Νόμος
Περί Ρατσισμού και Πιστοποίηση φρονημάτων
Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς, Δικηγόρος
Παρ’ Αρείω Πάγω.
Είναι πρόδηλο ότι, επί καθημερινής βάσεως αναφύονται εις τους κόλπους της κοινωνίας, μεταιχμιακές καταστάσεις οι οποίες προκαλούν αμοιβαία διχόνοια, βιαιοπραγίες κτλ, με συνέπεια να απειλείται η δημόσια τάξη, ασφάλεια και η κοινωνική ειρήνη, γεγονότα δηλαδή τα οποία εμπίπτουν εις την νομοτυπική μορφή του άρθρου 184 του Π.Κ (Διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων, βιαιοπραγίες ή διχόνοια).
Ειδικότερον,
η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου παραπέμπει εις το άρθρο 82Α όταν
το ως άνω αδίκημα, συν τοις άλλοις, πέραν δηλαδή της αυτοτελούς πλήρωσης της
νομοτυπικής μορφής αυτής καθ’ εαυτήν, ως εν γένει εγκλήματα κατά της δημοσίας
τάξεως, εμφιλοχωρούν ρατσιστικά χαρακτηριστικά, δηλαδή οι βιαιοπραγίες αλλά και
ο «εμπρηστικός λόγος» υποκίνησης έστω και λεκτικής βίας, απαξίας, καταφρόνησης,
μισαλλοδοξίας, στρέφεται, στοχοποιώντας ορισμένη πληθυσμιακή κοινωνική ομάδα,
διακρίνοντας της μην ισότιμα από τους άλλους πολίτες, ένεκεν του διαφορετικού
γνωρίσματός της, το οποίο εδράζεται, ενδεχομένως, εις την εθνότητα, το
θρήσκευμα, τον γενετήσιο προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου και τα
χαρακτηριστικά φύλου.
Σύμφωνα
με το άρθρο 1 του Ν. 927/1979 –μετά την τροποποίηση του με τον Ν. 4285/2014 και
τον Ν. 4491/2017- είναι και συνταγματικά
άλλωστε κατοχυρωμένο δικαίωμα κάθε Έλληνα προς ίση μεταχείριση, ελεύθερη
ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και απαγόρευση κάθε διάκρισης που αφορά το άτομό
του (άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος). Αλλά και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής
Συμβάσεως για την προάσπιση και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) ισχύει η
απαγόρευση των διακρίσεων κατά την απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που
αναγνωρίζονται και προστατεύονται από τη Σύμβαση (άρθρο 14 αυτής εν συνδυασμώ
με το άρθρο 28 του Συντάγματος.
Ως εκ
τούτου λοιπόν ο καθείς δύναται, να αναπτύσσεται ελευθέρως την προσωπικότητα
του, εκδηλώνοντας, εφόσον δεν παραβιάζει το Σύνταγμα δεν φαλκιδεύει τα
αντίστοιχα δικαιώματα των άλλων και δεν προσβάλλει τα χρηστά ήθη, τις
ιδιαίτερες εκδηλώσεις την ιδιωτικής του σφαίρας (εθνικές, θρησκευτικές,
πολιτικές, ταυτότητας φύλου) ασφαλώς υποκείμενος εις την υφιστάμενη νομοθεσία
συνάδουσα με το Σύνταγμα κατά το άρθρο 120 παράγραφος 2 του Συντάγματος.
Επομένως,
δια του ως προρρηθέντος πλέγματος των διατάξεων, καταπολεμώνται και κολάζονται
ποινικώς, λογιζόμενες ανυπερθέτως ως εγκληματικές, οι διακρίσεις, οι οποίες
ερείδονται επί ρατσιστικών ελατηρίων, πάσης φύσεως, οι οποίες πέραν ότι
πλήττουν τα έννομα αγαθά των φορέων τους, εκ παραλλήλου, τους στιγματίζουν ως
ορισμένη πληθυσμιακή ομάδα, με γνώμονα την ιδιαιτερότητά τους αυτή (εθνικιστές,
ομοφυλόφιλους, Χριστιανούς), με αποτέλεσμα, πέραν της αξιοποίνου πράξης
αφεαυτής να διακυβεύεται και η κοινωνική ειρήνη και η δημόσια τάξη, με τον
συνεπακόλουθο κοινωνικό αποκλεισμό τους, την περιθωριοποίησή τους αλλά και το
επαπειλούμενο κίνδυνο διασάλευσης της κοινωνικής ειρήνης και της ομαλής
κοινωνικής συμβιώσεως των ατόμων αυτών ή τις ομάδας με συγκεκριμένα πολιτισμικά
εν γένει χαρακτηριστικά ταυτότητας.
Οι ως
άνω συμπεριφορές πέραν από έκνομες και πρόδηλα αντισυνταγματικές, διότι
βλάπτουν το έννομο αγαθό της προσωπικότητας της τιμής, του δικαιώματος του
αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπινου προσώπου, περαιτέρω αντιβαίνουν, με τα θεμέλια
μίας δημοκρατικής, πλουραλιστικής και ανεκτικής κοινωνίας, η οποία δια των
Κρατικών Θεσμών και Δίκαιων Νόμων της επιτυγχάνει τελεσφόρως την αρμονική
συνύπαρξη και την διασφάλιση την δημοσίας τάξεως και ειρήνης από οιονδήποτε
επίδοξο καταλύτη αυτής.
Το
δικαστήριο εις τις περιπτώσεις εγκλημάτων από ρατσιστικά ελατήρια, ασφαλώς
εξετάζει ενδελεχώς την φύση της πράξεως αυτής καθ’ εαυτήν, εάν οι ενέργειες,
πράξεις και τα λεγόμενά του εκάστοτε δράστη, θεμελιώνουν την υπόσταση του
ρατσιστικού αδικήματος, αποβλέποντας προς την υποκίνηση βίας ή μίσους, ή δια
αυτών ακόμη και εχθροπάθειας και ύστερα προβαίνει σε μία εκτεταμένη αξιολογική
στάθμιση αντικρουόμενων εννόμων αγαθών, υποκείμενη εις την αρχή της
αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος) ούτως ώστε, να δικαιολογηθεί ειδικά
και εμπεριστατωμένα (άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος) τυχόν φαινόμενη περιστολή
του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης κατά το άρθρο 14 παράγραφος 1 του
Συντάγματος (του δράστη), καθότι προκρίνεται ως απολύτως αναγκαίος δια του του
τρόπου αυτού, ήτοι την τυχόν αναλογικής επιβολή ποινής προς την πράξη του
δράστη, προκειμένου να επιτευχθεί η αντικειμενικώς υπέρτερη προς την Δημοκρατία
αλλά και το σύνολο της κοινωνίας και της δημόσια συμβίωσης ειρηνική συνύπαρξη
όλων των ετερόκλητων κοινωνικών ομάδων ανεξαρτήτως ιδιαιτεροτήτων, σεβόμενοι
άπαντες, το Σύνταγμα και του νόμους.
Τα ως
άνω καθίστανται απολύτως αναγκαία δια την εξέλιξη και πρόοδο μίας κοινωνίας,
ήτοι ο σεβασμός του άλλου προς όλες τους τις εκφάνσεις και ο άμεσος ποινικός
κολασμός των παραβατών, πλην όμως ο Νόμος αυτός να εφαρμόζεται ορθώς και όχι
καταχρηστικώς, ήτοι να συμβάλλει προς την εν τοις πράγμασι διασφάλιση της
ομαλής συμβίωσης και όχι ως ένα εργαλείο φίμωσης του οιουδήποτε αντιφρονούντα.
Σήμερον,
γινόμεθα κοινωνοί μίας βιομηχανίας μηνύσεων, υπό ορισμένους μηχανισμούς, οι
οποίοι δια της κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή προσφυγής εις τον Νόμο αυτό,
επιδιώκουν να ασκήσουν μία μορφή ιδεολογικής τρομοκρατίας, άσκησης ιταμής
λογοκρισίας και πρωτοφανούς φιμώσεως, σε οιονδήποτε αποπειράται να ασκήσει
δριμεία κριτική, προς ένα συμβάν, κοινωνικό, πολιτικό θρησκευτικό.
Ο εν λόγω νόμος δυστυχώς έχει, εν
πολλοίς αναγορευθεί, εις ένα σύγχρονο «πιστοποιητικό φρονημάτων» ορισμένων
θιασωτών της πολιτικής ορθότητας, εισάγοντας τοιουτοτρόπως μία καινοφανή μορφή
νεοπαγούς ολοκληρωτισμού, με συνέπεια, δια υποβολής σωρείας μηνύσεων και την
απειλή ασκήσεως ποινικής διώξεως, ο πολίτης να φοβάται και να ενδίδει ως προς
την ανεμπόδιστη διακίνηση ιδεών και αξιών.
Εν κατακλείδι,
φρονώ, ότι ο Νόμος δέον όπως εφαρμόζεται ισοτίμως προς όλους άνευ διακρίσεως
και η Δικαιοσύνη, ως κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος, διακεκριμένη ανεξάρτητη
εξουσία, πυλώνα του Πολιτεύματος μας, να ίσταται εις το ύψος των περιστάσεων,
δίχως κομματικές περιχαρακώσεις, ή ιδεοληπτικές προκαταλήψεις, ούτως ώστε να
απονέμει ακριβοδίκαια την δικαιοσύνη ως επιτάσσεται.
Σήμερον
όμως πέραν του νομικού σκέλους του νόμου περί ρατσισμού δυνάμεθα να
διαπιστώσουμε, ότι ο εν λόγω Νόμος, χρησιμοποιείται κατά κόρον, ως όπλο
ανεπαίσχυντης στοχοποιήσεως μίας συγκεκριμένης ιδεολογίας και κοινωνικής
ομάδας, επειδή τυγχάνει να μην επιθυμεί ελευθέρως και εκουσίως να ευθυγραμμίζεται
υποτακτικά με την επιβεβλημένη κρατούσα άποψη του κατεστημένου.
Ο
ολοκληρωτισμός της πολιτικής ορθότητας και η εξουδετέρωση των αντιφρονούντων,
αποτελεί μία συνήθης πρακτική ορισμένων διευθυντηρίων τα οποία, κατ’ επίκληση του νόμου αυτού, επιδιώκουν
καλλιεργώντας τον φόβο της ποινικής διώξεως, της καταδίκης και τυχόν την
επιβολή ποινής στερήσεως της προσωπικής ελευθερίας να επιτύχουν τον μαζικό αλλά
και ατομικό εκφοβισμό αντιστασιακών ανθρώπων της σημερινής λαίλαπας της
ψευδολογίας και ανηθικότητας την οποία βιώνουμε.
Ως εκ
τούτου λοιπόν, οι μηχανισμοί ελέγχου των συνειδήσεως, έχουν επιβάλλει καθ’
ολοκληρίαν τους νοσηρούς τους κανόνες, αφενός μεν ποδηγετήσεως των μαζών και εξ
ετέρου στυγνής τιμωρίας αυτών, λογοκρίνοντας του ιταμώς εξ αυτού του εύσχημου
και νομιμοφανούς τρόπου, φαλκιδεύοντας το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης των
πολιτών.
Εν
κατακλείδι φρονώ ότι βιώνουμε πρωτοφανείς « Οργουελιανής» επίνευσης συνθήκες
και καταστάσεις όπως έχω επαναλάβει πλειστάκις και εκ του βήματος τούτου, εξ
αυτού του λόγου, δέον όπως αντισταθούμε ένδοθεν πρώτα, ως άνθρωποι,
καταδυόμενοι εις τον εαυτό μας και εκζητώντας ανυπερθέτως και αμελλητί την άμετρη αρωγή και
φώτιση του Θεανθρώπου, ούτως ώστε, όντες κραταιοί με οδοδείκτη το Θυσιαστικό
Πνεύμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως να ευρισκόμεθα άμεσα εις θέση καταλυτικής αντίστασης
με ασίγαστο και αδιάλειπτο αγωνιστικό πνεύμα.
Τα
Μ.Μ.Ε ως αμιγώς προπαγανδιστικοί δίαυλοι, αποτελούν την θεραπαινίδα του
Συστήματος, αποβλέποντας εις τον καθολικό εξανδραποδισμό των πολιτών και την
συνολική ετεροκατεύθυνσή τους προς την τρομοκρατία και τον φόβο, με αποτέλεσμα
να έχει επικρατήσει, αδράνεια, ολιγωρία και έλλειψη ενεργούς λυσιτελούς και
τελεσφόρας εν γένει κινητοποίησης.
Εις
πάσα περίπτωση, επιβάλλεται να
παραμείνουμε άγρυπνοι και γρηγορούντες, μεταλαμπαδεύοντας αόκνως προς τους
συμπατριώτες μας το αδούλωτο φρόνημα και τον ανένδοτο αγωνιστικό μας πνεύμα,
εισφέροντας και ημείς, κομίζοντας το ιδικός μας λιθαράκι προκειμένου να
ανανήψει ο κόσμος από την φενάκη της «καταναλωτικής ευημερίας» και από την
ακατάσχετη ψευδολογία της διαφαινόμενης και δρομολογούμενης επανεκκίνησης του
Κόσμου υπό των Παγκόσμιων ελίτ, με ημάς ως αθύρματα και πειραματόζωα των
παγκοσμίων σχεδιασμών τους.
1 σχόλιο:
Πολύ ωραίο άρθρο. Ευχαριστούμε.
Δημοσίευση σχολίου