Ὁ
ἅγιος Σώζων καταγόταν ἀπό τήν Λυκαονία καί ἔζησε στά τέλη τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. Ἐξασκοῦσε
τό ἐπάγγελμα τοῦ βοσκοῦ καί προσπαθοῦσε νά μιμεῖται τά πρόβατα ὡς πρός τήν ἡμερότητα
καί τήν ἀκακία, ἐπειδή, ὅπως ἔλεγε, δέν ἤθελε νά εἶναι χειρότερος ἀπό τά
πρόβατα. Ὅταν τόν ἔβλαπταν καί τόν ἀδικοῦσαν, αὐτός φρόντιζε νά παραμένη πρᾶος,
ἤρεμος, ἀνεξίκακος. Ἦταν, ὅμως, καί ἀνδρεῖος, ἀφοῦ ἦταν γεμάτος ἀπό ἔνθεο ζῆλο
καί μεγάλη ἀγάπη γιά τόν Θεό. Μέσα στήν μοναξιά καί τήν ἡσυχία τοῦ ἐρημικοῦ
τοπίου, ὅπου ἔβοσκε τά πρόβατά του, μελετοῦσε τήν Ἁγία Γραφή, καί ὅταν συναντοῦσε
κάποιον εἰδωλολάτρη, προσπαθοῦσε νά τόν κατηχήση στήν κατά Χριστόν ζωή. Καί ὄντως
κατήχησε πολλούς.
Κάποτε
κατέβηκε στήν Πομπηϊούπολη τῆς Κιλικίας καί λυπήθηκε πολύ, ὅταν εἶδε νά ἀποδίδεται
λατρεία στά ἄψυχα ἀγάλματα. Λυπήθηκε ἀκόμα περισσότερο, ὅταν εἶδε ἀγάλματα
χρυσά, τήν στιγμή πού ὑπῆρχαν ἄνθρωποι φτωχοί οἱ ὁποῖοι στεροῦνταν καί αὐτά τά ἀπολύτως
ἀναγκαῖα γιά τήν ἐπιβίωσή τους. Γι’ αὐτό καί γεμᾶτος ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τούς
ἀνθρώπους ἔκοψε τό δεξί χέρι ἑνός χρυσοῦ ἀγάλματος, τό πούλησε καί μοίρασε τά
χρήματα στούς φτωχούς. Ὅταν πληροφορήθηκε τό γεγονός ὁ ἔπαρχος Μαξιμιανός,
συνέλαβε, βασάνισε καί φυλάκισε ἀθώους ἀνθρώπους.
Τότε ὁ ἅγιος παρουσιάσθηκε
μπροστά του καί τοῦ ζήτησε νά ἀφήση ἐλεύθερους αὐτούς πού συνέλαβε. Ὅταν δέ ἐρωτήθηκε
γιατί προέβη σέ αὐτήν τήν πράξη, ἀπάντησε ὅτι τό χρυσό ἄγαλμα εἶναι ἄχρηστο ἐκεῖ
πού βρίσκεται, ἐνῶ μέ τήν πώληση, ἔστω καί ἑνός μικροῦ μέρους του, ὠφελήθηκαν
πολλοί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀπόλυτη ἀνάγκη αὐτά τά χρήματα.
Τότε
τόν βασάνισαν σκληρά, ἀλλά ὑπέμεινε «ὥσπερ τρυφάς τάς βασάνους», καί ἀξιώθηκε
νά λάβη τό ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ ἔπαρχος θέλησε νά ἐξαφανίση
τό σῶμα τοῦ μάρτυρος, τό ἔριξε στήν φωτιά. Ἀλλά τήν ἴδια στιγμή συννέφιασε ὁ οὐρανός
καί ἡ ραγδαία βροχή καί τό χαλάζι ἔσβησαν τήν φωτιά. Τότε οἱ Χριστιανοί
περισυνέλεξαν τό πολύαθλο καί μαρτυρικό σῶμα καί τό ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια.
Ὁ
βίος καί ἡ πολιτεία τοῦ ἁγίου μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Πρῶτον.
Ἡ πραότητα εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τό Ὁποῖο κατοικεῖ μέσα σέ ἐκείνους
οἱ ὁποῖοι νίκησαν τά πάθη τους καί καθάρισαν τήν καρδιά τους. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς
Κλίμακος λέγει ὅτι ἡ πραότητα «εἶναι ἀμετακίνητη κατάσταση τῆς ψυχῆς, πού
παραμένει ἡ ἴδια καί στούς ἐπαίνους καί στίς περιφρονήσεις». Δηλαδή, αὐτός πού ἀπέκτησε
τό χάρισμα τῆς πραότητος δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τούς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά
καί ὅταν ὑβρίζεται, ἐξευτελίζεται, συκοφαντεῖται, καί τότε παραμένει ἤρεμος καί
εἰρηνικός. Αὐτό, βέβαια, δέν σημαίνει ὅτι ὁ πρᾶος δέν ὀργίζεται ποτέ. Ἀσφαλῶς
καί ὀργίζεται καί ἀγανακτεῖ ὄχι, ὅμως, ὅταν τόν προσβάλλουν, ἀλλά ὅταν ἡ πίστη
τῆς Ἐκκλησίας κινδυνεύη νά νοθευθῆ καί νά ἀλλοιωθῆ ἀπό τίς ποικιλώνυμες αἱρέσεις.
Μέ
ἄλλα λόγια, αὐτός πού ἀπέκτησε τό χάρισμα τῆς πραότητος δέν ὀργίζεται ὅταν
θίγεται προσωπικά, ὀργίζεται, ὅμως, καί ἀγανακτεῖ, καί ἀπό πρόβατο γίνεται
λιοντάρι, ὅταν «τό κινδυνευόμενον εἶναι ὁ Θεός», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν
Θεολόγο, δηλαδή ὅταν ἀλλοιώνεται ἡ πίστη ἀπό αἱρετικές διδασκαλίες. Τότε ἐξανίσταται
καί χωρίς νά ξεχωρίζη τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του, ἀλλά
παραμένοντας μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀγωνίζεται μέ ὅλες του τίς δυνάμεις γιά τήν
διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐπειδή, ὅταν ἀλλοιώνεται ἡ πίστη, τότε ἀλλοιώνεται
καί ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἀνθρώπων καί διακυβεύεται ἡ σωτηρία τους.
Οἱ
ἅγιοι εἶναι μιμητές τοῦ Χριστοῦ, τοῦ «πράου καί ταπεινοῦ τῇ καρδίᾳ», ὁ Ὁποῖος,
κατά τόν Προφήτη Ἠσαΐα, ὁδηγήθηκε στά Πάθη καί τόν Σταυρό, «ὡς πρόβατον ἐπί
σφαγήν». Ἀλλά Αὐτός ὁ πρᾶος καί ταπεινός κατακεραύνωσε τήν ὑποκρισία τῶν
«κακίστων φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι καταδυνάστευαν τόν λαό, ἀπευθύνοντάς τους τά
σκληρά ἐκεῖνα «οὐαί», ἀλλά καί μέ τό φραγγέλιο ἐκδίωξε μέ βίαιο τρόπο ἀπό τό ἱερό
ἐκείνους πού μετέβαλαν τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ σέ «οἶκον ἐμπορίου» καί «σπήλαιον ληστῶν».
Ἑπομένως,
πρᾶος δέν εἶναι ἐκεῖνος πού δέν θυμώνει καί δέν ἀγανακτεῖ ποτέ, ἀλλά ἐκεῖνος
πού ἔχει νικήσει τά πάθη του, καί ὀργίζεται, ἐξανίσταται καί ἀγανακτεῖ, ὅταν ὑβρίζεται
ὁ Θεός, ὅταν ἀλλοιώνεται ἡ ὀρθή πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί τότε δέν
παρεκτρέπεται καί δέν ἁμαρτάνει, ἀφοῦ δέν καταφέρεται ἐναντίον τῶν συνανθρώπων
του, ἀλλά ἐναντίον τῆς ἀσέβειας, τῆς αἱρέσεως, τῆς ἀπιστίας.
Δεύτερον.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κοινωνικό ὄν καί ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ἐπικοινωνία μέ τούς συνανθρώπους
του. Ἀλλά ἡ πραγματική ἐπικοινωνία συνδέεται μέ τήν ἀγάπη καί τήν ἀλληλοκατανόηση.
Γιά νά λάβη, ὅμως, κανείς ἀγάπη πρέπει πρῶτα νά προσφέρη ἀγάπη, ἐπειδή λαμβάνει
μόνον ὅταν δίδη. Ὅταν κανείς ἀγαπᾶ, τότε θά ἀγαπηθῆ, ἐνῶ ὅταν θέλη νά τόν ἀγαποῦν
χωρίς ἐκεῖνος νά ἀγαπᾶ, τότε θά παραμένη μόνος του καί θά αἰσθάνεται ἀβάστακτη
μοναξιά. Γιατί μοναξιά σημαίνει νά μήν ἀγαπᾶς καί νά μήν ἀγαπιέσαι καί ὄχι τό
νά παραμένης μόνος. Γιατί μπορεῖ κάποιος νά ζῆ μόνος σέ ἔρημο τόπο, ὅταν, ὅμως,
ἀγαπᾶ ἀληθινά τούς συνανθρώπους του καί προσεύχεται γι’ αὐτούς, τότε αἰσθάνεται
ἑνωμένος μαζί τους. Τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀπέβαλε τήν φιλαυτία καί ἀπέκτησε τήν
ἀνιδοτελῆ ἀγάπη, καί ἑπομένως ἀγαπᾶ ἀληθινά τόν Θεό καί τόν «πλησίον», τόν ἐπισκιάζει
ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, καί γι’ αὐτό ἔχει ἐσωτερική πληρότητα καί δέν αἰσθάνεται
μοναξιά.
Μοῦ
ἔκαναν ἐντύπωση τά ὅσα διάβασα σέ ἕνα ποίημα, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται «γλυκειά
μοναξιά», γι’ αὐτό καί μεταφέρω τίς παρακάτω χαρακτηριστικές καί διδακτικές
στροφές του:
«Ταξίδι,
ὄντως, ἡ ζωή/ κι ἐμεῖς ἁπλῶς ὁδίτες/ γιά μιά πατρίδα ποθεινή/ κι ὄχι τῆς γῆς
πολίτες./ Πλέουμε, ταξιδεύουμε/ καί φεύγουμε καί πᾶμε/ μά ταξιδεύοντας, πολλές/
παγίδες συναντᾶμε/. Γιά νά τίς ἀποφεύγουμε/ καί μέ χαρά νά ζοῦμε/ θά πρέπει
λίγη μοναξιά/ νά βροῦμε, νά γευτοῦμε./ Μιά μοναξιά συνειδητή/ πού ἡ καρδιά τήν
θέλει/ κι ὅταν προσεύχεται θερμά/ γλυκαίνεται σάν μέλι».
Καί
σέ μιά ἀποστροφή τοῦ λόγου του ὁ ποιητής ἀναφωνεῖ:
«Ὤ μοναξιά τῆς προσευχῆς/ μέ πλημμυρίζεις Χάρη/ κι εἶσαι στ’ ἀλήθεια τῆς ψυχῆς/ λαμπρό μαργαριτάρι».
«Ὤ μοναξιά τῆς προσευχῆς/ μέ πλημμυρίζεις Χάρη/ κι εἶσαι στ’ ἀλήθεια τῆς ψυχῆς/ λαμπρό μαργαριτάρι».
Καί
τελειώνει μέ τήν προτροπή:
«Τήν
μοναξιά τῆς προσευχῆς/ πού τήν ζωή κάνει ὡραία/ νά ἀγαπήσης, γιά νά ζῆς/ μέ τήν
χαρά παρέα».
Ὁ
ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκακος, ὅπως τό πρόβατο, ἀλλά καί ἀνδρεῖος, ὅπως τό
λιοντάρι. Δέν φοβᾶται τήν μοναξιά, ἐπειδή γνωρίζει τόν τρόπο νά τήν ὑπερβαίνη ἤ
μᾶλλον νά τήν μεταβάλλη σέ «γλυκειά μοναξιά τῆς προσευχῆς», ἡ ὁποία «τόν
πλημμυρίζει Χάρη», καρπός τῆς ὁποίας εἶναι ἡ πνευματική χαρά καί ἡ ἐσωτερική
πληρότητα.
Ἱερὰ
Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου.
1 σχόλιο:
Άγιε Σώζοντα πρέσβευε υπερ ημών!
Δημοσίευση σχολίου