Θὰ θυσιασθῆ ἡ Ὀρθόδοξος Ἕνωσις εἰς βάρος αὐτῆς μὲ τοὺς
αἱρετικούς;
Γράφει ὁ κ. Δημήτριος
Λογοθέτης, θεολόγος
Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ πάπα Ῥώμης Λέοντος XIV γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῶν 1700 χρόνων ἀπὸ τὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (325) ἔχει χαρακτηριστεῖ ἀπὸ πολλοὺς ὡς ἱστορικὴ συνάντηση, δεῖγμα τῆς ἀδιακόπου προσπάθειας τοῦ διαλόγου μετὰ τῶν παπικῶν, ὁ ὁποῖος ἐπιτέλους καρποφορεῖ προοδευτικῶς πρὸς τὴν ἐπαναφορά τῶν σχέσεων τοῦ θρόνου τῆς Ῥώμης μετὰ πάντων τῶν ὑπολοίπων, γεγονὸς ποὺ ἐδῶ καὶ σχεδὸν μία χιλιετία ταλανίζει τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς πιστοὺς της.
Ὁ πάπας κάλεσε στὴν ὁμιλία του ὅλους τοὺς βαπτισμένους στὸ ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀνταποκριθοῦν στὴν εὐθύνη τους ὡς χριστιανοὶ καὶ νὰ ἀντιμετωπίσουν
ὅλες τίς σύγχρονες προκλήσεις μαζί, μετὰ ἑνότητος καὶ συνεργασίας, ὡς ἀκριβῶς οἱ
Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἀνδρέας, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀδέλφια. Βεβαίως, καίτοι πρέπει νὰ
ἐπιλυθοῦν ἀκόμη πολλὰ πράγματα, ἐν τούτοις ὁ ἴδιος ὁ πάπας τόνισε, ὅτι θὰ
συνεχίση νὰ ἐργάζεται πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ἀγάπης.
Στὸ
σημεῖο τοῦτο, μποροῦν νὰ ἐντοπιστοῦν πολλὲς προβληματικές, οἱ ὁποῖες, καίτοι δὲν
καταργοῦν τὴν ἀξία τοῦ διαλόγου, ὁ ὁποῖος καλῶς καὶ γίνεται, διότι ὁ διάλογος μὲ
τὸν κόσμο εἶναι ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τούτοις τὸ ζήτημα τὸ ὁποῖο
προκύπτει εἶναι οἱ προϋποθέσεις μέ τὶς ὁποῖες γίνεται. Βεβαίως, δὲν ὁμιλοῦμε ἐδῶ
γιὰ αὐτές, ποὺ ἔχουν ἤδη τεθῆ ἐπισήμως στοὺς σημαντικοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους
μεταξὺ τῆς παπικῆς καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλὰ γιὰ τὴν πραγματικότητα τῆς
καταστάσεως.
Πρῶτον,
ὅταν ὁμιλῆ κάποιος γιὰ τὴν ἀγάπη ὡς κοινὸ παρονομαστὴ μὲ στόχο τὴν ἑνότητα, θὰ
πρέπῃ νὰ θυμᾶται, ὅτι ἄνευ διακρίσεως ἡ ἀγάπη πέφτει στὸ κενό. Ὅπως τὸ μέγιστον
θαῦμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ θάνατός του ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ἀφοῦ συμβαίνει τὸ
παράδοξο ἡ ἴδια ἡ ζωὴ νὰ πεθαίνη, τὸ σημαντικώτερο θαῦμα του, ὅμως, εἶναι ἡ Ἀνάσταση,
διότι αὐτή εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς φυσικῆς αὐτοῦ καταστάσεως καὶ ἄνευ αὐτῆς σωτηρία
τοῦ κόσμου δὲν ὑπάρχει. Μὲ τὴν ἴδια συλλογιστικὴ, ἡ διάκριση εἶναι ἡ μεγίστη
πάντων τῶν ἀρετῶν, ἐνῷ ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία ἀνθίζει μέσα ἀπὸ αὐτήν, εἶναι ἡ κορωνὶς
αὐτῶν. Ἡ ἀγάπη ὅμως, δὲν δύναται νὰ ἐπιτευχθῇ μὲ τὶς τωρινὲς συνθῆκες, ἀφοῦ ἡ
παπικὴ ἐκκλησία ἐπιμένει, σκοπίμως καὶ ἀδιαλλάκτως στὴν Οὐνία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ
ἀγκάθι στὴν προσπάθεια προόδου παντὸς εἴδους θεολογικοῦ διαλόγου.
Στὴν
Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν, στὸ συνέδριο ποὺ διεξήχθη γιὰ τὰ 1700 χρόνια ἀπὸ τὴν Α’
Οἰκουμενικὴ Σύνοδο πρὶν ἀπὸ λίγες ἑβδομάδες (18-20 Νοεμ. 2025), κατὰ τὴν
τέταρτη συνεδρία, μίλησε ὁ Ἰωάννης Σπιτέρης, ἐφησυχάζων ἐπίσκοπος τῆς παπικῆς ἐκκλησίας
στὴν Ἑλλάδα, ὁ ὁποῖος τόνισε μὲ τὴν σειρὰ του τὸ γεγονὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς
βοηθείας τῆς παπικῆς Ἐκκλησίας στοὺς Ὀρθοδόξους λαοὺς τῆς πολυεθνικῆς ὀρθοδόξου
διασπορᾶς, ἀφοῦ οἱ ἀλλόδοξες χριστιανικὲς χῶρες τῆς Δύσεως προσφέρουν χώρους καὶ
ὕλη στοὺς ὀρθοδόξους λαούς, ὥστε αὐτοὶ νὰ δύνανται νὰ ἱεροπρακτοῦν, γεγονὸς τὸ ὁποῖο
ἀποτελεῖ ἕνα δεῖγμα τῆς προσφορᾶς τῆς παπικῆς ἐκκλησίας πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
καὶ τῆς προσπαθείας αὐτῶν γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν κανονικότητα. Ὡστόσο, ὁ
κ. Σπιτέρης ξέχασε νὰ ἀναφερθῇ καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειρά του στὸ μέγα
πρόβλημα τῆς Οὐνίας, τὸ ὁποῖο συνεχίζει νὰ ταλανίζη τοὺς Ὀρθοδόξους λαούς.
Ἐὰν
λοιπόν, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ πάπας, ἡ ἑνότης τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, δηλαδὴ Ἀνατολῆς
καὶ Δύσεως, ἀποτελεῖ τὸ ζητούμενο καὶ ὁ σεβασμὸς ἀπὸ τὴν πλευρά ὑπάρχει καὶ
δίδεται ὑπέρμετρα, διατί τόσα ἔτη δὲν ἔχει διαλυθῆ ἡ οὐνιτικὴ προπαγάνδα, ἀλλὰ
συνεχίζει νὰ ὑπάρχῃ ἀκόμη καὶ σήμερα; Διατί ἀκόμη καὶ στὶς ἡμέρες μας, ὅταν στὴν
Ἀμερικανικὴ ἤπειρο ἡ Ὀρθοδοξία καλπάζη, οἱ παπικοὶ καλοῦν καὶ μέσῳ διαδικτύου
στὸ ἄνοιγμα οὐνιτικῶν ναῶν, γιὰ νὰ ἀνακοπῇ ἡ ἄνοδος καὶ ἡ διάδοση τῆς Ὀρθοδοξίας;
Ἀναρωτοὺμεθα, λοιπόν, ποῦ πῆγε ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἑνότης, τὴν ὁποία διατυμπανίζουν μὲ
μεγάλο πάθος, τόσο ὁ ἴδιος ὁ πάπας Λέων XIV, ὅσο καὶ οἱ ἀντιπρόσωποί του;
Ὁ
Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὡς καὶ ὁ πάπας Ῥώμης ἀνεφέρθηκαν στὴν ἐπιθυμία τους γιὰ
τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ζήτημα, τὸ ὁποῖον δὲν προέκυψε ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους.
Τὸ ζήτημα τοῦτο ἔχει λυθῆ ἤδη ἀπὸ τὴν Α’ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τῆς Νικαίας,
γεγονὸς, τὸ ὁποῖο δείχνει, ὅτι μόνον στὰ λόγια ἀποδέχονται οἱ παπικοὶ τὴν
Σύνοδο αὐτή, ἀφοῦ οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου μεταβάλλονται ἀναλόγως τῶν ἐπιθυμιῶν
τοῦ ἑκάστου πάπα Ῥώμης, τότε καὶ ἡ ὁποιαδήποτε συμφωνία μεταξὺ τῶν δύο κεφαλῶν
δὲν ἀποτελεῖ δέσμευση γιὰ τοὺς δυτικούς.
Βεβαίως,
τὸ ἴδιον ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν δογματικὴ ἑρμηνεία τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας, ἀφοῦ
τόσο ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ filioque στὴν Γ’ Σύνοδον τοῦ Τολέδου (589), ὅσο καὶ ἡ
καθιέρωση τοῦ θεολογικῶς ἀδόκιμου ὅρου τῆς «μετουσιώσεως» (transubstantiatio) ἀπὸ
τὴν Δ’ Σύνοδον τοῦ Λατερανοῦ (1215) ἀμφισβήτησαν καὶ ἀπέρριψαν τὴν
χριστοκεντρικὴ ὀντολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία φανερώνεται μέσα ἀπὸ τὸ Σύμβολο
Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως (325, 381). Ὑπὸ τὸ πνεῦμα λοιπόν τοῦτο, ὁ θεολόγος
Karl Barth, ὁ ὁποῖος ἦταν μέγας θαυμαστὴς τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῶν Δ’ καὶ Ε’ αἰώνων,
τόνιζε χαρακτηριστικῶς στὸ ἔργο του μὲ τίτλο «Esquisse d’une Theologie
dogmatique», ὅτι «ἡ θεολογία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
διεφύλαξε ἀλώβητον τὴν ἀδιάκοπον συνέχειαν τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως στὴν ζωὴν
τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ γιὰ ἐκείνους ἡ θεολογία ἦταν μία προσωπικὴ ὑπόθεση ζωῆς.
Πράγματι, οἱ Ἕλληνες Πατέρες ἐδιώχθησαν, ἐξορίσθησαν ἢ ἐθανατώθησαν κατὰ τὸν Δ’
αἰῶνα διά ἕν μόνον ‘’ιῶτα’’». Στὸ πλαίσιο, λοίπον, τοῦτο, ὁ Karl Barth ἐπέκρινε,
τόσο τοὺς ῥωμαιοκαθολικοὺς, ὅσο καὶ τοὺς προτεστάντες θεολόγους, μὲ τὴν δήλωση ὅτι,
«οἱ ἀντιρρήσεις αὐτῶν ἠχοῦσαν στὰ ὦτα του ὡς οὐρλιαχτὰ λύκων στὴν ἔρημο», ὅπως
σημειώνει ὁ καθηγητής Φειδᾶς στήν Ἐκκλησιολογία του.
Ἡ
δογματικὴ θεολογία τῆς Νικαίας, δὲν ἀπετελεῖτο ἁπλῶς ἀπὸ λόγια, τὰ ὁποῖα
κατανοεῖ ὁ καθένας ὅπως ἐπιθυμεῖ, ἀλλὰ ἐμπεριέχει ὅλο τὸ εὐαγγέλιο, τὴν ἀποστολικὴ
καὶ πατερικὴ θεολογία καὶ παράδοση τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων καὶ τὴν ἤδη
καθιερωμένη ἑρμηνεία τῆς ὁρολογίας τῶν εὐαγγελικῶν καὶ ἀποστολικῶν κειμένων. Ἄλλωστε,
ἐὰν δὲν ἰσχύη τοῦτο, τότε μᾶλλον οἱ προτεστάντες θὰ εἶχαν δίκιο καὶ ὁ καθένας θὰ
ἐσῴζετο ἀκολουθῶν τὴν δική του ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ στόχος μας, λοιπόν,
δὲν εἶναι, νὰ πετάξουμε τὴν καθιερωμένη εὐαγγελικὴ, ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ
παράδοση καὶ θεολογία καὶ τοὺς Πατέρες στὸν λάκκο τῶν λεόντων, βορά πρὸς
χάρη τῆς «ἀγαπολογίας» καὶ τῆς δῆθεν ἑνότητος, ἀλλὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἐπιτύχουμε
τὴν πραγματικὴ ἕνωση, ἔχοντες ὡς βάση τὶς θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς
προϋποθέσεις τοῦ κοινοῦ συμβόλου πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως τῆς πρώτης
χιλιετίας. Πόσο νερὸ ἔχει πέσει ἄραγε στὸ κρασὶ μας χάριν τῆς ἀγάπης, καὶ πόσο ἀκόμα
θὰ πέση καὶ θὰ μποροῦμε νὰ τὸ ἀποκαλοῦμε κρασί;
Τρίτο
σημεῖο καὶ λίαν σημαντικὸ ἀπετέλεσε ἡ ἀναφορά στὰ δύο ἀποστολικὰ ἀδέλφια, τὸν
πρωτόκλητο Ἀνδρέα καὶ τὸν Πέτρο. Ὡς γνωστόν, οἱ δύο θρόνοι, τῆς Ῥώμης καὶ τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, ἱδρύθησαν ὑπὸ τῶν δύο τούτων Ἀποστόλων. Στὴν ἀναφορά, ὅμως,
αὐτήν ἐλλοχεύει μέγας κίνδυνος, ἡ ἐπικράτηση τοῦ λεγομένου παπικοῦ πρωτείου. Ἡ
προσπάθεια τοῦ πάπα Ῥώμης νὰ ἐπιβάλῃ τὸν ἑαυτὸ του ὡς μοναδικὴ φωνὴ καὶ ἐκπρόσωπο
ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀντικανονικὴ καὶ ἀντίθετη μὲ τὴν παράδοση τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Βεβαίως, ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση ἀναγνωρίζει τὰ «πρεσβεῖα τιμῆς» στὸν
Θρόνο τῆς Ῥώμης, ὡστόσο ἐντὸς τοῦ κανονικοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν.
Οἱ
πρόσφατες κινήσεις, λοιπόν, τινῶν ἐκπροσώπων τοῦ Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως, εἰδικὰ στὴν πολυεθνικὴ Ὀρθοδόξη Διασπορά, δείχνουν μία
μεγαλύτερη ἀνοχὴ στὴν ἐπιδίωξη τῆς παπικῆς πλευρᾶς νὰ ἐπιβάλῃ τὴν δική της
θεολογία καὶ τὶς δικές της πρακτικὲς στὸ σῶμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐπιγείου Ἐκκλησίας,
γεγονὸς, τὸ ὁποῖο ἔρχεται καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς
Κρήτης τὸ 2016. Ἡ δὲ ἀπουσία τῶν Πατριαρχῶν Ἱεροσολύμων καὶ Ἀντιοχείας, καθὼς
καὶ ἡ ἐμφανὴς ἀπουσία ἄλλων νεοσύστατων αὐτοκέφαλων Ἐκκλησιῶν, δὲν φαίνεται νὰ
τοὺς θορυβῆ. Ἀντιθέτως, μοιάζει ὅτι πρὸς χάρη τῆς ἑνότητος μὲ τὴν παπικὴ ἐκκλησία
θὰ θυσιασθῇ ἡ ἑνότης στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Τὸ
βασικὸ λοιπόν ἐρώτημα, τὸ ὁποῖο παραμένει εἶναι τὸ ἑξῆς: ποῖος θὰ ἀκολουθήσῃ τὸ
Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως σὲ μία τέτοια ἑνωτικὴ κίνηση καὶ προσπάθεια, ἡ ὁποία
μειώνει, ὡς φαίνεται, τὴν ἴδια τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ἡ Ἑλλάδα, ἡ ὁποία
φαίνεται ὅτι θὰ ὑποστῇ πάλι τὶς συνέπειες ἑνὸς ἐσωτερικοῦ σχίσματος, ἴσως ἀκόμη
χειρότερου ἀπὸ τὸ Παλαιοημερολογητικὸ ζήτημα; Ἡ Κύπρος, μὲ τὸ μικρὸ της ποίμνιο
καὶ τὰ δικά της ἐσωτερικὰ προβλήματα; Ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ ὁποία αὐτὴ τὴν στιγμὴ,
λόγῳ τῆς θέσεως ποὺ πῆρε ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόδωρος Β’ σχετικῶς μὲ
τὸ ζήτημα τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας, εὑρίσκεται ἤδη σὲ διαμάχη μὲ τὶς ἀντικανονικὲς
αὐθαιρεσίες τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὴν Ἀφρικανικὴ ἤπειρο; Ἢ δύναται τὸ
Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως καὶ μόνον του, ἄνευ ποιμνίου, νὰ προχωρήσῃ στὴν ἕνωση
καὶ νὰ ξεχάσῃ τὴν ἤδη καθιερωμένη κανονικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση; Γιὰ
ποιόν τελικῶς ἐπιχειρεῖται αὕτη ἡ ἕνωση καὶ πρὸς ποιόν ἀπευθύνεται, ἂν ὄχι στὴν
ἱκανοποίηση ἐγωιστικῶν ἐπιθυμιῶν ὁρισμένων ἱεραρχῶν καὶ ἀρχιερέων τοῦ Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως; Παρακολουθοῦμε καὶ ἀναμένουμε. Ναὶ στὸν διάλογο, ἀλλὰ μὲ
ποιὲς προϋποθέσεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου