Πριν από λίγα χρόνια, όταν τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης αναφέρονταν στις προσπάθειες προσέγγισης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, έκαναν λόγο για διπλωματία των σεισμών, του ζεϊμπέκικου ή της κουμπαριάς.
Πλέον όμως, από τη στιγμή που μπήκαν στη ζωή μας οι «Χίλιες και Μία Νύχτες», η τουρκική σαπουνόπερα που κατέκτησε το ελληνικό κοινό το καλοκαίρι που πέρασε, τείνουμε να περάσουμε στη… διπλωματία των σίριαλ.
Άλλωστε, μετά την τεράστια επιτυχία που γνώρισε η συγκεκριμένη παραγωγή, τα ελληνικά κανάλια συμπεριέλαβαν ή ετοιμάζονται να συμπεριλάβουν στο πρόγραμμά τους κι άλλες παρόμοιες τουρκικές σειρές, γεγονός που θα μας φέρει ακόμη πιο κοντά στην αστική κουλτούρα της γειτονικής χώρας.
Φυσικά, αυτές οι… τηλεοπτικές συνδιαλλαγές με την αντίπερα ακτή του Αιγαίου δεν είναι τωρινό φαινόμενο.
Πριν από τον Ονούρ και τη Σεχραζάντ, τους περιβόητους πρωταγωνιστές του σίριαλ «Χίλιες και Μία Νύχτες», οι Έλληνες τηλεθεατές είχαν γοητευτεί από την ιστορία αγάπης μιας φτωχής Τουρκάλας, της Ναζλί, και ενός πλούσιου Έλληνα νέου, οι οποίοι πάλευαν να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις και τις αντιδράσεις των οικογενειών τους.
Επρόκειτο για το σίριαλ «Τα Σύνορα της Αγάπης», το οποίο έγινε για τα πληγωμένα από την οικονομική κρίση ελληνικά κανάλια η πυξίδα που οδήγησε στη… φθηνή τηλεοπτική «Γη της Επαγγελίας». Στο πλαίσιο αυτό, τα τηλεοπτικά μας δίκτυα μπήκαν στη διαδικασία να αγοράσουν τα δικαιώματα προβολής των σειρών αυτών, κάτι το οποίο απαιτεί σαφώς λιγότερα έξοδα απ’ το «στήσιμο» μιας δικής τους παραγωγής.
Έτσι, τουρκικά σίριαλ, που προβάλλονταν μέχρι πρότινος σε χώρες της Ανατολής και τα άλλοτε σοσιαλιστικά κράτη της Βαλκανικής Χερσονήσου, αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του τηλεοπτικού μας γίγνεσθαι, θυμίζοντάς μας πως δεν ανήκουμε μόνο στη Δύση…
Εξάλλου, εδώ και αρκετά χρόνια έχει αναπτυχθεί μια πολυπρόσωπη συνεργασία των δύο χωρών και στον κινηματογράφο, με σημαντικό αριθμό ελληνοτουρκικών παραγωγών, καθώς και από κοινού συμμετοχές σε διεθνή φεστιβάλ.
Ομοιότητες και κίνδυνοι
Μέσω των συγκεκριμένων προγραμμάτων, η ελληνική μεσοαστική τάξη έρχεται πιο κοντά στην αντίστοιχη τουρκική, αφού αντιλαμβάνεται πως οι γείτονές μας δεν είναι πια ο «υποβαθμισμένος» λαός που νομίζαμε. Βέβαια, οι ομοιότητες αυτές εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο ευρωπαϊκό κομμάτι της Τουρκίας, την κοινωνική ζωή του οποίου αποτυπώνουν τα συγκεκριμένα σίριαλ. Αντίθετα, στη φτωχή Ανατολία, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
Όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, η αθρόα εισαγωγή τουρκικών σειρών κρύβει κι ένα σημαντικό κίνδυνο. Να πιστέψουν, δηλαδή, οι Έλληνες ότι τα όσα παραδοσιακά χώριζαν την Αθήνα από την Άγκυρα έχουν πλέον εξαλειφθεί διά παντός, αφού «είμαστε όλοι ίδιοι». Έτσι, είναι πιθανό η ελληνική κοινωνία να γίνει πιο… ελαστική όσον αφορά τα εθνικά μας θέματα, γεγονός που οπωσδήποτε θα έχει αντίκτυπο στην εξωτερική μας πολιτική.
«Εγώ Χριστό κι εσύ Αλλάχ…»
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα δήλωσε στα «Επίκαιρα» ο καθηγητής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας κ. Γιώργος Πιπερόπουλος, ο οποίος, αναφερόμενος στα τουρκικά σίριαλ που προβάλλονται στην Ελλάδα, κάνει λόγο για μια πολύ επιτυχημένη επικοινωνιακή συνταγή. Εξηγώντας τη θέση του αυτή, σημειώνει: «Η αλήθεια είναι ότι τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που διαδραματίζονται στα γνωστά αυτά σίριαλ αφορούν κατά βάση το 10% της τουρκικής κοινωνίας. Πρόκειται ουσιαστικά για μικρομεγαλοαστούς οι οποίοι κοινωνιολογικά έχουν κοινά σημεία με τους αντίστοιχους Έλληνες, όπως και με τους Γερμανούς ή τους Γάλλους».
Προσθέτει, δε, πως «σαφώς και υπάρχουν διαφορές, αλλά η τηλεόραση γενικότερα χρησιμοποιεί ως βάση της το χαμηλότερο κοινό συναισθηματικό – ψυχολογικό – κοινωνιολογικό παρονομαστή.
Εκεί οι Τούρκοι μοιάζουν με τους Έλληνες, καθώς τους συγκινούν τα πάθη, οι έρωτες, οι ίντριγκες και οι δολοπλοκίες».
Λαμβάνοντας υπόψη το επικοινωνιακό αυτό παιχνίδι, ο καθηγητής αναρωτιέται: «Τελικά είναι εσκεμμένη η εισαγωγή αυτή στο… αποκοιμισμένο στις μέρες μας ελληνικό τηλεοπτικό κοινό;
Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να ψαχτούμε», απαντά ο ίδιος, καθώς, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «θα πρόκειται για ένα μιθριδατικού τύπου Δούρειο Ίππο, στην υπενθύμιση και στην καλλιέργεια του πνεύματος που… τραγουδούν οι λαϊκοί μας τροβαδούροι “Εγώ Χριστό κι εσύ Αλλάχ, αλλά κι οι δυο μας αχ και βαχ”».
«Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει τίποτα απολύτως σε ό,τι αφορά τις πολιτικές ταυτίσεις και τις προσδοκίες του μέσου Έλληνα και του μέσου Τούρκου, καθώς και στην πορεία των δύο χωρών στην ιστορία», συμπληρώνει ο καθηγητής.
«Αν όμως είναι μια απλή σύμπτωση και τα τουρκικά σίριαλ, όπως τα βραζιλιάνικα, επιλέγονται λόγω του χαμηλού κόστους, τότε αυτό είναι κατανοητό, αν αναλογιστεί κανείς και τη δύσκολη οικονομική συγκυρία», υπογραμμίζει ο κ. Πιπερόπουλος.
Ένα άλλο ερώτημα που προκύπτει από την υψηλή τηλεθέαση των τουρκικών σίριαλ είναι πώς είναι δυνατό οι Έλληνες να μαγνητίζονται από τέτοιου είδους παραγωγές, οι οποίες μοιάζουν με τις παλαιάς κοπής ελληνικές σαπουνόπερες, οι οποίες ευδοκίμησαν στα τηλεοπτικά μας πράγματα τις δύο προηγούμενες δεκαετίες και που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ξεπερασμένες.
Παράλληλα, είναι απορίας άξιο γιατί οι Έλληνες γοητεύονται από τηλεοπτικά προϊόντα που γνωρίζουν άνθηση σε χώρες του αραβικού κόσμου ή του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπου η αστική τάξη είτε δεν υφίσταται είτε βρίσκεται ουσιαστικά υπό δημιουργία…
Μήπως μας άλλαξε η κρίση; Μήπως παρακολουθούμε άκριτα ό,τι μας σερβίρουν;
Ή μήπως τα όσα ζουν οι ήρωες των σειρών αυτών θα αποτελούν πάντα ένα όμορφο και ελκυστικό παραμύθι, ακόμη και για τα μέλη των πιο… προηγμένων κοινωνιών;
Αφελληνισμός της τηλεόρασης
Μιλώντας στα «Επίκαιρα» για τη νέα αυτή μόδα, ο γνωστός σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης ξεκαθαρίζει πως «αυτό που θα πρέπει να μας αφορά όλους στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο αφελληνισμός της τηλεόρασης.
Σ’ αυτό συμβάλλουν σε πολύ μεγάλο βαθμό όχι μόνο τα τουρκικά σίριαλ, αλλά και οι μεταφράσεις των λατινοαμερικάνικων σειρών, καθώς και τα ξενόφερτα ριάλιτι ή τηλεπαιχνίδια», προσθέτει.
Μάλιστα, ο κ. Μανουσάκης σημειώνει πως το γεγονός ότι συρρικνώνονται οι επαγγελματικές ευκαιρίες των ανθρώπων που ασχολούνται με αυτή τη δουλειά είναι το δεύτερο που πρέπει να μας απασχολεί.
«Ο κλάδος περνάει κρίση λόγω και της γενικότερης κατάστασης. Ο αφελληνισμός όμως της τηλεόρασης είναι ό,τι χειρότερο για τη χώρα μας, καθώς είναι γνωστό πως η τηλεόραση αποτελεί το πιο δυνατό προπαγανδιστικό όχημα που υπάρχει», τονίζει.
Αναφορικά με τις συνέπειες του φαινομένου αυτού στην ελληνική κοινωνία, ο σκηνοθέτης λέει χαρακτηριστικά: «Φανταστείτε ένα μικρό παιδί που οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις του είναι ένα τηλεπαιχνίδι όπου μπορεί να κερδίσει εύκολα χρήματα ή να γίνει διάσημο απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Αυτό είναι τρομερά ανησυχητικό».
Ο ίδιος επισημαίνει στη συνέχεια ότι, όπως τα τουρκικά σίριαλ γνωρίζουν επιτυχία στην Ελλάδα, έτσι και κάποιες ελληνικές παραγωγές θα είχαν μεγάλη τηλεθέαση αν προβάλλονταν στη γειτονική χώρα.
«Για παράδειγμα, ένα δικό μου σίριαλ, το “Μη μου λες αντίο”, είχε παιχτεί με μεγάλη επιτυχία στην Τουρκία».
Παρωχημένες παραγωγές
Σχετικά με την ποιότητα των εν λόγω σειρών, εξηγεί πως πρόκειται για «παρωχημένες παραγωγές της προηγούμενης δεκαετίας.
Εμένα δεν με έλκουν καθόλου σαν θεατή. Και το λέω αυτό χωρίς ίχνος “αριστοκρατισμού”. Άλλωστε, κι εγώ στην τηλεόραση ασχολούμαι με το λαϊκό θέαμα και προσπαθούμε να περάσουμε και τις απόψεις μας, καθώς και να δώσουμε την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας».
Σε ό,τι αφορά τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί συνολικά τα τελευταία χρόνια στην τηλεόραση της χώρας μας, ο έμπειρος σκηνοθέτης σημειώνει: «Χωρίς να κομπορρημονώ, μπορώ να σας πω ότι η Ελλάδα ίσως είχε μια από τις καλύτερες τηλεοράσεις στην Ευρώπη. Όμως πλέον αυτό έχει χαθεί. Κάποιοι θεωρούν ως αποκλειστική αιτία την κρίση, η οποία οδηγεί τα κανάλια σε φθηνές λύσεις, ωστόσο αυτό αποτελεί εν πολλοίς και μια δικαιολογία», συμπληρώνει.
Δίνοντας μια διαφορετική διάσταση στο γιατί έτυχαν τόσο θερμής υποδοχής από το ελληνικό κοινό τα τουρκικά σίριαλ, ο κ. Μανουσάκης τονίζει πως «όσο υπάρχει οικονομική κρίση και ο κόσμος κάθεται στο σπίτι, είναι φυσικό να βλέπει ό,τι του προσφέρουν.
Όμως, εκτός από τα νούμερα τηλεθέασης, υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να μετρηθεί. Το κατά πόσο, δηλαδή, ο θεατής εκτιμά αυτό που βλέπει», προσθέτει με νόημα.
Καταλήγοντας, ο κ. Μανουσάκης διευκρινίζει: «Η πραγματική δυναμική των τουρκικών σίριαλ θα φανεί το χειμώνα, καθώς το καλοκαίρι οι τηλεθεάσεις είναι ουσιαστικά πλασματικές, καθώς δεν υπάρχει αντίπαλον δέος. Θα πρέπει να περιμένουμε για να βγάλουμε συμπεράσματα».
Σταθμός «Τα Σύνορα της Αγάπης»
Από την πλευρά της, η τηλεκριτικός κυρία Τίνα Μεσσαροπούλου τονίζει πως «όσο πολυπαιγμένα κι αν είναι αυτού του είδους τα σίριαλ, πάντα θα έχουν πέραση, καθώς τα θέματά τους, όπως, π.χ., η διεκδίκηση μιας φτωχής κοπέλας από έναν πλούσιο άντρα, πάντα θα πουλάνε».
Προσθέτει δε, πως οι τουρκικές σειρές έχουν ένα λόγο παραπάνω να βρίσκονται κοντά στο ελληνικό στοιχείο. «Όσο κι αν θέλουμε να το ξεπεράσουμε, το ανατολίτικο στοιχείο θα υπάρχει πάντα μέσα στον Έλληνα και πάντοτε τα θέματα που έχουν να κάνουν με την Ανατολή θα μας κεντρίζουν το ενδιαφέρον.
Εδώ κάνει “γκελ” στο κοινό μια αργεντίνικη σειρά, πόσω μάλλον μία τουρκική, με τους πρωταγωνιστές της οποίας, θέλοντας και μη, έχουμε κάποια κοινά στοιχεία».
Στη συνέχεια, η κυρία Μεσσαροπούλου αναφέρεται στο θέμα της γλώσσας. «Αρχικά η γλώσσα ήταν εμπόδιο για την παρακολούθηση των τουρκικών σίριαλ από το ελληνικό κοινό, καθώς πρόκειται για μία γλώσσα που “ακούγεται” πάρα πολύ δύσκολα.
Ωστόσο, αυτό ξεπεράστηκε με τα “Σύνορα της Αγάπης”», σημειώνει η ίδια, υπογραμμίζοντας πως το εν λόγω σίριαλ αποτέλεσε το κομβικό σημείο, όσον αφορά τη διαπίστωση της ανταπόκρισης των Ελλήνων τηλεθεατών στα τουρκικής προέλευσης σίριαλ.
«Ήταν το πρώτο που μπήκε στην ελληνική αγορά και, από τη στιγμή που πέτυχε το πείραμα, η επιτυχία για τις σειρές που θα ακολουθούσαν θα ήταν κατά κάποιο τρόπο εξασφαλισμένη».
Επιπλέον, η γνωστή τηλεκριτικός επισημαίνει πως οι «Χίλιες και Μία Νύχτες» είναι μια πολύ καλή παραγωγή από αισθητικής άποψης, που πολλές ελληνικές σειρές θα ζήλευαν.
«Παρουσιάζει μια πολύ όμορφη πλευρά της Κωνσταντινούπολης, η οποία, αν και δεν είναι ενδεικτική, γοητεύει τον τηλεθεατή».
Θεωρεί, μάλιστα, πως η επιτυχία του συγκεκριμένου σίριαλ, αλλά και του «Κισμέτ», η προβολή του οποίου ξεκίνησε αργότερα, καταδεικνύουν πως, αν συνυπολογίσει κανείς και την ένδεια που παρατηρείται στην ελληνική τηλεόραση, δεν πρόκειται για κάτι παροδικό.
«Θα μας απασχολούν για πολύ ακόμη οι τουρκικές σειρές, μια και τα ελληνικά κανάλια θα συνεχίσουν να τις κυνηγούν», αναφέρει χαρακτηριστικά και συμπληρώνει: «Μέχρι πριν από ένα χρόνο τα κανάλια έπαιρναν τις σειρές του εξωτερικού και τις διασκεύαζαν. Τώρα, επειδή δεν υπάρχουν χρήματα, τις παίρνουν αυτούσιες».
«Φούσκα»
Αναφερόμενη στις αρνητικές συνέπειες της προτίμησης που δείχνουν τα κανάλια στις εισαγόμενες παραγωγές, η τηλεκριτικός επισημαίνει πως «το πραγματικά λυπηρό της όλης υπόθεσης είναι πως δεν έχουν δουλειά οι Έλληνες ηθοποιοί.
Αυτό είναι πολύ δυσάρεστο». Ξεκαθαρίζει, ωστόσο, πως οι ευθύνες που βαραίνουν τα ίδια τα κανάλια είναι τεράστιες. «Η τηλεόραση έμοιαζε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα με τη “φούσκα” του Χρηματιστηρίου.
Όμως στην προκειμένη περίπτωση, η “φούσκα” αυτή έσκασε νωρίτερα και πιο απότομα λόγω της κρίσης. Δεν ήταν δυνατό σε πληθυσμό δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων να υπάρχουν πενήντα σίριαλ, κάποια από τα οποία είχαν ιδιαίτερα υψηλό κόστος», εξηγεί η κυρία Μεσσαροπούλου.
Epikaira - ΤΩΝ ΘΑΝΑΣΗ ΦΟΥΣΚΙΔΗ ΚΑΙ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΝΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου