Ερμηνευτικά σχόλια στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής της
Πεντηκοστής
Εν Πειραιεί τη 29η
Μαΐου 2015.
(1ον)
Η ευαγγελική
περικοπή της Κυριακής
της Πεντηκοστής είναι μια
περικοπή από το 7ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην ευαγγελίου, στίχοι 37-52, 8,12.Στην
περικοπή αυτή ο ευαγγελιστής Ιωάννης παραθέτει ένα απόσπασμα των λόγων του
Κύριου προς τους Εβραίους στο ιερό του Ναού του Σολομώντος, την τελευταία ημέρα
της μεγάλης εορτής της Σκηνοπηγίας και την απήχηση που είχαν οι λόγοι αυτοί
μεταξύ αυτών. Στις γραμμές που ακολουθούν προχωρούμε σε σύντομη ερμηνευτική
ανάλυση της περικοπής.
«Εν
δε τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής ειστήκει ο Ιησούς και έκραξε λέγων· εάν
τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» (7, 37). Η
εορτή για την οποία εδώ γίνεται λόγος, είναι η εορτή της Σκηνοπηγίας. Η εορτή
αυτή, την οποίαν εόρταζαν οι Εβραίοι γύρω στα τέλη Σεπτεμβρίου, ήταν μια από
τις μεγαλύτερες εορτές των. Σ’ αυτήν επί επτά μέρες περνούσαν μέσα σε σκηνές,
για να θυμούνται τα χρόνια εκείνα, που οι πρόγονοί τους ζούσαν στην έρημο μέσα
σε σκηνές.Η τελευταία ημέρα της εορτής ήταν η ογδόη.Αυτή ήταν επισημότερη από
τις άλλες, γιατί σ’ αυτήν έκαμαν σπονδές και θυσίες, για να ευχαριστήσουν τονΘεό
για τις ευεργεσίες του και ιδιαίτερα για τη θαυμαστή ανάβλυση νερού από το βράχο
μέσα στην έρημο. Σ’ αυτή λοιπόν την
τελευταία ημέρα, την επίσημη, βρίσκει την ευκαιρία ο Κύριος να διακηρύξει με
παρρησία, με μεγάλη φωνή σ’ όλο το λαό: «εάν
τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω». Εάν κανείς αισθάνεται δίψα, όχι
για τα φθαρτά και υλικά πράγματα του κόσμου, αλλά για τα αιώνια αγαθά της
βασιλεία των ουρανών, ας έρθη σε μένα και εγώ θα τον ξεδιψάσω. Οι πρόγονοί σας
ήπιαν από το νερό που ανέβλυσε ο Μωϋσής μέσα από τον βράχο στην έρημο και
ξεδίψασαν. Το γεγονός εκείνο ήταν σύμβολο και τύπος μια άλλης πραγματικότητος,
η οποία βρίσκει την πλήρη πραγματοποίησή της στο πρόσωπό μου. Διότι εγώ είμαι η
πέτρα της ζωής, της οποίας σύμβολο και τύπος ήταν ο βράχος, που πήγασε νερό
μέσα στην έρημο. Εγώ είμαι η πηγή της ζωής, που πηγάζω την αληθινή και αιώνια ζωή.
Τηνζωή αυτή την μεταδίδω σε κάθε έναν που έρχεται σε μένα, δηλαδή που πιστεύει σε
μένα. Την μεταδίδω σε κάθε ένα που αισθάνεται αυτή την πνευματική δίψα και η
οποία δεν μπορεί να σβήσει με κανένα από
τα υλικά αγαθά του κόσμου αυτού. Κάθε ένας λοιπόν που διψάει την αιώνια ζωή και
την πραγματική χαρά που δίνει ο Χριστός, ας έλθει στο Χριστό και δε θα απογοητευθεί, δεν θα διαψευσθούν οι
ελπίδες και προσδοκίες του. Θα βεβαιωθεί από την πείρα του. Δυστυχώς όμως δεν
αισθάνονται όλοι αυτή την πνευματική δίψα. Ο Κύριος προσκαλεί μεν όλους, χωρίς
όμως να βιάζει κανένα. Γι’ αυτό και λέγει: «εάν τις διψά». Εάν λοιπόν κι’ εμείς
αισθανόμαστε την πνευματική αυτή δίψα, ας τρέχουμε με πόθο για να ακούσουμε το
λόγο του. Ας μετέχουμε τακτικά στο Ποτήριο της Ζωής. Ας αγωνιστούμε να
τηρήσουμε τις εντολές του.
«Ο πιστεύων
εις εμέ καθώς είπεν η Γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (7, 38 ).
Ο
στίχος αυτός αποτελεί συνέχεια του προηγουμένου, διότι έρχεται σε άμεση σχέση
μ’ αυτόν. Θα πρέπει δε να συνδέσουμε νοηματικά το «ο πιστεύων εις εμέ» με το
«καθώς
είπεν η Γραφή» και όχι με την επόμενη φράση «ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού…»,
διότι όπως ορθά σημειώνει ο Ιερός Χρυσόστομος,
πουθενά δεν αναφέρει η Γραφή ότι «θα τρέξουν από την κοιλία του πιστεύοντος
ποταμοί ύδατος ζώντος». Η παράπάνω δηλαδή φράση είναι λόγια του Χριστού.
Επομένως θα ερμηνεύσουμε: Αυτός που πιστεύει σ’ εμένα, σύμφωνα με αυτά
πουαναφέρουν οι γραφές για μένα, ότι είμαι δηλαδή ο Υιός του Θεού, ο
προσδοκόμενος Μεσσίας, θα έρθει πρώτα και θα ξεδιψάσει την ψυχή του με το
ζωντανό νερό της θείας Χάριτος. Ο Ιησούς κατ’ επανάληψη παρέπεμπε τούς
Ιουδαίους στις γραφές, προκειμένου να πεισθούν μέσα από αυτές και να πιστεύσουν
σ’ αυτόν: «ερευνάτε τας γραφάς..»(Ιω.5,39), «ει γαρ επιστεύετεΜωϋσή, επιστεύετε
αν εμοί...»(Ιω. 5,46), «έστιγεγραμμένον εν τοις προφήταις»(Ιω.6,45).
Και πολύ σοφά ο Κύριος τούς παρέπεμπε στις γραφές, διότι πολλοί Ιουδαίοι, αν
και τον έβλεπαν να κάνη τόσα θαύματα, δεν πείθονταν αμέσως στο να πιστεύσουν σ’
αυτόν, αλλά ζητούσαν να βεβαιωθούν μέσα από τις γραφές, αν πράγματι αυτός είναι
ο Μεσσίας. Αν δηλαδή όλα όσα έλεγαν οι προφήτες για τον Μεσσία, εύρισκαν
εφαρμογή στη ζωή του και στο πρόσωπό του. Αυτός λοιπόν που θα πιστεύσει
ακράδαντα σ’ Αυτόν οδηγούμενος στην πίστη από τις γραφές και από τα θαύματά
του, όχι μόνο ο ίδιος θα ξεδιψάσει από το ζωντανό νερό της θείας Χάριτος, αλλά
και από το βάθος της καθαρής του καρδιάς, σαν από άλλη πηγή θα αναβλύζει
αδιάκοπα πλούτος άφθονος θείας Χάριτος, που σαν άλλοι ποταμοί θα ξεχυθούν γύρω
του, για να ξεδιψάσουν έτσι και πολλές άλλες ψυχές. Την ζωηφόρο ενέργεια της θείας Χάριτος, που
χαρίζει στις ψυχές την αιώνια ζωή, την παρομοιάζει ο Κύριος και εδώ με
τρεχούμενο νερό. Την ίδια ακριβώς
παρομοίωση είχε χρησιμοποιήσει όταν μιλούσε με την Σαμαρείτιδα: «Το
ύδωρ ο εγώ δώσω αυτώγενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήναιώνιον»
(Ιω.4,14). Τα λόγια αυτά του Κυρίου βλέπουμε να πραγματοποιούνται κατ’ εξοχήν
στούς αποστόλους του μετά την
Πεντηκοστή, αλλά και σε όλους τούς αγίους.Όλοι οι άγιοι από τότε που έλαβαν την
δωρεά του αγίου Πνεύματος, έγιναν αστείρευτες πηγές θαυμάτων, θείων δωρεών και
ευεργεσιών για όλους τούς ανθρώπους, που με πίστη πλησίαζαν κοντά τους.
«Τούτο δε είπε
περί του πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν· ούπω γαρ ην
πνεύμα Άγιον, ότι Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη» (7,39 ). Εδώ ο Ευαγγελιστής επεξηγεί και ερμηνεύει, τι
σημαίνουν τα λόγια, που είπε ο Χριστός στον προηγούμενο στίχο «ο
πιστεύων εις εμέ...». Μ’ αυτά τα λόγια εννοούσε την αφθονία της Χάριτος
του αγίου Πνεύματος, που επρόκειτο να λάβουν όλοι εκείνοι που θα πιστεύσουν σ’ αυτόν.
Δεν είχε όμως δοθεί ακόμη το άγιο Πνεύμα στούς ανθρώπους. Και αυτό γιατί ο
Χριστός δεν είχε δοξασθεί ακόμη. Ως δόξα του Χριστού εδώ εννοεί τον σταυρό, την
ανάσταση και την ένδοξη ανάληψή του. Έπρεπε δηλαδή να προηγηθούν όλα αυτά, για
να δοθεί κατόπιν και η δωρεά του αγίου Πνεύματος. Έπρεπε να καταργηθεί πρώτα η
έχθρα, που χώριζε το Θεό από τούς ανθρώπους, εξ αιτίας της αμαρτίας και να
συμφιλιωθούν και πάλι οι άνθρωποι με τονΘεό. Να γίνουν οικείοι και φίλοι του,
υιοί κατά χάριν. Αυτή η έχθρα καταργήθηκε αφού ο Χριστός με το αίμα του
κατέβαλε τα λύτρα της σωτηρίας μας. Έτσι αφού γίναμε φίλοι και οικείοι του Θεού
δόθηκαν κατόπιν και τα δώρα. Διότι τα
δώρα είναι πάντα σύμβολο της φιλίας και της αγάπης μεταξύ των αγαπημένων
προσώπων. Πως όμως λέγει εδώ, ότι δεν είχε δοθεί Πνεύμα Άγιο στούς ανθρώπους,
αφού γνωρίζουμε ότι πολλοί δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης και οι προφήτες είχαν
λάβει Πνεύμα άγιο; Είχαν λάβει σε ορισμένες στιγμές της ζωής των και όχι με την
αφθονία που έλαβαν μετά την Πεντηκοστή οι άγιοι. Γι’ αυτό και δεν μπορούσαν να
την μεταδώσουν και σε άλλους, όπως βλέπουμε να γίνεται στούς αποστόλους και
στούς αγίους. Δόθηκε λοιπόν και μάλιστα σε πολύ λίγους ανθρώπους και σε πολύ
περιορισμένο μέτρο, σε σύγκριση με την αφθονία που δόθηκε μετά την Πεντηκοστή.
Στούςπαράπάνω
τέσσαρες στίχους ο Ευαγγελιστής σχολιάζει ποιά ήταν η αντίδραση του πλήθους
μετά τα παρά πάνω λόγια που είπε ο Χριστός. Το πιο επίμαχο θέμα γύρω από το
οποίο περιστρέφονταν όλες οι συζητήσεις του πλήθους ήταν, εάν ο Χριστός είναι
πράγματι ο Μεσσίας η όχι.Έλεγαν πολλές και διάφορες γνώμες. Άλλοι έλεγαν ότι
αυτός είναι ένας από τούς προφήτες,
άλλοι ότι είναι ο Μεσσίας. Άλλοι ότι δεν μπορεί να είναι αυτός, διότι
κατάγεται από τη Ναζαρέτ, ενώ αντίθετα η Γραφή μαρτυρεί, ότι ο Μεσσίας θα
προέλθει από τη γενιά του Δαυΐδ και θα κατάγεται από τη Βηθλεέμ. Άλλοι,τέλος,
ότι ο Μεσσίας όταν θα έλθει, κανένας δεν θα ξέρειαπό που κατάγεται. Έτσι είχε
δημιουργηθεί σύγχυση και διαίρεση ανάμεσα στο πλήθος. Γίνεται ο Χριστός το
«αντιλεγόμενο σημείο» της προφητείας του αγίου Συμεών του Θεοδόχου. Όμως η
σύγχυση και η άγνοια για το πρόσωπο του Χριστού ήταν αδικαιολόγητη πέρα για
πέρα. Πως δικαιολογείται να μη γνωρίζουν, ότι ο Χριστός κατάγεται από τη γενιά
του Δαυΐδ και ότι γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας; Θα μπορούσαν να τον
πλησιάσουν και να τον ρωτήσουν με ειλικρινή διάθεση: Επειδή σε θαυμάζουμε από
τα τόσα θαύματα που κάνεις και επειδή μας προτρέπεις να πιστεύσουμε σε σένα
σύμφωνα με τις γραφές, πες μας, γιατί οι μεν γραφές μας λέγουν ότι ο Μεσσίας θα
έρθει από τη Βηθλεέμ, ενώ εσύ έχεις έρθει από τη Γαλιλαία; Και τότε ο Χριστός θα τούς απαντούσε·
γεννήθηκα πράγματι στη Βηθλεέμ, αλλά ανατράφηκα και μεγάλωσα στη Γαλιλαία. Θα μπορούσαν να ρωτήσουν ακόμη την παναγία
μητέρα του και από αυτήν να πληροφορηθούν, ότι πράγματι κατάγεται από τη γενιά
του Δαυΐδ. Έτσι θα λυνόταν το αίνιγμα και δεν θα είχαν καμιά αμφιβολία.Τώρα
όμως δεν ζητούν με ειλικρίνεια να μάθουν, διότι δεν θέλουν να πιστεύσουν.
«Τινές
δε ήθελον εξ αυτών πιάσαι αυτόν, αλλ’ ουδείς επέβαλεν επ’ αυτόν τας χείρας» (7,
44). Το ότι δεν είχαν διάθεση να γνωρίσουν την αλήθεια και
να πιστεύσουν, φαίνεται και από το γεγονός, ότι μερικοί από κακία και μίσος
κινούμενοι, επεχείρησαν να τον συλλάβουν. Πλην δεν κατόρθωσαν τίποτε διότι
αοράτως η δύναμη του Χριστού, τούς έδεσε τα χέρια.
«Ήλθον ουν οι
υπηρέται προς τούς αρχιερείς και Φαρισαίους, και είπον αυτοίς εκείνοι· διατί
ουκ ηγάγετε αυτόν; απεκρίθησαν οι υπηρέται· ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος,
ως ούτος ο άνθρωπος» (7, 45-46 ). Πιο
πάνω,στο στίχο 32, ο Ευαγγελιστής αναφέρει ότι οι Φαρισαίοι έστειλαν υπηρέτες
για να συλλάβουν τον Χριστό. Αυτοί όμως γύρισαν άπρακτοι. Και όταν τούς
ρώτησαν: γιατί δεν τον συλλάβατε; τι ήταν εκείνο που σας εμπόδισε, αφού μάλιστα
υπήρχαν πολλοί από το λαό, που θα σας βοηθούσαν στο έργο αυτό; Αυτοί απήντησαν: Ποτέ άλλοτε δεν εδίδαξε
άλλος άνθρωπος με τόση σοφία και χάρη όπως ο άνθρωπος αυτός. Πήγαν να τον
συλλάβουν και ο Χριστός τούς συνέλαβε με την γλυκύτητα των λόγων του. Ήλθαν να
τον δέσουν και ο Χριστός τούς έδεσε με την γοητεία της μορφής του και των λόγων
του. Δεν χρειάστηκαν να δουν κάποιο θαύμα για να τον θαυμάσουν, αλλά
γοητεύτηκαν μόνο από μερικά λόγια του. Γιατί δεν είπαν: ποτέ δεν θαυματούργησε
άνθρωπος, όπως αυτός, αλλά τι είπαν; Ποτέ δε μίλησε άνθρωπος όπως αυτός! Και δεν διστάζουν, να ομολογήσουν με
παρρησία τον θαυμασμό τους, πράγμα που αποτελούσε έμμεσο έλεγχο εναντίον των
Φαρισαίων. Διότι θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν με άλλο τρόπο: Επί
παραδείγματι,ότι δεν μπορέσαμε να τον συλλάβουμε εξ αιτίας του όχλου. Δεν
λέγουν τίποτε από αυτά, αλλ’ αντίθετα ομολογούν το θαυμασμό τους. Και είναι σαν
να έλεγαν στούς Φαρισαίους: Ποιόν άνθρωπο μας στείλατε να συλλάβουμε; Έναν
άνθρωπο, παρόμοιος του οποίου δεν υπήρξε; Ασφαλώς θα έχετε πλανηθεί. Τα γεμάτα
από χάρη του αγίου Πνεύματος λόγια του άγγιξαν τις ψυχές των υπηρετών, επειδή
είχαν ευθεία και απονήρευτη καρδιά.
Εν Πειραιεί τη 31η
Μαΐου 2015.
(2ον)
Συνεχίζοντες
την ερμηνευτική ανάλυση της ευαγγελικής περικοπής της Κυριακής της Πεντηκοστής
και σαν συνέχεια των όσων εσημειώσαμε στην προηγούμενη δημοσίευση, προχωρούμε
στην ερμηνεία των επομένων στίχων της περικοπής.
«Απεκρίθησαν ουν αυτοίς οι Φαρισαίοι· μη και
υμείς πεπλάνησθε;» (7,47).Τα γεμάτα παρρησία και
θάρρος αυτά λόγια των υπηρετών και ο εξ’ αυτών έμμεσος έλεγχος προκάλεσαν όπως
ήταν φυσικό την οργή των αρχόντων. Εκδηλώνουν την οργή τους, αλλά με
συγκρατημένο τρόπο, γιατί θέλουν να τούς τραβήξουν με το μέρος τους. Τι είναι
αυτά που λέτε; λέγουν· μήπως κι’ εσείς πλανηθήκατε από αυτόν, όπως ο πολύς και
αμαθής λαός; Δεν τολμούμε να το
πιστέψουμε. Πιστεύουν, ότι αυτοί εκπροσωπούν την αλήθεια, ενώ έμμεσα κατηγορούν
το Χριστό ως λαοπλάνο και ψεύτη. Πάντοτε το ψέμα και οι άνθρωποι που το
εκπροσωπούν, παρουσιάζονται με το όνομα της αλήθειας, ενώ παράλληλα συκοφαντούν
την αλήθεια και τούς ανθρώπους που την εκπροσωπούν και τούς παρουσιάζουν ως
ψεύτες.
«Μη τις εκ των
αρχόντων επίστευσεν εις αυτόν η εκ των Φαρισαίων; Αλλ’ ο όχλος ούτος ο μη
γινώσκων τον νόμον επικατάρατοί εισί» (7, 48-49). Τον κατηγόρησαν ως λαοπλάνο. Έπρεπε στη
συνέχεια να απαριθμήσουν τις πλάνες του και να τις αποδείξουν με βάση τον
Μωσαϊκό Νόμο. Τότε θα ήταν ειλικρινείς στις κατηγορίες των. Διότι το να
κατηγορεί κανείς κάποιον με αόριστες κατηγορίες, χωρίς να μπορεί να τις
αποδείξει, μαρτυρεί ότι οι κατηγορίες είναι ψευδείς. Και εδώ φυσικά οι άρχοντες
επειδή δεν μπορούν να στηρίξουν τη συκοφαντική κατηγορία τους, ότι ο Χριστός
είναι λαοπλάνος, καταφεύγουν στο επιχείρημα, ότι κανένας από τούς άρχοντες η
τούς Φαρισαίους δεν επίστευσε στο Χριστό, αλλ’ ο πολύς και αμαθής λαός που δεν
γνώριζε το νόμο. Σαν να λέγουν δηλαδή: εμείς που είμαστε οι αναγνωρισμένοι
διδάσκαλοι του νόμου, είμαστε οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουμε πάνω σε θρησκευτικά
ζητήματα. Αντίθετα ο πολύς λαός επειδή αγνοεί το νόμο, δεν είναι εις θέσιν να
διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα. Αφού
λοιπόν κανένας από εμάς δεν επίστευσε, αυτό αποτελεί απόδειξη, ότι ο Χριστός
είναι λαοπλάνος. Αυτό το επιχείρημα των αρχόντων ελέγχεται πέρα για πέρα
εσφαλμένο: Πρώτον γιατί δεν ήταν όλοι οι άρχοντες, που δεν επίστευσαν στο
Χριστό. Υπήρξαν και μερικοί που πίστευσαν, όπως ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο
Νικόδημος. Δεύτερον, έστω ότι αυτοί γνώριζαν καλύτερα από τούς άλλους το νόμο.
Γιατί τότε τον καταπατούσαν και τον παρέβαιναν;
Γιατί ζητούσαν να φονεύσουν το Χριστό και μάλιστα χωρίς προηγουμένως να
εξετάσουν αν πράγματι διέπραξε έγκλημα άξιο θανάτου; Το ότι εγνώριζαν τον νόμο,
αυτό τούς καθιστούσε περισσότερο ενόχους, διότι εν γνώσει τους τον
καταπατούσαν. Τρίτον, πόσοι και πόσοι άρχοντες, θρησκευτικοί και πολιτικοί,
πλανήθηκαν, παρέβησαν τον νόμο και καταπάτησαν τις εντολές του Θεού; Αμέτρητοι.
Από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα. Ήδη στα χρόνια του προφήτου Ησαΐα
υπήρχαν τέτοιοι άρχοντες. Γι’ αυτό και ο προφήτης ελέγχει τις παρανομίες τους: «οι
άρχοντές σου απειθούσι, κοινωνοί κλεπτών...» (Ησ. 1,23 ).
«Λέγει
Νικόδημος προς αυτούς, ο ελθών νυκτός προς αυτόν, εις ων εξ’ αυτών· μη ο νόμος
ημών κρίνει τον άνθρωπον, εάν μη ακούση παρ’ αυτού πρότερον και γνω τι ποιεί;»
(7,50-51). Τότε πήρε το λόγο ο Νικόδημος· Αυτός
ήταν μέλος του ιουδαϊκού συνεδρίου και άρχοντας του λαού. Ήταν αυτός που ήρθε κάποια νύχτα και βρήκε το
Χριστό και είχε μακρά συνομιλία μαζί του.
Ήταν ένας από τούς κρυφούς μαθητές του Χριστού, που δεν εμφανιζόταν
δημόσια ως οπαδός του προς το παρόν, προσπαθούσε όμως από τη θέση που είχε, να
αναχαιτίσει όσο μπορούσε, την φονική μανία των συναδέλφων του κατά του Ιησού.
Αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει στην
προκειμένη περίπτωση. Με πολύ συγκρατημένο τρόπο τούς ελέγχει και έτσι
προσπαθεί να τούς συγκρατήσει από τον κατήφορο.
Σαν να τούς λέγει: Τι μας ωφελεί να καυχόμαστε ότι γνωρίζουμε το νόμο,
όταν τον καταπατούμε; Πως μπορούμε να καταδικάσουμε έναν άνθρωπο σε θάνατο,
χωρίς να εξετάσουμε προηγουμένως, αν τα έργα του επισύρουν την ποινή του
θανάτου; Δεν το απαγορεύει ρητά ο νόμος αυτό; Ασφαλώς. Έπρεπε λοιπόν να σεβαστούν τουλάχιστο τον νόμο πάνω στον οποίο
εκαυχώντο. Έχουν καθήκον αυτοί που ασκούν δικαστικό έργο, χωρίς πάθος, η
προκατάληψη, έναντι του κατηγορουμένου, να ερευνούν εις βάθος την κάθε υπόθεση
της δίκης για να είναι η απόφασή τους δίκαιη. Πρέπει δε πάντοτε να δίδεται η
δυνατότητα απολογίας και υπερασπίσεως του κατηγορουμένου.
«Απεκρίθησαν
και είποναύτώ· μη και συ εκ της Γαλιλαίας ει; ερεύνησον και ίδε ότι προφήτης εκ
της Γαλιλαίας ουκ εγήγερται. Και απήλθεν έκαστος εις τον οίκον αυτού»
(7, 52-53). Μήπως και σύ είσαι πατριώτης του Ιησού
και γι’ αυτό ζητάς να τον υπερασπισθής; Πήγαινε λοιπόν και μάθε, ότι προφήτης
από την Γαλιλαία δεν έχει βγει μέχρι τώρα.
Ποια σχέση όμως έχουν τα λόγια αυτά, με εκείνα που τούς είπε ο
Νικόδημος; Για άλλο θέμα τούς ομιλούσε ο Νικόδημος και σε άλλο θέμα στρέφουν
αυτοί τη συζήτηση. Και το κάνουν αυτό από πολύ πονηριά, επειδή καταλαβαίνουν,
ότι ο Νικόδημος έχει δίκαιο. Καταλαβαίνουν, ότι αποδεικνύονται ένοχοι και
παραβάτες του νόμου. Δεν θέλουν όμως να ομολογήσουν το σφάλμα τους. Να πουν
δηλαδή, έχεις δίκαιο Νικόδημε, πέσαμε έξω. Μας παρέσυρε το μίσος εναντίον του
ανθρώπου αυτού. Και παρά λίγο να τον φονεύσουμε, χωρίς προηγουμένως να τον
δικάσουμε και να ερευνήσουμε τα έργα του. Αλλά και αν ακόμη υποθέσουμε, ότι
μέχρι τώρα κανένας προφήτης δεν προήλθε από τη Γαλιλαία, αυτό αποδεικνύει, ότι
ο Χριστός δεν είναι προφήτης; Μήπως δεν κατοικούσαν στη Γαλιλαία Εβραίοι; Και
τι εμπόδιζε το Θεό να αναδείξει ένα προφήτη από τη Γαλιλαία; Αντί λοιπόν να
ομολογήσουν, αυτοί προσπαθούν να ξεφύγουν αλλάζοντας θέμα συζητήσεως. Αυτή την
τακτική ακολουθούν συνήθως πονηροί και διεφθαρμένοι άνθρωποι, που δεν αγαπούν
την αλήθεια.
«Πάλιν
ουναυτοίς ο Ιησούς ελάλησε λέγων· εγώ ειμί το φως του κόσμου· ο ακολουθών εμοί
ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’
έξει το φως της ζωής» (8,12). Και πάλι ο Ιησούς, μετά
από όσα είπε στο λαό κατά την τελευταία ημέρα της εορτής, δηλαδή τα λόγια «εάν
τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω», έρχεται να δηλώσει σαν συνέχεια
εκείνων, τα παρά κάτω βαρυσήμαντα λόγια: «εγώ είμαι το φως του κόσμου». Όπως
δηλαδή τότε, την τελευταία ημέρα της εορτής, παίρνοντας αφορμή ο Κύριος από την
θαυμαστή ανάβλυση του νερού από τον βράχο βρήκε την ευκαιρία να διακηρύξει με
τούς λόγους «εάν τις διψά ερχέσθω και πινέτω», ότι αυτός είναι η πέτρα της
ζωής, έτσι και τώρα αξιοποιώντας τις νωπές, λόγω της εορτής, αναμνήσεις των
Εβραίων από την ζωή στην έρημο, βρίσκει την ευκαιρία να διακηρύξει, ότι αυτός
είναι το φως του κόσμου, τύπος και σύμβολο του οποίου ήταν η φωτεινή νεφέλη και
ο στύλος του πυρός. Και η μεν νεφέλη οδηγούσε τούς Εβραίους μέσα στην έρημο την
ημέρα, ο δε στύλος του πυρός την νύκτα.
Αυτός είναι το αληθινό φως, που πηγάζει αυτό από τον εαυτό του και το
μεταδίδει σ’ όλο τον κόσμο. Είναι φως που προήλθε από το φως. Αυτό το φως δεν είναι κτιστό αλλά άκτιστο,
ούτε έχει χρονική αρχή, όπως τα άλλα φώτα, αλλά είναι φως άναρχο, αΐδιο. Αυτό το φως φωτίζει τις ψυχές, όπως το φως
του ηλίου φωτίζει τα σώματα και τούς οφθαλμούς μας. Και δεν φωτίζει απλώς τις
ψυχές, αλλά και τις ζωογονεί, μεταδίδει σ’ αυτές ζωή αιώνιο, καθώς δηλώνει
αυτό κάπου αλλού
ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, «εν αυτώ ζωή ην και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιω.1,4).
Είναι το αληθινό φως όχι μόνο
ενός λαού, αλλά «φως
του κόσμου», δηλαδή
ολοκλήρου της ανθρωπότητος. Για όλους τους ανθρώπους ήρθε ο Χριστός να
προσφέρει τη σωτηρία. Εκείνος που πιστεύει σ’ Αυτόν και τηρεί τις εντολές του, δεν
θα περπατήσει μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας και της
πλάνης. Όταν ο άνθρωπος
δεν βρίσκεται σε κοινωνία και σχέση με το Χριστό, από τον οποίο αντλεί
αυτό το φως, βρίσκεται μέσα σε πνευματικό σκοτάδι. Βαδίζει μέσα στο πνευματικό
σκότος της αμαρτίας, όπως ακριβώς εκείνος που βαδίζει σ’ ένα άγνωστο μονοπάτι
μέσα στο ψηλαφητό σκοτάδι της νύχτας, και κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να
σκοντάψει και να πέσει. Όλοι μας γνωρίζουμε πόσο επικίνδυνο είναι το να βαδίζει
κανείς σ’ ένα δύσβατο γεμάτο εμπόδια δρόμο μέσα στη νύχτα χωρίς το παραμικρό
φως ενός λυχναριού. Άλλο τόσο, και ακόμη περισσότερο, επικίνδυνο είναι να
βαδίσει κανείς το δρόμο της ζωής του, χωρίς το φως του Χριστού. Είναι βέβαιο
ότι θα καταστραφεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου