ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ:
Πράξ. ε´ 12-20
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ:
Ἰωάν. κ´ 19-31
1. Ἡμέρα Κυριακὴ
Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως οἱ δέκα μαθητὲς τοῦ
Κυρίου χωρὶς τὸν Θωμᾶ εἶναι συγκεντρωμένοι σ’ ἕνα σπίτι στὴν Ἱερουσαλήμ. Κι ἐνῶ
οἱ καρδιές τους εἶναι βαθιὰ πληγωμένες ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς Παρασκευῆς καὶ οἱ
θύρες τοῦ σπιτιοῦ κλειδαμπαρωμένες, ξαφνικὰ ἐμφανίζεται ὁ ἀναστημένος Κύριος ἀνάμεσά
τους καὶ τοὺς λέει: «Εἰρήνη ὑμῖν».
Κι ἀμέσως τοὺς δείχνει τὰ σημάδια τῶν πληγῶν
του, γιὰ νὰ πεισθοῦν ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Διδάσκαλός τους ποὺ ἀναστήθηκε. Πόσο
γρήγορα ἄλλαξαν ὅλα, πῶς τόσο ξαφνικὰ ἡ χαρὰ πλημμύρισε τὶς καρδιές τους! Καὶ ὁ
Κύριος τοὺς ξαναλέει: «Εἰρήνη ὑμῖν»· ὅπως μὲ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου στὸν κόσμο
γιὰ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι κι ἐγὼ στέλνω ἐσᾶς νὰ συνεχίσετε τὸ
ἔργο μου. Καὶ τοὺς μετέδωσε πνοὴ οὐράνιας ζωῆς ἐμφυσώντας στὸ πρόσωπό τους καὶ
λέγοντας: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον». Ὅσων ἀνθρώπων τὶς ἁμαρτίες θὰ συγχωρεῖτε, θὰ εἶναι
συγχωρημένες ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὅποιων δὲν τὶς συγχωρεῖτε, θὰ μένουν ἀσυγχώρητες.
Σὲ λίγο ὁ Κύριος ἔγινε ἄφαντος. Ἡ ἡμέρα ὅμως ἐκείνη χαράχθηκε ἀνεξίτηλα
στὴν καρδιά τους ὡς ἡ ἱερότερη τῆς ζωῆς τους. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἡ μία τῶν
Σαββάτων, ἡ Κυριακή τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ σημασία τῆς ἡμέρας θέλει νὰ
τονίσει καὶ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπαναλαμβάνει: «τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων».
Βέβαια οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δὲν εἶχαν καταλάβει ἀμέσως τὴ σημασία ἐκείνης
τῆς πρώτης Κυριακῆς στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κατέδειξε τὴν
ἱερὴ θέση της εὐθὺς ἐξαρχῆς. Αὐτὸς τὴν εὐλόγησε μὲ τὴν Ἀνάστασή του. Αὐτὸς οἰκονόμησε
ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε νὰ εἶναι συναγμένοι τὴν ἡμέρα ἐκείνη οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι
γιὰ νὰ τοὺς προσφέρει τὰ ἀγαθὰ τῆς Ἀναστάσεώς του. Ἡμέρα Κυριακὴ πάλι, μετὰ ἀπὸ
ὀκτὼ ἡμέρες, ἐμφανίζεται στοὺς ἕνδεκα. Ἡμέρα Κυριακὴ κατόπιν ἀποστέλλει τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα στοὺς μαθητές του. Ἡμέρα Κυριακὴ ἀργότερα ἀποκαλύπτεται στὴν Πάτμο στὸν εὐαγγελιστὴ
Ἰωάννη. Βέβαια ὁ Ἀναστὰς εἶναι παρὼν μέσα στὸ λαό του κάθε μέρα. Ἰδιαιτέρως ὅμως
κάθε Κυριακὴ ζητᾶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων νὰ εἴμαστε συναγμένοι γιὰ νὰ
Τὸν δοῦμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ Τὸν ψηλαφήσουμε. Κι ἐκεῖνος νὰ μᾶς εὐλογήσει
καὶ νὰ μᾶς μεταδώσει τὴν εἰρήνη του. Νὰ ἐγκαταστήσει μέσα μας ἀνάπαυση καὶ
χαρά.
Νὰ μᾶς προσφέρει διὰ τῶν λειτουργῶν του τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν
μας. Θέλει νὰ μᾶς κάνει συνδαιτυμόνες στὸ δεῖπνο του. Νὰ μᾶς προσφέρει τὰ ἀκριβότερα
δῶρα του, τὸ Τίμιο Σῶμα του καὶ τὸ Ἄχραντο Αἷμα του. Μᾶς περιμένει κάθε Κυριακὴ
νὰ μᾶς δώσει δύναμη νέας ζωῆς. Ὥστε νὰ σκορπιστοῦμε στὰ σπίτια μας, νὰ
μεταδώσουμε τὴν ἐμπειρία ποὺ ζοῦμε στὸ Ναὸ κάθε Κυριακή. Ὥσπου νὰ γίνει ὅλη ἡ
ζωή μας μιὰ Κυριακὴ αἰώνια, ἀληθινή. Μὴν ἀπουσιάζουμε λοιπὸν καμία Κυριακὴ ἀπὸ τὸ
Ναὸ τοῦ Θεοῦ.
2. Ὄχι άπομόνωση
Ὁ Θωμᾶς δυστυχῶς ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴ σύναξη αὐτὴ τῆς Κυριακῆς. Κι ὅταν
τὸν εἶδαν κάποια ἄλλη στιγμὴ οἱ μαθητὲς καὶ γεμάτοι ἐνθουσιασμὸ τοῦ εἶπαν: «τὸν
εἴδαμε τὸν Κύριο!», αὐτὸς ἔλεγε: Ἐὰν δὲν Τὸν δῶ μὲ τὰ μάτια μου καὶ δὲν βάλω τὸ
δάκτυλό μου στὸ σημάδι τῶν καρφιῶν, δὲν πρόκειται νὰ πιστεύσω. Ὀκτὼ μέρες
μαρτυρικὲς πέρασε ὁ Θωμᾶς. Μέχρι τὴν ἑπόμενη Κυριακή· ὅταν ἦταν καὶ πάλι
συναγμένοι οἱ μαθητές, μαζὶ τώρα μὲ τὸν Θωμᾶ. Οἱ θύρες τοῦ σπιτιοῦ καὶ πάλι
κλειστές, καὶ ξαφνικὰ ἦλθε καὶ πάλι ὁ Ἰησοῦς ἀνάμεσά τους λέγοντας: «Εἰρήνη ὑμῖν».
Κι ἔπειτα στράφηκε στὸν Θωμᾶ καὶ τοῦ εἶπε: Ἔλα, Θωμᾶ, φέρε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ
στὰ σημάδια τῶν πληγῶν μου, δὲς τὰ χέρια μου, βάλε τὸ χέρι σου στὴν πλευρά μου,
καὶ μὴν ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ ἀπιστία, ἀλλὰ γίνε πιστός. Τότε ὁ
Θωμᾶς σὲ μία ἔκρηξη χαρᾶς ἀναφώνησε: Εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου! Καὶ ὁ
Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ: Πιστεύεις ἐπειδὴ μὲ εἶδες! Εἶναι μακάριοι αὐτοὶ ποὺ θὰ
πιστεύσουν σὲ μένα χωρὶς νὰ μὲ ἔχουν δεῖ.
Γιατί ὅμως ὁ Θωμᾶς ἔδειξε τέτοια δυσπιστία; Πῶς δὲν θυμήθηκε τὶς
προρρήσεις τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν Ἀνάστασή του; Πῶς δὲν θυμήθηκε τὴν ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ
τῆς χήρας τῆς Ναῒν καὶ τοῦ Λαζάρου ποὺ εἶχε δεῖ μὲ τὰ μάτια του; Καὶ τώρα
γιατί, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς τὸν διαβεβαίωναν, παρέμεινε δύσπιστος;
Ὁ Θωμᾶς βέβαια εἶχε κάποια δυσκολία. Ἦταν ἕνας χαρακτήρας
συναισθηματικός, εὐαίσθητος καὶ μελαγχολικός. Ὁ θάνατος τοῦ λατρευτοῦ του
Κυρίου ἀσφαλῶς τὸν εἶχε βυθίσει σὲ κατάσταση ἀπογοητεύσεως καὶ μελαγχολίας.
Ἐδῶ ὅμως ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ἕνα τραγικὸ λάθος. Ἀπομονώθηκε ἀπὸ τοὺς
ἄλλους μαθητές. Γι’ αὐτὸ καὶ ταλανίστηκε πολὺ τόσες ἡμέρες. Οἱ ἄλλοι πανηγύριζαν
κι αὐτὸς ὑπέφερε. Δὲν ἦταν βέβαια ἄπιστος, ἀλλὰ βρισκόταν σὲ κατάσταση κρίσιμη.
Κινδύνευε πολύ.
Καὶ ὁ Κύριος συγκαταβαίνει στὴν ὀλιγοπιστία τοῦ Θωμᾶ. Κι ἔρχεται τὴν
ἴδια μέρα καὶ ὥρα, στὸν ἴδιο τόπο, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, λέγοντας τὰ ἴδια του
λόγια, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸν Θωμᾶ στὴν πίστη. Καὶ μὲ μία τρυφερότητα μοναδικὴ
τοῦ δείχνει ὅτι γνωρίζει τὸ δράμα ποὺ πέρασε, καὶ θέλει νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ
πίστη καὶ μετάνοια. Διδάσκει ὅμως ταυτόχρονα κι αὐτὸν καὶ ὅλους μας νὰ μὴν ἀπομονωνόμαστε
ποτὲ ὅταν μᾶς
ζώνουν λογισμοὶ ἀμφιβολιῶν καὶ ἀπογοητεύσεων. Διότι ἔτσι κινδυνεύουμε.
ζώνουν λογισμοὶ ἀμφιβολιῶν καὶ ἀπογοητεύσεων. Διότι ἔτσι κινδυνεύουμε.
Ἀλλὰ νὰ προστρέχουμε στὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου, μέσα στὴν κοινωνία τῶν
πιστῶν, στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, γιὰ νὰ λάβουμε πίστη καὶ δύναμη, χαρὰ κι ἐλπίδα.
Καὶ νὰ ἀναφωνοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Θωμᾶ: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»!
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
1 σχόλιο:
Πόσο μοιάζουμε του ευαίσθητου και μελαγχολικού Θωμά! Ο Κύριός μου και ο Θεός μου αναφωνεί αφού είδε με τα σαρκικά μάτια του τον αναστημένο σωτήρα. Ενώ ο Χριστός είπε εκείνο το μακάριοι οι μη ειδότες και πιστέψαντες! Θέλουμε θαύματα,επιζητούμε θαύματα,ενώ καθημερινά βιώνουμε το θαύμα της ζωής,ενώ καθημερινά γευόμαστε τις δωρεές του Θεού στη ζωή μας. Η ζωή,η αναπνοή,το οξυγόνο,οι τροφές,τα παιδιά,η υγεία,η ίδια η φύση που χαιρόμαστε είναι δικά του δώρα και από τα δικά του εξαρτώμαστε. Θα μπορούσαμε να είμαστε άλογα ζώα,δεν ήμαστε,μας δημιούργησε έλλογα όντα,κατανοούμε τη φύση,και ζούμε οι περισσότεροι ως άλογα ζώα. Το μοναδικό ον βιώνει καθημερινά τον θάνατο,και όμως συμπεριφερόμαστε ως άλογα ζώα,τάχα πως θα ζήσουμε για πάντα. Συσσωρεύουμε άχρηστα αντικείμενα στο σπίτι και σκοντάφτουμε κυριολεκτικά ανάμεσά τους,αλλά σκοντάφτουμε σε εκείνο το ενός μόνου χρεία,της σωτηρίας μας,εκείνο που επιβράβευσε τη Μαρία στις εκκλήσεις της Μάρθας που χανόταν στις μέριμνες της καθημερινότητας.
Δημοσίευση σχολίου