«Χαῖρε, Σταυρὲ τοῖς πᾶσι σεβάσμιε»!
Στὶς
14 Σεπτεμβρίου ἑορτάζουμε τὴν παγκόσμια Ὕψωση τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Ἐξαιτίας τῆς μεγάλης αὐτῆς ἑορτῆς καὶ ἡ προηγούμενη
Κυριακή, ἡ Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως, καὶ ἡ
ἑπόμενη Κυριακή, ἡ Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν, ἔχουν τὸ χρῶμα τῆς ἑορτῆς τοῦ Σταυροῦ. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἱερὴ ψαλμωδία καὶ τὰ ἱερὰ ἀνα- γνώσματα τῶν ἡμερῶν ἔχουν ἐπίσης
τὸ ἴδιο χρῶμα· ἔτσι ὥστε ὁ Σεπτέμβριος νὰ
εἶναι ὁ μήνας τοῦ Σταυροῦ.
Μὲ
τὸν ἐπίσημο αὐτὸν ἑορτασμὸ ἐκδηλώνουμε τὴν
εὐλάβειά μας στὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ μᾶς τοὺς πιστοὺς χριστιανοὺς ὁ Σταυρὸς
τοῦ Χριστοῦ εἶναι πανσεβάσμιος.
«Χαῖρε,
Σταυρέ, τοῖς πᾶσι σεβάσμιε», ψάλλουμε στοὺς Χαιρετισμοὺς τοῦ Σταυροῦ. Χαῖρε,
τίμιε Σταυρέ, ἐσὺ ποὺ εἶσαι σεβαστὸς σὲ ὅλους
τοὺς πιστοὺς χριστιανούς.
Ὁ
Σταυρὸς κάποτε ἦταν τὸ ξύλο τῆς αἰσχύνης, τὸ σύμβολο τοῦ τρόμου καὶ τῆς φρίκης,
τὸ ὄργανο τοῦ πιὸ σκληροῦ καὶ ἀτιμωτικοῦ θανάτου. Ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ ὁ Θεάνθρωπος
Κύριος ἔχυσε τὸ τίμιο Αἷμα Του ἐπάνω στὸ Σταυρό, μεταμορφώθηκε.
Ἔγινε
ἀστραπὴ καὶ λάμψη, ἡ σημαία τῆς
χριστιανοσύνης, τὸ τεῖχος καὶ ἡ ἀσφάλειά της, τὸ τιμιότερο κόσμημα καὶ τὸ
δραστικότερο ὅπλο της, τὸ σύμβολο τῆς ζωῆς καὶ τῆς νίκης.
Ἀσπαζόμαστε
οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ μὲ εὐλάβεια τὸ «τρισμακάριστον ξύλον», διότι ἐπάνω σ’ αὐτὸ
«ἐτάθη» (=ἁπλώθηκε σταυρωμένος) ὁ Χριστός, «ὁ βασιλεὺς καὶ Κύριος». «Ὦ ξύλον τοῦ σταυροῦ!» ἀναφωνεῖ ἑρμηνεύοντας
τὸν ἱερὸ ὕμνο ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. «Σὺ τῇ ἀληθείᾳ εἶσαι πολλῶν
μακαρισμῶν ἄξιον· διότι ἐπάνω εἰς ἐσὲ ἐτανύσθη κατὰ τὰς χεῖρας καὶ πόδας καὶ
καθ’ ὅλον τὸ σῶμα ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς Χριστός, ὁ τῶν αἰώνων ὑπάρχων βασιλεὺς καὶ
πάντων τῶν ὄντων Κύριος, καὶ διὰ μέσου σοῦ ἔπεσε πτῶμα ἐλεεινὸν καὶ ἀξιοδάκρυτον
ὁ διάβολος».
Εἶναι
ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ «πολλῶν μακαρισμῶν ἄξιος», διότι ἀποτελεῖ τὸ αἰώνιο
σύμβολο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὸ σύμβολο τῆς μοναδικῆς θυσίας
τοῦ θείου Λυτρωτῆ, ποὺ ἔπλυνε τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου καὶ χάρισε στοὺς ἀνθρώπους
τὴ σωτηρία.
Ἀποθέτουμε
οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ τὸν εὐλαβὴ ἀσπασμό μας στὸν αἱματοβαμμένο Σταυρὸ τοῦ
Χριστοῦ, διότι ἐπάνω σ’ αὐτὸν ὁ Ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας κα-τήργησε «τὸν τὸ
κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τὸν διάβολον» (Ἑβρ. β΄ 14). Νίκησε κατὰ
κράτος τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου. Κι ὅπως ἕνας βασιλιάς, ὅταν
νικήσει κάποιον ἐχθρό, κρεμάει τὰ ὅπλα τοῦ ἐχθροῦ ψηλὰ γιὰ νὰ διασαλπίζεται ἡ
νίκη του, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ἀφοῦ
κατανίκησε τὸν διάβολο, «ἐκρέμασεν ἐφ’ ὑψηλοῦ τοῦ σταυροῦ τὰ ὅπλα αὐτοῦ πάντα, τὸν θάνατον, τὴν κατάραν»,
γιὰ νὰ βλέπουν τὸ τρόπαιό Του καὶ οἱ ἄγγελοι ποὺ βρίσκονται πάνω στὸν οὐρανὸ καὶ
οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται κάτω στὴ γῆ, καὶ οἱ πονηροὶ δαίμονες ποὺ
κατατροπώθηκαν, παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Ἔτσι
ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, συνεχίζει ὁ χρυσορρήμων Πατήρ, ἔγινε θεμέλιο μεγάλης εὐλογίας
γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, χτύπημα θανατηφόρο κατὰ τοῦ διαβόλου, χαλινάρι τῶν
δαιμόνων, φίμωτρο τῆς δυνάμεως τῶν ἐχθρῶν. Κατήργησε τὸν θάνατο, συνέτριψε τὶς
χάλκινες πύλες τοῦ Ἅδη... ἔκοψε τὰ νεῦρα τῆς ἁ μαρτίας... ἔγινε «καθάρσιον τῆς
οἰκουμένης», ἄνοιξε τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ, «τοὺς μισουμένους φίλους ἐποίησεν, εἰς
τὸν οὐρανὸν ἐπανήγαγεν, ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου ἐκάθισε τὴν ἡμετέραν φύσιν».
Ὁ
πανσεβάσμιος Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ ἀνίκητο ὅπλο τῶν χριστιανῶν, ὁ φύλακας
τῆς οἰκουμένης, τὸ στήριγμα τῶν πιστῶν. Σημαδεύει εὐερ ργε τικὰ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις
τῆς ζωῆς μας, λάμπει στὰ στήθη μας, λευκάζει στοὺς τρούλους κάτω ἀπὸ τὸν
γαλάζιο οὐρανό, δίνει τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως στοὺς τάφους τῶν κεκοιμημένων, ἁπλώνεται
μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ Ἅδη καὶ ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό.
Οἱ
ἐχθροὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀξιοδάκρυτοι, σὰν τὸν διάβολο, διότι τὸ
τέλος τους θὰ εἶναι ἡ καταστροφὴ καὶ ἡ αἰώνια κόλαση. Διότι λατρεύουν ὡς Θεὸ τὴν
κοιλιά τους καὶ θεωροῦν ὡς δόξα τους πράξεις ποὺ φέρνουν ντροπή.
Διότι
ἔχουν γήινα φρονήματα (Φιλιπ. γ΄ 18-19). Ὑπάρχουν δυστυχῶς καὶ ἐχθροὶ τοῦ
Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὸν πατοῦν, ὅπως οἱ ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, ποὺ τὸν
πολεμοῦν ἢ τὸν ὑβρίζουν.
Νὰ
εἴμαστε ἀφοσιωμένοι ἀκόλουθοι τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ νὰ ζοῦμε ὅπως Ἐκεῖνος θέλει·
ζωὴ ἀφοσιώσεως καὶ ἀγάπης πρὸς Αὐτὸν ποὺ τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε. Νὰ ἀκολουθοῦμε
τὸν Κύριο «ὅπου ἂν ὑπάγῃ» (Ἀποκ. ιδ΄ 4), σηκώνοντας κι ἐμεῖς μὲ χαρὰ τὸν δικό
μας σταυρό. Κι ὅταν ἀντικρίζουμε τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ὑψωμένο στὰ χέρια τῶν εὐλαβῶν
λειτουργῶν ἱερέων, νὰ τὸν προσκυνοῦμε μὲ εὐλάβεια, ἑνώνοντας μὲ προσευχητικὴ
διάθεση τὴ φωνή μας μὲ τὴ φωνὴ τῶν ἱεροψαλτῶν καὶ ψάλλοντας: «Τὸν Σταυρόν σου
προσκυνοῦμεν, Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν».
Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου