Καλαμπάκα,
Σάββατο 26-11-2016
ΔΟΓΜΑ ΚΑΙ ΖΩΗ, ΜΙΑ ΑΔΙΑΡΡΗΚΤΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ
Δημήτριος Τσελεγγίδης,
Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Σήμερα,
θά ἐπιχειρήσουμε νά ἐμβαθύνουμε λίγο στή σχέση τῆς ὀρθῆςπίστεως
καί τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας.
Καταρχήν, πρέπει νά προσδιορίσουμε μέ κάθε δυνατή ἀκρίβεια, τί εἶναι ἡ ἀλήθεια καθεαυτήν. Ἡ ἀλήθεια –στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας- εἶναι πρόσωπο καί ὄχι κάποια ἰδέα ἤ κάποια ἄποψη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι καθεαυτήν ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀποκαλυπτόμενος μέσα στήν ἱστορία καί στή ζωή τοῦ πιστοῦ. Ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας δέν εἶναι διανοητική, ἀλλά εἶναι ἐμπειρική-βιωματική, γιατί προϋποθέτει τήν μετοχή στήν ἀλήθεια.
Καταρχήν, πρέπει νά προσδιορίσουμε μέ κάθε δυνατή ἀκρίβεια, τί εἶναι ἡ ἀλήθεια καθεαυτήν. Ἡ ἀλήθεια –στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας- εἶναι πρόσωπο καί ὄχι κάποια ἰδέα ἤ κάποια ἄποψη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι καθεαυτήν ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀποκαλυπτόμενος μέσα στήν ἱστορία καί στή ζωή τοῦ πιστοῦ. Ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας δέν εἶναι διανοητική, ἀλλά εἶναι ἐμπειρική-βιωματική, γιατί προϋποθέτει τήν μετοχή στήν ἀλήθεια.
Ἡ
Ὀρθοδοξία κατέχει καί βιώνει τήν πληρότητα τῆς ἀλήθειας. Ἀλήθεια καί
ζωή νοοῦνται πρωτίστως ἐπί ὑπαρξιακοῦ πεδίου. Ἡ ἀλήθεια δέν
μπορεῖ νά διαχωριστεῖ ἀπό τή ζωή στήν πληρότητα καί τήν αὐθεντικότητά της,
χωρίςὀλέθριες συνέπειες. Ἡ ζωή γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη τῆς ἀλήθειας.
Εἶναι ἡ ἄκτιστη, ἡ ἀΐδια καί αἰώνια ζωή, γιά τήν ὁποία γίνεται
λόγος στό Εὐαγγέλιο. Στήν προκειμένη περίπτωση, εἶναι πολύ
διαφωτιστική καί ἐκφραστική ἡ σύνδεση, πού κάνει ὁ Χριστός ἀνάμεσα στήν
αὐθεντική ἀλήθειακαί τήν ἀληθινή ζωή. Ὁ Χριστός, ὡς αὐτοαλήθεια,
μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι «αὕτήἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκουσί
σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅνἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν»[1]. Ἡ
αἰώνια ζωή εἶναι γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ὅπως γνωρίζουμε,
στή βιβλική, πατερική καί ἐκκλησιαστικήγλώσσα ἡ γνώση εἶναι ὑπόθεση βιωματική.
Γνώση σημαίνει βιωματική ἐμπειρία.
Ἐμπειρία πού προκύπτει ἀπό τή μετοχή τῆς ἀλήθειας. Στήν ἱστορικήκαί
ἐμπειρική φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὀρθοδοξία της
συγκεκριμενοποιεῖται στήν ἀκρίβεια καί τήν ἀκεραιότητα τῆς δογματικῆς
διδασκαλίας της, ἐνῶ ἡ ὀρθοπραξία της φανερώνεται κατεξοχήν στήν ἁγιοπνευματική ζωή
τῶν θεουμένων μελῶν της. Καί, ὅπως εὔστοχα σημειώνει ὁ
ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ἡ θεοσεβής ζωή συνίσταται ἀπό δόγματα εὐσεβῆ
καί ἀπό πράξεις ἀγαθές. Καί οὔτε τά δόγματα χωρίς ἀγαθά ἔργα εἶναι
εὐπρόσδεκτα ἀπό τόν Θεό, ἀλλά οὔτε καί τά ἔργα πού δέ
συνοδεύονται ἀπόεὐσεβῆ δόγματα, τά δέχεται ὁ Θεός[2]. Οἱ ἠθικές ἀρετές,
κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ζωοποιοῦνται ἀπό τήν ψυχή[3], ἡ ὁποία ἁγιάζεται μέ
τά ὀρθά δόγματα[4] πού εἶναι καί φορεῖς ἁγιαστικῆς ἐνεργείας.
Ἀλλά καί κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, «ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται διά τῆς ἀκριβοῦς ὁμολογίας τῆς πίστεως»[5].
Κατά συνέπεια,
ἡ ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι θεωρητική, νοητική δηλαδή ἀποδοχή τοῦ
διά τῆς ἀκοῆς ἤ μελέτης γνωστοποιηθέντος περιεχομένου τῆς πίστεως,
ἀλλά, κυρίως, μυστήριο, πού βιώνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[6].
Χωρίς τή μετοχή αὐτῆς τῆς ἐνέργειας, εἶναιἀδύνατο νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τή
σοφία τοῦ Θεοῦ καί νά κοινωνήσει σέ θεῖα μυστήρια τῆς πίστεώς
μας[7]. Στό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας οἱ πιστοί ὁδηγοῦνται ἀπό τό
Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, κατά τρόπο βιωματικό. Γι’ αὐτό καί
παραμένουν ἀκλόνητοι σ’ αὐτήν μή φοβούμενοι ἀπειλές, διωγμούς ἤ
θάνατο. Στήν περίπτωση αὐτή μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά τήν πνευματική ὡριμότητα,
πού ὑπαινίσσεται ὁ Μ. Βασίλειος, σ’ ὅσους τρέφονται μέ τή στερεά
τροφή τῶνδογμάτων, «ὡς διαβεβηκότες τήν ἐν Χριστῷ νηπιότητα, καί οὐκέτι δεόμενοι
γάλακτος, ἀλλά δυνάμενοι τῇ στερεᾷ τῶν δογμάτων τροφῇ τόν ἔσωἄνθρωπον τελειοῦσθαι...»[8].
Ἡ
πνευματική τελειότητα, ὅταν χαρακτηρίζει τόν ὀρθόδοξο πιστό, εἶναισυνυφασμένη μέ
τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί τή δογματική ἀκρἰβεια.
Ἀλλά,
ἐνῶ ἡ ζῶσα Ὀρθοδοξία συνυπάρχει ὀργανικά μέ τήν ὀρθοπραξία, ἡ αἵρεση δέν
εἶναι καθόλου συμβατή μέ τήν εὐσέβεια. Εἶναι ἀδύνατον ὁ αἱρετικός νά
εἶναι εὐσεβής καί ἐνάρετος. «Ἀδύνατον ἐκ χιόνος προϊέναι
φλόγα, ἀμηχανώτερον δέ ἐν ἑτεροδόξῳ ταπεινοφροσύνην ὑπάρχειν»,
σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «πιστῶν καί εὐσεβῶν τό
κατόρθωμα, καί τοῦτο τοῖςλοιπόν κεκαθαρμένοις»[9]. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς οἱ
αἱρετικοί χαρακτηρίζονται ὡςἀσεβεῖς καί ἡ αἵρεση ὡς ἀσέβεια[10].
Ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποτέ δέν αὐτονόμησε τήν ἀλήθεια καί
τό δόγμα ἀπό τή ζωή καί τήν εὐσέβειά της. Ἡ θεολογία καί τά δόγματα ἦταν πάντοτε
συνδεδεμένα μέ τή ζωή τῶν πιστῶν. Ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίαςκαί
τό ἦθος τῶν πιστῶν ὀφείλουν νά βρίσκονται σέ λειτουργική
σχέση, οὕτωςὥστε τό ἕνα νά ἐπιβεβαιώνει τό ἄλλο, ὡς δύο ὄψεις τῆς ἴδιας ἀκριβῶςπραγματικότητας.
Σέ καμία περίπτωση δέν ἐπιτρέπεται νά αὐτονομεῖται ἡ ζωή τῶν πιστῶν ἀπό
τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί ὅταν ἀκυρώνεται τό
ἕνα, παύει νά ἰσχύει καί τό ἄλλο.
Ὁ
καθαρός βίος κρίνεται καί καταξιώνεται μόνο ἀπό τήν ὀρθή πίστη. Καί ἡ
ὀρθή πίστη ἔχει τήν φερεγγυότητα καί τό ἀντίκρισμά της στήν
καθαρότητα τῆςζωῆς.
Μάλιστα,
ἡ μονομερής προβολή ἑνός ἀπό τά θεμελιώδη αὐτάχαρακτηριστικά τῆς Ὀρθοδοξίας θεωρήθηκε
πάντοτε ὡς διάψευση τῆς ὅληςταυτότητάς της. «Οὐδέν ὄφελος βίου
καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ὥσπερ οὐδέ τοὐναντίον,
δογμάτων ὑγιῶν, ἐάν ὁ βίος ᾖ διεφθαρμένος»[11]. Ἡ ζωή τῶν πιστῶν ἔχει γνησιότητα,
ὅτανβεβαιώνει τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀποτελεῖ δηλαδή τή
βιωματική ἐμπειρία τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως. Ἀλλά καί ἡ
δογματική ἀλήθεια ἔχειπρακτική καί σωτηριολογική ἀξία, ὅταν βιώνεται
καί φανερώνεται ὡς ἐνΧριστῷ ζωή, ὅταν ὑπάρχει ἁγιοπνευματική καθαρότητα
τοῦ βίου. Ὁ χρυσορρήμονας Πατέρας εἶναι κατηγορηματικός: «Μηδέ νομίζωμεν ἀρκεῖνἡμῖν πρός
σωτηρίαν τήν πίστιν, ἐάν μή βίον ἐπιδειξώμεθα καθαρόν»[12], παρατηρεῖ
χαρακτηριστικά.
Τό ἐκκλησιαστικό ἦθος,
ὡς ἐν Χριστῷ ἦθος, δέν ἀποτελεῖ ἐπιμέρουςἐκδήλωση τοῦ πιστοῦ, ἀλλά ἐκφράζει καθολικά
τήν ὕπαρξή του. Γι’ αὐτόἄλλωστε καί ὁ Χριστός στήν Ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία του
συνέζευξε τήν πίστη πρός αὐτόν μέ τήν τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ: «Οὐ πᾶς ὁ
λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν,
ἀλλ’ ὁ ποιῶν τόθέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»[13].
Ἡ
σύζευξη τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους, τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς, δέν εἶναι μηχανιστική,
εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού προϋποθέτει ὅμωςτήν ἐλεύθερη συνεργία
τοῦ ἀνθρώπου. Γιά νά μένει ἡ πίστη ἄσειστη, χρειάζεται ἡ βοήθεια καί ἡ ἐνεργός παραμονή
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν πιστό. Ἡ ἐνεργός ὅμως παραμονή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
διασφαλίζεται μέ τήν καθαρότητα τοῦ βίου καί τήν ἄριστη ζωή. Ὁ
καθαρός βίος πείθει, κατά κάποιοτρόπο, τό Ἅγιο Πνεῦμα νά
παραμένει ἐνεργό καί νά ἐνισχύει τή δύναμη τῆςπίστεως. Γι’
αὐτό εἶναι ἀδύνατο νά μή κλονίζεται ἡ πίστη ἐκείνου πού ἔχειἀκάθαρτο βίο[14],
γιατί ὁ ἀκάθαρτος βίος γίνεται ἐμπόδιο στήν ἀκρίβειαβιώσεως τῶν δογμάτων
καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε τά δόγματα αὐτάνά διαστρέφονται καί
νά ἀντιστοιχοῦν στήν ἀκάθαρτη ζωή του[15].
Ἡ
ἐσφαλμένη καί ἀκάθαρτη ζωή ἐμποδίζει τήν κατανόηση τῶν ὑψηλῶν
δογμάτων τῆς πίστεως, ἐπειδή πρακτικῶς συσκοτίζει τή
διορατικότητα τοῦ νοῦ. Καί, ὅπως δέν εἶναι δυνατόν ποτέ κάποιος, πού
βρίσκεται στήν πλάνη καί ζεῖ σωστά, νά μείνει τελικά στήν πλάνη, ἔτσι δέν
εἶναι εὔκολο καί ἐκεῖνος, πού παραμένει στήν πονηρία, νά ἀναχθεῖ
γρήγορα στό ὕψος τῶν δογμάτων. Ἐκεῖνος, πού ἀναζητᾶ τήν ἀλήθεια,
πρέπει νά διατηρεῖ τόν ἑαυτό του καθαρό ἀπό ὅλα τά πάθη. Ὅποιος ἀπαλλαγεῖ
ἀπό τά πάθη καί ἀπό τήν πλάνη θά ἀπαλλαγεῖ καί τήν ἀλήθεια θά γνωρίσει.
Ὁ Θεός καλεῖ καί ὁδηγεῖ στήν ἀλήθειαὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος συμβαίνει
νά ἔχει φόβο Θεοῦ καί ἐνάρετηζωή. Δέν ὑπάρχει δηλαδή περίπτωση, λέει ὁ
ἱερός Χρυσόστομος, κάποιος ἑτερόθρησκος νά παραμένει στήν πλάνη, ὅταν εἶναι καλός
καί φιλάνθρωπος. Ἄν συμβαίνει ὅμως νά παραμένει στήν πλάνη του, τότε ὑπάρχει σίγουρα
κάποιο ἄλλο πάθος του, ὅπως ἡ κενοδοξία, ἡ ραθυμία τῆς ψυχῆς,
ἡ ἔλλειψηφροντίδας γιά τή σωτηρία του κ.τ.λ. Ὁ Θεός ἕλκει αὐτούς, πού
βρίσκονται στήν πλάνη, ὅταν ἔχουν καθαρό βίο[16]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἦταν φοβερός πολέμιος
καί διώκτης τῆςἘκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή ὅμως εἶχε ἄμεμπτη ζωή,
ὄχι μόνο ἔγινεδεκτός στήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ὅλους τούς
ξεπέρασε[17].
Ὡς πρός
τό θέμα τῆς σχέσεως πίστεως καί ζωῆς, στό πλαίσιο τῆςἘκκλησίας,
θά σημειώσουμε τό ἑξῆς παράδοξο καί τραγικό φαινόμενο. Στίςμέρες μας
πολλοί ὀρθόδοξοι πιστοί ἐμφανιζόμαστε νά πιστεύουμε Ἀνατολικῶς, ἀλλά νά
ζοῦμε Δυτικῶς. Αὐτό εἶναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό, γιατί πιστοποιεῖ
ἕναν ἐσωτερικό ὑπαρξιακό διχασμό. Ἔτσι ἄλλωστε ἑρμηνεύεται,
γιατί στήν ἐποχή μας μεταβάλλονται ραγδαίως αἰώνιες ἀλήθειες, παρά τή
σαφέστατη ἁγιογραφική καί πατερική σύσταση νά μή «μεταίρωμεν ὅριααἰώνια, ἅ
ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν»[18]. Ὁ Δυτικός τρόπος ζωῆς, πούπρωτογενῶς καί
δομικά χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἔπαρση, τήν ὑπεροψία καί τόν τύφο, ἀποτελεῖ
τή γενεσιουργό αἰτία κάθε ἑτεροδοξίας, ἀλλά καί τῆςσύγχρονης
παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενικοῦ συγκρητισμοῦ. Ὁ κίνδυνος, ἡ ἐσφαλμένη ζωή νά ὁδηγήσει στήν
ἐσφαλμένη πίστη, εἶναι βέβαιος. Ἁπλῶς, εἶναι θέμα χρόνου τό πότε
καί πόσο θά συμβεῖ. Γι’ αὐτό, χρειάζεται πάντοτε ἡ σύζευξη, «ἵνα καί ὁ
βίος μαρτυρῇ τοῖς δόγμασι, καί τά δόγματα τόν βίον ἀξιόπιστον ἐπιφαίνῃ»[19].
Δέν ἔχουμε κανένα ὄφελος ἀπό τά ὀρθά δόγματά μας, ἄν τά
ἔργα μας εἶναι διεστραμμένα[20].
Ἄν ὅμως ἡ
γνώση καί ἡ βίωση τῆς ἀλήθειας συνιστοῦν συνοπτικῶς τήν Ὀρθοδοξία,
τότε ἡ αἵρεση εἶναι ἡ ἀπόκλιση ἀπό αὐτή τή γνώση
καί μετοχή.
Κατά τήν
Ἁγία Γραφή, ἡ αἵρεση εἶναι πρωτίστως διδασκαλία δαιμονίων, ἐμπνέεται δηλαδή
ἀπό τά πονηρά πνεύματα[21]. Κατά τήν ἈσκητικήΓραμματεία τῆς Ἐκκλησίας,
ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ἔφερε στόν κόσμο κάθε κακοδοξία καί αἵρεση, ἐνῶ,
κατά τόν στῦλο τῆς Ὀρθοδοξίας Μ. Ἀθανάσιο, ἡ αἵρεση «οὐκ ἔστι τῶν ἀποστόλων,
ἀλλά τῶν δαιμόνων καί τοῦ πατρός αὐτῶντοῦ διαβόλου καί μᾶλλον ἄγονος καί
ἄλογος καί διανοίας ἐστίν οὐκὀρθῆς»[22]. Μέ τό ἴδιο πνεῦμα αὐτοῦ
τοῦ χωρίου οἱ Πατέρες τῶνΟἰκουμενικῶν Συνόδων χαρακτηρίζουν τούς αἱρετικούς ὡς φρενοβλαβεῖς(πνευματικῶς).
Μεγάλοι Πατέρες
τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιοῦν βαρεῖς χαρακτηρισμούςγιά τήν αἵρεση καί
τούς αἱρετικούς. Ὀνομάζουν τήν αἵρεση ἀπιστία καί ἀθεΐακαί τούς
αἱρετικούς ὡς ἑτερόδοξους, ἀπίστους καί ἀθέους. Εἰδικότερα, ὁ Μ.
Ἀθανάσιος χαρακτηρίζει τούς αἱρετικούς ὡς ἐχθρούς καί ἀρνητές τῆς
ἀλήθειας, ἐνέργημα τοῦ διαβόλου[23] καί προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου[24].
Ἡ
αἵρεση συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν πλάνη στή διττή ἐκδοχή της, τήν ἐκτροπή δηλαδή
ἀπό τήν ἀλήθεια καθεαυτήν καί τήν ἐκτροπή ἀπό τό πλήρωμα τῆς ζωῆς.
«Ὥσπερ ὁ ἐξελθών ὁδοῦ εὐθείας πλανᾶται ἐν ἀλλοδαπῇ χώρᾳ,
μή ἐπιστάμενος ποῦ πορεύεται», σημειώνει ὁ ἅγιος Νεῖλος (ὁ ἀσκητής),
«οὕτω καί ὁ ἄνθρωπος πλανᾶται μή πιστεύων εἰς ὁμοούσιον Τριάδα»[25].
Ὅποιος ὅμως πλανᾶται, οὔτε στόν τελικό σκοπό φθάνει, ἀφοῦ εἶναι ἐκτός ὁδοῦ,
οὔτε τήν ἀσφάλεια τῆς ὁδοῦ γεύεται, πορευόμενος μέ τρόπους ἀλλοτρίους καί
ἀλλοτριωτικούς τῆς ὄντως ὑγιοῦς ζωῆς.
Εἶναι κοινός
τόπος τῆς Πατερικῆς Γραμματείας, ὅτι ἀξιολογικῶς ἡ αἵρεσηβρίσκεται
πάνω ἀπό κάθε ἠθική ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή ἡ αἵρεση κατ
εξοχήν χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Τόν χωρισμό τῶν πιστῶν ἀπότόν
Θεό πιστοποιεῖ καί θεσμικῶς ἡ Ἐκκλησία στίς Οἰκουμενικές της
Συνόδους μέ τούς ἀφορισμούς καί τά ἀναθέματα σ’ ὅσους δέν ἀποδέχονται τήν
ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι δογματική ἀπόφανσή της.
Ἀλλά,
στά Πατερικά συγγράμματα εἶναι συχνή ἡ ἀναφορά καί στήν ἠθικήπλευρά τῆς αἱρέσεως,
ὡς ἀρρήκτως συνδεδεμένης μέ τή δογματική σημασία της. Σέ ἀντίθεση πρός
τόν ἑνοποιητικό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ χαρακτήρας τῆς αἱρέσεως εἶναι διασπαστικός.
Τίποτε ἄλλο δέν ἔκαναν οἱ αἱρέσεις καί οἱ αἱρετικοί στήν Ἐκκλησία,
παρά τό νά μήν ἀγαποῦν ἐμᾶς, τό Θεό ἀλλά καί ἀλλήλους[26]. Ἡ ἐκτροπή τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν
ὀρθή πίστη ἔχει ὡς φυσική συνέπεια καί τήν ἐκτροπή ἀπό τή
γνήσια πνευματική ζωή. Γι’ αὐτό καί ἡ ζωή τους χαρακτηρίζεται ἀπό τή
βία, τή συκοφαντία καί τάἐγκλήματα.
Ὁ
Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶςκαταθέτουν
προσωπικές ἐμπειρίες ἀπό μιά τέτοια συμπεριφορά. Δέν ὑστεροῦν ὅμως σέ
ἀνάλογες συμπεριφορές οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ
ἡ ἱστορία τῶν σταυροφοριῶν καί τῶνπροσηλυτιστικῶν δραστηριοτήτων
τους στή Μέση Ἀνατολή καί τήν ἈνατολικήΕὐρώπη.
Ὅταν κινδυνεύει
ἡ ὀρθόδοξη πίστη, οἱ ὄντως πιστοί δείχνουν μεγάλη εὐαισθησία καί
ἀναδεικνύονται ὑπέρμαχοι τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί τῆςὀρθόδοξης εὐσέβειας.
Ἄλλωστε, ἡ ἴδια εὐαισθησία, πού ἔχουν οἱ πιστοί γιά τή βίωση καί
διαφύλαξη τῆς ἀκεραιότητας τῆς πίστεως, ἐνεργοποιεῖται καί
γιά τήν καταπολέμηση τῆς πλάνης τῶν αἱρετικῶν. Εἶναι φυσικό οἱ
ζωντανοί φορεῖςτῆς βιωμένης ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας νά εἶναι καί
οἱ ὑπερασπιστές τῆςπίστεως καί οἱ ἀκατάβλητοι πολέμιοι τῆς αἱρέσεως, ἐπειδή ἡ
αἵρεση ἀποτελεῖ στήν πράξη διάψευση τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, ὅσοιἀγωνίζονται γιά τήν κοινή ὀρθόδοξη πίστη, ἀγωνίζονται οὐσιαστικά γιά
τή διασφάλιση τῆς χαρισματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, πού
εἶναι καί ἡ δική τους προσωπική ζωή. Στήν προκειμένη περίπτωση,
οἱ ἐπιεικεῖς καί εἰρηνικοίπιστοί ἐμφανίζονται «πολεμικοί», θά μᾶς πεῖ
ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος[27]. Ἐδῶ, ἡ ἀντιρρητική καί πολεμική στάση τῶν πιστῶν καί
κατεξοχήν τῶν ἁγίων ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μας δέν πρέπει
νά παρανοηθεῖ, ἐπειδή στήν πραγματικότητα ἡ στάση αὐτή ἀποτελεῖ ἀγωνιστικήἄμυνα.
Ὅταν δηλαδή ἡ Ἐκκλησία διατρέχει σοβαρό κίνδυνο ἀπό τή δράση τῶν αἱρετικῶν,
οἱ συνειδητοποιημένοι ὀρθόδοξοι πιστοί ἀγωνίζονται ἀμυνόμενοι, δίνοντας ἔτσι τή
μαρτυρία τῆς σταθερῆς παραμονῆς τους στήν παραδεδομένη πίστη. «Ἐστήκαμεν ἀγωνιζόμενοι ὑπέρ τοῦ
κοινοῦ κτήματος, τοῦ πατρικοῦ θησαυροῦ τῆς ὑγιαινούσης πίστεως», θά
διευκρινίσει ὁ ἀκριβολόγος καί οὐρανοφάντορας Μ. Βασίλειος[28].
Ὁ
ἀγώνας τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, ἀκόμη κι ὅταν ἔχει ὡς τίμημα
τήν ἴδιατή ζωή τους, δέ στρέφεται κατά τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά κατά τῆς αἱρέσεως,
ἡ ὁποία ἀπειλεῖ νά διαβρώσει τήν ἀλήθεια καί κατ’ ἐπέκταση τή
ζωή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν υἱοθετεῖ ποτέ τή βία ἔναντι τῶν
ἀντιφρονούντων αἱρετικῶν, ἀλλά ἀναπτύσσει τήν ἀντιρρητική θεολογία,
γιά νά πείσει μέ τή λογικότητα καί τήν ὀρθότητα τῶν ἐπιχειρημάτων,
παραπέμποντας ἐπιπροσθέτως στόν ἐκκλησιαστικό καί ἁγιοπνευματικό βίο
συγκεκριμένων χαρισματικῶν φορέων της.
Ὁ
στόχος τῆς στάσεως αὐτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπέναντι στήν
πρόκληση τῶν αἱρετικῶν εἶναι διπλός. Ἀπό τή μία
διασφαλίζεται τό ἐκκλησιαστικό σῶμαἀπό διαβρωτικές καταστάσεις, ἐνῶ
ἀπό τήν ἄλλη δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἐπανέλθουν οἱ πλανηθέντες στήν
ὑγιαίνουσα πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτόπιστοποιεῖται καί ἀπό τό
γεγονός ὅτι οἱ ἀντιρρητικοί Πατέρες, παρότι χρησιμοποιοῦν αὐστηρή γλώσσα
ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, δέν αἰσθάνονταιμίσος πρός αὐτούς [29].
Ἀπεναντίας, εἶναι ἀνεξίκακοι, πρᾶοι καί φιλανθρωπότατοι ἔναντι τῶν ἴδιων τῶν αἱρετικῶν, μολονότι ἐκεῖνοι φέρονται ἐριστικῶς πρός αὐτούς. Σαφῶς, ὅμως, θεωροῦν τή φιλία
καί τή συναναστροφή μέ τούς αἱρετικούς ὡς «βλάβη» καί «ἀπώλεια» ψυχῆς
[30]. Ἡ συζήτηση μέ τούς αἱρετικούς μπορεῖ καί πρέπει νά γίνεται μόνον στό
πλαίσιο τῆς σύστασης τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά
μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ
τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει, ὤν αὐτοκατάκριτος» [31]. Ἡ συνομιλία ὀφείλει νά
περιορίζεται «μόνον ἄχρι νουθεσίας τῆς πρός εὐσέβειαν μεταβολῆς»,
κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο[32].
Κινούμενος μέσα
στό ἴδιο πνεῦμα τῆς ἁγιογραφικῆς καί πατερικῆς πρακτικῆς, ὁ
μεγάλος θεολόγος τῆς θεοπτίας τοῦ ἀκτίστου φωτός, ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς, θέτει ὡς προϋπόθεση ἑνός θεολογικοῦ διαλόγου μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς τήν
ἀφαίρεση τοῦ Filioque ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως[33]. Ὅπως ὁ
ἴδιος ὁ Χριστός, ἔτσι καί οἱ ἅγιοί του πάντοτε ζητοῦν τή
γνήσια πίστη ὡς ἐντελῶς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή θεραπεία
καί τή σωτηρία. Εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστική ἡ προϋπόθεση, πού θέτει
ὁ Μ. Ἀθανάσιος γιά τό διάλογο μέ τούς αἱρετικούς. Δέν μπορεῖ, λέει, νά
γίνεται λόγος γιά κανένα ἄλλο πράγμα μέ αὐτούς, πρίν ἐξετασθεῖ τό θέμα τῆςπίστεως.
Πρῶτα πρέπει νά προηγηθεῖ ἡ συμφωνία στήν πίστη. Τήν ἐκκλησιαστική αὐτή μέθοδο
τήν θεμελιώνει στή μέθοδο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος δέν
θεράπευε τούς πάσχοντες, πρίν ἐκδηλώσουν τήν πίστη τους σ’ Αὐτόν[34].
Ἡ
Ὀρθοδοξία -ὡς φρόνημα καί βίωμα τῆς πίστεως- ἀναδεικνύεται,
κατεξοχήν, κατά τήν ἐποχή τῆς ἐμφανίσεως τῶν αἱρέσεων. Ὅμως καί
σήμερα, χαρισματικές μορφές τῆς Ὀρθοδοξίας γίνονται σημεῖα ἀναφορᾶς,
γιά ἕναν σταθερό προσανατολισμό ὀρθῆς πίστεως καί ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς,
μέσα στή σύγχυση πού δημιουργοῦν οἱ ποικίλες ἑρμηνεῖες τοῦ
περιεχομένου τῆς πίστεως, εἰδικότερα στό πλαίσιο τοῦ διεξαγομένου διαλόγου
τῶν ὀρθοδόξωνμέ τούς ἑτεροδόξους.
Ἡ
Ὀρθοδοξία ἐκφράστηκε πάντοτε αὐθεντικά ἀπό τούς ἁγίους, ἀπό τούς
θεσμικούς καί τούς χαρισματικούς φορεῖς τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της.
Μποροῦμε γι’ αὐτό νά εἴμαστε ἀσφαλεῖς καί αἰσιόδοξοι ὅτι δέν
κινδυνεύουμε, μόνον ἐφόσον τούς ἀκολουθοῦμε, ἐφόσον εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοιςΠατράσι».
………………………………………………..
[1] Ἰω.
17,3
[2] Βλ. Κατηχήσεις 4, P.G.
33, 456B
[3] Βλ. P.G. 60,745
[4] Βλ. P.G. 59, 443
[5] P.G. 90, 165A
[6] Βλ. Ἁγίου
Μάρκου τοῦ ἐρημίτη, P.G. 65, 1001AB
[7] Βλ. Ἁγίου
Μακαρίου, P.G. 34, 904B
[8] P.G.
31, 920A
[9] P.G.
88, 996B
[10] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, P.G.
26, 1076C καί P.G. 25, 221-225
[11] P.G.
53,31 καί P.G. 59, 369
[12] P.G.
59, 77
[13] Μθ.
6, 21
[14] Βλ. P.G.
51, 280
[15] Βλ. P.G.
55,50 καί P.G. 62, 93
[16] Βλ. P.G.
61, 70 καί P.G. 57, 243-244
[17] Βλ.
Ε.Π.Ε. 18, 222-224
[18] P.G.
59, 63 καί Παροιμ. 22,28: «Μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες
σου»
[19] P.G.
64, 500C
[20] P.G.
59, 59-61
[21] Βλ.
σχετικά Α΄Τιμ. 4,1
[22] P.G.
26, 960Β
[23] Βλ. P.G.
25, 541C-544C
[24] Βλ. P.G.
26, 25Β καί 941Α
[25] P.G.
79, 1237C
[26] Βλ. P.G.
87, 2925Β
[27] Βλ. P.G.
35, 1112Α
[28] Βλ. Ἐπιστολή 243, P.G.
32, 908C
[29] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, P.G.
26, 937C
[30] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, P.G.
26, 940C
[31] Τίτ.
3,10
[32] Βλ. P.G.
26, 940Β
[33] Βλ. Περί
τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, 4, 27-31. Π.
Χρήστου, τόμ. Α΄, σ. 31
[34] Βλ.
Μ. Ἀθανασίου, Περί τῶν γεγενημένων παρ’ Ἀρειανῶν 36, Β.Ε.Π., 31,
260-261
9 σχόλια:
Εξαιρετική ομιλία. Ο Καθηγητής μας, όπως πάντα, αποτύπωσε πεντακάθαρη και κρυστάλλινη την αλήθεια. Ο Θεός να τον έχει καλά και να τον ενισχύει στον αγώνα υπέρ της πίστεως.
Πολύ καλά τα λέει. Μα να μη μένουμε στο λόγο αλλά και στη πράξη. Είναι πασίδηλο ότι πρόκειται περί αίρεσης η οποία όσο δε καταδικάζεται ευθαρσώς όχι μόνο με λόγο αλλά και με σύνοδο αυτή θα μολύνει το σώμα περαιτέρω. Τι ΄ναι τούτο,να αποδεχόμαστε ότι όλες οι θρησκείες είναι οδοί σωτηρίας,ότι υπάρχουν 400 εκκλησίες του Χριστού,δύο πνευμόνια,κι άλλοι κλάδοι,και δε συμμαζεύεται! Ας σταματήσει αυτή η αισχρουργία μέσα στο σώμα του Χριστού,αν δε πιστεύετε πετάξτε τα ράσα και κάντε άλλη δουλειά. Αυτά που προωθούνται δεν έχουν ουδεμία σχέση με τον Χριστό και πουθενά δε τα γράφει το Ευαγγέλιο. Αν θέλετε να γράψετε καινούργιο Ευαγγέλιο προστεθείτε σε αυτούς που επιδοκιμάζουν απόκρυφα και απόκρυφες γραφές. Ταπεινωθείτε και επιστρέψτε στα νάματα της ορθής πίστης,γιατί δε θα αργήσει η οργή του Θεού να επιπέσει με τέτοια ανομήματα και ανοσιουργήματα.
ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΘΑ ΚΑΝΟΥΝ ΣΥΛΕΙΤΟΥΡΓΑ, ΘΑ ΚΟΙΝΩΝΟΥΝ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΣΕΒΑΣΤΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΘΑ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΝΑ ΛΕΝΕ ΠΩΣ ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΑ. ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΛΕΝΕ ΤΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ. ΤΟΥΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΑΥΤΑ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΟΥΝ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΚΟΠΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ.
Με την απάντηση του κ. Καθηγητή στην τελευταία γραπτή ερώτηση διαφαίνονται αντιφάσεις.
Όταν ΔΕΝ μνημονεύουμε, κρατάμε την κεφαλήν μας επί πίνακι· όταν μνημονεύουμε, δεν είναι απαραίτητο να την κρατάμε!... Διαμαρτυρόμενοι, μπορούμε ακόμη και τον πάπα να μνημονεύουμε, διαφυλάσσοντας το ταπεινό μας φρόνημα;... αρκεί να μην είμαστε ηθικοί αυτουργοί ενός ενδεχόμενου σχίσματος!;...
Φυλάμε τα ρούχα μας, για να έχουμε τα μισά...
Πάψε να παρερμηνεύεις ανώνυμε εξυπνάκια 1:22 μ.μ. τον καθηγητή κ. Τσελεγγίδη και να προσπαθείς να του αποδώσεις συμφεροντολογικά ελατήρια. Δεν ντρέπεσαι λιγάκι;
Φ.
Ας μου επιτραπεί να καταθέσω λίγες σκέψεις με το χέρι στην καρδιά σε μία τόσο δύσκολη φάση της Εκκλησίας μας. Ευελπιστώ ο Θεός να συγχωρέσει τα λάθη μου.
Κύριε Τσελεγγίδη, είπατε ότι η συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος στην 'Σύνοδο' στο Κολυμπάρι ήταν απαραίτητη για να δώσει μαρτυρία της Πίστεως. Δεν μπορεί όμως να υπάρχει τόση πνευματική κατάντια σε τούτον τον Τόπο (όπως είπατε) και ταυτόχρονα να πιστεύετε ότι όντως θα έδιναν μαρτυρία της Πίστεως. Επιπλέον με όσα γνωρίζαμε από πριν, τα διαδικαστικά της 'Συνόδου' τους διοργανωτές κτλ ήταν φως 'φανάρι' ότι αυτή η ψευδοΣύνοδος ήθελε να βγάλει ένα 'συγκεκριμένο' αποτέλεσμα με συνοδική στάμπα, το οποίο αποτέλεσμα φυσικά ουδόλως είχε σχέση με τη μαρτυρία της Πίστης μας. Όποιος πάει σε ένα τέτοιο στημένο φιάσκο αποφασισμένος να δώσει μαρτυρία, μόνο σαν Μάρκος Ευγενικός πάει αλλιώς κάθεται στ' αυγά του. Θέλω να πιστεύω ότι η απάντησή σας ήταν θεωρητική αλλιώς μπαίνω στον πειρασμό να πιστέψω ότι προσπαθείτε να τους καλύψετε.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΕ ΕΜΑΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΟ ΠΟΙΜΝΙΟ ΤΗΣ και κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της, και ΘΑ ΕΔΙΝΕ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ; Ακόμα προσπαθούμε να καταλάβουμε τι στο καλό μας 'έγνεψε' σε εκείνη την ανακοίνωση της Έκτακτης Συνόδου.
Δεν έπρεπε να πάει επίσης και για άλλους λόγους πέραν του ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει μαρτυρία. Ενέκρινε συνειδητά με την παρουσία της αυτό το βλάσφημο και πρωτοφανές για τα χρονικά είδος 'Συνόδου' που βάζει την αλήθεια στο πιεστήριο και τη βγάζει ψαλήθεια. Γύρισε την πλάτη της στις Ορθόδοξες Εκκλησίες που δικαίως δεν ήθελαν να συμμετέχουν, προκαλώντας με αυτήν την πράξη ρήγμα στο πλήρωμα της Εκκλησίας. Οι Επίσκοποί μας συνειδητά προκάλεσαν ρήγμα στην Εκκλησία, αλλά γι' αυτό κανείς δεν μιλάει.
Είπατε επίσης ότι ακόμα περιμένετε να δείτε αυτήν την μαρτυρία. Φοβάμαι ότι θα περιμένετε πολύ. Η Ορθόδοξη μαρτυρία που θα έκφραζε τη διαχρονική Ορθόδοξη συνείδηση θα ήταν η ΟΛΙΚΗ ΑΠΟΡΡΙΨΗ αυτής της ψευδοσυνόδου. Να όμως που η συμμετοχή τους αυτή καθ' αυτή, αλλά βεβαίως και τα πορίσματα με τις 10 !!! θετικές ψήφους της 'Σύνόδου' τώρα αποκλείουν αυτήν την πιθανότητα, διότι ποιος θα απορρίψει ολοκληρωτικά αυτό στο οποίο συμμετείχε ο ίδιος όσο γελοίο κι αν ήταν αυτό; πόσο μάλλον δε όταν ο προκαθήμενος της Εκκλησίας το ψήφισε και η συντριπτικότατη πλειοψηφία της αντιπροσωπείας το υπέγραψε; Θα ήταν σα να αναιρούσαν/απέρριπταν τους ίδιους τους εαυτούς τους. Με άλλους ιεράρχες, σε μια άλλη γενιά, σε μία κανονική Σύνοδο ίσως θα μπορούσε να γίνει αυτό. Με το ίδιο σκεπτικό και η συμμετοχή μας στο ΠΣΕ δεν επέτρεψε καμία αλλαγή του όρου «εκκλησίες» στα προσυνοδικά κείμενα της ψευδο-Συνόδου όταν γινόταν αναφορά στο 'Παγκ. Συμβ. «Εκκλησιών»', διότι και εκεί θα ήταν σα να αναιρούσαν τους εαυτούς τους αφού τόσο καιρό συμμετέχουν στο 'ΠΣΕ' ως 'ΠΣΕ'. «Έπρεπε» λοιπόν να πάει η Εκκλησία της Ελλάδος κύριε Τσελεγγίδη; αφού γνωρίζαμε που θα κατέληγε το πράγμα. Και επειδή εκείνοι δεν έδωσαν μαρτυρία, τώρα πάνε να αναγκάσουν κι εμάς να μην δώσουμε.
(συνεχίζω 1)
ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΑΕΙ για να αποφύγει το χειρότερο στο οποίο έρεπε και για το οποίο είχε σχεδιαστεί αυτή η 'Σύνοδος'.
ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΑΕΙ γιατί το καλύτερο (επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι) ήταν πάνω από τα μέτρα της.
ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΑΕΙ γιατί κάποιος 'άλλος' έχει τον τελευταίο λόγο εκεί μέσα.
ΠΗΓΕ, όχι για να δώσει μαρτυρία αλλά γιατί 'έπρεπε', σκέτο, να πάει.
ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΜΕΙΣ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΤΩΡΑ.
Και αυτό το 'έπρεπε' καταγράφεται, σκιαγραφείται και περιγράφεται σε όλες τις αλυσιδωτές ενέργειές της που έχουν μία λογική συνέχεια και μας έφεραν ως εδώ: στα πρόσωπα που επιμένει να τοποθετεί στις 'καίριες' θέσεις, στην συμμετοχή στο ΠΣΕ, στην αμετάκλητη πορεία της να ακολουθεί μία συγκεκριμένη 'γραμμή' σνομπάροντας τη διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας και προκαλώντας τη νοημοσύνη μας. Ένα πρόσφατο παράδειγμα αυτού του τελευταίου που είπα είναι η 'ταχυδακτυλουργική' ανακοίνωση που έβγαλαν μετά την έκτακτη σύνοδο, όπου 'έσβησαν' τη 'μαγειρίτσα' [βλ. μαγειρεύω] με λίγο κόκκινο κρασί !!! Στην Κρήτη «εθηριομάχησαν», μας είπαν, στην Αθήνα, τι στο καλό έκαναν;
Και κάπως έτσι κύριε Τσελεγγίδη ενώνονται οι τελίτσες σιγά-σιγά και χτίζεται ο κόσμος του αντιχρίστου.
Και ρωτάω, και με συγχωρείτε που θα το πω έτσι, χρειάζεται εδώ να έχει κανείς αγιοπνευματική εμπειρία ή απλά να έχει λίγη βουνίσια τρέλλα να αστράψει κανα-δυό φάπες σε ορισμένους εκεί μέσα, για να δείτε μετά πόσο ωραία θα σιάξουν. Αυτά που κάνουν δεν είναι απλά μαφιόζικα, υπάρχει μία χειρότερη κατάσταση ακόμα και από αυτή. Αυτά που κάνουν είναι ΑΝΑΝΔΡΑ.
Όσον αφορά το ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ.
Εγώ θέλω να πιστεύω ότι υπάρχουν κάποιοι καλοί Επίσκοποι που βολιδοσκοπούν και ζυγίζουν τα πράγματα και την κατάλληλη ώρα ο Θεός θα τους δώσει τη δύναμη και τη φώτιση να κάνουν αυτό που είναι αναγκαίο να γίνει. Όλοι θα πρέπει να προσευχόμαστε γι' αυτό. Παίζει όμως ρόλο και θα βοηθήσει πολύ το κατά πόσο εμείς θα είμαστε έτοιμοι και συνειδητοποιημένοι να δεχτούμε κάτι τέτοιο αλλά και το πόσο θα αντιδράσουμε στην τωρινή μολυσματική κατάσταση, πάντα με την καθοδήγηση και τη βοήθεια του Θεού.
Καταθέσατε φυσικά την προσωπική σας άποψη στο θέμα του μνημοσύνου, καταλαβαίνετε όμως ότι ειδικά η δική σας προσωπική άποψη, κάθε άλλο παρά ως προσωπική εκλαμβάνεται από το ακροατήριο.
Το ερώτημα που κάνετε κύριε Τσελεγγίδη όσον αφορά τον 15ο Κανόνα, 'οδηγεί' στην απάντηση που δώσατε: «Οπότε, γεννάται το ερώτημα: Η απόλυτη συνέπεια ποια είναι; Η απόλυτη συνέπεια είναι να κόψεις το μνημόσυνο αλλά σου δίνει την εναλλακτική να μην το κόψεις.».
Βεβαίως και είναι αληθές ότι ανάμεσα στο μνημόσυνο και στο μη-μνημόσυνο το ένα είναι η απόλυτη συνέπεια, το άλλο όχι και ότι και τα δύο υπάρχουν ως καταστάσεις. Θα μας ενδιέφερε φυσικά να γνωρίζουμε αν έχετε θέσει και κάποια όρια στην επιλογή που κάνατε αλλά και το φάσμα των διαμαρτυριών που προτείνετε.
(συνεχίζω 2)
ΔΕΝ θα εστιαστώ εδώ στην δική σας επιλογή η οποία είναι βεβαίως σεβαστή, αλλά στο ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ από το οποίο άντλησε και στο περιβάλλον που απευθύνεται. Έχω την εντύπωση δηλαδή ότι αντλήσατε ένα μέρος της πραγματικότητας 'πίσω' από αυτόν τον Κανόνα για να βασίσετε την επιλογή σας, με αποτέλεσμα αυτή η επιλογή τώρα να ακούγεται στους υπόλοιπους κάτι σαν 'πονάει χέρι κόψε χέρι'.
Επιτρέψτε μου να παρατηρήσω με το φτωχό μου το μυαλό ότι σε αυτόν τον Κανόνα αποτυπώνεται μία πιο περίπλοκη πραγματικότητα, όπως τη βιώνουμε και σήμερα δηλαδή. Δεν αποκλείει αυτή η πραγματικότητα το ένα από το άλλο. Δεν σου λέει ή έχεις μνημόσυνο ή δεν έχεις μνημόσυνο. Όποτε γινόταν διακοπή μνημοσύνου όλοι έκαναν αυτήν την διακοπή; Επί Αθηναγόρα, ας πούμε, κάποιοι έκαναν διακοπή μνημοσύνου, κάποιοι δεν έκαναν. Τούτος ο Κανόνας δείχνει να είναι εξοικειωμένος και συμφιλιωμένος με μία σύνθετη πραγματικότητα, φτιάχτηκε μεν για εκείνους που δεν μνημονεύουν αλλά έχει και τους άλλους ως δεδομένους, ότι ΣΥΝΥΠΑΡΧΟΥΝ δηλαδή ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ με εκείνους που κάνουν την διακοπή. Δεν λέει στους μεν να στραφούν εναντίον των δε, ούτε λέει στους μεν να απομονώσουν τους δε. Είναι επίσης ενδιαφέρον το σημείο που λέει ο Κανόνας ότι θα πρέπει να τιμηθούν. Σε ποιους απευθύνεται; Να τιμήσουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους ή να τιμηθούν από εκείνους που δεν έκοψαν το μνημόσυνο;
Αυτήν την πολυδιάστατη δυναμική πραγματικότητα, που και τώρα ζούμε, πρέπει να την συνυπολογίζουμε, να την εξετάζουμε, και να προσπαθούμε να την κατανοούμε για να μην γίνει γήπεδο διχασμού, κάτι που θα εξυπηρετούσε αφάνταστα το κατεξοχήν διασπαστικό πνεύμα των οικουμενιστών. Δεν έχουμε άλλωστε τίποτα να χωρίσουμε, Ορθόδοξοι είμαστε, την Παράδοσή μας θέλουμε. Η 'ανάγνωσή' σας, αφήνει απ' έξω εκείνους που ήδη έχουν κάνει διακοπή μνημοσύνου και εκείνους που ενδεχομένως θα κάνουν, οι οποίοι ως μέλη της Εκκλησίας και όπως λέει και ο Κανόνας στον οποίο αναφερθήκατε έχουν το δικαίωμα να εκφραστούν κατά αυτόν τον τρόπο. Αυτός ο εκ δεξιών πειρασμός που δικαίως σας ανησυχεί θα μπορούσε κάλλιστα να προέλθει και από την απομόνωση ενός τμήματος του πληρώματος με αποτέλεσμα να ξεπηδήσουν οι εγωισμοί και να καταφύγουν σε ακρότητες.
Αυτά ως προσωπική άποψη με τα λίγα που γνωρίζω σε αυτό το πολύ σοβαρό θέμα, και ελπίζω ο Θεός να συγχωρήσει τα λάθη μου.
Καλά τα έγραψε η Φαίη.
Ε.
Δημοσίευση σχολίου