ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ
ΔΙΔΑΧΑΙ
Ὀκνηρία
Λέγει
ὁ Ἀπ. Παῦλος: «τῇ
σπουδῇ μή ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες» (Ρωμ. ιβ´ 11).
Δηλαδή στήν προθυμία καί τόν ζῆλο, πού ἀπαιτεῖται γιά κάθε ἔργο θεάρεστο, νά μή
εἶσθε ὀκνηροί. Οἱ
ἐσωτερικές σας πνευματικές δυνάμεις νά εἶναι πάντοτε ζεστές ἀπό τήν πνευματική
φλόγα τοῦ πνεύματος. Μέ ὅλα αὐτά νά ὑπηρετῆτε ὡς ἀφοσιωμένοι δοῦλοι τόν Κύριο. Ἡ
ὀκνηρία εἶναι μητέρα κάθε κακίας, ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες. «Ἀργία μήτηρ πάσης
κακίας».
Ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης λέγει ὅτι ἡ ὀκνηρία
παραλύει τήν ψυχή καί τόν νοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Κύριος μᾶς λέγει: «Γρηγορεῖτε οὖν,
ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται» (Ματθ. κδ´ 42). Δηλαδή, ὅπως τό ἐξηγεῖ
ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας, «νά εἶσθε ἕτοιμοι σέ κάθε στιγμή, διότι δέν γνωρίζετε κατά ποία
ὥρα ἔρχεται ὁ Κύριος, μήπως ἔλθη ἔξαφνα καί σᾶς εὕρη νά κοιμᾶσθε».
*
* *
Ἐπίσης ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης λέγει γιά τήν ὀκνηρία: «Ἡ ὀκνηρία
εἶναι μία παράλυσις καί χαλάρωσις τῆς ψυχῆς καί τοῦ νοῦ, καί κράτησις τῶν μελῶν,
τύφλωσις τῶν ὀφθαλμῶν, κωφότης τῶν ὤτων, κεκλεισμένη θύρα τοῦ στόματος, φραγμός
τῆς ρινός, δεσμός τῶν χειρῶν, ἅλυσις τῶν ποδῶν, χαύνωσις τῆς καρδίας, καί
θανατηφόρος ἀσθένεια ὅλου τοῦ ἀνθρώπου, μία ἀνορεξία τῆς ἀρετῆς, ὀλιγωρία τῆς ἀσκητικῆς
καί κουραστικῆς ζωῆς, καταφρόνησις τῆς παντοτινῆς βασιλείας καί ἀποστροφή καί μῖσος
τοῦ ἀγγελικοῦ ἐνδύμα- τος, ἡ ὁποία ἐπαινεῖ τούς κοσμικούς καί ντροπιάζει τούς
μοναχούς, ἀγαπᾶ τήν κοσμική ζωή καί μισεῖ τό μοναστήριον, διαβάλλει τόν Θεό πώς
εἶναι ἀνελεήμων καί ἄσπλαγχνος καί δέν θέλει νά σώση χωρίς κόπους καί ἱδρῶτες
τόν ἄνθρωπο».
*
* *
Στόν
βίο τοῦ Ὁσίου Ἀκακίου (12/4)
βλέπουμε τό ἑξῆς: Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ νέος κάποτε πῆγε σέ ἕνα πιό ἐρημικό μέρος
μέ κάποιον ἄλλο ἀδελφό. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ δυστυχής ἔδειχνε ὑποκριτικά ὅτι ζῆ ἀσκητικό
βίο. Ἐσωτερικά ὅμως ἦταν γεμᾶτος ἀπό πονηρά ἔργα. Συνέβη κάποτε νά πάη ὁ Ὅσιος
μέ ἐκεῖνο τόν Μοναχό στήν περιοχή τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, γιά νά ἐπισκεφθῆ
μερικούς ἀδελφούς, ὅπου καί ἔμειναν νά διανυκτερεύσουν στό κελλί τους. Ἦταν
Σάββατο βράδυ καί οἱ μέν ἄλλοι μοναχοί, μαζί μέ τόν συνοδοιπόρο τοῦ Ὁσίου, ἀφοῦ
ἔφαγαν καί ἤπιαν κατά κόρον, τό ἔρριξαν στόν ὕπνο σάν τά ἄλογα ζῶα. Ὁ θεῖος ὅμως
Ἀκάκιος, ἔχοντας τήν θεία φλόγα στήν καρδιά του, δέν μποροῦσε νά κοιμηθῆ, ἀλλά
σηκώθηκε ἥσυχα καί προσευχόταν νοερά πρός τόν Θεό ἐκεῖ δίπλα πού κοιμόντουσαν οἱ
ἄλλοι. Κατά τήν ὥρα τοῦ ὄρθρου ἦλθε σέ ἔκταση καί εἶδε ἕνα ἄνδρα φοβερό καί
θαυμάσιο, πού ἦλθε καί στάθηκε πάνω ἀπό αὐτούς, πού κοιμόντουσαν καί εἶπε:
«Κύριε ἐλέησον! Σάν ὄνοι κοιμῶνται τέτοια ἡμέρα!». Ἀμέσως μετά κτύπησε τήν γῆ
μέ τό ραβδί, πού κρατοῦσε καί εἶπε δείχνοντας τόν συνοδοιπόρο τοῦ Ἁγίου: «Ἀλλοίμονο
σέ τοῦτον τόν ἄνθρωπον» καί ἀμέσως ἔγινε ἄφαντος. Τελικά ὁ μοναχός αὐτός ἐγκατέλειψε
τήν μοναχική ζωή καί πῆγε στήν Σάμο, ὅπου καί τελείωσε τήν ζωή του, ἀφοῦ ἔγινε
σέ ὅλους ἐλε- εινό θέαμα.
*
* *
Ὁ
Μέγας Βασίλειος λέγει: «Κάθε πρόφαση ἀργίας εἶναι
πρόφαση ἁμαρτίας. Γιατὶ πρέπει νὰ εἴμαστε πρόθυμοι ὅπως καὶ νὰ ὑπομένουμε,
μέχρι θανάτου, ὅτι δὲ ἡ ὀκνηρία ἑνωμένη μὲ τὴν πονηρία, καταδικάζει τὸν ὀκνηρὸ
φαίνεται ἀπ᾽ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶπε: «Δοῦλε πονηρὲ καὶ ὀκνηρέ».
*
* *
Ὁ
δὲ Ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει:
«Ὅπως αὐτοὶ ποὺ εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ γλυκὸ ὕπνο, ὄχι μόνο τὴ νύχτα, ἀλλὰ καὶ
κατὰ τὸ διάστημα τοῦ ὄρθρου κι ἐνῶ ἀνέτειλε λαμπρὴ ἡ ἡμέρα μένουν ξαπλωμένοι στὸ
κρεβάτι καὶ δὲν ντρέπονται χαριζόμενοι στὴν ἡδονή, καὶ τὸν καιρὸ τῆς ἐργασίας
καὶ τῆς δραστηριότητας τὸν κάνουν καιρὸ ὕπνου καὶ ὀκνηρίας, ἔτσι λοιπὸν κι ἐμεῖς,
ἐνῶ πλησιάζει ἡ ἡμέρα καὶ ἡ νύχτα ὑποχωρεῖ, ἐργαζόμαστε πολὺ περισσότερο τὰ ἔργα
τῆς νύχτας. Γιατί λέγει, «νὰ ἐργάζεστε ὅσο εἶναι ἡμέρα» (Ἰω. 9,4).
Ἐνῶ
εἶναι ἡμέρα, ἐμεῖς κάνουμε ὅλα τὰ ἔργα τῆς νύχτας, κοιμόμαστε, βλέπουμε ὄνειρα,
ἀπορροφούμαστε ἀπ᾽ τὶς φαντασίες. Ἔχουν κλείσει τὰ μάτια τῆς διάνοιάς μας καὶ
τοῦ σώματος, μωρολογοῦμε, παραμιλοῦμε».
(Ἀπ᾽ τὴν ΚΔ´ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ»)
(Ἀπ᾽ τὴν ΚΔ´ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ»)
Ορθόδοξος Τύπος, 27/03/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου