Ἡ ἀπομάκρυνση τῆς δυτικῆς Θεολογίας ἀπό τήν Ὀρθοδοξία
Ἀναστασίου Φιλιππίδη
Τό Ἱστορικό Ὑπόβαθρο (787 μ.Χ.-1014 μ.Χ.)
Οἱ πρωτοποριακὲς μελέτες τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη ἔχουν ἀναδείξει τὸ ἱστορικὸ ὑπόβαθρο τῆς ἀπομάκρυνσης τῆς Δύσης ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία κατὰ τοὺς τρεῖς κρίσιμους αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὸ λεγόμενο Σχίσμα τοῦ 1054. Ἕνα βασικὸ συμπέρασμά του εἶναι ὅτι ἡ μεγάλη τομὴ στὴν ἱστορία τῆς Θεολογίας προῆλθε ἀπὸ τὴν ἄνοδο τοῦ Καρλομάγνου καὶ τὴν ἐπέκταση τοῦ φραγκικοῦ βασιλείου στὴν Ἰταλία, καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Πάπα ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, τοὐλάχιστον ὡς τὸ 1009. Οἱ Πάπες τῆς Ρώμης παρέμειναν στὴν μεγάλη πλειοψηφία τους Ὀρθόδοξοι καὶ ἀντιστάθηκαν μὲ κάθε μέσο στὴν καταθλιπτικὴ φραγκικὴ πίεση, τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Φράγκοι εἰσήγαγαν αἱρετικὲς καινοτομίες στὴ χριστιανικὴ θεολογία. Στὴν παροῦσα μελέτη θὰ ἐξετάσουμε πιὸ ἀναλυτικὰ τὶς ἐξελίξεις στὸν παπικὸ θρόνο κατὰ τὶς δεκαετίες ποὺ ἀκολούθησαν τὴν ἐμφάνιση τοῦ φραγκικοῦ στρατοῦ στὴ Ρώμη.
Στὴ διάρκεια τοῦ 8ου αἰ. αἰώνα οἱ Φράγκοι κατέκτησαν τὴ Βόρεια Ἰταλία, ὑπέταξαν τὸ κράτος τῶν Λογγοβάρδων καὶ σταδιακὰ κυριάρχησαν καὶ στὴν Κεντρικὴ Ἰταλία, μαζὶ μὲ τὴ Ρώμη. Τὸ 787 ἐπέκτειναν τὶς ἐπιθέσεις στὴ Νότια Ἰταλία, ἀρχικὰ κατὰ τοῦ λογγοβαρδικοῦ δουκάτου τοῦ Μπενεβέντο, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ὑποδούλωση ὅλης τῆς Νότιας Ἰταλίας ποὺ ἀνῆκε ἀκόμη στὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινούπολης. Σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο, αὐτοκρατορικὲς δυνάμεις ἀποβιβάστηκαν στὴν Καλαβρία καὶ ἔτσι ἄρχισαν οἱ ἀπ' εὐθείας συγκρούσεις Φράγκων καὶ Ρωμαίων. Τὸ 800 ὁ ἡγεμόνας τους Καρλομάγνος στέφθηκε «Imperator Romanum gubernans Imperium» («αὐτοκράτωρ κυβερνήτης τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας», καὶ ὄχι «Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων» [1]) ἀπὸ τὸν Πάπα Λέοντα Γ΄ καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισε ἡ προσπάθεια τῶν Φράγκων νὰ καπηλευτοῦν τὸν Ρωμαϊκὸ τίτλο καὶ νὰ δημιουργήσουν ἕναν ἀντίπαλο πολιτισμό, ἀποκομμένο ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο Ρωμαϊκὸ παρελθόν. Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ χρονικὸ σημεῖο ἐντοπίζεται ἡ γέννηση τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, πολιτικὰ καὶ πολιτιστικά. Ἡ ἐπικράτηση τῶν Φράγκων στὴ Ρώμη εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ὁριστικὴ εἰσαγωγή τοῦ φιλιόκβε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης τὸ 1014, καὶ τὴν διακοπὴ τῆς κοινωνίας μεταξὺ Ρώμης καὶ Ὀρθοδόξων μέχρι σήμερα. Ἡ σύγκρουση Φράγκων καὶ Ρωμαίων ὁδήγησε στὰ ἀμοιβαῖα ἀναθέματα τοῦ 1054 καὶ στὴν κατάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1204. Ταυτόχρονα, ὅμως, μὲ τὴν πολιτικὴ σύγκρουση εἶχε ἤδη ἀρχίσει ἡ θεολογικὴ διαφοροποίηση τῶν Φράγκων ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους.
Ἡ Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787)
Ἡ ἀφορμή (καί μόνον ἡ ἀφορμή) γιά τή διαφοροποίηση δόθηκε μέ τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας τό 787. Σέ αὐτήν καταδικάστηκε ἡ εἰκονομαχία καί ἀποκαταστάθηκε ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶχε διασπαστεῖ ὅσο ἡ Κωνσταντινούπολη ὑποστήριζε τήν εἰκονομαχία, σέ ἀντίθεση μέ τόν Πάπα πού παρέμενε Ὀρθόδοξος. Δύο ἐκπρόσωποι τοῦ Πάπα συμμετεῖχαν στή Σύνοδο καί ὑπέγραψαν τά Πρακτικά της.
Ὅταν οἱ παπικοί ἐκπρόσωποι ἔφεραν τά Πρακτικά στή Ρώμη, ἕνας τοπικός μεταφραστής ἀνέλαβε νά τά μεταφράσει στά λατινικά. Προφανῶς ἀγνοώντας τήν ἑλληνική γλώσσα, χρησιμοποίησε δίγλωσσο λεξικό καί μετέφερε λέξη πρός λέξη τό ἀρχικό κείμενο. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν «μιά συχνά λανθασμένη, κάποιες φορές διφορούμενη καί ἐνίοτε ἀκατάληπτη ἀπόδοση». «Ἕνα συχνό λάθος ἦταν ἡ χωρίς διάκριση χρήση τοῦ adoratio τόσο γιά τήν προσκύνηση ὅσο καί γιά τήν λατρεία» [2]. Ἀμέσως μετά οἱ Φράγκοι «θεολόγοι», συνέταξαν μιά ἀπάντηση, τήν «Capitulare adversus synodum», ἡ ὁποία ἀπέρριπτε τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας. Ἦταν πλέον ἡ ἐποχή πού οἱ Φράγκοι αἰσθάνονταν ἀρκετά ἰσχυροί στρατιωτικά, ὥστε νά προσπαθήσουν νά ἐπιβάλουν τή δική τους θεολογία, καθώς τή δεκαετία τοῦ 780 καί στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 790, σημείωναν διαρκεῖς ἐπιτυχίες ἀπέναντι σέ Σάξονες, Ἄβαρους, Σλάβους, Βαυαρούς καί Ἄραβες τῆς Ἱσπανίας.
Ὁ Πάπας Ἀδριανός ἔλαβε τό 792 τήν Capitulare «μέ ἀνησυχητική ἔκπληξη», ὅπως τό θέτει ἡ σημαντικότερη σύγχρονη ἐρευνήτρια τῶν Libri Carolini, Ann Freeman [3]. Ἀσφαλῶς δέν περίμενε τέτοια ἀντίδραση, τή στιγμή πού οἱ ἀντιπρόσωποί του εἶχαν συμμετάσχει στήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, οἱ ἐπιστολές του εἶχαν καταχωρηθεῖ στά πρακτικά της, καί ὁ Πατριάρχης Ταράσιος εἶχε ἐξάρει, στή διάρκεια τῆς Συνόδου, τήν προσήλωση τοῦ Ἀδριανοῦ στίς ἀρχαῖες παραδόσεις τῆς Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας [4]. Συνέταξε ἀμέσως μιά ἀπάντηση καί τήν ἔστειλε στόν Καρλομάγνο. Σ’ αὐτήν ἀντέκρουε, σημεῖο πρός σημεῖο, τίς θέσεις τῶν Φράγκων, ἐμμένοντας στίς ὀρθόδοξες ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Σέ πολλά σημεῖα χρησιμοποιοῦσε ἀποδείξεις πού εἶχαν συζητηθεῖ στή Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ τό 769, στήν ὁποία εἶχαν συμμετάσχει Φράγκοι ἐπίσκοποι, γεγονός τό ὁποῖο ἐπαναλάμβανε συχνά ὁ Πάπας στό κείμενό του. Ὡστόσο, τώρα οἱ Φράγκοι ἐπιδίωκαν νά ἀποκηρύξουν αὐτό πού εἶχαν δεχθεῖ τό 769 [5].
Μεταξύ τῶν φραγκικῶν αἰτιάσεων, ἐντοπίζεται μία πού ἀπέκτησε τεράστια σημασία στούς ἑπόμενους αἰῶνες. Οἱ Φράγκοι κατηγοροῦσαν τόν Πατριάρχη Ταράσιο ὅτι κατά τήν ἐνθρόνισή του δέν δέχθηκε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς (Πρώτης) Συνόδου τῆς Νίκαιας καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα χρησιμοποίησε τή διατύπωση «ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον», ἀντί τῆς ὀρθῆς (γιά τούς Φράγκους) «ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον» [6]. Πρόκειται φυσικά γιά τήν αἵρεση τοῦ φιλιόκβε τήν ὁποία εἶχαν υἱοθετήσει οἱ Φράγκοι καί προσπαθοῦσαν νά ἐπιβάλουν σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Ὅπως φαίνεται ἀπό τή σωζόμενη ἀπάντησή του, ὁ Πάπας Ἀδριανός κατέβαλε ἀρκετή προσπάθεια γιά νά ἀποδείξει στούς Φράγκους τό λάθος τους καί βεβαίως ὑπερασπίστηκε πλήρως τήν Ὀρθοδοξία τοῦ Ταρασίου [7].
Ὡς πρός τίς εἰκόνες, ἀφοῦ ἀπέρριπτε ὅλες τίς αἰτιάσεις τους, ὁ Πάπας Ἀδριανός «ἔστελνε στούς Φράγκους τήν ὁδηγία νά παραπέμπουν στόν καταληκτικό Ὅρο τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, στόν ὁποῖο γινόταν ἡ ἀναγκαία διάκριση ἀνάμεσα στόν τιμητικό χαιρετισμό (honorabilem salutationem) πού ὀφείλεται στίς εἰκόνες καί στήν ἀληθινή λατρεία τῆς πίστης πού ἀνῆκε μόνον στόν Θεό» [8]. Ἐπρόκειτο γιά μιά λεπτομερειακή καί σαφέστατη ἀντίκρουση τῆς φραγκικῆς αὐθαιρεσίας.
Τό φθινόπωρο τοῦ 793 ἔφτασε στήν αὐλή τοῦ Καρλομάγνου μιά παπική πρεσβεία φέρνοντας λαμπρά δῶρα. Εἶναι πολύ πιθανό ὅτι ἡ πρεσβεία μετέφερε καί τήν ἀπάντηση τοῦ Πάπα Ἀδριανοῦ, ὅπως πιστεύει ἡ Ann Freeman. Ἡ ἀπάντηση δέν ἄφηνε περιθώρια παρερμηνείας: Οἱ Φράγκοι διαπίστωσαν ὅτι «ὁ πάπας ἦταν ἕτοιμος νά ἀποδεχθεῖ ὡς ὀρθόδοξες τίς πιό σοκαριστικές δηλώσεις πού ἔγιναν στή 2η [Σύνοδο στή] Νίκαια ἀψηφώντας τίς Φραγκικές ἀντιρρήσεις» [9].
Τά Libri Carolini καί ἡ σύνοδος τῆς Φραγκφούρτης (794)
Ὁ Καρλομάγνος ὅμως εἶχε ἤδη πάρει τίς ἀποφάσεις του. Ἀντί νά δεχτεῖ τίς ἐπεξηγήσεις τοῦ Πάπα, ἀνέθεσε στούς συμβούλους του νά συνθέσουν μιά νέα θεολογία. Ἔτσι προέκυψαν τά Libri Carolini (σωστότερα: «Opus Caroli Regis contra synodum», ὅπως ἔχουν καθιερωθεῖ στήν πρόσφατη βιβλιογραφία) τά ὁποῖα ἐκφράζουν τίς φραγκικές θεολογικές θέσεις σέ ἀντίθεση μέ αὐτές τῶν Ὀρθοδόξων σέ Ρώμη καί Κωνσταντινούπολη. Ὅπως ὑπογραμμίζει ἡ Leslie Brubaker, κορυφαία ἐρευνήτρια τῆς ἐποχῆς τῆς εἰκονομαχίας, «ἐπρόκειτο γιά μιά ἀνεξάρτητη καί αὐτόνομη Φραγκική θεολογική θέση» [10]. Οἱ σύγχρονοι ἱστορικοί διαπιστώνουν ὅτι αὐτό συνέβη παρότι αὐτοί πού ἀνέλαβαν νά ἀπαντήσουν στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, «δέν κατανοοῦσαν πλήρως τή λεπτή ἀνατολική θεολογία τῶν εἰκόνων», καί, εἰδικότερα, δέν κατανοοῦσαν «τό δόγμα γιά τήν ἱεραρχική σχέση ἀνάμεσα στήν εἰκόνα καί στό πρωτότυπό της» [11].
Ἡ ἐπιθετικότητα τῶν Φράγκων εἶναι ἐμφανής ἤδη ἀπό τόν τίτλο τῶν Libri Carolini: «Ἔργο τοῦ βασιλέως Καρόλου κατά τῆς Συνόδου ἡ ὁποία εἰς τά μέρη τῆς Γραικίας ἀποφάσισε ὑπέρ τῆς λατρείας τῶν εἰκόνων παράλογα καί ἀλαζονικά». (“Opus Caroli regis contra synodum quae in partibus Graetiae pro adorandis imaginibus stolide sive arroganter gesta est”) [12]. Στόν Πρόλογο τῶν Libri Carolini, ὁ Καρλομάγνος τονίζει τήν ὑποχρέωσή του νά ὑπερασπιστεῖ τήν ἐκκλησία «ἐναντίον τῶν καινοτομιῶν ἀνόητων συνόδων καί αὐτοκρατόρων πού ἰσχυρίζονται βλασφήμως ὅτι βασιλεύουν κατά Θεόν» [13]. Ὅπως παρατηρεῖ εὔστοχα ὁ Ρωμανίδης, ἐδῶ ἔχουμε τήν περίπτωση «μιᾶς νεόκοπης ὁμάδας Γερμανικῶν φυλῶν πού ἄρχισαν νά διδάσκουν στούς Ρωμαίους πρίν καλά-καλά μορφωθοῦν οἱ ἴδιοι» [14]. Στό ἴδιο συμπέρασμα ἔχουν καταλήξει καί ξένοι σύγχρονοι ἱστορικοί, ὅπως ἡ Chudzikowska, πού ἀνέλυσαν διεξοδικά τά Libri Carolini. «Εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι οἱ συγγραφεῖς τῶν Libri Carolini δέν γνώριζαν καθόλου τή διδασκαλία τῶν πατέρων τῆς Ἑλληνικῆς [sic] Ἐκκλησίας. Δέν ἀναφέρθηκαν οὔτε μιά φορά σέ πρωτότυπες πηγές» [15]. Ἡ ἄγνοια τῶν Φράγκων ἔφτανε στό σημεῖο ὥστε στά Libri Carolini νά ἀρνοῦνται νά σχολιάσουν ἐπιχειρήματα πού βασίζονται στόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἐπειδή «ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία του εἶναι ἄγνωστες σέ ἐμᾶς» [16].
Διάφοροι ἐρευνητές σημειώνουν ὡς παράδοξο ὅτι τά «Libri Carolini υἱοθέτησαν μιά πολύ σκεπτικιστική στάση ἀπέναντι στίς θρησκευτικές εἰκόνες ἡ ὁποία φαινόταν νά ἀγνοεῖ τό γεγονός τῆς ὕπαρξης Φραγκικῆς θρησκευτικῆς τέχνης ἐπί αἰῶνες» [17]. Τό παράδοξο ἐξηγεῖται ἄν συμφωνήσουμε μέ τόν π. Ἰ. Ρωμανίδη ὅτι οἱ Φράγκοι ἐπέλεξαν πρῶτα τήν ἀντιπαράθεση σέ πολιτικό ἐπίπεδο καί στή συνέχεια προσπαθοῦσαν νά διακοσμήσουν τά σχέδιά τους μέ δῆθεν θρησκευτικές διαφορές.
Ἀμέσως μετά, τό 794 ὁ Καρλομάγνος συγκάλεσε στή Φραγκφούρτη μιά μεγάλη σύνοδο Φράγκων ἐπισκόπων στήν ὁποία παρουσιάστηκαν τά Libri Carolini καί ἐπισημοποιήθηκαν οἱ θεολογικές αὐθαιρεσίες τῆς αὐλῆς του. Σ’ αὐτή τή σύνοδο ἀποδοκιμάστηκε ἡ λατρεία τῶν εἰκόνων ὡς μή χριστιανική, ἀπορρίφθηκε ὁ τίτλος «οἰκουμενική» γιά τή Σύνοδο τῆς Νίκαιας τοῦ 787 καί εἰσήχθη τό φιλιόκβε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως [18]. Τό ὅτι οἱ Φράγκοι εἶχαν ἐπιλέξει τήν πάσῃ θυσίᾳ ἀντιπαράθεση τεκμαίρεται καί ἀπό τό ὅτι δέν ἐνδιαφέρθηκαν ποτέ νά συμβουλευτοῦν τά πρωτότυπα Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στά ἑλληνικά, ὥστε νά διαλευκάνουν κάθε ἀμφιβολία γιά τούς ὅρους «προσκύνηση» καί «λατρεία». Τεκμαίρεται ἐπίσης ἀπό τή διαπίστωση σύγχρονων ἐρευνητῶν ὅτι τά Libri Carolini εἶναι σταθερά ἀντίθετα ὄχι μόνο μέ τή λατρεία, ἀλλά καί μέ τήν προσκύνηση τῶν εἰκόνων [19].
Εἰδικότερα γιά τίς εἰκόνες, στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φραγκφούρτης οἱ Φράγκοι ἀναφέρουν: «Σέ αὐτή τή Σύνοδο [τῆς Νίκαιας [20]] γράφηκε ὅτι ἀναθεματίστηκαν ὅσοι δέν ἀποδίδουν στίς εἰκόνες τῶν ἁγίων τήν ἴδια προσκύνηση καί λατρεία πού ἀποδίδεται στήν Ἁγία Τριάδα. Οἱ προαναφερθέντες ἅγιοι Πατέρες μας ἀπολύτως ἀρνοῦνταν μιά τέτοια λατρεία καί προσκύνηση, τήν ἀπεχθάνονταν καί τήν καταδίκασαν ὁμοφώνως» [21]. Στήν πραγματικότητα, τέτοιος ἀναθεματισμός δέν ὑπῆρξε στή Σύνοδο τῆς Νίκαιας. Πιθανότατα, ὅπως ὑποστηρίζει ἡ Ann Freeman, οἱ Φράγκοι χρησιμοποίησαν μιά δήλωση ἑνός ἀπό τούς Πατέρες τῆς Συνόδου, τοῦ Κωνσταντίνου ἀπό τήν Κύπρο, ἡ ὁποία ἰσχυριζόταν τό ἀκριβῶς ἀντίθετο: ὅτι ἡ λατρεία πρέπει νά ἀποδίδεται μόνον στήν Ἁγία Τριάδα [22]. Καταδίκασαν, λοιπόν, κάτι τό ὁποῖο δέν εἶχε ἰσχυριστεῖ κανείς!
Ὡς πρός τό φιλιόκβε, ὁ Πάπας Λέων Γ΄ πού ἀνέβηκε στόν θρόνο τό 795 δέν δέχθηκε ποτέ τήν εἰσαγωγή του καί μάλιστα διέταξε τούς Φράγκους νά σταματήσουν νά τό ἀπαγγέλλουν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως [23]. Ἀκόμη, φρόντισε νά ἀναρτήσει μιά ἀσημένια πλάκα στόν ναό τοῦ Ἁγ. Πέτρου μέ τό ὀρθόδοξο Σύμβολο τῆς Πίστεως στά ἑλληνικά καί στά λατινικά. Ἀπτόητοι, οἱ Φράγκοι προχώρησαν τό 809 στήν ἐπίσημη καθιέρωση τοῦ φιλιόκβε στή σύνοδο τοῦ Ἄαχεν. Ὁ Καρλομάγνος ἔστειλε μιά ἀντιπροσωπεία στή Ρώμη ὑπό τό μοναχό Σμάραγδο γιά νά μεταπείσει τόν Πάπα. Στά πρακτικά τῆς συνάντησης, πού διασώζονται μέχρι σήμερα, φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ὁ Λέων ἀρνήθηκε κατηγορηματικά [24].
Ὁ Πάπας Πασχάλης Α΄ (817-824)
Οἱ Ὀρθόδοξοι Ρωμαῖοι Πάπες συνέχισαν νά διατηροῦν τήν ἀνεξαρτησία τους ἀπέναντι στούς Φράγκους ἡγεμόνες, ὅσο ἦταν ἐφικτό. Μετά τόν Λέοντα, ὁ Πάπας Πασχάλης Α΄ (817-824) ἀρνήθηκε τήν ὑποταγή στόν γιό τοῦ Καρλομάγνου Λουδοβίκο τόν Εὐσεβῆ, ὅταν ὁ τελευταῖος προσπάθησε νά ἀναμιχθεῖ σέ ἔρευνα γιά τό φόνο δύο ἐπιφανῶν ἀξιωματούχων πού ὑποστήριζαν τούς Φράγκους στήν Παπική αὐλή στή Ρώμη. Ὁ Πασχάλης ἀλληλογραφοῦσε ἐπίσης μέ τόν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη, ὁ ὁποῖος τόν παρότρυνε νά συνεχίσει νά ἀντιτίθεται στήν εἰκονομαχία – συνεπῶς καί στούς Φράγκους πού εἶχαν ἀπορρίψει τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο [25].
Ὁ Πάπας Πασχάλης ἀντιτάχθηκε στόν Φράγκο βασιλιά καί σέ ἕνα ἄλλο θέμα τό ὁποῖο ἀποτελοῦσε πάγια πολιτική τοῦ Φράγκου ἡγεμόνα ἀπό τή δεκαετία τοῦ 760, τήν ἱεραποστολή στούς εἰδωλολατρικούς λαούς τοῦ Βορρᾶ. Τό 823 ὁ Λουδοβίκος ὁ Εὐσεβής ἀποφάσισε νά ἐκχριστιανίσει τούς Δανούς, μέ σκοπό νά ἐπεκτείνει τή φραγκική σφαίρα ἐπιρροῆς, ὅπως ὁ πατέρας του εἶχε ἐκχριστιανίσει τούς Σάξονες. Ὁ Πάπας Πασχάλης ἐξέδωσε χρυσόβουλο στό ὁποῖο δέν ἀνέφερε καθόλου τόν Λουδοβίκο, καί στό ὁποῖο ἔδινε τήν ἄδεια γιά τήν ἱεραποστολή βασισμένος στήν ἐξουσία τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Ἐπρόκειτο γιά μιά ἐπίδειξη δύναμης ἐκ μέρους τοῦ Πάπα, ἀπέναντι στόν Φράγκο βασιλιά [26].
* * *
Ὁ Πάπας Εὐγένιος Β΄ (824-827) καί ἡ σύνοδος τοῦ Παρισιοῦ
Ὁ διάδοχος τοῦ Πάπα Πασχάλη, Εὐγένιος Β΄ (824-827), ἐκλέχτηκε μέ τή βοήθεια τῆς φιλοφραγκικῆς μερίδας τῆς Ρώμης, ἀλλά δέν δίστασε νά συγκρουστεῖ μέ τούς Φράγκους γιά τό ζήτημα τῶν εἰκόνων. Τό 824, ὅταν εἶχε ἀρχίσει ἡ δεύτερη φάση τῆς εἰκονομαχίας στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας Μιχαήλ Β΄ ζήτησε τή βοήθεια τοῦ Λουδοβίκου τοῦ Εὐσεβοῦς γιά νά μεταπείσει τόν Πάπα ὑπέρ τῶν εἰκονομαχικῶν ἀπόψεών του. Ὁ Λουδοβίκος συμφώνησε, καί σίγουρα τό θεώρησε ὡς εὐκαιρία νά ἀναγκάσει τόν Πάπα νά δεχτεῖ τίς φραγκικές ἀπόψεις γιά τίς εἰκόνες – κάτι πού δέν εἶχε καταφέρει ὁ πατέρας του, ὁ Καρλομάγνος. Ὅταν ὅμως οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Φράγκου βασιλιᾶ ἔφτασαν στή Ρώμη, ὁ Πάπας Εὐγένιος ἀρνήθηκε κατηγορηματικά νά ὑποχωρήσει σέ ἕνα θέμα πού εἶχε κριθεῖ σέ Οἰκουμενική Σύνοδο [27].
Ὁ Λουδοβίκος ζήτησε τότε ἀπό τούς Φράγκους ἐπισκόπους νά συνέλθουν σέ σύνοδο στό Παρίσι γιά νά ἀπαντήσουν. Πράγματι τήν 1η Νοεμβρίου 825 ὁρισμένοι Φράγκοι ἐπίσκοποι συγκεντρώθηκαν στό Παρίσι [28]. Συζήτησαν μιά ἐπιστολή πού εἶχε στείλει ὁ Πάπας Ἀδριανός στούς Αὐτοκράτορες Εἰρήνη καί Κωνσταντῖνο ΣΤ΄, καί ἀπέρριψαν τήν ἐντολή του γιά τήν λατρεία (adorare) τῶν εἰκόνων, θεωρώντας ὅτι αὐτό ἀποτελεῖ δεισιδαιμονία καί ἁμαρτία. Ἐπίσης καταδίκασαν ρητά τίς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας (787) καί δήλωσαν τήν προσήλωσή τους στά Libri Carolini [29]. Φυσικά οὔτε ὁ Πάπας Ἀδριανός οὔτε ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶχαν διατάξει τή «λατρεία» τῶν εἰκόνων, ἀλλά οἱ Φράγκοι συνέχιζαν νά διαιωνίζουν τήν λανθασμένη ἀρχική ἐπιλογή τους.
Στό κείμενο αὐτῆς τῆς Συνόδου τοῦ 825 πού ἔχει διασωθεῖ ὡς Libellus Synodalis Parisiensis, οἱ Φράγκοι ἀνέλαβαν νά διδάξουν θεολογία στούς πατέρες πού εἶχαν συγκροτήσει τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 787. Κατηγόρησαν ὅσους συμμετεῖχαν ὅτι «χρησιμοποίησαν βιαστικά κάποιες μαρτυρίες τῆς ἁγίας Γραφῆς, καί ὁρισμένα ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων Πατέρων, καί, μέ σκοπό νά ἐπιβεβαιώσουν τίς δεισιδαιμονικές πλάνες τους, τά προσάρμοσαν ἀναποτελεσματικά πρός αὐτό τόν σκοπό, διότι δέν εἶχαν εἰπωθεῖ μέ αὐτή τήν ἔννοια οὔτε εἶχαν ἑρμηνευθεῖ ἔτσι ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες» [30].
Φυσικά οἱ Φράγκοι ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσουν καί τό ἀνυπέρβλητο πρόβλημα τῆς ἔγκρισης τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τόν πάπα Ἀδριανό. Ἀνέλαβαν λοιπόν νά διδάξουν καί τόν πάπα, καί τό καλύτερο πού μποροῦσαν νά σκεφτοῦν ἦταν τό ἀκόλουθο: «Ὁρισμένα πράγματα πού ἰσχυρίζεται στίς ἀντιρρήσεις του» [ὁ Ἀδριανός] «εἶναι στήν πραγματικότητα τέτοιας φύσης πού ἄν δέν εἶχαν ἐγκριθεῖ ἀπό τόν πάπα θά ἀντέφασκαν τόσο πρός τήν ἀλήθεια ὅσο καί πρός τήν αὐθεντία. Ἀλλά, ἄν καί σέ αὐτές τίς ἀντιρρήσεις προβάλλει […] μαρτυρίες πού ὁρισμένες φορές εἶναι συγκρουόμενες, ὁρισμένες φορές ἀνακόλουθες, κάποτε ἀκόμη καί κατακριτέες, στό τέλος τῆς ἀπολογίας του διατείνεται ὡστόσο ὅτι αἰσθάνεται, τηρεῖ, κηρύττει καί διδάσκει, ἀναφορικά μέ τά ὑπό συζήτηση θέματα, σέ συμφωνία μέ τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Πάπα Γρηγορίου [τοῦ Διαλόγου]. Ἀπό αὐτά τά λόγια προκύπτει ξεκάθαρα ὅτι ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἀληθινή ὁδό σέ αὐτό τό θέμα ὄχι τόσο συνειδητά ὅσο ἐξαιτίας ἄγνοιας» [31]. Ὁ σημερινός ἀναγνώστης μένει ἄφωνος ἀπό τήν ὑπεροψία τῶν Φράγκων θεολόγων οἱ ὁποῖοι κρίνουν τόν Πάπα, τόν βρίσκουν πλανεμένο, ἀλλά τοῦ ἐπιτρέπουν νά ἔχει ὑποπέσει σέ σφάλματα λόγω τῆς ἄγνοιάς του! Καί αὐτό σέ μιά ἐποχή πού οἱ ἴδιοι εἶχαν πρόσβαση σέ ἐλάχιστα κείμενα Πατέρων καί μηδαμινή γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Στό μεταξύ, τό 824, συμφωνήθηκε μεταξύ τοῦ Πάπα καί τοῦ Φράγκου συμβασιλέα Λοθάριου (γιοῦ τοῦ Λουδοβίκου τοῦ Εὐσεβοῦς) ἕνα κογκορδάτο, ἡ Constitutio Romana, πού καθόριζε τίς σχέσεις Πάπα καί Φράγκου βασιλιά. Μέ αὐτήν ὑποχρεωνόταν, γιά πρώτη φορά, ὁ νεοεκλεγείς Πάπας νά δίνει ὅρκο σέ ἕναν ἀπεσταλμένο τοῦ Φράγκου βασιλιά. Φαίνεται ὅτι ὁ Εὐγένιος συμβιβάστηκε μέ αὐτή τήν ὑποχρέωση ὥστε νά διατηρήσει τή ρητή, γραπτή, ἀποδοχή ἐκ μέρους τοῦ βασιλιά τῆς ἀπόφασης τῆς Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ (769) μέ τήν ὁποία ἡ ἐκλογή τοῦ Πάπα γινόταν ἀποκλειστικά ἀπό τόν λαό καί τόν κλῆρο τῆς Ρώμης – χωρίς, δηλαδή, τήν ἀνάμιξη τῶν Φράγκων. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Λατερανοῦ ἀποτέλεσε γιά πολλές δεκαετίες τό βασικό «ὅπλο» τῶν Ρωμαίων της Ρώμης στήν ὑπεράσπιση τοῦ παπικοῦ θρόνου ἀπό τίς φραγκικές αὐθαιρεσίες καί ἐπιβουλές.
Ἡ ἐπίμονη προσπάθεια τῶν Ρωμαίων νά διατηρήσουν τόν Ὀρθόδοξο Παπικό θρόνο μακριά ἀπό τή φραγκική ἀνάμιξη ἀναδείχτηκε ἀνάγλυφα καί στή Σύνοδο τοῦ 826 στή Ρώμη. Τή Σύνοδο τήν συγκάλεσε ὁ Πάπας Εὐγένιος καί σέ αὐτήν συμμετεῖχαν 62 ἐπίσκοποι ἀπό τήν Ρωμαϊκή καί Λογγοβαρδική Ἰταλία. Δέν προσκλήθηκε, οὔτε παραβρέθηκε, ἔστω ἕνας Φράγκος ἐπίσκοπος, παρόλο πού ἡ βόρεια καί κεντρική Ἰταλία εἶχαν πλέον κατακτηθεῖ ἀπό τούς Φράγκους.[32] Γιά πρώτη φορά μετά ἀπό 50 χρόνια, δέν ἦταν ὁ Φράγκος βασιλιάς πού συγκαλοῦσε μιά Σύνοδο στή Δύση, οὔτε ζητήθηκε ἡ ἔγκρισή του γιά τούς κανόνες πού ἀποφασίστηκαν. Ἐπρόκειτο γιά ἄλλη μιά ἐπίδειξη δύναμης τοῦ Πάπα πού προσπαθοῦσε νά διατηρήσει τήν αὐτονομία του ἀπέναντι στούς Φράγκους κατακτητές.
Οἱ Πάπες ἀπό τό 827 ὡς τό 858
Ὁ ἑπόμενος Πάπας, Γρηγόριος Δ΄ (827-844), ἦρθε ἐπίσης σέ σύγκρουση μέ τούς Φράγκους, καθώς μάλιστα ἡ Αὐτοκρατορία τους ἄρχισε νά παρακμάζει καί νά ἐξασθενεῖ. Ἀρχικά ἀρνήθηκε νά δώσει τόν ὅρκο πού προέβλεπε ἡ Constitutio Romana στόν ἀπεσταλμένο τοῦ βασιλιά. Ἐξαναγκάστηκε νά τό κάνει, ὑπό τήν πίεση τῆς στρατιωτικῆς πραγματικότητας, ἀλλά σύντομα βρῆκε νέα ἀφορμή ἀντίδρασης. Ὁ Πάπας Πασχάλης εἶχε ἐπικυρώσει τό 817 τήν ἀπόφαση τοῦ Λουδοβίκου Εὐσεβοῦς νά μοιράσει τό βασίλειό του στούς τρεῖς γιούς του. Ὡστόσο, στή συνέχεια ὁ Λουδοβίκος ξαναπαντρεύτηκε, ἀπέκτησε ἄλλον ἕνα γιό καί ἔδωσε καί σέ αὐτόν ἕνα μερίδιο τοῦ βασιλείου. Ὁ Πάπας Γρηγόριος ἔστειλε τό 829 ἐπιστολή στούς Φράγκους ἐπισκόπους μέ τήν ὁποία κατέκρινε τήν ἀπόφαση τοῦ Λουδοβίκου. Πρακτικά ὁ Πάπας ἀπαιτοῦσε νά ἔχει τό δικαίωμα προέγκρισης σέ μιά καθαρά πολιτική ἀπόφαση τοῦ Φράγκου βασιλιά!
Ἀκολούθησε ἕνας μακροχρόνιος αἱματηρός ἐμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Φράγκων πού ὁδήγησε στόν ὁριστικό διαμοιρασμό τοῦ κράτους τους σέ τρία τμήματα μέ τή Συνθήκη τοῦ Βερντέν τό 843. Ὁ ἑπόμενος Πάπας, Σέργιος Β΄ (844-847), ἐπίσης ἀρνήθηκε νά ζητήσει τήν ἐπικύρωση ἀπό τόν Φράγκο βασιλιά. Χρειάστηκε νά σταλεῖ στήν Ἰταλία ὁ στρατός ὑπό τόν συμβασιλέα Λουδοβίκο Β΄ γιά νά ὑποχωρήσει ὁ Πάπας. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι τό Βιβλίο τῶν Παπῶν (Liber Pontificalis) σέ μιά ἀπό τίς ἐκδόσεις του παρουσιάζει μιά ἔντονα δυσφημιστική εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ Πάπα. Πρόκειται γιά ἕνα φαινόμενο πού παρατηρεῖται συχνά τα ἑπόμενα χρόνια γιά Πάπες πού ἀντιστάθηκαν στίς φραγκικές βλέψεις. Ὅπως γράφει ὁ Ρωμανίδης, «Περιέργως ὅμως οἱ καλοί καί ἅγιοι πάπαι εἶναι πάντοτε οἱ φραγκόφιλοι καί οἱ Φράγκοι, ἐνῶ οἱ διεφθαρμένοι πάπαι εἶναι πάντοτε οἱ Ρωμαῖοι φίλοι των διεφθαρμένων «Βυζαντινῶν» ἤ «Γραικῶν»» [33]. Ὑπάρχει μιά ἁπλή ἐξήγηση γιά αὐτή τήν ὀξυδερκῆ παρατήρηση τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη, καί τήν ἔχει ἐντοπίσει ἡ νεότερη ἔρευνα. Σύμφωνα μέ τή Rosamond McKitterick, καθηγήτρια τοῦ Καίμπριτζ πού ἔχει ἀσχοληθεῖ ἐκτεταμένα μέ τό Liber Pontificalis, τά χειρόγραφά του Liber Pontificalis πού ἔχουν διασωθεῖ «εἶναι σχεδόν ἀποκλειστικά Φραγκικά» [34].
Οὔτε ὁ ἑπόμενος Πάπας, Λέων Δ΄ (847-855), ζήτησε τή φραγκική ἐπικύρωση γιά τήν ἀνάρρησή του. Κατά τόν Μέγα Φώτιο ὁ Λέων Δ΄ ἦταν «περιώνυμος», «θεόσοφος», καί «πᾶσαν ἁπάντων ἐκκόπτων πρόφασιν αἱρετικήν» [35]. Μέ τόν θάνατο τοῦ Λέοντα, ὁ λαός καί ὁ κλῆρος τῆς Ρώμης ἐξέλεξαν τόν Βενέδικτο Γ΄, ἀλλά οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Φράγκου βασιλιᾶ ἀκύρωσαν τήν ἐκλογή, τοποθέτησαν κάποιον ἄλλο στόν θρόνο κι ἔστειλαν τόν Βενέδικτο στή φυλακή. Ὡστόσο, οἱ Ρωμαῖοι ξεσηκώθηκαν τόσο ἔντονα πού οἱ Φράγκοι ἀναγκάστηκαν νά ἀπελευθερώσουν τόν Βενέδικτο καί νά τοῦ ἐπιστρέψουν νά ἐπανέλθει στόν θρόνο (855-858). Κατά τόν Μέγα Φώτιο ὁ Βενέδικτος ἦταν «πράος καί ἐπιεικής καί ἀσκητικοῖς ἀγῶσιν ἐναγλαϊζόμενος» [36].
Ὁ Πάπας Νικόλαος Α΄ (858-867)
Ὁ Νικόλαος ἦταν ὁ πρῶτος Πάπας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Καρλομάγνου πού συγκρούστηκε μέ τήν Κωνσταντινούπολη, ἄν καί κατά καιρούς συγκρούστηκε ἐπίσης καί μέ Φράγκους ἡγεμόνες καί ἐπισκόπους προσπαθώντας σέ κάθε περίσταση νά ἐπιβάλει τό παπικό πρωτεῖο καί τήν ὑπεροχή τοῦ Πάπα ἔναντι τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Μέ τόν θάνατό του, τό 867 ἀνῆλθε στόν θρόνο γιά 5 χρόνια ὁ Ἀδριανός Β΄, λεγάτοι τοῦ ὁποίου συμμετεῖχαν στή Σύνοδο τῆς Κωνσταντινούπολης τοῦ 869-70. Τό ἐνδιαφέρον αὐτῆς τῆς Συνόδου εἶναι ὅτι «ἐτέθη ὅρος νά εἶναι τό Σύμβολον (τῆς Πίστεως) ἀκαινοτόμητον», δηλαδή νά μήν προστεθοῦν καινοτομίες. [38] Πιό ἁπλά, ὁ Πάπας καταδίκαζε τήν προσθήκη τοῦ φιλιόκβε ἀπό τούς Φράγκους, χωρίς βέβαια νά τούς ὀνομάζει. Ὡς γνωστόν, αὐτή ἡ Σύνοδος ἔμεινε περισσότερο γνωστή στήν Ἱστορία γιά τήν καταδίκη του Φωτίου καί θεωρεῖται ἀκόμη ὡς ἡ Ὄγδοη Οἰκουμενική ἀπό τούς Παπικούς, [39] ἄν καί, ὅπως θά δοῦμε πιό κάτω, ἀκυρώθηκε ρητά ἀπό τόν Πάπα Ἰωάννη Η΄.
Ὁ Πάπας Ἰωάννης Η΄ (872-882)
Ὁ ἑπόμενος Πάπας ἦταν ὁ Ἰωάννης Η΄. Σύμφωνα μέ τήν Καθολική Ἐγκυκλοπαίδεια, ὁ Ἰωάννης Η΄ θεωρεῖται ἕνας ἀπό τούς κορυφαίους Πάπες τοῦ 9ου αἰώνα. Ἀλλά καί γιά τούς Ὀρθοδόξους ὁ Ἰωάννης ἀποτελεῖ μιά σπουδαία μορφή, πού ὑπερασπίστηκε σθεναρά τήν ὀρθή πίστη καί τό ρωμαϊκό ποίμνιό του. Ὅπως τονίζει ὁ π. Ἰ. Ρωμανίδης, «οὐδεμία ἀμφιβολία δύναται νά ὑπάρχη περί τῆς ἀφοσιώσεως τοῦ πάπα Ἰωάννου Η΄ εἰς τά ἰδανικά τῆς Ρωμαιοσύνης.» […] «Ὁ ἐν λόγω πάπας εἶναι ἡγετικόν στέλεχος τῶν ἐν τῇ Δύσει Ρωμαίων ἀφοσιωμένων εἰς τά ἰδανικά καί εἰς τήν ἑνότητα τῆς Ρωμαιοσύνης ἐν τοῖς προσώποις τοῦ βασιλέως τῶν Ρωμαίων καί τῶν πέντε πατριαρχῶν τῶν Ρωμαίων» [40]. Πάντως, ἡ ἔντονη προβολή τοῦ παπικοῦ πρωτείου τήν ὁποία προωθοῦσε δέν ἦταν δυνατόν νά γίνει ἀποδεκτή στήν Κωνσταντινούπολη.[41]
Ἕνα χρόνο μετά τήν ἀνάρρησή του, ὁ Ἰωάννης ἀπαίτησε ἀπό τόν Φράγκο βασιλιά Λουδοβίκο Β΄ νά ἀπελευθερώσει τόν ἅγιο Μεθόδιο, τόν φωτιστή τῶν Σλάβων, τόν ὁποῖο κρατοῦσαν φυλακισμένο οἱ Φράγκοι ἐπί δυόμιση χρόνια. Μπροστά στήν ἐπιμονή τοῦ Πάπα, οἱ Φράγκοι ὑποχώρησαν. [42] Στή συνέχεια, κατηγόρησαν τόν Μεθόδιο στή Ρώμη ὅτι δέν περιλάμβανε τό φιλιόκβε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Φυσικά ὁ Πάπας Ἰωάννης δέν δεχόταν οὔτε αὐτός τό φιλιόκβε καί ἦταν πολύ εὔκολο νά ἀθωώσει τόν Μεθόδιο.
Στό μεταξύ, ἡ σταδιακή διάλυση τοῦ φραγκικοῦ βασιλείου συνοδευόταν ἀπό μιά νέα περίοδο ἀκμῆς τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινούπολης, χάρη στή Μακεδονική Δυναστεία. Ὁ Ρωμαϊκός στρατός ἄρχισε νά ἀπελευθερώνει περιοχές τῆς νότιας Ἰταλίας καί ὁ στόλος νά ἀπομακρύνει τούς Ἄραβες πού εἶχαν ἀποβιβαστεῖ ἀκόμη καί στή Ρώμη τό 846. Ὁ Πάπας Ἰωάννης ἔστειλε συγχαρητήρια στόν αὐτοκρατορικό στρατό πού ἔδιωξε τούς Ἄραβες ἀπό τή Ν. Ἰταλία καί προέτρεψε τούς διοικητές τοῦ στρατοῦ νά πᾶνε στή Ρώμη γιά νά ὑπερασπίσουν τούς ἐκεῖ Ρωμαίους. Ἔστειλε ἐπίσης εὐχαριστήρια ἐπιστολή στόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα Βασίλειο Α΄. [43]
Τό «χειρότερο» ἀπ’ ὅλα ἦταν ὅτι τό 879, ἐπί πατριαρχίας Φωτίου, ὁ Πάπας Ἰωάννης Η΄ συμμετεῖχε δι’ ἐκπροσώπων («λεγάτων») στήν Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη (ἡ ὁποία σήμερα δέν ἀναγνωρίζεται ἀπό τούς Παπικούς) ὅπου καί καταδίκασε ὅσους δέν δέχονταν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας τοῦ 787 (δηλαδή τούς Φράγκους) [44]. Μέ ἐπιστολή του πού διαβάστηκε τή δεύτερη ἡμέρα τῆς Συνόδου (17 Νοεμβρίου 879), ὁ Ἰωάννης ἀκύρωσε ἐπίσης τήν Ἀντιφωτειανή σύνοδο τοῦ 869-870 [45]. Τήν τρίτη ἡμέρα διαβάστηκε ἄλλη ἐπιστολή τοῦ Πάπα μέ τήν ὁποία ζητοῦσε ἀπό ὅλους νά πειθαρχοῦν στόν Πατριάρχη Φώτιο. [46]
Ἡ ἴδια Σύνοδος ἀναθεμάτισε ὅσους προσθέτουν κάτι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως (ἐννοώντας τό φιλιόκβε), χωρίς ὅμως νά τούς ὀνομάζει. Ὅπως ἔχει τονίσει ὁ Ρωμανίδης, ἐπρόκειτο γιά πρωτοφανῆ τακτική, ἀφοῦ πάντα οἱ αἱρετικοί καταδικάζονταν ὀνομαστικά. Φαίνεται πώς ὁ Πάπας Ἰωάννης δέν ἤθελε νά ἐρεθίσει τούς Φράγκους οἱ ὁποῖοι διέθεταν ἀκόμη τή στρατιωτική δύναμη νά ἐπιβάλουν διά τῆς βίας τό φιλιόκβε στή Ρώμη. «Δηλαδή ἐγένετο διπλωματική προσπάθεια νά μή φανῆ ὁ πάπας ἐχθρικῶς διακείμενος ἔναντι τῶν Φράγκων κατακτητῶν, οἵτινες ἦσαν γνωστοί διά τήν ἀγριότητα καί βαρβαρότητα αὐτῶν καί κυρίως τήν ἱκανότητα αὐτῶν νά σφάζουν τούς ὑπ’ αὐτῶν θεωρουμένους αἱρετικούς» [47]. Σέ ἰδιαίτερη ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη Φώτιο ὁ Ἰωάννης τόν διαβεβαιώνει ὅτι τό φιλιόκβε δέν εἰσήχθη ποτέ στό Σύμβολο τῆς Πίστεως στή Ρώμη καί ὅτι ἦταν αἵρεση [48]. Γνωρίζοντας ὅλα αὐτά γιά τόν Πάπα Ἰωάννη Η΄, ἴσως παύει νά προκαλεῖ ἀπορία ἡ διαπίστωση ὅτι ἀπό τό Βιβλίο τῶν Παπῶν (Liber Pontificalis) ἔχει ἀφαιρεθεῖ ὁ βίος του, ὅπως καί τῶν δύο ἑπόμενων παπῶν, Μαρίνου Α΄ καί Ἀδριανοῦ Γ΄ (872-885), «μιά παράλειψη μοναδική στό εἶδος της», ὅπως σημειώνει ὁ Τηλέμαχος Λουγγῆς, Διευθυντής Ἐρευνῶν στό Ἐθνικό Ἵδρυμα Ἐρευνῶν. [49]
Ἄλλωστε, ἀναφέραμε ἤδη ὅτι χειρόγραφα τοῦ Liber Pontificalis πού ἔχουν διασωθεῖ εἶναι σχεδόν ἀποκλειστικά Φραγκικά. Τό σίγουρο εἶναι ὅτι ὁ Ἰωάννης Η΄ παρέμεινε φίλος τοῦ Φωτίου μέχρι τό τέλος, παρόλο πού ἡ Παπική βιβλιογραφία ἐπέμενε ἐπί αἰῶνες ὅτι καταδίκασε τόν Φώτιο τό 881. Ἡ ἐξαντλητική ἔρευνα τοῦ Dvornik ἀνέτρεψε πλήρως αὐτόν τόν ἰσχυρισμό [50]. Ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Φώτιος ἀναφέρεται πολύ εὐνοϊκά γιά αὐτόν στό ἔργο του «Περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας»: τόν ἀποκαλεῖ «ὁ τόν νοῦν μέν ἀνδρεῖος, ἀνδρεῖος δέ τήν εὐσέβειαν, ἀνδρεῖος δέ μισεῖν καί καταβάλλειν ἀδικίαν πᾶσαν καί δυσσέβειαν» [51].
Οἱ «αἱρετικοί Γραικοί»
Καί ἐνῶ ὁ Πάπας ἀποτελοῦσε ἀκόμη τό προπύργιο τῆς Ὀρθοδοξίας στή Δύση, οἱ Φράγκοι συνέχιζαν νά θεωροῦν αἱρετικούς τους «Γραικούς», ὅπως ὀνόμαζαν πλέον τούς Ρωμαίους της Αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινούπολης. Εἶναι χαρακτηριστική μιά περίφημη ἐπιστολή τοῦ Λουδοβίκου Β΄ πρός τόν Αὐτοκράτορα Βασίλειο Α’ τό 871. Ὁ Λουδοβίκος αὐτοαποκαλεῖται «Αὐτοκράτωρ Αὔγουστος τῶν Ρωμαίων» καί ὑποβιβάζει τόν Βασίλειο σέ «Αὐτοκράτορα τῆς Νέας Ρώμης». «Ὁ Λουδοβίκος διετείνετο, ὅτι ἡ Ρώμη, ὁ λαός της καί ὁ Παπικός θρόνος δόθηκαν στούς Φράγκους ἀπό τόν Θεό χάρη στήν Ὀρθόδοξη πίστη τους καί ἀφαιρέθηκαν ἀπό τούς “Γραικούς” οἱ ὁποῖοι ἦσαν Ρωμαῖοι, μόνον ὅταν ἦσαν Ὀρθόδοξοι». Ἔγραφε ὁ Λουδοβίκος: «Ἀναλάβαμε τή διακυβέρνηση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας λόγω τῆς καλῆς πίστεως καί τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες [Γραικοί] ἔπαυσαν νά εἶναι αὐτοκράτορες τῶν Ρωμαίων λόγω τῆς κακοδοξίας τους» [52].
Αὐτή τήν ἐποχή, τό δεύτερο μισό τοῦ 9ου αἰώνα, ἀρχίζουν στή φραγκική Δύση νά συγγράφονται τά πρῶτα θεολογικά ἔργα γιά τίς «πλάνες τῶν Γραικῶν». Ἕνα ἀπό τά πρῶτα ἦταν τό «Contra Graecorum opposita» τοῦ Ρατράμνους (πέθανε τό 868), μοναχοῦ καί θεολόγου στό Corbie (Β. Γαλλία). Ἡ «Γραικική ἀντίθεση» τήν ὁποία «διορθώνει» ὁ Ρατράμνους εἶναι ἡ ἄποψη τοῦ Φωτίου γιά τό φιλιόκβε. Τήν ἴδια περίοδο ὁ Αἰνείας Παρισίων γράφει τό «Liber adversos Graecos» καί μιά Σύνοδος πού συνῆλθε στή Βορματία τῆς Γερμανίας τό 868 ἐκδίδει ἀπόφαση μέ τίτλο «Contra Graecorum haeresim de fide sanctae Trinitatis» («Κατά τῆς ἑλληνικῆς αἵρεσης σχετικά μέ τήν πίστη τῆς Ἁγίας Τριάδος») [53].
* * *
Οἱ Πάπες ἀπό τό 882 ὡς τό 899
Μέ τόν θάνατο τοῦ Πάπα Ἰωάννη Η΄, οἱ Ρωμαῖοι ἔτρεξαν νά ἐκλέξουν ὡς νέο Πάπα τόν Μαρίνο Α΄, χωρίς νά περιμένουν τήν ἔγκριση τοῦ Φράγκου βασιλιά. Ἐπί αἰῶνες ἡ δυτική προπαγάνδα ἐπαναλάμβανε ὅτι ὁ Μαρίνος ἐπικύρωσε τόν ἀφορισμό τοῦ Φωτίου. (Ὁ ἰσχυρισμός διατηρεῖται στή διαδικτυακή «Καθολική Ἐγκυκλοπαίδεια» καί στή «Βικιπαίδεια»). Αὐτό ἔχει καταρριφθεῖ ἀπό τή διεξοδική ἔρευνα τοῦ Dvornik ὁ ὁποῖος σημειώνει ὅτι ἡ πρώτη ἐνέργεια τοῦ Μαρίνου ἦταν νά διατηρήσει στή θέση τοῦ Βιβλιοθηκάριου τόν Ζαχαρία, στενό φίλο του Φωτίου καί «τόν ἰσχυρότερο ὑπερασπιστή ἐντός τῆς Ρωμαϊκῆς curia μιᾶς φιλελληνικῆς πολιτικῆς». Θά ἦταν φυσικά ἀδιανόητο, γράφει ὁ Dvornik, νά τόν διατηροῦσε σέ αὐτή τή θέση ὁ Μαρίνος «ἄν ἀποδοκίμαζε τή φιλελληνική στάση τοῦ προκατόχου του». [54] Ὁ Μαρίνος ἔζησε μόλις ἐνάμιση χρόνο στόν παπικό θρόνο, ἀλλά πρόλαβε νά ἀνακαλέσει καί νά ἀκυρώσει τήν Constitutio Romana τοῦ 824. Μέ διάταγμα πού ἐξέδωσε, ἀπαγόρευε στούς αὐτοκράτορες νά ἀναμειγνύονται στήν ἐκλογή τοῦ Πάπα, εἴτε ἄμεσα εἴτε ἔμμεσα μέ ἐκπροσώπους τους.
Ἑπόμενος Πάπας ἦταν ὁ Ἀδριανός Γ΄ (884-885) πού ἔμεινε κι αὐτός μόλις ἕνα χρόνο στή θέση του. Πρόλαβε πάντως νά στείλει τήν καθιερωμένη συνοδική ἐπιστολή στόν Πατριάρχη Φώτιο στήν ὁποία, κατά τή φράση τοῦ Φωτίου, «τήν αὐτήν εὐσέβειαν δι’ αὐτῆς ἀνεκήρυττε καί τό πνεῦμα τοῦ πατρός ἐθεολόγει ἐκπορεύεσθαι» [55]. Μέ λίγα λόγια ὅλοι οἱ Πάπες διαδοχικά ἀπέρριπταν τό φιλιόκβε, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Μέγας Φώτιος. Ἀκολούθησε ὁ Στέφανος Ε΄ (885-891), πού ἐκλέχτηκε Πάπας παρότι ὁ Φράγκος βασιλιάς Κάρολος Παχύς ἀρνήθηκε νά ἐπικυρώσει τήν ἐκλογή του. Οἱ Φράγκοι τελικά ὑποχώρησαν μπροστά στήν ὁμόφωνη ὑποστήριξη ἀπό τόν λαό τῆς Ρώμης. Ὁ Στέφανος διατήρησε καλές σχέσεις μέ τήν Κωνσταντινούπολη, καί μάλιστα ζήτησε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Βασίλειο Α΄ νά στείλει στόλο γιά νά προστατεύσει τίς ἰταλικές ἀκτές ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν Σαρακηνῶν. [56]
Ἐπί αἰῶνες ἡ δυτική προπαγάνδα παρουσίαζε τόν Στέφανο ὡς ἐχθρό τοῦ Φωτίου (στή Βικιπαίδεια ἀκόμη καί σήμερα ἀναφέρεται ὡς τέτοιος καί μάλιστα προστίθεται ὅτι χάρη στίς προσπάθειες τοῦ Στεφάνου ὁ αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ἐκθρόνισε καί ἐξόρισε τόν Φώτιο). Ὁ Dvornik ἀφιέρωσε μακροσκελῆ ἔρευνα στό βιβλίο του γιά νά σχολιάσει κάθε δυνατή πηγή πού θά στήριζε αὐτή τήν ἄποψη. Τό συμπέρασμά του; «Μποροῦμε μέ σιγουριά νά δηλώσουμε ὅτι ὁ Πάπας Στέφανος Ε΄, ἀνεξαρτήτως ἀπό ὁτιδήποτε ἔχει εἰπωθεῖ γιά αὐτόν μέχρι σήμερα, δέν διέκοψε τίς σχέσεις μέ τόν Φώτιο, ἀλλά, ὅπως καί οἱ προκάτοχοί του, συνέχισε νά τόν θεωρεῖ ὡς τόν νόμιμο Πατριάρχη. Μπορεῖ τώρα νά δηλωθεῖ ὅτι ὁ ἴδιος Πάπας, πού πάντα πιστευόταν ὅτι ἦταν ὁ πιό δηλητηριώδης ἐχθρός τοῦ Φωτίου, ἦταν στήν πραγματικότητα ὑπερασπιστής τῆς ὑπόθεσής του κατά τή δεύτερη ἐκθρόνισή του ἀπό τόν Αὐτοκράτορα» (τόν Λέοντα ΣΤ΄). Καί ἀκολουθεῖ τό συνταρακτικό συμπέρασμα πού κατακρήμνισε 1000 χρόνια δυτικῆς πλαστογραφίας καί προπαγάνδας: «Ὑπάρχει μόνο μιά δυνατή ἐξήγηση: τό δεύτερο σχίσμα τοῦ Φωτίου, τό ὁποῖο μέχρι τώρα πιστευόταν ὅτι ἦταν ἰδιαίτερα μοιραῖο γιά τίς φιλικές σχέσεις μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ἀνήκει στή σφαίρα τοῦ θρύλου» [57].
Ἀκολούθησαν μερικές δεκαετίες μέ ἔντονες ἐμφύλιες διαμάχες μεταξύ ἰσχυρῶν οἰκογενειῶν τῆς Ρώμης γιά τήν προώθηση μελῶν τους στόν Παπικό θρόνο. Αὐτό πάντως δέν εἶχε σχέση μέ θεολογικές διαφορές. Ἄλλωστε, ἡ Καρολίγγεια δυναστεία ἔφτασε στό τέλος της μέ τόν Κάρολο Παχύ (πέθανε τό 888) καί τό φραγκικό βασίλειο διαλύθηκε σέ πολλά κομμάτια ἀπό κεῖ καί ὕστερα. Ἡ φραγκογερμανική πίεση στήν Ἰταλία μειώθηκε σαφῶς γιά τά ἑπόμενα 70 χρόνια. Οἱ Ὀρθόδοξοι Ρωμαῖοι παρέμειναν ἀταλάντευτοι ὅλες αὐτές τίς δεκαετίες. Ἕνα ἀξιοσημείωτο περιστατικό συνέβη τό 898-899, ὅταν ὁ Πάπας Ἰωάννης Θ΄ συγκρούστηκε μέ τή γερμανική Ἱεραρχία καί ἀπάντησε θετικά στό αἴτημα τῶν Μοραβῶν νά ἀποκτήσουν δικό τους Μητροπολίτη, ὥστε νά ἀνεξαρτητοποιηθοῦν ἀπό τούς Γερμανούς.
Ὁ πρῶτος αὐτοκράτορας τῆς «Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους», καί ἡ σύγκρουση μέ τόν Πάπα Ἰωάννη ΙΒ΄, 962
Ἡ ἑπόμενη ἰσχυρή πρόκληση παρουσιάστηκε τό 962, ὅταν ὁ Σάξονας βασιλιάς Ὄθων Α΄ κατέβηκε μέ τό στρατό του στή Ρώμη, ἐπεμβαίνοντας σέ μιά τοπική διαμάχη, καί ἀνάγκασε τόν Πάπα Ἰωάννη ΙΒ΄ νά τόν στέψει αὐτοκράτορα. Ἦταν ὁ πρῶτος Αὐτοκράτορας τῆς «Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους», ἀργότερα γνωστῆς καί ὡς Πρῶτο Ράιχ. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ Ἰωάννης ΙΒ΄ εἶχε τολμήσει νά ἐπαναφέρει τήν παλαιότερη παράδοση τῆς χρονολόγησης τῶν ἐπίσημων ἐγγράφων σύμφωνα μέ τά ἔτη τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινούπολης. [58] Ἀποκαλυπτική γιά τά ἀμοιβαῖα αἰσθήματα Ρωμαίων καί Γερμανῶν εἶναι ἡ διαταγή τοῦ Ὄθωνα πρός τόν Σάξονα σωματοφύλακά του Ansfrid πρίν ἀπό τή στέψη: «Ὅταν θά προσεύχομαι σήμερα στή λάρνακα τοῦ Ἀποστόλου, ἐσύ νά κραδαίνεις τό σπαθί σου πάνω ἀπό τό κεφάλι μου. Γνωρίζω πολύ καλά τίς θλιβερές ἐμπειρίες τῶν προκατόχων μου ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀφοσίωση τῶν Ρωμαίων. Ὅταν ἐπιστρέψουμε στό στρατόπεδο ἀπόψε, μπορεῖς νά προσευχηθεῖς ὅσο θέλεις» [59].
Γιά νά ἐξασφαλίσει τήν ὑποταγή τοῦ ἑκάστοτε Πάπα, ὁ Ὄθων ἐπανέφερε σέ ἰσχύ τήν Constitutio Romana τοῦ 824, ἀπαιτώντας ὅτι ὅλοι οἱ μελλοντικοί Πάπες θά ἔπρεπε νά τοῦ ὁρκιστοῦν πίστη καί ὑποταγή πρίν ἀνέλθουν στό θρόνο. [60] Ὁ πάπας Ἰωάννης ΙΒ΄ δέν δέχθηκε αὐτή τήν ἀξίωση καί ἔστειλε ἀπεσταλμένους στήν Κωνσταντινούπολη προσπαθώντας νά ζητήσει βοήθεια. Οἱ ἀπεσταλμένοι ὅμως ἔπεσαν στά χέρια τοῦ Ὄθωνα, ὁ ὁποῖος πολιόρκησε τή Ρώμη, καί ὁ Ἰωάννης ἀναγκάστηκε νά διαφύγει γιά νά γλυτώσει. Ὁ Ὄθων συγκάλεσε σύνοδο Ἰταλῶν ἐπισκόπων τούς ὁποίους «ἔπεισε» νά ἐκθρονίσουν τόν Ἰωάννη καί νά ἐκλέξουν τόν δικό του ὑποψήφιο. Ὡστόσο, πρίν ἀκόμη ἀναχωρήσει ἀπό τή Ρώμη γιά τή Σαξονία, οἱ κάτοικοι τῆς Ρώμης ἐπαναστάτησαν ὑπέρ τοῦ Ἰωάννη καί ἡ ἐξέγερση καταπνίγηκε μόνο μετά ἀπό τεράστιες ἀπώλειες σέ ἀνθρώπινες ζωές. Μέ τήν ἀναχώρηση τοῦ Ὄθωνα, ὁ Ἰωάννης ἐπέστρεψε πανηγυρικά τόν Φεβρουάριο τοῦ 964, ἀλλά δέν εὐτύχησε νά ζήσει γιά πολύ ἀκόμη, καθώς πέθανε λίγους μῆνες ἀργότερα. Δέν πρέπει νά προκαλεῖ ἔκπληξη ὅτι ἡ δυτική ἱστοριογραφία τόν παρουσίασε μέ τά πλέον μελανά χρώματα, ἀκολουθώντας τήν περιγραφή τοῦ γνωστοῦ Λιουτπράνδου τῆς Κρεμόνας, ὑπαλλήλου τοῦ Ὄθωνα, στόν ὁποῖο ὀφείλουμε τόν χαρακτηρισμό «τέρας» (monstrum) γιά τόν Πάπα Ἰωάννη ΙΒ΄. [61]
Ἀπό τό 964 ὡς τόν πρῶτο Φράγκο Πάπα
Μέ τή δυναμική καί βίαιη παρέμβαση τοῦ Ὄθωνα Α΄, ὁ Πάπας μετατράπηκε σέ ὄργανο τῆς Γερμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Τά ἑπόμενα ἑκατό χρόνια, οἱ 21 ἀπό τούς 25 Πάπες ἐπιλέχθηκαν ἀπό τόν Γερμανό βασιλιά. [62] Οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν νά διαλέξουν ἄν θά γίνουν συνεργάτες τῶν Γερμανῶν ἤ ἀντιστασιακοί. Οἱ ἐσωτερικές διαμάχες ὑπῆρξαν τόσο ἔντονες ὥστε τήν περίοδο 963-1002 ἀπό τούς ἕντεκα Πάπες πού ἀνέβηκαν στόν θρόνο δέν ὑπῆρξε οὔτε ἕνας πού νά μήν ἐκθρονίστηκε ἤ νά μήν ἐξορίστηκε, ἔστω καί προσωρινά [63]. Ὡστόσο, παρά τήν γερμανική πίεση, τό φιλιόκβε δέν υἱοθετήθηκε ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ὅλα αὐτά τά χρόνια. Ὅπως θά ἦταν ἀναμενόμενο, ἡ δυτική ἱστοριογραφία θεωρεῖ τόν 10ο αἰώνα ὡς τό κατώτατο σημεῖο ξεπεσμοῦ τοῦ παπικοῦ θεσμοῦ καί ἔχει δυσφημήσει ἰδιαίτερα ὅλους τούς Πάπες πού ἀντιστάθηκαν στούς Γερμανούς. Ὡστόσο, νεότερες ἔρευνες ἔχουν ἀρχίσει νά ἀποκαθιστοῦν μιά πιό ἰσορροπημένη εἰκόνα, τήν ὁποία εἶχε προβλέψει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Ἔτσι, ἡ καθηγήτρια τῆς Ὀξφόρδης West-Harling συμπεραίνει ὅτι «ἴσως, σέ ἀντίθεση μέ τήν παραδοσιακή ἄποψη […] πού ἔβλεπε τόν δέκατο αἰώνα ὡς τό ναδίρ γιά τήν παπωσύνη […], θά ἦταν πιό ἀκριβές νά ποῦμε ὅτι ὑπῆρχε ὄντως μιά διαμάχη γιά τόν ἔλεγχο τοῦ παπικοῦ θρόνου, ἄν καί τό κύριο στοιχεῖο της ἦταν ἀνάμεσα στούς πάπες πού συνδέονταν μέ τήν οἰκογένεια τοῦ Alberic ἤ τῶν Crescentii καί τούς Ὀθωνικούς αὐτοκράτορες» [64].
Ἡ παρακολούθηση τῆς παπικῆς ἱστορίας τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 10ου αἰώνα εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολη, διότι οἱ τοπικές διαμάχες καί ἡ ἀνάμιξη τοῦ Γερμανοῦ αὐτοκράτορα ὁδήγησαν σέ καταστροφή ἤ καί πιθανή ἀλλοίωση τῶν ἀναγκαίων γιά τήν ἔρευνα πηγῶν. Αὐτό πού προκύπτει ὡς μᾶλλον σταθερή τάση εἶναι ἡ ἀντίδραση, ἄλλοτε πετυχημένη καί ἄλλοτε ἀποτυχημένη, τῶν κατοίκων τῆς Ρώμης σέ κάθε ἐπέμβαση τῶν Γερμανῶν. Γιά παράδειγμα, τό 965 ἡ ἀριστοκρατία τῆς Ρώμης ζήτησε ἀπό τόν Ὄθωνα τήν ἐκλογή ἑνός συγκεκριμένου Πάπα, ἀλλά ὁ Ὄθων ἀρνήθηκε καί οἱ ἀπεσταλμένοι του ἐπέβαλαν τόν Ἰωάννη ΙΓ΄. Σύντομα οἱ Ρωμαῖοι ἐπαναστάτησαν καί φυλάκισαν τόν Ἰωάννη στό Castel Sant’Angelo – γνωστό μέχρι σήμερα μνημεῖο τῆς Ρώμης. Τό ἑπόμενο καλοκαίρι ὁ Ὄθων ἀναγκάστηκε νά τεθεῖ ἐπικεφαλῆς τεράστιου στρατοῦ καί νά πάει στή Ρώμη ὅπου κατέπνιξε τήν ἐξέγερση καί ἐκτέλεσε παραδειγματικά τους ἀρχηγούς της. Οἱ Ρωμαῖοι πλήρωσαν πολύ ἀκριβά τήν ἀντίστασή τους, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλοι οἱ μεταγενέστεροι ἀντιστασιακοί κατά τοῦ γερμανικοῦ Ράιχ. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ φράση τοῦ μοναχοῦ Βενεδίκτου τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα στό ὄρος Soracte κοντά στή Ρώμη, ὁ ὁποῖος στό Χρονικό του (γραμμένο περί τό 968) περιγράφει τή Ρώμη ὡς «κατεστραμμένη, λεηλατημένη, καί ἐρειπωμένη» [65].
Ὁ ἑπόμενος Πάπας ἐκλέχτηκε ἀπό τή φιλογερμανική μερίδα τῆς πόλης, ἀλλά καί πάλι ἡ ἀντίπαλη παράταξη ἐπαναστάτησε, καθώς μάλιστα ἔφτασε στή Ρώμη ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ Ὄθωνα Α΄ καί τῆς ἀμφισβήτησης τοῦ γιοῦ του, Ὄθωνα Β΄, ἀπό Γερμανούς διεκδικητές. Ὁ γερμανόφιλος Πάπας φυλακίστηκε καί τελικά δολοφονήθηκε, πρίν προλάβει νά ἐπέμβει ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Γερμανοῦ βασιλιᾶ πού πῆγε στή Ρώμη. Ὁ ἑπόμενος Πάπας, Βενέδικτος Ζ΄, χρειάστηκε ἐπίσης τή βοήθεια τοῦ Ὄθωνα Β΄ γιά νά ἐγκατασταθεῖ καί νά παραμείνει στόν θρόνο του. Μέ τόν θάνατο τοῦ Βενέδικτου, ὁ Ὄθων Β΄ ἐπέλεξε ὁ ἴδιος ὡς Πάπα τόν πρώην ἀρχικαγκελάριό του στήν Ἰταλία, ἕναν Λογγοβάρδο μέ τό ὄνομα Ἰωάννης ΙΔ΄. Ὁ κλῆρος καί ὁ λαός τῆς Ρώμης δέν ρωτήθηκαν καί δέν ὑπάρχουν κἄν ἐνδείξεις ὅτι ἀκολουθήθηκε κάποιου εἴδους ἐκλογική διαδικασία. [66] Ὡστόσο ὁ Ὄθων Β΄ πέθανε τόν ἴδιο μήνα, Δεκέμβριο 983, καί ὁ Ἰωάννης ΙΔ΄ διαπίστωσε ὅτι εἶχε μείνει χωρίς κανένα σύμμαχο στή Ρώμη. Σύντομα ἐκθρονίστηκε, φυλακίστηκε καί πέθανε λίγους μῆνες ἀργότερα.
Χωρίς κανέναν Γερμανό πάνω ἀπό τό κεφάλι τους, μιά καί ὁ διάδοχος Ὄθων Γ΄ ἦταν μόλις 3 ἐτῶν καί τήν ἀντιβασιλεία ἀσκοῦσε ἡ μητέρα του Θεοφανώ, ἡ γνωστή πριγκίπισσα ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, οἱ Ρωμαῖοι ἐξέλεξαν ἀνενόχλητοι ἕναν λόγιο ντόπιο πρωθιερέα ὡς τόν Πάπα Ἰωάννη ΙΕ΄. Ἡ Θεοφανώ διατήρησε καλές σχέσεις μαζί του καί πέρασε τόν χειμώνα τοῦ 889 στή Ρώμη, μαζί μέ τόν ἀνήλικο γιό της. Ἔμεινε στόν θρόνο του 11 χρόνια. Μετά τόν θάνατό του τό 996, ὁ Ὄθων Γ΄ ἐπέλεξε καί ἐπέβαλε ὡς Πάπα τόν 24χρονο Μπροῦνο, γιό τοῦ ξαδέρφου του, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τό ὄνομα Γρηγόριος Ε΄. Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού ἐκλέχτηκε Γερμανός Πάπας καί ἡ πρώτη ἐνέργειά του ἦταν νά στέψει αὐτοκράτορα τόν Ὄθωνα Γ΄ στόν Ἅγιο Πέτρο. Δέν εἶχαν περάσει 5 μῆνες ἀπό τήν ἐνθρόνισή του ὅταν οἱ Ρωμαῖοι, ἀγανακτισμένοι ἀπό τόν διορισμό ἑνός ξένου Πάπα, ἐπαναστάτησαν καί τόν ἔδιωξαν. [67] Ὁ Γρηγόριος ἔζησε ἐξόριστος μέχρι τόν Φεβρουάριο τοῦ 998, ὅταν ὁ Ὄθων τόν ἀποκατέστησε στή Ρώμη. Στό ἐνδιάμεσο διάστημα οἱ Ρωμαῖοι ἐξέλεξαν ὡς Πάπα τόν Ἰωάννη Φιλάγαθο. Ὁ Ἰωάννης Φιλάγαθος ἀποτελεῖ μιά πολύ ἐνδιαφέρουσα προσωπικότητα, δυστυχῶς μέ τραγική κατάληξη. Ἦταν ὁ τελευταῖος ἑλληνόφωνος Πάπας, ἀφοῦ γεννήθηκε στό Ροσάνο τῆς Καλαβρίας, καί ἤδη τό 980 ὁ Ὄθων Β΄ τόν εἶχε διορίσει προϊστάμενο τῆς ἰταλικῆς καγκελαρίας. Μέ τόν θάνατο τοῦ Ὄθωνα Β΄ τό 983, ἡ Θεοφανώ τόν κάλεσε στή Γερμανία καί ἀνέλαβε δάσκαλος τοῦ μικροῦ Ὄθωνα Γ΄. [68]
Τό 994 στάλθηκε ὡς ἐκπρόσωπός του στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά ζητήσει κάποια πριγκίπισσα ὡς σύζυγο τοῦ Ὄθωνα Γ΄, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε συμβεῖ καί μέ τόν πατέρα του πού παντρεύτηκε τή Θεοφανώ. Ἐπιστρέφοντας στήν Ἰταλία, κι ἐνῶ οἱ διαπραγματεύσεις γιά τό συνοικέσιο δέν εἶχαν ὁλοκληρωθεῖ, βρῆκε τόν παπικό θρόνο κενό καί ὁ de facto ἐπικεφαλῆς τῆς πόλης, ὁ πατρίκιος Κρησκέντιος, σφοδρός ἀντίπαλος τῶν Γερμανῶν, πρότεινε (ἤ ἴσως ἐπέβαλε) τήν ἐκλογή τοῦ Ἰωάννη Φιλάγαθου. Ὁ Ἰωάννης ἀναγνωρίστηκε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί τό ὄνομά του περιελήφθη στά δίπτυχα τῆς ἐκκλησίας της. [69] Ὁ Ὄθων Γ΄, ὅμως, δέν συγχώρησε ποτέ τήν ἀνατροπή τοῦ Μπροῦνο/Γρηγορίου, λησμόνησε τήν ἀνατροφή του ἀπό τόν Ἰωάννη Φιλάγαθο, καί τόν Φεβρουάριο τοῦ 998 μπῆκε μέ τόν στρατό του στή Ρώμη. Ὁ Ἰωάννης συνελήφθη, τυφλώθηκε, τοῦ ἔκοψαν τή μύτη, τή γλώσσα καί τά χέρια, καί τόν διαπόμπευσαν περιφέροντάς τον στήν πόλη πάνω σέ ἕνα γαϊδουράκι. [70] Δέν ὑπῆρχε πιό ἐμφατικός τρόπος γιά νά δείξουν οἱ Γερμανοί στούς Ρωμαίους «ποιός εἶναι τό ἀφεντικό», ὥστε νά πατάξουν κάθε μελλοντική ἀνυπακοή. Στόν παπικό θρόνο ἐπέστρεψε ὁ Γρηγόριος Ε΄, μέχρι τόν θάνατό του τό 999.
Ἀποφασισμένος νά μή διακινδυνεύσει «δημοκρατικές διαδικασίες» καί ἐκλογές ἀπό τούς Ρωμαίους, ὁ Ὄθων Γ΄ ἐπέλεξε στή συνέχεια ὡς Πάπα τόν φίλο του Γερβέρτο τοῦ Ὠριγιάκ (Gerbert d’Aurillac), μέ τό ὄνομα Σίλβεστρος Β΄. Εἶναι ὁ πρῶτος «Γάλλος» Πάπας, μιά καί εἶχε γεννηθεῖ στήν Auvergne. Ἀποδείχθηκε ἀπολύτως συνεργάσιμος μέ τόν Γερμανό αὐτοκράτορα καί, ὅπως συνήθως, τό 1001, γιά πολλοστή φορά, οἱ κάτοικοι τῆς Ρώμης ἐξεγέρθηκαν ἐναντίον τῆς ξένης κυριαρχίας καί μάλιστα κατάφεραν νά ἐκδιώξουν καί τόν Πάπα καί τόν Ὄθωνα Γ΄ ἀπό τήν πόλη. Ὁ Ὄθων πέθανε ἕνα χρόνο ἀργότερα χωρίς ἀπογόνους καί χωρίς νά καταφέρει νά ἐπιστρέψει στή Ρώμη. [71] Τό 1003 πέθανε καί ὁ Σίλβεστρος. Ἐπωφελούμενη ἀπό τό κενό ἐξουσίας στή Γερμανία, ἡ ἀντι-γερμανική παράταξη τῆς Ρώμης ἐξέλεξε ἐλεύθερα τούς δύο ἑπόμενους Πάπες, τόν Ἰωάννη ΙΖ΄ καί Ἰωάννη ΙΗ΄ (1003 καί 1003-1009), πού ἦταν γέννημα-θρέμμα Ρωμαῖοι. Ὁ Ἰωάννης ΙΗ΄ ἀναγράφηκε στά δίπτυχα τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί θεωρεῖται ὁ τελευταῖος Πάπας πού περιελήφθη σέ αὐτά. [72]
Ἡ ὁριστική εἰσαγωγή τοῦ φιλιόκβε στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης
Τό 1009 ὁ Πάπας Ἰωάννης ΙΗ΄ παραιτήθηκε ἀπό τόν θρόνο του ὑπό ἄγνωστες συνθῆκες καί πέθανε λίγο ἀργότερα. Τόν διαδέχθηκε ὁ Σέργιος Δ΄ ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι στή συστατική ἐπιστολή του πρός τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως περιέλαβε τό φιλιόκβε καί ἔτσι διεγράφη ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πόλης. [73] Δυστυχῶς δέν σώζονται σύγχρονες μέ τό γεγονός πληροφορίες εἴτε στή Ρώμη εἴτε στήν Κωνσταντινούπολη ὥστε νά ἐπιβεβαιωθεῖ πλήρως καί νά ἀξιολογηθεῖ αὐτή ἡ ἐνέργεια. Μετά τόν θάνατο τοῦ Σεργίου τό 1012, ἐκλέχτηκε ὁ Βενέδικτος Η΄, ἀλλά σύντομα ἐκδιώχτηκε ἀπό τήν ἀντίπαλη μερίδα τῆς Ρώμης. Ὅπως καί ἄλλοι προκάτοχοί του στό παρελθόν, ὁ Βενέδικτος κατέφυγε στή Γερμανία γιά βοήθεια. Ὁ αὐτοκράτορας Ἐρρίκος Β΄ δέχτηκε νά τόν ἀποκαταστήσει στόν θρόνο, μέ ἀντάλλαγμα τή στέψη του ὡς αὐτοκράτορα «Ρωμαίων» στή Ρώμη. Στά τέλη τοῦ 1013 ὁ Ἐρρίκος Β΄ ξεκίνησε ἐπικεφαλῆς μεγάλης στρατιᾶς ἀπό τό Ἄουγκσμπουργκ καί ἔφτασε στή Ρώμη, ὅπου στίς 14 Φεβρουαρίου τοῦ 1014 τόν ἔστεψε στόν Ἅγιο Πέτρο ὁ Πάπας Βενέδικτος Η΄.[ 74] Τό ἀντάλλαγμα, ὅμως δέν ἦταν μόνον ἡ στέψη. Στή διάρκεια ἐκείνης τῆς θείας λειτουργίας ἀπαγγέλθηκε γιά πρώτη φορά στήν ἕδρα τοῦ Πάπα τό Σύμβολο τῆς Πίστεως μέ τό φιλιόκβε. Ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία υἱοθέτησε πλέον ἐπίσημα τό αἱρετικό δόγμα, ἐναντίον τοῦ ὁποίου εἶχαν πολεμήσει ἀμέτρητοι Πάπες τῶν προηγούμενων δύο αἰώνων. Ἡ Δυτική Ἐκκλησία στό σύνολό της ἀποσχίστηκε πλέον ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί δέν ἐπανῆλθε ποτέ στήν ὀρθή πίστη…
Ὁ Γερμανός βασιλιάς πού πέτυχε αὐτό πού δέν εἶχε πετύχει κανένας προκάτοχός του ἀνταμείφθηκε στή συνέχεια μέ τή μέγιστη τιμή ἀπό τούς Γερμανούς κατακτητές τοῦ παπικοῦ θρόνου. Τό 1146 ἁγιοκατατάχθηκε ἀπό τόν Πάπα Εὐγένιο Γ΄, καί ἦταν ὁμοναδικός Γερμανός μονάρχης τοῦ Μεσαίωνα πού τιμήθηκε μέ αὐτή τή διάκριση. Μέχρι σήμερα θεωρεῖται ὁ προστάτης ἅγιος τῆς πόλης τῆς Βασιλείας στήν Ἐλβετία. Ἀπό τό 1014 καί μετά οἱ Γερμανοί καθόριζαν τήν ἐκλογή τοῦ Πάπα καί ἀπό τό 1046 ἀπαλλάχτηκαν πλέον ἀπό τήν παρουσία Ρωμαίου σέ αὐτή τή θέση. Τό λεγόμενο Σχίσμα τοῦ 1054 ἦταν ἁπλῶς ἡ τυπική ἐπισφράγιση ὅσων εἶχαν προηγηθεῖ στά χρόνια πού περιγράψαμε στήν παροῦσα μελέτη. Στούς αἰῶνες πού ἀκολούθησαν, ὁ παπικός θρόνος παρέμεινε ὑπό τήν ἐξουσία τῶν κατακτητῶν. Στή Δυτική Εὐρώπη παγιώθηκαν οἱ φραγκικές αὐθαιρεσίες καί ἀναπτύσσονταν διαρκῶς καί νεότερες, καθώς ἡ δυτική θεολογία ἀπομακρυνόταν σταθερά ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί δέν ὑπῆρχε πλέον τό ἐμπόδιο τοῦ Ὀρθόδοξου Ρωμαίου Πάπα. Ἡ ἀπομάκρυνση γέννησε ἕναν ἐντελῶς διαφορετικό κόσμο, μέχρι τίς ἡμέρες μας. Μέ τά λόγια τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «τό “σχίσμα” δέν ἦταν μόνο μιά διαίρεση “στήν Ἐκκλησία”, μέ αὐστηρά θεολογική ἔννοια. Ἦταν μιά διαίρεση στόν κόσμο γενικότερα. Ἦταν ἕνας πολιτιστικός καί πολιτικός χωρισμός, καί ὄχι μόνο ἕνας «“χωρισμός τῶν Ἐκκλησιῶν” » [75].
Τέλος
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
- Βλ. Christoph Mauntel, “Beyond Rome. The Polyvalent Usage and Levels of Meaning of Imperator and Imperium in Medieval Europe” στο Mauntel, “Renovatio, inventio, absentia imperii. From the Roman Empire to contemporary imperialism”, 2018, σελ.69. Ὁ τίτλος «Αὐτοκράτορας Ρωμαίων» (Imperator Romanorum) ἀναφέρεται σέ ὁρισμένα ἔγγραφα τά ὁποῖα ἀποδείχτηκε ὅτι ἦταν πλαστά. Βλ. Athina Kolia-Dermitzaki, «Byzantium and the West – the West and Byzantium (Ninth-Twelfth Centuries)» στό T. Kolias-K. Pitsakis (ed.), «Aureus. Volume dedicated to professor Evangelos K. Chrysos», Athens 2014, σελ. 361.
- Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Second Council of Nicaea», Variorum Collected Studies Series,
- Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Second Council of Nicaea”, Variorum Collected Studies Series,
- Mansi 12. 999, 12. 1055-71, 12. 1077-84, 12. 1086B. Πρβλ. Judith Herrin “The Formation of Christendom”, Princeton University Press, 1989, σ. 419.
- Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Sec- ond Council of Nicaea”, Variorum Collected Studies Series,
- Mansi 760.
- Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀδριανοῦ στό συγκεκριμένο σημεῖο καταλαμβάνει 4 σελίδες στήν ἔκδοση τοῦ Mansi. Βλ. Mansi 13.760-763.
- Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Second Council of Nicaea», Variorum Collected Studies Series,
- Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Second Council of Nicaea», Variorum Collected Studies Series,
- Leslie Brubaker, “Representation 800: Arab, Byzantine, Carolingian”, Transactions of the Royal Historical Society, Sixth Series, Vol. 19, 2009,), σελ. 49.
- Małgorzata Chudzikowska–Wołoszyn, «Remarks on the Source Evidence in the Libri Criteria for the Classification», στό Narojczyk Krzysztof, Świgoń Marzena, Wolny Miron (eds.) «Archive Studies – Information Science: methodological issues», Olsztyn, Πολωνία, 2010, σελ.5.
- Ann Freeman, “Opus Caroli Regis Contra Synodum An Introduction”, στό «Theodulf of Orléans: Charlemagne’s Spokesman against the Second Council of Nicaea”, Variorum Collected Studies Series,
- David Ganz, “Theology and the organisation of thought”, chapter 28 στήν The New Cambridge Medieval History, Volume ii 700—c. 900, edited by Rosamond McKitterick, Cambridge University Press, 1995, σελ.774.
- π. Ἰ. Ρωμανίδης, «The Filioque», Κληρονομία, 7, Β΄, Ἰούλιος 1975, σ.
- Małgorzata Chudzikowska–Wołoszyn, «Remarks on the Source Evidence in the Libri Criteria for the Classification», στό Naro- jczyk Krzysztof, Świgoń Marzena, Wolny Miron (eds.) «Archive Studies – Information Science: methodological issues», Olsztyn, Πολωνία, 2010, σελ. 16.
- Ann Freeman, “Theodulf of Orleans and the Libri Carolini”, Speculum, 1957, σελ. 664.
- Michael Moore, «The Ancient Fathers: Christian Antiquity, Patristics and Frankish Canon Law», Millennium 7/2010, De Gruyter, Berlin/New York, σελ. 335.
- Judith Herrin, “The Formation of Christendom”, Princeton University Press,1989, σ. 436-440.
- Huw Foden, “What is adoration? Contesting meaning in the margins of the Opus Caroli regis contra synodum (c.790–4)”, Early Medieval Europe, 2024, 32 (3), σελ.389.
- Γιά τήν ἀκρίβεια, οἱ Φράγκοι τήν ὀνομάζουν λανθασμένα «τῆς Κωνσταντινούπολης». Βλ. Ann Freeman, “Carolingian Orthodoxy and the Fate of the Libri Carolini”, Viator, 1985, σελ. Τό πρωτότυπο λατινικό κείμενο παρατίθεται στίς σελ. 92-93.
- Ann Freeman, “Carolingian Orthodoxy and the Fate of the Libri Carolini”, Viator, 1985, σελ.66-67. Τό πρωτότυπο λατινικό κείμενο παρατίθεται στίς σελ. 92-93.
- Ann Freeman, “Carolingian Orthodoxy and the Fate of the Libri Carolini”, Viator, 1985, σελ.93.
- Tia Kolbaba, “Latin and Greek Christians”, στό The Cambridge History of Christianity - Early Medieval Christianities, 600 – c.1100, vol. 3, 2008, σελ. 219.
- Judith Herrin, “The Formation of Christendom”, 1989, σ. 463-464. Πρβλ. καί Ρωμανίδης, «Ρωμηοσύνη», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982, σ. 292-293.
- Thomas Noble, “The Place in Papal History of the Roman Synod of 826”, Church History, Vol. 45, No. 4 (Dec., 1976), p. 436.
- Thomas Noble, “The Place in Papal History of the Roman Synod of 826”, Church History, Vol. 45, No. 4 (Dec., 1976), p. 440.
- Thomas Noble, “The Place in Papal History of the Roman Synod of 826”, Church History, Vol. 45, No. 4 (Dec., 1976), p. 441.
- Thomas Noble, “Images, Iconoclasm, and the Carolingians”, University of Pennsylvania Press, Philadelphia, 2009, σελ.263-278.
- Rev. Edward H. Landon, «A Manual Of Councils Of The Holy Catholic Church», στό: ecatholic2000.com/councils2/untitled-19.shtml (προσβάσιμο 31 Ἰανουαρίου 2025).
- Ann Freeman, “Carolingian Orthodoxy and the Fate of the Libri Carolini”, Viator, 1985, σελ. 101.
- Ann Freeman, “Carolingian Orthodoxy and the Fate of the Libri Carolini”, Viator, 1985, σελ. 102.
- Thomas Noble, “The Place in Papal History of the Roman Synod of 826”, Church History, Vol. 45, No. 4 (Dec., 1976), p. 441.
- π. Ἰ. Ρωμανίδης, «Ρωμηοσύνη», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 52.
- Rosamond McKitterick, «The Illusion of Royal Power in the Carolingian Annals», The English Historical Review, Vol. 115, No. 460 (Feb., 2000), σελ.11.
- «Περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας», κεφ.87.
- «Περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας», κεφ.88.
- Evangelos Chryssos “Rome and Constantinople in Confrontation: The Quarrel over the Validity of Photius’s Ordination”, στό Daniëlle Slootjes και Mariëtte Verhoeven (Ἐπιμ.), «Byzantium in dialogue with the Mediterranean: History and heritage», Brill, 2019, σελ. 42.
- Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, «Οἱ Σύνοδοι τοῦ 879-880 καί τοῦ 1351 ὡς Οἰκουμενικές Σύνοδοι», στό «Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς», 2014, σελ. 381-382.
- Clarence Gallagher SJ, «Patriarch Photius and Pope Nicholas I and the Council of 879», The Jurist: Studies in Church Law and Ministry, Volume 67, Number 1, 2007, σελ. 77. Ὅπως φαίνεται ἀπό τά διακριτικά του, ὁ συγγραφέας εἶναι μέλος τῶν Ἰησουϊτῶν.
- π. Ἰ. Ρωμανίδης, «Ρωμηοσύνη», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 325, ὑποσημ. 26.
- Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, «Ὁ Μέγας Φώτιος καί ἡ Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος» στό «Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς», 2014, σελ. 333-335.
- Obolensky, Dimitri, «Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία», ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσσαλονίκη 1991, τόμ. Α’, σ. 242.
- Fred Engreen, “Pope John the Eighth and the Arabs”, Speculum, Vol. 20, No. 3 (Jul., 1945), σελ. 323, ὑποσημ. 5. Βλ. καί Ἀν. Φιλιππίδη, «Ρωμηοσύνη ἤ βαρβαρότητα», Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Λεβαδιά, 3η ἔκδοση 2007, σελ. 150, ὑποσημ. 134.
- John Romanides, “Franks, Romans, Feudalism and Doctrine: An Interplay Between Theology and Society”, Holy Cross Orthodox Press, 1981, σελ. 19-20.
- Ζυμάρης, Φίλιππος, «Ἡ ἱστορική, δογματική καί κανονική σπουδαιότης τῆς συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879 - 880)» διδακτορική διατριβή, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2000, σελ.51.
- Ζυμάρης, Φίλιππος, «Ἡ ἱστορική, δογματική καί κανονική σπουδαιότης τῆς συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879 - 880)» διδακτορική διατριβή, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2000, σελ.53.
- π. Ἰ. Ρωμανίδης, «Ρωμηοσύνη», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 63-64.
- John Romanides, “Franks, Romans, Feudalism and Doctrine: An Interplay Between Theology and Society”, Holy Cross Orthodox Press, 1981, σελ. 19.
- Τηλέμαχος Λουγγῆς, «Ἡ Βυζαντινή Κυριαρχία στήν Ἰταλία», Ἑστία, 1989, σελ. 192.
- Francis Dvornik, “The Photian Schism – History and Legend”, Cam- bridge University Press, 1948, reprint 1970, σελ. 216-219.
- «Περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας», κεφ. 89.
- Εὐάγγελος Χρυσός, «Γραικοί καί Ρωμαῖοι στήν ἀναμέτρηση Ἀνατολῆς καί Δύσης τόν 9ο αἰώνα», στό «Ἕλλην, Ρωμηός, Γραικός – συλλογικοί προσδιορισμοί καί ταυτότητες», ἐπιμ. Ὄλγα Κατσιαρδῆ-Hering, Ἀθήνα, 2018, σελ.116. Βλ. καί John Romanides, «Franks, Romans, Feudalism and Doctrine: An Interplay Between Theology and Society”, Holy Cross Orthodox Press, 1981 σελ. 18.
- Π. Χρήστου,«Οἱ περιπέτειες τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων τῶν Ἑλλήνων», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1989, σελ. 114.
- Francis Dvornik, “The Photian Schism – History and Legend”, Cambridge University Press, 1948, reprint 1970, σελ. 224.
- «Περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας», κεφ.89.
- Kelly, J. N. D., “Oxford Dictionary of Popes”, Oxford University Press, 1986, σελ.113.
- Francis Dvornik, “The Photian Schism – History and Legend”, Cambridge University Press, 1948, reprint 1970, σελ.236.
- π. Ἰ. Ρωμανίδης, «Ρωμηοσύνη», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ.331, ὑποσημ.12.
- Horst Fuhrmann, «Quis Teutonicos constituit iudices nationum? The Trouble with Henry», Speculum, Vol. 69, No. 2 (Apr., 1994), σελ. 349.
- Kelly, J. N. D., “Oxford Dictionary of Popes”, Oxford University Press, 1986, σελ. 127.
- Antoni Grabowski, «Liudprand of Cremona’s papa monstrum: the image of Pope John XII in the Historia Ottonis», Early Medieval Europe, 2015 23 (1), σελ. 67–92.
- Papadakis, «The Christian East and the Rise of the Papacy», St. Vladimir Seminary Press, New York, 1994, σ. 29.
- Chris Wickham, «Medieval Rome: Stability and Crisis of a City, 900- 1150», Oxford University Press, 2015, σελ. 25.
- Veronica West-Harling, «Rome, Ravenna and Venice, 750–1000, Byzantine Heritage, Imperial Present, and the Construction of City Identity», Oxford University Press, 2020, σελ. 126-127.
- David A. Warner, «Ideals and action in the reign of Otto III», Journal of Medieval History, 25:1, 1999, σελ. 10.
- Kelly, J. N. D., “Oxford Dictionary of Popes”, Oxford University Press, 1986, σελ. 132.
- Kelly, J. N. D., “Oxford Dictionary of Popes”, Oxford University Press, 1986, σελ.134-135.
- Kelly, J. N. D., “Oxford Dictionary of Popes”, Oxford University Press, 1986, σελ.135.
- George Every, “The Byzantine Patriarchate 451-1204”, London, 1947, σελ.149.
- Kelly, J. N. D., “Oxford Dictionary of Popes”, Oxford University Press, 1986, σελ.136. Για τον Ιωάννη Φιλάγαθο βλ. καί Κώστας Χρήστου, «Ὁ Ἕλληνας Πάπας Ἰωάννης ὁ Φιλάγαθος», Ἐπο- πτεία, Ἰούνιος 1992, σελ.45-55.
- Kelly, J. N. D., “Oxford Dictionary of Popes”, Oxford University Press, 1986, σελ.137.
- Kelly, J. N. D., “Oxford Dictionary of Popes”, Oxford University Press, 1986, σελ.138-139.
- π. Ἰ. Ρωμανίδης, «Ρωμηοσύνη», 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 69. Βλ. καί George Every, “The Byzantine Patriarchate 451- 1204”, London, 1947, σελ.149, ὑποσημ. 4.
- Edwin Holthouse, “The Emperor Henry II”, The Cambridge Medieval History, vol. 3, 1922, σελ.243.
- Georges Florovsky, βιβλιοκριτική τοῦ “The Eastern Schism. A Study of the Papacy and the Eastern Churches during the XIth and XIIth Centuries”, τοῦ Steven Runciman, Church History, Vol. 26, No. 2, Jun. 1957, σελ. 181.
Πηγή: Ἐκκλησιαστική Παρέμβασις, τεύχη 347, 349, 350 (Ἰούνιος/Αὔγουστος/Σεπτέμβριος 2025)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου