ανοιχτή την πόρτα της ελπίδος,
έστω κι αν για τους ανθρώπους έχουν τελειώσει όλα. Απόδειξη, «και κατεγέλων
αυτού, ειδότες» πως έχει πεθάνει, στο άκουσμα των λόγων του «Μην κλαίτε, δεν
πέθανε, αλλά κοιμάται». Κι όμως δεν πέθανε, γιατί ο θάνατος χάνει πια την
μονιμότητα του. Καθίσταται προσωρινός, όπως και ο ύπνος. Για τούτο για τον
Χριστό δεν υπάρχουν νεκροί, αλλά «κεκοιμημένοι». Έτσι ο θάνατος δεν είναι
αθάνατος. Δια του Ιησού Χριστού και ιδιαίτερα μετά τον θάνατο και την Ανάσταση
του, κατά τον υμνωδό «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν, άλλης
βιωτής την απαρχήν, της αιωνίου». Για τον Χριστιανό ο θάνατος δεν είναι πλέον
φοβερός αφού υπάρχει η προοπτική της Ανάστασης. Εκείνος που πεθαίνει με την
πίστη στον Κύριο «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν», γιατί όπως είπε ο
ίδιος «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή ο πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνει εις τον
αιώνα. πιστεύεις τούτο;» (Ιωάν. ια’ 25 – 26). δηλαδή, εγώ είμαι η ανάσταση και
η ζωή∙ εκείνος που πιστεύει σ’ εμένα, κι αν πεθαίνει θα ζήσει και καθένας που
ζει κι εμπιστεύεται σ’εμένα δε θα πεθάνει ποτέ. Το πιστεύεις αυτό;
Το
ερώτημα που έθεσε ο Κύριος στη Μάρθα επαναλαμβάνεται και στον κάθε ένα που
βρίσκεται αντιμέτωπος με το θάνατο κάποιου δικού του ανθρώπου. Γιατί, κατά τον
Απόστολο Παύλο, «αν η Χριστιανική ελπίδα μας περιορίζεται μόνο σ’αυτή τη ζωή,
τότε είμαστε οι πιο αξιοθρήνητοι απ’ όλους τους ανθρώπους» (Α Κορ. ιε’19). Κατά
συνέπεια, πάλι κατά τον Απόστολο Παύλο: «αφού πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε κι
αναστήθηκε, έτσι και ο Θεός, αυτούς που πέθαναν πιστεύοντας στον Ιησού θα τους
αναστήσει για να ζήσουν μαζί του (Α΄ Θεσ. δ’14).
«Μη
φοβού μόνον πίστευε και σωθήσεται». Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε. Χρειάζεται,
λοιπόν να ξεπεράσει ο άνθρωπος το δικό του φόβο, γιατί, ο φόβος καλλιεργεί την
ανασφάλεια, οδηγεί στην ολιγοπιστία και καταλήγει στην απιστία. Αντίθετα «εαν
μπορείς να πιστέψεις όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει» (Μαρκ. Θ’ 23)
είπε ο Ιησούς στον πατέρα του επιληπτικού νέου. Η πίστη χρειάζεται
καλοπροαίρετη διάθεση στην αρχή και στην συνέχεια εσωτερική δύναμη που θα
εξουδετερώσει τις όποιες αμφιβολίες για να καταλήξει στο τέλος στη βεβαιότητα
της πίστεως. Κατά τον Απόστολο Παύλο «χωρίς όμως πίστη είναι αδύνατο να
ευαρεστήσει κανείς το Θεό, γιατί αυτός που πλησιάζει το Θεό πρέπει να πιστεύει
ότι υπάρχει Θεός και ότι ανταμείβει όσους τον αποζητούν» (Εβρ. ια’6).
Η
πίστη, είναι η απάντηση, είναι το ευχαριστώ του ανθρώπου στο Θεό για όσα του
προσφέρει καθημερινά, μικρά και μεγάλα, είτε με την μορφή των αγαθών είτε με
την εκδήλωση του θαύματος, όπως έγινε και στο σημερινό Ευαγγέλιο.
Αδελφοί
μου, η πίστη δίνει δύναμη και αντοχή την ώρα της δοκιμασίας. Παράλληλα
αποδεσμεύει τον άνθρωπο από τον κόσμο της λογικής και των αισθήσεων και οδηγεί
τα βήματα του προς τον Ιησού, όχι όμως σαν απλό συνοδοιπόρο, αλλά με το άγγιγμα
και τη δύναμη της πίστης. Πολλοί άγγισαν τον Ιησού, όμως μόνο η αιμορροούσα
θεραπεύτηκε. Η θεραπεία ήρθε με το άγγιγμα της πίστης. Αυτό το άγγιγμα της
πίστης ας επιδιώξουμε κι εμείς. «Εγγίσατε τον Θεό και εγγιεί υμίν» μας συνιστά
ο λόγος του Θεού. Ας τον πλησιάσουμε με πίστη και νάμαστε σίγουροι ότι και ο
Θεός θα μας πλησιάσει και θα δώσει λύση στα προβλήματά μας, όπως έγινε σήμερα
με την αιμορροούσα και τον Ιάειρο. Αμήν.
Θεόδωρος
Αντωνιάδης –
Μητρόπολη
Πάφου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου