Ζωηφόρος
Σταυρὸς καὶ θανατηφόρα ἁμαρτία
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
«Χαίροις ὁ ζωηφόρος
Σταυρός…ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, ὁ τῶν πιστῶν στηριγμός, τῆς Ἐκκλησίας τὸ
περιτείχισμα», ψάλλει ὁ ὑμνωδὸς κατὰ τὴν μεσονηστίσιμο Κυριακὴ τῆς
Σταυροπροσκυνήσεως. Ζωηφόρο ἀποκαλεῖ τὸν Σταυρὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ,
διότι χάρη στὸν καρπὸ τοῦ Σταυροῦ, στὴν γεύση δηλαδὴ τοῦ «ξύλου τῆς ζωῆς», τοῦ
Χριστοῦ, γευτήκαμε ὅλοι ἐμεῖς, οἱ ἀπόγονοι τῶν πρωτοπλάστων, ὄχι τὴν πικρὰ
γεύση τοῦ θανάτου ἀλλὰ τὴν γλυκιὰ ἡδονὴ τῆς ζωῆς.
Ὁ Σταυρός, λοιπόν,
μὲ τὴν ἄνοδο τοῦ Κυρίου πάνω Του, ἀνανοηματοδοτεῖται καὶ ἀπὸ σύμβολο θανάτου
γίνεται σύμβολο τῆς ζωῆς, ἀπὸ σύμβολο ἐσχάτης ταπεινώσεως καὶ ἐξευτελισμοῦ
γίνεται σύμβολο ἀνορθώσεως καὶ τιμῆς, ἀπὸ φονικὸ ὄργανο γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς
γίνεται ὄργανο σωτηρίας γιὰ τοὺς μετανοοῦντες, καὶ ἐν τέλει σύμβολο λυτρώσεως
καὶ ἀναστάσεως!
Ἐμεῖς, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι φαίνεται ὅτι δὲν ἔχομε ἀντιληφθῆ τὸν σταυρὸ ὡς λυτρωτικὸ καὶ σωτήριο σύμβολο, γι’ αὐτὸ καὶ ἀρνούμαστε πεισματικὰ νὰ τὸν σηκώσωμε. Προτιμᾶμε, λοιπόν, νὰ γονατίζωμε ὑπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, παρὰ νὰ ἀγωνιζώμαστε νὰ τὶς ἀποβάλλωμε. Προτιμᾶμε νὰ παραμένωμε ὑποδουλωμένοι στὰ πάθη μας, στὴν φιλαυτία, στὴν φιλοδοξία, στὴν φιληδονία καὶ στὰ συμπαρομαρτοῦντα, παρὰ νὰ κοπιάζωμε, γιὰ νὰ τὰ ἀποτινάξωμε ἀπὸ πάνω μας. Προτιμᾶμε νὰ ἀρρωσταίνωμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ψυχικὲς καὶ σωματικές, παρὰ νὰ τὶς ἐξομολογούμαστε καὶ νὰ θεραπευώμαστε ὁριστικὰ ἀπὸ αὐτές. Προτιμᾶμε, ἐπίσης, γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὰ δεινά μας, νὰ ἐμπιστευώμαστε ἐπίγειους «σωτῆρες», ποὺ μᾶς ζητᾶνε μάλιστα νὰ θυσιάζωμε ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς ἐλευθερίες μας, παρὰ νὰ ἐμπιστευτοῦμε τὸν οὐράνιο Σωτῆρα μας, ποὺ θυσιάστηκε ὁ Ἴδιος γιὰ χάρη μας.
Καὶ ἐὰν ζητάῃ ἀπὸ ἐμᾶς
νὰ Τὸν ἀκολουθήσωμε, δὲν ἐκβιάζει τὸ θέλημά μας, διότι Ἐκεῖνος μᾶς ἔπλασε αὐτόβουλους
καὶ αὐτεξούσιους. Ζητάει νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε, ὄχι γιὰ νὰ αὐξήσῃ τοὺς ὀπαδούς Του,
διότι πολὺ ἁπλᾶ ἡ ἐξουσία Του δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», τῆς φθορᾶς καὶ
τῆς ἁμαρτίας. Οὔτε ἐπιθυμεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε, γιὰ νὰ μᾶς κατεξουσιάσῃ, ὅπως
οἱ ἐπίγειοι ἄρχοντες, ἐφ’ ὅσον Ἐκεῖνος «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι».
Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ μεγάλη Του διαφορὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐπίδοξους
σωτῆρες. Ἐκεῖνοι, ὑποσχόμενοι τὴν σωτηρία μας ἀπὸ τὰ δεινὰ τοῦ κόσμου τούτου, γιὰ
νὰ μᾶς δελεάσουν, στὴν ἀρχὴ μᾶς σκορπίζουν ἁπλόχερα πλούτη, δόξες καὶ ἀπολαύσεις,
καὶ μόλις μᾶς δένουν στὰ δίκτυα των, μᾶς τὰ ἁρπάζουν πάλι, ἀποσπῶντας καὶ τὴν
πολυπόθητη ἐλευθερία μας, ἤ, γιὰ νὰ συνεχίσουν νὰ μᾶς τὰ παραχωροῦν, ἀπαιτοῦν ὅλο
καὶ μεγαλύτερες καὶ περισσότερο δυσβάστακτες θυσίες. Καὶ ὅταν πετύχουν πλήρως τὸν
στόχο των καὶ δὲν μᾶς ἔχουν πλέον ἀνάγκη, τότε μᾶς πετοῦν καὶ ἐμᾶς, κατὰ τὸ λαϊκό:
«ὁ διάβολος δὲν ἀγαπάει οὔτε τὰ παιδιά του».
Ἐκεῖνος, ὅμως, ὁ Χριστός μας, θυσιαζόμενος ὁ Ἴδιος πρῶτα γιὰ
μᾶς, μᾶς δείχνει τὸν δρόμο καὶ τὸν τρόπο, γιὰ νὰ κερδίσωμε καὶ ἐμεῖς τὴν
σωτηρία μας, μὲ τὴν δική Του χάρη! Τρία εἶναι τὰ βήματα τῆς σωτηρίας, μὲ βάση τὸ
Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας (Μάρκ, η’ 34 - θ’ 1): ἡ ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ, ἡ ἄρση τοῦ
σταυροῦ, καὶ ἡ συμπόρευση μαζί Του. Ὅποιος ἀπαρνεῖται τὸν κακό του ἑαυτό, αὐτὸς
αὐτομάτως σηκώνει τὸν σταυρό του, καλεῖται δηλαδὴ νὰ ἀποβάλλη τὸ οἰκεῖο θέλημα
καὶ νὰ ντυθῆ μὲ τὰ ὅπλα τῶν ἀρετῶν, ὅπως ἔκαναν καὶ οἱ ἅγιοί μας, ὥστε νὰ γίνῃ
συνοδοιπόρος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἑρμηνεύουν ἄλλωστε καὶ οἱ θεοφόροι Πατέρες μας τὸ
παραπάνω χωρίο (Μάρκ., η’ 34).
Ὁ Χριστός μας, βεβαίως, γνωρίζει ὅτι εἰδικὰ τὸ πρῶτο βῆμα, ἡ ἀπάρνηση
τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ μας, εἶναι τὸ δυσκολώτερο, λόγῳ τῆς φυσικῆς ῥοπῆς μας πρὸς τὴν
θανατηφόρα ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς προσφέρεται νὰ μᾶς τείνῃ χεῖρα βοηθείας, νὰ
γίνῃ ὁ Κυρηναῖος μας, νὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ ἄρωμε τὸν σταυρό μας, ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ
συγκατατεθοῦμε στὴν βοήθειά Του. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ κάνωμε αὐτό, χρειάζεται νὰ
πιστέψωμε ὅτι Αὐτὸς εἶναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν., ιδ’ 6).
Ἐὰν πιστέψωμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια, τότε καλούμαστε
νὰ ἀκολουθήσωμε καὶ τὴν προτροπή Του, νὰ ἀγωνιστοῦμε δηλαδὴ νὰ εἰσέλθωμε «διὰ τῆς
στενῆς πύλης», καὶ ἀκόμη νὰ εἴμαστε ὑποψιασμένοι ὅτι εἶναι «πλατεῖα ἡ πύλη καὶ
εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν», γι’ αὐτὸ καὶ «πολλοὶ οἱ εἰσερχόμενοι
δι’ αὐτῆς». Ἀντιθέτως, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ ἀποφασισμένοι ὅτι «στενὴ ἡ πύλη
καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν», γι’ αὐτὸ «καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὐρίσκοντες
αὐτήν» (Ματθ., ζ’ 13-14, Λουκ., ιγ’ 23-24).
Ὁ Χριστός, λοιπόν, ὄχι μόνον δὲν μᾶς εἶπε ψέματα γιὰ τὸν
δρόμο τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς σωτηρίας, ὅτι εἶναι δύσβατος καὶ ἀνηφορικός, ἀλλὰ μᾶς
προσέφερε καὶ τὰ κριτήρια, γιὰ νὰ ξεχωρίζωμε τοὺς γνησίους σωτῆρες ἀπὸ τοὺς
ψευδοπροφῆτες τῆς σωτηρίας. Μᾶς προειδοποίησε, μάλιστα, ὅτι οἱ δεύτεροι ἀναγνωρίζονται
«ἀπὸ τῶν (σαπρῶν) καρπῶν αὐτῶν» (Ματθ., ζ’ 20).
Ἂς ἔχωμε λοιπὸν τὰ μάτια μας ἀνοικτά, ὥστε νὰ μὴν ἐξαπατώμεθα
ἀπὸ τὶς κάθε λογὴς ἐπαγγελίες τοῦ πονηροῦ καὶ τῶν πονηρῶν. Ἂς μὴν αὐταπατώμεθα!
Ὁ δρόμος τοῦ Σταυροῦ εἶναι ὁ μόνος λυτρωτικὸς καὶ σωτήριος, γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία
μας ψάλλει: «Χαίροις ὁ ζωηφόρος Σταυρός, δι’ οὗ κατεπόθη τοῦ θανάτου ἡ δύναμις,
καὶ ὑψώθημεν ἀπὸ γῆς πρὸς οὐράνια».
Ἐὰν θέλωμε, ἑπομένως, καὶ ἐμεῖς νὰ ὑψωθοῦμε πρὸς τὸν οὐρανό,
γιὰ τὸν ὁποῖον πλαστήκαμε, ἂς παρακαλοῦμε τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριό μας καὶ Θεό μας,
ποὺ ἡ Ἐκκλησία προβάλλει μπροστά μας στὸ μέσο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς,
νὰ ἐνδυναμώνῃ ὅλους μας νὰ σταυρώνωμε τὰ προσωπικά μας πάθη καὶ νὰ ἀποδιώχνωμε τὴν
ἰοβόλο ἁμαρτία, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀντικρύσωμε καὶ ἐφέτος τὸ σωτήριο φῶς τῆς Ἀναστάσεώς
Του. Κύριε, εὐδόκησον καὶ «Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ σῶσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει Σου!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου