Ἀνωφελὴς
καταπόνησις τοῦ νοῦ
Τοῦ
πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Στὴν ἐποχὴ μας ἔχουμε πολλοὺς στοχαστές, οἱ ὁποῖοι περιγράφουν τὰ σύγχρονα προβλήματα μὲ τὸ δικό τους ἰδιόρρυθμο τρόπο, τὰ ἀναλύουν καὶ προτείνουν πρωτότυπες λύσεις, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι κάποιος βέβαιος ὅτι θὰ εἶναι καὶ ἀποτελεσματικές. Θὰ λέγαμε ὅτι συνήθως δὲν εἶναι, γιατί ἡ θεωρία εἶναι εὔκολη καὶ ὄχι σπάνια ὑπερβολική, ἐνῷ ἡ πράξη εἶναι δύσκολη, γιατί πρέπει νὰ ξεπεράσει μικρὰ καὶ μεγάλα ἐμπόδια ποὺ δὲν εἶχαν προβλεφθεῖ. Ἡ πράξη προϋποθέτει συμβιβασμοὺς καὶ συνέχεια ἀναθεωρήσεις. Καὶ ὅλα αὐτά, γιατί ὑπάρχει ἡ ἀσυδοσία στὴ σκέψη καὶ ἡ ἰδιοτέλεια στὴν πράξη.
Στὴν Ἐκκλησία τὰ
πράγματα εἶναι διαφορετικὰ ἢ ἀκριβέστερα πρέπει νὰ εἶναι διαφορετικά, γιατί τὰ
προβλήματα εἶναι πνευματικὰ καὶ οἱ λύσεις πρέπει νὰ κινοῦνται στὴ δεδομένη
κοίτη τῆς παράδοσης καὶ τῆς εὐσέβειας. Ὅσες φορὲς στοχαστὲς θεολόγοι διατύπωσαν
θεωρίες προσωπικὲς καὶ ἀνεξάρτητες ἀπὸ τὴν παράδοση, δημιουργήθηκαν νέα
προβλήματα καὶ δὲν ἐμπλουτίστηκε ἡ βιωματικὴ πορεία τῆς θεολογίας. Ἀντίθετα, ἐνισχύθηκαν
οἱ νεωτεριστὲς καὶ μπῆκε στὴ ζωή πολλῶν χριστιανῶν τὸ κοσμικὸ φρόνημα, τὸ ὁποῖο
ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος.
Στὴν ἴδια πλάνη
βρίσκονται καὶ στοχαστὲς Μητροπολίτες, ἱερεῖς καὶ μοναχοί, παρόλη τὴν ὑπερβολική
τους φήμη, πώς τάχα εἶναι ἐξαιρετικὲς καὶ σπάνιες περιπτώσεις καὶ ἐκφράζουν τὰ
βιώματά τους ἢ ἔχουν ἄνωθεν ἀποκαλύψεις ποὺ συνοδεύονται καὶ ἀπὸ θαυμαστὰ
γεγονότα. Τελικὰ ἀποδεικνύεται ὅτι καὶ αὐτοὶ ἔχουν κοσμικὸ φρόνημα καὶ μεγάλη ἰδέα
γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Σύντομα ἀποκαλύπτεται ὅτι τὰ ὅσα λένε ἢ γράφουν εἶναι
προσωπικές τους ἀναζητήσεις καὶ στοχεύουν στὸν ἐντυπωσιασμὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ στὸν
καλὸ θόρυβο γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά τους. Οἱ ὅποιες δραστηριότητές τους ἐπίσης
γρήγορα ἀτονοῦν καὶ χάνονται καὶ ἀντικαθίστανται μὲ νέες, γιὰ νὰ προκαλοῦν
διαρκὲς ἐνδιαφέρον καὶ νὰ διατηροῦν τοὺς ὀπαδούς τους.
Τὰ πρόσωπα αὐτὰ
βρίσκουν εὔκολη πρόσβαση σὲ διάφορα συνέδρια, ὅπου γίνονται περισσότερο γνωστοὶ
καὶ μάλιστα ἀνάμεσα σὲ ἑτεροδόξους καὶ αὐτὸ τοὺς χαροποιεῖ ἰδιαίτερα. Δὲν
πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅμως ὅτι οἱ κατὰ κόσμον σοφοὶ εἶναι ἀκατάλληλοι γιὰ τὴ
θεολογία καὶ ἂς εἶναι ἐνδεδυμένοι τὸ ταπεινὸ ράσο, τὸ ὁποῖο δὲν τοὺς ἀναδεικνύει,
ὅταν δὲν ὑπάρχει εὐσέβεια καὶ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν. Οἱ τίτλοι καὶ οἱ κοσμικὲς
βραβεύσεις ἔχουν σχετικὴ ἀξία. Οἱ ἐκδηλώσεις καὶ οἱ ἑορτασμοὶ διαφόρων ἐπετείων
ἐπίσης προκαλοῦν ἐφήμερες ἐντυπώσεις καὶ δημιουργοῦν προσωπικὴ ρᾳθυμία στοὺς
τιμώμενους, οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι καὶ μόνον ἡ παρουσία τους ὠφελεῖ τὸν τόπο.
Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχουν νὰ ἐπιδείξουν κάποιο οὐσιαστικὸ ἔργο. Τὰ παράσημά τους
μοιάζουν μὲ ὀξειδωμένα τενεκεδάκια κονσερβῶν ποὺ δὲν ἔχουν περιεχόμενο.
Τὸ χρήσιμο
συμπέρασμα τούτου τοῦ κειμένου μᾶς τὸ δίνει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Δὲν
παραδεχόμαστε νεώτερες διδασκαλίες ποὺ γράφουν ἄλλοι καὶ μᾶς προσφέρουν. Οὔτε
τολμοῦμε νὰ δώσουμε τὰ δημιουργήματα τοῦ δικοῦ μας μυαλοῦ, γιὰ νὰ μὴ
καταστήσουμε ἀνθρώπινα τὰ λόγια ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὴν εὐσέβεια· ἀλλὰ ὅσα ἀκριβῶς
διδαχθήκαμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες αὐτὰ καὶ ἐμεῖς κηρύττουμε, ὅταν μᾶς ρωτοῦν».
Ορθόδοξος Τύπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου