«Τα ιερατικά άμφια»
Ἀρχιμ. π. Πολύκαρπου Κεντικελένη
Τα ιερατικά άμφια της αγίας Εκκλησίας μας είναι τα ενδύματα που
χρησιμοποιούνται από τους κληρικούς κατά την θεία Λειτουργία και σε άλλες
ακολουθίες και εκκλησιαστικές τελετές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ταυτόχρονα
αποτελούν διακριτικά της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και εξουσίας. Για κάθε έναν
από τους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης υπάρχει ένα συγκεκριμένο ενδυματολογικό
σύνολο, που αντιστοιχεί στο βαθμό του επισκόπου, του πρεσβυτέρου και του
διακόνου.
Στην Αγία Γραφή το ένδυμα δεν έχει μόνο την έννοια της εξωτερικής
περιβολής, αλλά σχετίζεται και με την έννοια της εξωτερικής εκδήλωσης της
οντολογικής δόξας της θείας και ανθρώπινης φύσεως. Ο στίχος του ψαλμωδού «ἐξομολόγησιν
καί μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω, ἀναβαλλόμενος τό φῶς ὡς ἱμάτιον», δεν υποδηλώνει
ότι ο Θεός περιβάλλεται από εξωτερικό ένδυμα φωτός, αλλά ότι η θεία φύση
ακτινοβολεί και λάμπει όπως το φως.
Ο άνθρωπος πλάσθηκε από το Θεό γυμνός, χωρίς εξωτερικό ένδυμα. Κατά τον Μέγα Βασίλειο, ο Θεός δεν έδωσε στον άνθρωπο εξωτερικά ενδύματα γιατί η κλήση του ανθρώπου ήταν να αξιοποιήσει την απαστράπτουσα στολή και το χάρισμα του «κατ’ εικόνα», έτσι ώστε η ανθρώπινη φύση του να ενδυθεί το θείο φως ως μόνιμο ένδυμά της. Η ελεύθερη επιλογή του όμως ήταν διαφορετική από την αρχική του κλήση. Γι’ αυτό ο Λόγος του Θεού, διά της θείας Ενσάρκωσής Του, με άπειρη συγκατάβαση και φιλανθρωπία ενδύθηκε ο ίδιος την στολή των δερμάτινων χιτώνων, μεταμορφώνοντας την γυμνή ανθρώπινη φύση με το κατά Χριστόν θεοΰφαντο ένδυμα. Ο ορθοδόξως βαπτισθείς άνθρωπος στο όνομα της Παναγίας Τριάδος μετενδύεται, αποβάλλει δηλαδή τoν «παλαιόν άνθρωπον» και τους δερμάτινους χιτώνες και «ἐνδύεται τόν καινόν ἄνθρωπον τόν κατά Θεόν κτισθέντα», έως ότου λάβει κατά την κοινή ανάσταση το οριστικό ένδυμα της ύπαρξής του, που δεν είναι άλλο από την εν Χριστώ πληρότητα και δόξα της φύσης του.
Ο άνθρωπος πλάσθηκε από το Θεό γυμνός, χωρίς εξωτερικό ένδυμα. Κατά τον Μέγα Βασίλειο, ο Θεός δεν έδωσε στον άνθρωπο εξωτερικά ενδύματα γιατί η κλήση του ανθρώπου ήταν να αξιοποιήσει την απαστράπτουσα στολή και το χάρισμα του «κατ’ εικόνα», έτσι ώστε η ανθρώπινη φύση του να ενδυθεί το θείο φως ως μόνιμο ένδυμά της. Η ελεύθερη επιλογή του όμως ήταν διαφορετική από την αρχική του κλήση. Γι’ αυτό ο Λόγος του Θεού, διά της θείας Ενσάρκωσής Του, με άπειρη συγκατάβαση και φιλανθρωπία ενδύθηκε ο ίδιος την στολή των δερμάτινων χιτώνων, μεταμορφώνοντας την γυμνή ανθρώπινη φύση με το κατά Χριστόν θεοΰφαντο ένδυμα. Ο ορθοδόξως βαπτισθείς άνθρωπος στο όνομα της Παναγίας Τριάδος μετενδύεται, αποβάλλει δηλαδή τoν «παλαιόν άνθρωπον» και τους δερμάτινους χιτώνες και «ἐνδύεται τόν καινόν ἄνθρωπον τόν κατά Θεόν κτισθέντα», έως ότου λάβει κατά την κοινή ανάσταση το οριστικό ένδυμα της ύπαρξής του, που δεν είναι άλλο από την εν Χριστώ πληρότητα και δόξα της φύσης του.
Ο όρος άμφια συναντάται στους βυζαντινούς συγγραφείς και δηλώνει
οποιαδήποτε πολύτιμα και λαμπρά ενδύματα. Αργότερα χαρακτηρίζει μόνο τα
ενδύματα των αυτοκρατόρων και των κληρικών και στη μεταβυζαντινή εποχή μόνο τα
ενδύματα των τελευταίων. Με τον όρο όμως αυτό δηλώνονται στα ευχολόγια και τα
καλύμματα της Αγίας Τραπέζης και γενικά τα διακοσμητικά πέπλα και παραπετάσματα
που χρησιμοποιούνται στον στολισμό του ναού.
Τα ιερατικά άμφια ανήκουν στο εκκλησιαστικό βεστιάριο, που περιλαμβάνει
επίσης το εξωτερικό ένδυμα του ανώτερου και κατώτερου κλήρου, καθώς και αυτό
του μοναχού, με τα οποία συγγενεύει. Στην αρχική τους μορφή, αλλά και σε
ολόκληρη την πορεία της εξέλιξής τους, επηρεάζονται κυρίως από το κοσμικό
ένδυμα της υψηλής κοινωνίας, ρωμαϊκό, βυζαντινό και μεταβυζαντινό.
Η ανάλυση της μορφής των ενδυματολογικών τύπων των ορθόδοξων ιερατικών
αμφίων με κριτήριο τον τρόπο κατασκευής (κοπή, ραφή), επιτρέπει μία πρώτη
διάκριση στα: απλά, ή αδιαμόρφωτα, ή επίπεδα ενδύματα και στα σύνθετα, ή
διαμορφωμένα, ή ενδύματα με σχήμα. Ο διαχωρισμός αυτός δείχνει κατ’ αρχάς ότι
τα ιερατικά ενδύματα προέρχονται και από τους δύο αρχαίους τύπους ένδυσης, που
σε γενικές γραμμές αντιστοιχούν στα τυλιχτά ή πτυχωτά ενδύματα και στα κομμένα
και ραμμένα ενδύματα. Κατά τον πρώτο τρόπο ένδυσης τυλίγεται ένα κομμάτι
υφάσματος γύρω από το σώμα. Το γενικό χαρακτηριστικό αυτών των ενδυμάτων είναι
ότι παρουσιάζουν επίπεδη μορφή, δηλαδή μπορούν να ξεδιπλωθούν και να
επιδειχθούν σε δύο διαστάσεις χωρίς επαλληλία άλλου υφάσματος, παρά μόνο αυτού
που ενδεχομένως έχει χρησιμοποιηθεί για το φοδράρισμά τους. Είναι δηλαδή
διαμορφωμένα προσωρινά γύρω από το μέρος του σώματος που καλύπτουν. Από αυτή
την κατηγορία κατάγονται το οράριο, το επιτραχήλιο, το ωμοφόριο και το
επιγονάτιο, καθώς και η αρχική μορφή του σάκκου.
Δύο ακόμη ενδυματολογικοί τύποι του ιερατικού αμφίου θα μπορούσαν
καταχρηστικά να θεωρηθούν ότι ανήκουν στην ίδια κατηγορία, αν και ο έντονα
χρηστικός τους χαρακτήρας τα κατατάσσει στα εξαρτήματα.
Πρόκειται για τα επιμανίκια και τη ζώνη, που είναι ουσιαστικά τρόποι
στήριξης άλλων ενδυμάτων. Κατά τον δεύτερο τρόπο ένδυσης, φοριέται ένα ένδυμα
συγκεκριμένων διαστάσεων, του οποίου τα τμήματα κόπηκαν και ενώθηκαν με ραφές,
για να εφαρμόσουν όσο το δυνατόν καλύτερα στο σώμα. Τα ενδύματα αυτά έχουν
τρεις διαστάσεις και παρουσιάζουν επαλληλία υφάσματος. Από αυτή την κατηγορία
κατάγονται το στιχάριο, το φελόνιο, ο μεταγενέστερος τύπος σάκκου και ο
μανδύας. Καταχρηστικά μπορούν να θεωρηθούν ότι ανήκουν στην ίδια κατηγορία και
τα καλύμματα της κεφαλής, το επανωκαλύμμαυχον, το καμηλαύχιον και η μίτρα.
Τα κριτήρια σημειολογικής διαίρεσης των ιερατικών βαθμίδων μέσα από
συγκεκριμένα ενδυματολογικά στοιχεία ορίζονται: πρώτον από την αφομοίωση των
διακριτικών ενδυμάτων της ρωμαϊκής εξουσίας, που ήδη από τους πρώτους
χριστιανικούς αιώνες δημιούργησε μία καθαρή σημειολογία μέσα από συγκεκριμένες
απαγορεύσεις και επιταγές, που σχηματικά είναι του τύπου: οράριο= διάκονος,
επιτραχήλιο= πρεσβύτερος, ωμοφόριο= επίσκοπος και δεύτερον από την πρακτική της
προνομιακής παραχώρησης της χρήσης συγκεκριμένων αμφίων είτε από το
αυτοκρατορικό προς το εκκλησιαστικό βεστιάριο, όπως συνέβη με τον σάκκο και την
μίτρα, είτε μέσα στο ίδιο το εκκλησιαστικό βεστιάριο, με αντίστοιχες
παραχωρήσεις από τον ανώτερο προς τον κατώτερο κλήρο, όπως συνέβη με το
φελώνιο. «Χρήσιμον δέ καί τό ἐκ τῆς ἐσθῆτος ἰδίωμα προκηρυττούσης ἕκαστον καί
προδιαμαρτυρομένης τό ἐπάγγελμα τῆς κατά Θεόν ζωῆς», λέει ο Μέγας Βασίλειος τον
4ο αιώνα, διασαφηνίζοντας τη σημασία του ενδύματος στη βυζαντινή κοινωνία (PG
31, 977, 980). Η πρακτική αυτή δημιούργησε ένα είδος συσσωρευτικής εξέλιξης του
ιερατικού ενδύματος. Η συσσώρευση των ενδυματολογικών κωδίκων έγινε σε τέτοιο
βαθμό, ώστε ο αριθμός των ενδυμάτων του κάθε ενδυματολογικού συνόλου να
αποτελεί κριτήριο ιεραρχίας.
Το ιερατικό ένδυμα είναι περισσότερο γνωστό για τον αργυροχρυσοκέντητο
διάκοσμο και την πλούσια εικονογραφία του. Η ιδιαίτερη ανάπτυξη της
εκκλησιαστικής χρυσοκεντητικής συμβαδίζει με την παρακμή της βιοτεχνικής
παραγωγής μεταξωτών και την αυξανόμενη ζήτηση σύνθετων λειτουργικών
απεικονίσεων, που παρατηρούνται την περίοδο των Παλαιολόγων. Η συνέχεια και η
εξέλιξη της βυζαντινής παράδοσης και εικονογραφίας είναι φανερή στα
εκκλησιαστικά χρυσοκεντήματα, που αντλούν τα πρότυπά τους από τη μνημειακή
ζωγραφική και διακρίνονται για την πολυτέλεια των υλικών και την ποιότητα της
τεχνικής εκτέλεσης. Όπως συμβαίνει και με άλλους κλάδους της εκκλησιαστικής
τέχνης, τα εκκλησιαστικά χρυσοκεντήματα φέρουν αφιερωματικές επιγραφές που
τεκμηριώνουν την ύπαρξη εργαστηρίων, μοναστικών ή αστικών, και την προέλευση
των αφιερωτών οι οποίοι συνήθως ήταν εκκλησιαστικοί και κοινοτικοί άρχοντες.
Οι επιδράσεις της κοσμικής τέχνης ανιχνεύονται στην τεχνοτροπία και στη
διακοσμητική αντίληψη. Τους πρώτους μεταβυζαντινούς αιώνες το επίπεδο κέντημα
των μορφών με τα λιγοστά χρωματιστά νήματα βρίσκεται ακόμη κοντά στα βυζαντινά
υποδείγματα. Από τον 16ο–17ο αιώνα το κέντημα γίνεται πλουσιότερο σε άνθινο
διάκοσμο, είτε πρόκειται για τις γνωστές οθωμανικές τουλίπες και τα γαρύφαλλα
είτε για τα πολύχρωμα λουλούδια του δυτικοευρωπαϊκού μπαρόκ. Τα τελευταία θα
υπερισχύσουν παράλληλα με την αισθητική της πολυτέλειας, που προσέφεραν οι
διάσπαρτοι ημιπολύτιμοι λίθοι και τα επίρραπτα επίχρυσα μεταλλικά στοιχεία. Η
μίμηση της χρυσοχοΐας από την χρυσοκεντητική απορρέει από την κοινή χρήση της
πρώτης ύλης και είναι φανερή ήδη στα διάλιθα και με χρυσό βάθος βυζαντινά
χρυσοκέντητα. Τη μεταβυζαντινή περίοδο η αναλογία και ο συσχετισμός των δύο
τεχνικών καταλήγει στην απόλυτη παράβαση των κανόνων της λειτουργικότητας, με
βαριά άμφια και μίτρες.
Σε όλη την διάρκεια της ιστορίας της το εκκλησιαστικό ένδυμα
αναγνωριζόταν από ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά, που την διαφοροποιούσαν από
την ενδυμασία άλλων κοινωνικών ομάδων. Βασικό και διαχρονικό της στοιχείο είναι
η διευθέτησή της με τρόπο ώστε να εξαφανίζει κατά το δυνατόν το ανθρώπινο σώμα.
Το υπερβολικό μήκος και τα στενά, μακριά μανίκια των εσωτερικών στιχαρίων, τα
φαρδιά ενδύματα, η απουσία εμφανούς ζώνης, η ταυτόχρονη χρήση πολλών
υπερκείμενων ενδυμάτων, συνέβαλαν σε αυτό από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα.
Οι ενδυματολογικές αυτές επιλογές, που οδηγούν στην «εξαφάνιση» του ανθρώπινου
σώματος, μαρτυρούν πιθανότατα την επιθυμία του κλήρου να απομακρυνθεί από κάθε
τι το υλικό, ακόμα και από την ανθρώπινη φύση του, προκειμένου να προσεγγίσει
το θείο. Παράλληλα βέβαια, στο πλαίσιο του βυζαντινού ενδυματολογικού
συστήματος, ο κλήρος επιδιώκει με τον τρόπο αυτό να κερδίσει τον σεβασμό των
άλλων κοινωνικών τάξεων, αφού η κάλυψη του σώματος είναι μέσω ένδειξης σεβασμού
αλλά και πρόκλησης σεβασμού.
Εξίσου σημαντικό χαρακτηριστικό της ιερατικής αμφίεσης, συμβατό με τα χριστιανικά ιδεώδη, είναι η άρνηση κάθε υπερβολής. Η λιτότητα και η σεμνότητα των ενδυμάτων προβάλλονται στη χριστιανική διδασκαλία ως βασικά στοιχεία της ιδεώδους ενδυμασίας κάθε χριστιανού. Το χρώμα των αμφίων της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας συνήθως ήταν λευκό, ώχρα και καστανό. Η λευκότητα των αμφίων συμβολίζει την είσοδο του πιστού στο βασίλειο του φωτός. «Χιτώνα μοι παράσχου φωτεινόν, ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον», υποδηλώνοντας την λευκότητα του χιτώνα του Χριστού στην Μεταμόρφωση και το απαστράπτον ιμάτιο των αγγέλων στην εικονογραφική παράσταση του Λίθου. Ιδιαίτερα προβεβλημένο επίσης χρώμα με σημασιολογική φόρτιση, είναι το πορφυρό, που περιορίζεται όμως η χρήση του σε ορισμένες μέρες του εκκλησιαστικού έτους. Η διακόσμηση των στιχαρίων, των επιτραχηλίων, των ωμοφορίων και των οραρίων περιορίζεται κατά την βυζαντινή περίοδο σε μικρό μέρος της επιφάνειάς τους και αποτελείται από απλές ταινίες, τους ποταμούς, ή από άλλης μορφής απλά, γεωμετρικά, συνυφασμένα ή επιρραμμένα στοιχεία, ή από σταυρούς και άλλα γραμμικά μοτίβα. Τα εξωτερικά ενδύματα – φελώνια – δεν φέρουν διάκοσμο στην εικονογραφία μέχρι τον 11ο αιώνα, οπότε εμφανίζεται το πολυσταύριο φελώνιο που θα κυριαρχήσει στη συνέχεια.
Εξίσου σημαντικό χαρακτηριστικό της ιερατικής αμφίεσης, συμβατό με τα χριστιανικά ιδεώδη, είναι η άρνηση κάθε υπερβολής. Η λιτότητα και η σεμνότητα των ενδυμάτων προβάλλονται στη χριστιανική διδασκαλία ως βασικά στοιχεία της ιδεώδους ενδυμασίας κάθε χριστιανού. Το χρώμα των αμφίων της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας συνήθως ήταν λευκό, ώχρα και καστανό. Η λευκότητα των αμφίων συμβολίζει την είσοδο του πιστού στο βασίλειο του φωτός. «Χιτώνα μοι παράσχου φωτεινόν, ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον», υποδηλώνοντας την λευκότητα του χιτώνα του Χριστού στην Μεταμόρφωση και το απαστράπτον ιμάτιο των αγγέλων στην εικονογραφική παράσταση του Λίθου. Ιδιαίτερα προβεβλημένο επίσης χρώμα με σημασιολογική φόρτιση, είναι το πορφυρό, που περιορίζεται όμως η χρήση του σε ορισμένες μέρες του εκκλησιαστικού έτους. Η διακόσμηση των στιχαρίων, των επιτραχηλίων, των ωμοφορίων και των οραρίων περιορίζεται κατά την βυζαντινή περίοδο σε μικρό μέρος της επιφάνειάς τους και αποτελείται από απλές ταινίες, τους ποταμούς, ή από άλλης μορφής απλά, γεωμετρικά, συνυφασμένα ή επιρραμμένα στοιχεία, ή από σταυρούς και άλλα γραμμικά μοτίβα. Τα εξωτερικά ενδύματα – φελώνια – δεν φέρουν διάκοσμο στην εικονογραφία μέχρι τον 11ο αιώνα, οπότε εμφανίζεται το πολυσταύριο φελώνιο που θα κυριαρχήσει στη συνέχεια.
Η εικόνα διαφοροποιείται στην περίοδο της τουρκοκρατίας, όταν ενδύματα
με πλούσια, πολύχρωμα φυτικά κυρίως ή γεωμετρικά μοτίβα, ενυφασμένα ή
κεντημένα, φαίνεται πως χρησιμοποιούνται ευρύτατα από τον κλήρο όλων των
βαθμίδων. Περίτεχνα στολισμένα στιχάρια, φελώνια και σάκκοι εικονίζοντες στις
μεταβυζαντινές τοιχογραφιές του ελλαδικού χώρου, ενώ τα σωζόμενα ιερατικά,
χρυσοκέντητα ή και με απλούστερες τεχνικές διακοσμημένα άμφια, μαρτυρούν ότι η
Εκκλησία αποδέχεται την πολυτέλεια, όπως αυτή εκφράζεται μέσω της διακοσμητικής
εκζήτησης.
Αυτή η εξέλιξη, εάν δεν είναι πλασματική και δεν οφείλεται σε κενό των
πηγών των προγενέστερων περιόδων, ενδεχομένως θα πρέπει να συνδεθεί με το νέο
ρόλο της Εκκλησίας μετά την διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, όταν
χρειάστηκε να υποκαταστήσει την κοσμική εξουσία για τους χριστιανούς και να
διατηρήσει τη βυζαντινή παράδοση. Η πολυτέλεια των επίσημων ενδυμάτων του
κλήρου χρησιμοποιήθηκε ίσως ως μέσον επιβολής και διακήρυξης της ισχύος του σε
ένα περιβάλλον εκ προοιμίου εχθρικό.
Φτωχότερες είναι οι πληροφορίες που μάς παρέχουν οι πηγές για τις πρώτες
ύλες των ιερατικών ενδυμάτων. Αν και μόνο το μαλλί και το λινό προβάλλονται από
τους Πατέρες της Εκκλησίας, ως αρμόζοντα για ορισμένες ενδυματολογικές μονάδες
υλικά, είναι βέβαιο ότι, από πολύ νωρίς, το μετάξι και η πανάκριβη βαφή της πορφύρας
χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες του εκκλησιαστικού βεστιαρίου. Η χρήση
μαργαριταριών και χρυσονημάτων φαίνεται πως επικράτησε σε μεταγενέστερες
περιόδους.
Πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε, ότι μέχρι την πτώση της βυζαντινής
αυτοκρατορίας, τα ιερατικά ενδύματα παραμένουν εξαιρετικά λιτά σε σχέση με αυτά
των κοσμικών αξιωματούχων, με τους οποίους ο ανώτερος κλήρος συγκρίνεται ως
προς την κοινωνική θέση.
Ορισμένα, τέλος, από τα ενδύματα των κληρικών, κυρίως όσα αποτελούν
διακριτικά των διαφορετικών βαθμίδων της ιερωσύνης, όπως το οράριο, το
ωμοφόριο, χρησιμοποιούνται, από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες μέχρι και
σήμερα, σε περιορισμένες μόνο χρονικές στιγμές και κάτω από αυστηρά
προσδιορισμένες προϋποθέσεις. Αυτό υποδηλώνεται από την πρώιμη εικονογραφία, όπου
οι πατέρες απεικονίζονται συχνά χωρίς το διακριτικό της βαθμίδας τους και
τεκμηριώνεται από τα κείμενα της γραμματείας. Ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης αναφέρεται
στο οράριο που φορούν οι διάκονοι κατά την θεία Λειτουργία. Το ωμοφόριο επίσης
θεωρείται, σύμφωνα με τις πηγές του 5ου και 6ου αιώνα, ένδυμα προορισμένο για
την ώρα της Λειτουργίας. Στον 9ο αιώνα η Όγδοη Οικουμενική Σύνοδο επαναλαμβάνει
ότι οι επίσκοποι οφείλουν να χρησιμοποιούν το ωμοφόριο σε ορισμένο τόπο και
χρόνο και να μην κάνουν κατάχρηση του δικαιώματός τους από υπερηφάνεια και
ματαιοδοξία, φορώντας το σε διάφορες δραστηριότητές τους. Σύμφωνα μάλιστα με το
Κλητορολόγιο του Φιλοθέου (αρχές 9ου αιώνα) ο πατριάρχης και οι μητροπολίτες
δεν φορούσαν το ωμοφόριο στις τελετές του παλατιού, ακόμα και όταν
παρουσιάζονταν με τα λειτουργικά τους ενδύματα, ενώ αργότερα (10ος αιώνας) στο
Περί Βασιλείου Τάξεως ορίζεται ότι ο πατριάρχης φορά το ωμοφόριο την στιγμή της
προσευχής και το βγάζει πριν καθίσει στο τραπέζι. Στο Τυπικό της Μεγάλης
Εκκλησίας, τέλος, ο πατριάρχης και οι ιερείς αλλάζουν ενδύματα – στιχάριο,
ωμοφόριο, λέντιο, φελώνιο – κατά τις διάφορες στιγμές των τελετών. Από τα
παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι υφίσταται ένα εξαιρετικά περίπλοκο σύστημα
κανονισμών για τη χρήση των ιερατικών ενδυμάτων, ανάλογα με το είδος και το
χρώμα τους, ένα σύστημα που εξελίσσεται μέσα στο χρόνο και έχει ως αντίστοιχό
του ή και ως πρότυπό του ανάλογους κανόνες που διέπουν τη χρήση των επισήμων
ενδυμάτων βυζαντινών αξιωματούχων, των «αλλαξίμων ή αλλαξιμάτων», κατά την διάρκεια
των τελετών στο παλάτι. Οι αναλογίες των δύο βεστιαρίων στο επίπεδο της
λειτουργίας τους δείχνουν και πάλι την εξέχουσα θέση του κλήρου στους κόλπους
της βυζαντινής κοινωνίας, μαρτυρώντας ταυτόχρονα ότι η Εκκλησία διέθετε από
νωρίς ιδιαίτερα αναπτυγμένο τελετουργικό. Στη συνέχεια θα κάνουμε μία σύντομη
αναφορά στις επιμέρους ενδυματολογικές μονάδες, που σήμερα είναι άρρηκτα
δεμένες με το εκκλησιαστικό βεστιάριο.
Τα άμφια των τριών βαθμών της ιερωσύνης χαρακτηρίζονται ως ιερά, γιατί,
πρώτον δίδονται κατά την χειροτονία του λειτουργού με την ευλογία του
χειροτονούντος Αρχιερέως. Δεύτερον, γιατί φοριούνται κατά την τέλεση της θείας
Λατρείας και των ιερών Μυστηρίων. Τρίτον, γιατί λειτουργούν ως ιερά σημεία που
μαρτυρούν την παρουσία του Τριαδικού Θεού και τέταρτον, γιατί κατά την ένδυσή
τους απαγγέλονται αγιογραφικοί στίχοι και καθαγιάζονται. Η ένδυση του
λειτουργού με τα ιερά άμφια έχει θεολογικό χαρακτήρα και εκφράζουν το χάρισμα
της ιερωσύνης.
Ο θεολογικός χαρακτήρας των αμφίων έχει και συμβολική σημασία, καθώς
αυτά αποκρύπτουν ή φανερώνουν υπερβατικές καταστάσεις. Η ενιαία και ευπρεπής
αμφίεση του ιερού κλήρου διά του μέλανος τριβονίου συμβολίζει την μεταπτωτική
ανθρώπινη φύση. Όταν όμως ο λειτουργός πρόκειται να τελέσει κάποια ακολουθία,
τότε ενδύεται τα ιερά άμφια, που συνήθως είναι λευκά ή λευκόχρυσα. Η ένδυση των
αμφίων, πέραν του ότι έχει το χάρισμα της ιερωσύνης, συμβολίζει και την
απένδυση του παλαιού ανθρώπου και την ένδυση του καινού, δια της πνευματικής
αναγεννήσεως και μεταμορφώσεως που συντελείται κατά την θεία λατρεία. Τα ιερά
άμφια όλων των βαθμίδων στο σύνολό τους, έχουν και χριστολογική σημασία, γιατί
συμβολίζουν όχι μόνο την ζώσα παρουσία του Χριστού μεταξύ του εκκλησιάσματος,
αλλά και επιμέρους ειδικές πτυχές του απολυτρωτικού έργου του, όπως, την
Μεταμόρφωσή Του η λευκότητα των αμφίων, το μαρτύριό Του το πορφυρό χρώμα, την
ποιμαντική εξουσία η αρχιερατική ράβδος, το βασιλικό αξίωμα η αρχιερατική
μίτρα.
Το κατεξοχήν όμως άμφιο που συμβολίζει την ολόσωμο παρουσία και
ενσάρκωση του Χριστού και την θεοφάνεια στο όρος Θαβώρ, είναι ο ποδήρης
χιτώνας, το στιχάριο. Κατά τον Κλήμη Αλεξανδρείας, το στιχάριο συμβολίζει «τήν
κατά σάρκαν προφητεύειν οἰκονομίαν, δι’ ἤν προσεχέστερον εἰς κόσμον ὤφθη». Ο
λειτουργός λευκοφορεί σε ένδειξη της πνευματικής καθαρότητάς του. Κατά την
αναστάσιμη θεία Λειτουργία φέρει κατάλευκο ποδήρη χιτώνα, που ομοιάζει με το
σημερινό στιχάριο. Ο χιτώνας αυτός είναι το αρχαιότερο λειτουργικό άμφιο και
έπρεπε να απαστράπτει με την λευκότητά του, όπως αναφέρει ο ιερός Χρυσόστομος.
Κατά τον Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως, τα λευκά στιχάρια δηλώνουν «τῆς
Θεότητος τήν αἴγλην ἐμφαίνει, καί τοῦ ἱερέως τήν λαμπράν πολιτείαν», ενώ οι
κατά μήκος ερυθρές ραβδώσεις συμβόλιζαν το αίμα του Χριστού. Το στιχάριο
επίσης, παρουσιάζει τον λειτουργό ως επίγειο άγγελο και εις τύπον Χριστού, στον
οποίο έχει υπερβαθεί πνευματικά και χαρισματικά η έννοια των δύο φύλων. Το
στιχάριο υπερβαίνοντας τη φυλετική και εθνική ταυτότητα του ιερουργού, του
προσδίδει οικουμενική διάσταση, «οὔτε ἄρσεν, οὔτε θήλυ, οὔτε Ἕλλην, οὔτε Ἰουδαῖος»,
ως λειτουργός σε οποιονδήποτε γεωγραφικό χώρο της γης.
Το οράριο ορίσθηκε από τη Σύνοδο της Λαοδικείας ως διακριτικό της
βαθμίδας του διακόνου και παράλληλα απαγορεύτηκε η χρήση του από τον κατώτερο
κλήρο π.χ. ψάλτες, αναγνώστες. Πρόκειται για στενή, μακριά λωρίδα υφάσματος,
χωρίς ιδιαίτερο σχέδιο κοπής, που συνήθως κοσμείτο με σταυρούς, ή την αρχή του
Επινίκιου αγγελικού ύμνου, «άγιος, άγιος, άγιος». Κατά τον Γερμανό
Κωνσταντινουπόλεως τα οράρια δηλώνουν «τόν τύπον τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων τῆς τῶν
λεπτῶν ὀραρίων πτέρυξιν, ὡς λειτουργικά πνεύματα, εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα
προτρέχουσι» (PG 98, σ. 393). Στη μεταβυζαντινή περίοδο ο διάκοσμός του
εμπλουτίζεται με παραστάσεις χερουβείμ, αγγέλων, ή αγίων διακόνων. Κατά τη
βυζαντινή περίοδο ριχνόταν στον αριστερό ώμο με τρόπο ώστε το ένα άκρο του να
κρέμεται μπροστά και το άλλο πίσω. Αργότερα φέρεται στον αριστερό ώμο, αλλά
περιβάλλει το σώμα διασταυρωμένο στο στήθος και στην πλάτη, θυμίζοντας
περισσότερο τον τρόπο που φοριόταν στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο ο
αυτοκρατορικός λώρος.
Το επιτραχήλιο συνδέθηκε από τα τέλη του 4ου αιώνα με τους ιερείς και
τους επισκόπους, σύμφωνα με τις επιταγές της παραπάνω Συνόδου, ενώ από τον 6ο
αιώνα οι ιερείς, των οποίων συνιστά διακριτικό, δεν επιτρέπεται να πλησιάσουν
το ιερό θυσιαστήριο χωρίς να το φορούν. Είναι δηλωτικός ο αγιογραφικός στίχος
που απαγγέλουμε όταν ενδυόμαστε το επιτραχήλιο: «Ευλογητός ὁ Θεός ὁ ἐκχέων τήν
χάριν αὐτοῦ ἐπί τούς ἱερεῖς αὐτοῦ».
Μακριά λωρίδα υφάσματος αρχικά, που περιβάλλει τον τράχηλο έτσι ώστε τα
δύο άκρα της να κρέμονται μπροστά μέχρι χαμηλά στα πόδια, αποκτά σιγά σιγά
περιπλοκότερη, ιδιαίτερη δομή, με σταθερά στοιχεία τη θέση για το πέρασμα του
κεφαλιού και την ένωση των δύο τμημάτων της λωρίδας που υπολείπονται εκατέρωθεν
αυτής, συνήθως με κωδωνίσκους ή κουμπιά. Στην κάτω πλευρά φέρει κρόσσια. Ο
διάκοσμός του, εξαιρετικά περιορισμένος τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, με
απλά γεωμετρικά μοτίβα ή σταυροί, εμπλουτίζεται στη συνέχεια με μορφές αγίων,
προφητών, αλλά και με ευαγγελικές σκηνές.
Το ωμοφόριο, απλή, σχετικά πλατιά λωρίδα υφάσματος, συνδέεται, σύμφωνα
με τον Ισίδωρο Πηλουσιώτη και σχετικό διάταγμα του 336, ήδη από τον 4ο αιώνα με
τους επισκόπους. Η Όγδοη Οικουμενική Σύνοδος το συνδέει με ορισμένους μόνον
επισκόπους, ενώ στο Lider Pontificalis το pallium παρουσιάζεται ως διακριτικό
των επισκόπων, αφού τους αφαιρείται πάντοτε σε περίπτωση καθαίρεσης. Το
Κλητορολόγιο του Φιλοθέου το συνδέεει με τον πατριάρχη, τους μητροπολίτες και
τους επισκόπους. Έχει υποστηριχθεί ότι η διάδοση της χρήσης του από τον
πατριάρχη στο σύνολο των επισκόπων έγινε σταδιακά, γεγονός που δεν
στοιχειοθετείται, όμως, από τα κείμενα και την εικονογραφία. Διακρίνεται μεγάλο
και μικρό ωμοφόριο, το τελευταίο εμφανίζεται τον 16ο – 17ο αιώνα, και φοριέται
τυλιγμένο γύρω από τους ώμους, πάνω από τον σάκκο σήμερα και παλαιότερα πάνω
από το φελώνιο. Μπορεί να συσχετισθεί επίσης με τον αυτοκρατορικό λώρο. Ο
διάκοσμός του, που επηρεάζεται από τον συμβολισμό του, συνίσταται από ένα
μετάλλιο (πόλο) με τον Χριστό ως Αμνό ή ως Μέγα Αρχιερέα στον τράχηλο, από
τέσσερις συνήθως επιρραμμένους σταυρούς και από διπλές ταινίες (ποταμούς) στα
άκρα.
Σύμφωνα με τον Ισίδωρο Πηλουσιώτη ο επίσκοπος «εἰς τύπον ὤν τοῦ Χριστοῦ,
τό ἔργον ἐκείνου πληροῖ καί δείκνυσι διά τοῦ σχήματος, ὅτι μιμητής ἐστι τοῦ ἀγαθοῦ
καί μεγάλου ποιμένος» (PG 78, σ. 272). Το ωμοφόριο συμβολίζει την πρόσληψη και
θέωση της ανθρώπινης φύσης, ενώ η ύπαρξη μεγάλων κόκκινων σταυρών στο ωμοφόριο
δηλώνει την «διά τόν Χριστόν ἐπί τούς ὥμους βαστάσαι τόν σταυρόν αὐτοῦ». (PG
98, σ. 396).
Αποκλειστικό άμφιο των επισκόπων αποτελεί ως τον 12ο αιώνα, σύμφωνα με
τον Βαλσαμώνα, το επιγονάτιο, ρομβοειδές ύφασμα σε σκληρό υπόβαθρο, που
κρέμεται από τη ζώνη και προήλθε από το μαλακό εγχείριο. Το τελευταίο
εμφανίζεται στις γραπτές πηγές από τον 7ο αιώνα και κρεμόταν από τον καρπό του
χεριού. Το επιγονάτιο διαδίδεται αργότερα και στους άλλους κληρικούς
αξιωματούχους. Κοσμείται με θρησκευτικές παραστάσεις και επιγραφές, που
σχετίζονται και αλλάζουν σύμφωνα με τον συμβολισμό του, που άλλοτε είναι
σύμβολο της Αναστάσεως, επειδή διά της αναστάσεως πηγάζει η άφεση των αμαρτιών
κατά τον άγιο Νικόλαο τον Καβάσιλα και τον Συμεών Θεσσαλονίκης, άλλοτε
συμβολίζει το λόγο του Χριστού και άλλοτε το λεντίο, με το οποίο ο Κύριος ήταν
ζωννύμενος και απόμαξε τα πόδια των μαθητών κατά τον Νιπτήρα.
Τα επιμανίκια, που καθιερώνονται από τη μεσοβυζαντινή περίοδο,
αποτελούσαν επίσης ως τον 12ο αιώνα επισκοπικό άμφιο. Τον 15ο αιώνα
χρησιμοποιούνται και από τους ιερείς, ενώ στην περίοδο της τουρκοκρατίας η
χρήση τους επεκτείνεται και στους διακόνους. Πρόκειται για μακριά μανικέτια με
τα οποία σφίγγονται και συγκρατούνται τα άκρα των μανικιών των στιχαρίων.
Αρχικά φαίνεται πως υιοθετήθηκαν για πρακτικούς λόγους και υποκατέστησαν τον
ενυφασμένο διάκοσμο, που συνηθιζόταν στα άκρα των μανικιών. Σύντομα, όμως,
απέκτησαν συμβολική αξία συμβολίζοντας τα δεσμά του Κυρίου. Φέρουν συνήθως
πλούσιο διάκοσμο.
Το φελώνιο, μακρύ, κωδωνόσχημο ένδυμα, με οπή στο κεφάλι και χωρίς
μανίκια, φαίνεται πως προσλαμβάνει καθαρά ιερατικό χαρακτήρα μετά τον 7ο αιώνα,
όταν παύει να χρησιμοποιείται από τους λαϊκούς, παρόλο που παλαιότερα
χρησιμοποιείτο και από τους επισκόπους και τους ιερείς. Στο βίο του αγίου
Αυξεντίου ο Μιχαήλ Ψελλός (11ος αιώνας) αναφέρει τον όρο «ἱερατικόν φελώνην».
Μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, το φελώνιο χαρακτηρίζει πλέον
τους ιερείς, ενώ οι επίσκοποι το υποκαθιστούν συχνά με τον σάκκο. Όσον αφορά το
κόψιμό του σημειώνεται ότι στην περίοδο της τουρκοκρατίας συνυπάρχουν μακριά
και κοντά φελώνια. Συμβολίζει τον άρραφο χιτώνα, ο δε διάκοσμός τους
παρουσιάζει αργή αλλά σαφή εξέλιξη. Αρχικά ήταν μονόχρωμα και καλύπτονται με
σταυρούς από τον 11ο αιώνα μάλλον και μετά, τα γνωστά ως πολυσταύρια, τα οποία
αρχικώς φορούσαν μόνο οι πατριάρχες, για λόγους διακρίσεως από τους λοιπούς
επισκόπους, μετά την απόθεση του ωμοφορίου τους για την τέλεση της Αναφοράς.
Σήμερα η χρήση του πολυσταύριου φελωνίου έχει γενικευθεί και στους τρεις
βαθμούς της ιερωσύνης. Στην Ρωσική Εκκλησία πολυσταύριο φελώνιο έχει το
προνόμιο να φέρει μόνον ο μητροπολίτης της Αγίας Πετρουπόλεως. Κατά τον Γερμανό
Κωνσταντινουπόλεως το χρώμα του φελωνίου και του σάκκου έπρεπε να είναι
κόκκινο, ότι «ἐμφαίνοντος τήν βαφεῖσαν τοῦ Χριστοῦ στολήν τῆς σαρκός ἐν αἵμασιν,
ἐν τῷ ἀχράντῳ αὐτοῦ σταυρῷ. Πάλιν δέ ὅτι χλαμύδα κοκκίνην ἐφόρει ἐν τῷ πάθει ὁ
Χριστός». (PG 98, σ. 393). Το χρώμα αυτό δεν επικράτησε γιατί όπως αναφέρει ο
Δημήτριος Χωματιανός «οὑ χρέων εἶναι σάκκον πορφυρέον», επειδή το πορφυρό είναι
πένθιμο χρώμα και συνηθιζόταν να το φορούν στις πένθιμες ημέρες. Στη
μεταβυζαντινή περίοδο κοσμούνται συχνά με φυτικά μοτίβα και με θρησκευτικές
παραστάσεις.
Ο σάκκος, που έλκει τις ρίζες του στο αυτοκρατορικό βεστιάριο, αποτελεί
σήμερα το κατεξοχήν άμφιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μολονότι δεν εισήχθη στο
βεστιάριό της παρά την τελευταία βυζαντινή περίοδο. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως
πατριαρχικό ένδυμα. Από τους επισκόπους φοριέται από τον 15ο αιώνα με βάση
γραπτές πηγές. Για μεγάλο χρονικό διάστημα συνυπήρχε με το φελώνιο ως
επισκοπικό ένδυμα και συχνά δανείζεται τη συνήθη διακόσμηση του τελευταίου,
τους σταυρούς. Οι σωζόμενοι σήμερα σάκκοι φέρουν εξαιρετικά πλούσιο και ποικίλο
διάκοσμο. Πρόκειται για κοντό, φαρδύ χιτώνα, σχήματος Τ, με κοντά πλατιά
μισομάνικα. Το πίσω και το μπροστινό τμήμα του είναι ραμμένα στους ώμους, αλλά
στα πλάγια παραμένουν ανοιχτά, συνδεόμενα απλώς με κωδωνίσκους ή με κορδέλες.
Από το αυτοκρατορικό βεστιάριο εισήχθη στο εκκλησιαστικό και ο μανδύας,
που αναφέρεται ως ιερατικό ένδυμα από τον 14ο αιώνα και έπειτα. Παλαιότερα
φοριόταν μόνο από τους μοναχούς, σύμφωνα με την εικονογραφία. Πρόκειται για
μακρύ και φαρδύ μανδύα, που τα άκρα του ενώνονται στο λαιμό και στα πόδια με
κουμπιά. Ο διάκοσμός του περιορίζεται σε τέσσερα τετράγωνα διάχωρα στις γωνίες
του, πόματα και πόλοι και σε χρυσούς ποταμούς, που συμβολίζουν την χάρη του
αγίου Πνεύματος κατά το υπόδειγμα των ιματίων του Χριστού και των Αποστόλων.
Η μίτρα, τέλος προέρχεται από το αυτοκρατορικό στέμμα, όπως αυτό
διαμορφώθηκε στα τέλη του 11ου αιώνα. Είναι κυλινδρικό, συχνά με σφαιρική άνω
απόληξη, κάλυμμα κεφαλής. Στη βυζαντινή περίοδο φορέθηκε από ορισμένους
πατριάρχες μόνο. Η χρήση της διαδόθηκε σε όλους τους πατριάρχες στην περίοδο
της τουρκοκρατίας, ίσως επειδή ακριβώς εξέλιπε η κοσμική εξουσία και υπήρξε η
ανάγκη και η βούληση να διατηρηθούν τα διακριτικά της, συμβολίζοντας όπως ήδη
αναφέρθηκε παραπάνω το βασιλικό αξίωμα. Σταδιακά γενικεύθηκε η χρήση της από
όλους τους επισκόπους. Πριν την εμφάνιση της μίτρας οι επίσκοποι ασκούσαν τα
λειτουργικά τους καθήκοντα ασκεπείς, προσηλωμένοι στην παράδοση των πρώτων
χριστιανικών χρόνων.
Τα ιερατικά άμφια έχουν επίσης και εκκλησιολογική σημασία. Ο ιερέας
χειροτονείται και ενδύεται τα ιερά άμφια, με την παρουσία και συμμετοχή του
εκκλησιαστικού πληρώματος, αλλά και όταν πρόκειται να τελέσει τα της θείας
λατρείας. Χωρίς την σύναξη της εκκλησίας των πιστών, ο ιερεύς δεν ενδύεται τα
άμφια. Η απένδυση των σκουρόχρωμων εξωτερικών ενδυμάτων και η ένδυσή του με τα
λευκά, πολύχρωμα και χρυσοποίκιλτα άμφια συμβολίζει την εσχατολογική αλλαγή της
ανθρώπινης φύσης και την ένδυσή της με τους φθαρτούς καινούς χιτώνες της
αναστάσεως.
* * *
Συμπερασματικά, τα ιερά άμφια της αγίας Εκκλησίας μας είναι σύμβολα που
αποκρύπτουν αλλά και αποκαλύπτουν βασικές θεολογικές αλήθειες της εν Χριστώ
θείας οικονομίας και εκφράζουν την φύση του χαρίσματος της ιερωσύνης ως χάρη
του Αγίου Πνεύματος. Η ένδυση του ιερουργού με τα άμφια συμβολίζει την
εσχατολογική ένδυση της ανθρώπινης φύσης με τα άφθαρτα και αθάνατα σώματα της
Κυριακής ημέρας. Μάλιστα τα ιερά άμφια αισθητοποιούν την πίστη της Εκκλησίας
ότι στις ακολουθίες παρίσταται ο ίδιος ο Χριστός και μαρτυρούν την παρουσία της
εκκλησιαστικής κοινότητας. Εν κατακλείδι, τα ιερά άμφια παρουσιάζουν τον
λειτουργό ως επίγειο άγγελο, στον οποίο έχει υπερκερασθεί χαρισματικώς και
αγιοπνευματικώς οποιαδήποτε φυλετική ή κοινωνική διάκριση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου