Τιμή εἰς τήν Α΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον μέ ἀρειανικήν
νοοτροπίαν;
Γράφει ὁ
Πρεσβύτερος π. Γεράσιμος Βουρνᾶς
Μέ τήν συμπλήρωση 1.700 χρόνων ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἐπέλεξε νά συναντηθεῖ στή Νίκαια μέ τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας (οἱ Πατριάρχες Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων δέν ἀνταποκρίθηκαν θετικά στήν πρόσκληση), καί τόν Πάπα τῆς Ρώμης, ὥστε νά στείλουν ὅλοι μαζί «ἠχηρά μηνύματα ἑνότητας». Στήν προσπάθειά τους νά τονίσουν τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού ἑνώνουν Δύση καί Ἀνατολή, θεώρησαν πώς ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποτελεῖ ἕνα τέτοιο κοινό σημεῖο ἀναφορᾶς, ἐφόσον εἶναι ἀποδεκτή ἀπό ὅλους. Μάλιστα ὁ Πάπας ἀπήγγειλε δίπλα στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τό «Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως» χωρίς τήν προσθήκη τοῦ “Filioque”.[1] Πόσο κοινό σημεῖο ἀναφορᾶς εἶναι ὅμως ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας στήν πραγματικότητα; Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔχει μία πολύ διαφορετική θέαση τῶν πραγμάτων.
Ὁ Παπισμός
«μέ τήν ἠθικήν του εἶναι κατά πολύ ἀρειανός»[2], ἀφοῦ, ὅπως ὁ Ἄρειος, οἱ
Παπικοί θέτουν ὡς μέτρον πάντων τόν ἄνθρωπον ἀντί γιά τόν Θεάνθρωπον. Ὁ Ἄρειος ἀπέκοψε
τόν Χριστό ἀπό τήν Θεότητά Του καί διακήρυξε – ψευδῶς – ὅτι ἦταν ἕνας ἄνθρωπος
σάν κι ἐμᾶς, πού μέ τήν ὑψηλή του ἀρετή ἔγινε Θεός. Ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ τους,
οἱ Πάπες προάγουν αὐτόν τόν τρόπο σκέψης μέ τό νά διακηρύττουν τό ἀλάθητο καί
τό πρωτεῖο τους ἔναντι τῶν ἄλλων. Δηλαδή στήν θέση τῆς καθ’ ὅλου Ἐκκλησίας ὡς Σῶμα
Χριστοῦ, τίθεται ὁ ἀλάθητος ἄνθρωπος. Μέ ἄλλα λόγια κριτήριο τῆς ἀληθείας ἀναδείχθηκε
ὁ ἑκάστοτε Πάπας Ρώμης καί ὄχι οἱ Ἅγιοι συνολικά ἀνά τούς αἰῶνες καί, πρῶτα καί
κύρια, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὡς ἐκ τούτου:
«Εἰς τήν ἱστορίαν
τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ
Πάπα. Ἡ οὐσία τῆς πτώσεως εἰς τήν ἁμαρτίαν εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια: τό νά θέλῃ
κανείς νά γίνῃ καλός διά τοῦ ἑαυτοῦ του˙ τό νά θέλῃ κανείς νά γίνῃ τέλειος διά
τοῦ ἑαυτοῦ του˙ τό νά θέλῃ κανείς νά γίνῃ θεός διά τοῦ ἑαυτοῦ του, νά ἀντικαταστήσῃ
τόν Θεόν μέ τόν ἑαυτόν του. Ἀλλά τοιουτοτρόπως ὁ ἄνθρωπος ἀσυναισθήτως ἐξισοῦται
μέ τόν διάβολον».[3]
Ἡ πτώση τοῦ
Πάπα διατυπώθηκε καί ἐπίσημα τό «1870, εἰς τήν Α΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ», ὅπου
διεκηρύχθη «τό δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα. Ἔκτοτε τό δόγμα αὐτό ἀπέβη τό
κεντρικόν δόγμα τοῦ παπισμοῦ», τό ὁποῖο κατ’ οὐσίαν «δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ ἀναγέννησις
τῆς εἰδωλολατρίας καί τοῦ πολυθεϊσμοῦ».[4]
Ὅλα αὐτά, ὅσο
κι ἄν προσπαθοῦν νά τά ὡραιοποιήσουν οἱ Δυτικοί μέ τήν κοσμική τους εὐγένεια,
δέν θά μπορέσουν νά γίνουν ἀποδεκτά ἀπό τήν συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἰδίως ὁ
Ἕλληνας δέν ἀνέχεται γιά πολύ τόν κατεξουσιασμό καί τήν τυραννία. Ἄν καί μπορεῖ
νά βρίσκεται σέ πνευματική ἀποχαύνωση τά τελευταῖα χρόνια, ὡστόσο, μόλις ἀντιληφθεῖ
ὅτι προσπαθοῦν νά τόν ὑποτάξουν, ἔστω μέ εὐγένεια καί κολακεῖες, σπεύδει ἀμέσως
νά ἀποτινάξει τόν ζυγό ἀπό πάνω του. Ἀκόμη, ὁ πραγματικός Χριστιανός ἐν γένει
δέν ἀνέχεται τά πρωτεῖα καί τά ἀλάθητα, διότι δέν τά ἀνέχθηκε ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός! Στούς μαθητές Του, ὅταν Τοῦ ζήτησαν πρωτοκαθεδρίες, ὅπως καί σέ κάθε ἐπίδοξο
πρῶτο ἀνά τούς αἰῶνες, ἀπάντησε καί ἀπαντᾶ, ὅτι ὅποιος θέλει νά εἶναι πρῶτος ἄς
εἶναι πάντων διάκονος. Διάκονος πάντων εἶναι αὐτός πού στηρίζει τούς ἀνθρώπους
καί τούς δίδει πνευματική τροφή. Οἱ ἄνθρωποι πεινοῦν καί διψοῦν γιά τό Πνεῦμα
τοῦ Θεοῦ μας καί ὄχι γιά κοσμικές εὐγένειες καί ἀγαπολογία.
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος,
σήμερα πού ἑορτάζουμε 1.700 χρόνια ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, παραμένει ἐπίκαιρος
καί βάζει τά πράγματα στή θέση τους θυμίζοντάς μας τό γιατί αὐτή ἡ ἐπέτειος ἀποτελεῖ,
ὄχι σημεῖο ἑνότητας μέ τούς παπικούς, ἀλλά ἀπόδειξη ὅτι μᾶς χωρίζουν κόσμοι ὁλόκληροι:
«Ἑορτάζουσα
τήν 1600ήν ἐπέτειον τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἑορτάζει
τήν νίκην τῆς καθολικῆς πίστεως ἐπί τοῦ ὑπερήφανου ἀτομικοῦ νοῦ, τήν νίκην τοῦ
Θεανθρώπου ἐπί τοῦ ἀνθρώπου […]. Τούς νικᾷ μέ τήν ἀποστολικήν καί ἁγίαν
καθολικήν πίστιν της, μέ τήν ἐκ Θεοῦ δοθεῖσαν ἁγιοπατερικήν πανοπλίαν – τήν
καθολικότητα (sobornost). Ἡ καθολικότης (sobornost) εἶναι τό μόνον ἀήττητον ὅπλον
τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ˙ ὅπου δέν ὑπάρχει αὐτή, εἶναι ἀδύνατος ἡ νίκη ἐπί τοῦ
ἀρειανισμοῦ˙ ὁ ρωμαιοκαθολικισμός ἔχει χάσει τήν καθολικότητα αὐτήν καί
τοιουτοτρόπως ἔχει αὐτομολήσει εἰς τήν ἀρειανικήν μεθοδολογίαν».[5]
«Ὁ
ρωμαιοκαθολικισμός ἔχει χάσει τήν καθολικότητα αὐτήν καί τοιουτοτρόπως ἔχει αὐτομολήσει
εἰς τήν ἀρειανικήν μεθοδολογίαν». Ὡς ἐκ τούτου, σήμερα, 1.700 χρόνια μετά τήν
Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, θά πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι πρίν ἀπό ὁποιονδήποτε διάλογο νά
δοῦμε ὅτι κινδυνεύει καί ἡ δική μας καθολικότητα. Ὄχι μόνο εἶναι διχασμένα τά Ὀρθόδοξα
Πατριαρχεῖα, ἀλλά καί μία ἄκριτη προσπάθεια δῆθεν ἐκσυγχρονισμοῦ, μᾶς ἀπομακρύνει
διαρκῶς ἀπό «ὅ,τι πανταχοῦ πάντοτε καί ὑπο πάντων ἐπιστεύθη». Τό πνεῦμα τοῦ
καιροῦ μας ἐπιθυμεῖ νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό πάντας τούς ἁγίους! Ὅμως, μόνο «σύν
πᾶσι τοῖς Ἁγίοις» θά μπορέσουμε νά δοῦμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ στίς ζωές μας καί ὄχι
σύν ταῖς ἀρχαῖς καί ἐξουσίαις αὐτοῦ τοῦ κόσμου! Κάποιοι μάλιστα εἶπαν καί ἔγραψαν,
ὅτι ἄλλοι οἱ καιροί τοῦ ἁγίου Μάρκου ἤ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ἄν ὅμως οἱ
δικοί μας καιροί μᾶς ἐπιτάσσουν τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν καθολικότητα -δηλαδή ἀπό
πάντας τούς Ἁγίους, δηλαδή ἀπό τόν Χριστό- γιατί νά προτιμήσουμε τούς καιρούς
μας;
Σημειώσεις:
[1] Κάτι πού ὅμως
δέν θά πρέπει νά μᾶς ξενίζει, διότι, ὅπως σημειώνει καί ὁ Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Ἀντινόης Παντελεήμων σέ κείμενό του μέ τίτλο Περί Ἀληθείας οὐδείς
λόγος (Πηγή: Ὀρθόδοξος Τύπος), οἱ Παπικοί κάθε φορά πού ἀπαγγέλουν τό Σύμβολο τῆς
Πίστεως στά Ἑλληνικά τό πράττουν χωρίς τό “Filioque”. Αὐτό ἀπό μόνο του ὡς
πρακτική λέει πολλά γιά τόν τρόπο πού κινοῦνται οἱ Δυτικοί πού συνεχῶς μετακινοῦν
τίς θέσεις τους ἀνάλογα μέ τό πῶς θά κερδίσουν κάθε φορά τίς ἐντυπώσεις καί ὄχι
μέ γνώμονα τήν Ἀλήθεια. [2] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί
Θεάνθρωπος, Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, μτφ. Ἐπισκόπου Ἀθανασίου Γιέφτιτς, ἐκδ.
«Ἀστήρ», Ἀθήνα, 1987, σελ. 141. [3] Ὅ. π., σελ. 152. [4] Ὅ.π., σελ. 150.
[5] Ὅ.π., σελ. 142-143.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου