Στερνός απ’ όλους διάβηκε κι ο Σαλπιγκτής στο χώμα,
της σάλπιγγάς του ο αντίλαλος δεν είχε σβήσει ακόμα,
της Μικρασίας ξετρέχοντας τα πλάτη πέρα ως πέρα
πότε αντηχούσε σα λυγμός και πότε σα φλογέρα.
Άθαφτος λειώνει ο Σαλπιγκτής μέσ’ στις βροχές,
παρέκει η σκουριασμένη σάλπιγγα πιστή του παραστέκει.
Με του χιονιού το σάβανο τους σκέπασ’ ο χειμώνας
κι ήταν βαρύς σαν κόλαση μεγάλος σαν αιώνας.
Μα τι κι αν ήρθε η Άνοιξη, μέσα στο νέο χορτάρι
δεν φαίνεται ούτε σάλπιγγα ούτε σκεβρό κουφάρι.
Μόνο από νύχτα σε νυχτιά βγαίνει το φάντασμά του
και ψάχνει στα χαμόκλαδα να βρει τη σάλπιγγά του.
Μην αποκάμεις, σαλπιγκτή, και μη λιγοπιστήσεις,
χιλιάδες νύχτες θα διαβούν, νύχτες σιγής και φρίκης,
μα θάρθη – θάρθη ένα πρωί που εσύ θα τους χτυπήσεις
με την παλιά σου σάλπιγγα τους νέους σκοπούς της νίκης.
28 Οκτ 2009
Ο Σαλπιγκτής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου