14 Μαΐ 2018

Αρχιμ. Ισίδωρος, Καθηγ. Ι. Μ. Βαρλαάμ: Ο σύγχρονος Μετεωρίτικος Μοναχισμός ως μαρτυρία Χριστού

Αρχιμ. Ισίδωρος, Καθηγ. Ι. Μ. Βαρλαάμ: Ο σύγχρονος Μετεωρίτικος Μοναχισμός ως μαρτυρία Χριστού
Εισήγηση στο Πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο Ά­για Με­τέ­ω­ρα 12-14 Σε­πτεμ­βρί­ου 2000

    Ό­ταν οι πρώ­τοι Α­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τες α­σκη­τές έ­κτι­ζαν τις τα­πει­νές κα­λύ­βες τους στούς απόκο­σμους βρά­χους η με­τέ­βαλ­λαν τις σκο­τει­νές σπη­λι­ές σε κα­τα­νυ­κτι­κούς να­ΐ­σκους, δεν θα εί­χαν πο­τέ φαν­τα­σθή ό­τι θε­με­λί­ω­ναν μια λαμ­πρή Μο­να­στι­κή πο­λι­τεί­α, που έ­μελ­λε να α­να­δεί­ξη χο­ρεί­α ο­σί­ων, να γί­νη ι­σχυ­ρός προ­μα­χώ­νας της Ορ­θο­δο­ξί­ας και του Ελ­λη­νισμού, να δι­α­λα­λη­θή στα πέ­ρα­τα της Οι­κου­μέ­νης και να προ­σελ­κύ­η ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρους θαυ­μα­στές της α­πό κά­θε γω­νιά της γης. Κι ό­ταν οι ό­σιοι Κτί­το­ρες των Μο­νών μας οι­κο­δο­μού­σαν με ά­με­τρες θυ­σί­ες τα Πε­ρί­λαμ­πρα Κα­θο­λι­κά και τα ευ­τρέ­πι­ζαν με μο­να­δι­κές τοι­χο­γρα­φί­ες, ό­ταν δη­μι­ουρ­γού­σαν για τις α­νάγ­κες των Α­δελ­φο­τή­των τους τα κα­λαί­σθη­τα κτι­ρια­κά συγ­κρο­τή­μα­τα η πλού­τι­ζαν τις μο­να­στη­ρια­κές βι­βλι­ο­θή­κες με α­νε­κτί­μη­τα χει­ρό­γρα­φα, ποι­ός θα μπο­ρού­σε να προ­σμε­τρή­ση το βά­ρος της κλη­ρο­νο­μιάς που θ' ά­φη­ναν; Μιας κλη­ρο­νο­μιάς που φέ­ρει έ­κτυ­πη τη σφρα­γί­δα της ο­λο­κλη­ρω­τι­κής α­φο­σι­ώ­σε­ώς τους στον Θε­ο και των ι­σο­βί­ων μό­χθων τους.
    Οι πρώ­τες γρα­πτές μαρ­τυ­ρί­ες της ι­στο­ρί­ας των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων ανά­γον­ται στον εν­δέ­κα­το η κα­τ' άλ­λους στον δέ­κα­το αι­ώ­να, ε­πο­χή κα­τά την ο­ποί­α συγ­κρο­τεί­ται η Σκή­τη της Δού­πια­νης, με κέν­τρο Λα­τρεί­ας το μικρο Κυ­ρια­κό της, τον να­ο της Πα­να­γί­ας, που σώ­ζε­ται μέ­χρι και σή­με­ρα. Ε­ξέ­χου­σα φυ­σι­ο­γνω­μί­α ο «Πρώ­τος» της Σκή­της Νεί­λος ο Θε­ο­φι­λής, κτί­ζει τον 14ο αι­ώ­να,  πλην της Δού­πια­νης, και άλ­λες τρεις Μο­νές.
    Ο 14ος αι­ώ­νας εί­ναι η πε­ρί­ο­δος της πρώ­της με­γά­λης κτι­το­ρι­κής δημι­ουρ­γί­ας στην Θη­βα­ΐ­δα των Στα­γών. Ο ό­σιος Α­θα­νά­σιος ο Με­τε­ω­ρίτης ι­δρύ­ει την ε­πο­χή αυ­τή την Μο­νή του Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου και θε­με­λιώ­νει με το «Τυ­πι­κό» του, που α­πε­τέ­λε­σε πρό­τυ­πο και για τις υ­πό­λοι­πες Μο­νές, τον κοι­νο­βια­κό τρό­πο ζω­ής. Οι Ό­σιοι Θε­ο­φά­νης και Νε­κτά­ριος οι Α­ψα­ρά­δες, κτί­το­ρες του Βαρ­λα­άμ, εί­ναι οι με­γά­λες α­σκη­τι­κές μορφές, που σφρα­γί­ζουν με την α­γι­ό­τη­τα της ζω­ής τους και με την κτι­το­ρι­κή τους δρα­στη­ρι­ό­τη­τα την ε­πο­χή της με­γα­λύ­τε­ρης ακ­μής των Με­τε­ώ­ρων, τον 16ο αι­ώ­να, κα­τά την ο­ποί­α οι Μο­νές φθά­νουν τις εί­κο­σι τέσ­σε­ρες, χω­ρίς να υ­πο­λο­γί­ζον­ται στον α­ριθ­μό αυ­τό οι κα­λύ­βες και τα μι­κρά ασκη­τή­ρια. Την άν­θη­ση αυ­τή, που συ­νε­χί­ζε­ται και τον 17ο αι­ώ­να, α­κολου­θεί η φθί­νου­σα πο­ρεί­α του 18ου και 19ου αι­ώ­νος, ό­ταν οι ε­πι­δρομες των Τούρ­κων κα­τα­κτη­τών, ο χρό­νος και η φύ­ση ε­ρη­μώ­νουν στα­διακα τις πε­ρισ­σό­τε­ρες Μο­νές. Τα δι­α­σω­θέν­τα με­γά­λα Μο­να­στή­ρια, α­κολου­θών­τας α­να­πό­φευ­κτα τις ε­θνι­κές μας πε­ρι­πέ­τει­ες, δι­έρ­χον­ται, κα­τά την Γερ­μα­νι­κή Κα­το­χή και στα με­τέ­πει­τα εί­κο­σι πε­ρί­που χρό­νια, πε­ρί­ο­δο με­γά­λης δο­κι­μα­σί­ας. Οι­κο­νο­μι­κές δυ­σχέ­ρει­ες, Α­δελ­φό­τη­τες με ε­λά­χιστους Μο­να­χούς, κτί­ρια ε­τοι­μόρ­ρο­πα α­πό την φθο­ρά του χρό­νου και α­πό τούς βομ­βαρ­δι­σμούς των Γερ­μα­νών, συν­θέ­τουν την με­τα­πο­λε­μι­κή ει­κό­να της άλ­λο­τε ακ­μαί­ας Μο­να­στι­κής Πο­λι­τεί­ας.
    Η δά­δα, ό­μως, του α­σκη­τι­κού ι­δε­ώ­δους και μέ­σα σ' αυ­τόν τον δει­νό χει­μώ­να δεν έ­σβη­σε. Οι λί­γοι η­λι­κι­ω­μέ­νοι Μο­να­χοί δι­α­τη­ρούν με θαυ­μα­στή αυ­τα­πάρ­νη­ση την α­σκη­τι­κή πα­ρά­δο­ση, πε­ρι­μέ­νον­τας καρ­τε­ρι­κά την ευ­λο­γη­μέ­νη ώ­ρα που η Α­γί­α Λι­θό­πο­λη θα πε­ρι­βαλ­λό­ταν την πα­λιά της αί­γλη.
    Και η ώ­ρα ήλ­θε. Οι πρε­σβεί­ες των ο­σί­ων Κτι­τό­ρων έ­φε­ραν Μη­τρο­πο­λί­τη Τρίκ­κης και Στα­γών τον α­πό Λη­μνου κυ­ρό Δι­ο­νύ­σιο, α­σκη­τι­κό και φι­λο­μό­να­χο ι­ε­ράρ­χη, ο ο­ποί­ος με­ρι­μνά με α­ξι­ο­θαύ­μα­στο ζή­λο να ε­παν­δρω­θούν οι Μο­νές, για να συν­τε­λε­σθή το θαύ­μα της πνευ­μα­τι­κής και κτι­ρια­κής α­να­γεν­νή­σε­ως. Η εγ­κα­τά­στα­ση, το έ­τος 1961, στην Μο­νή Βαρ­λα­άμ της Συ­νο­δεί­ας του μετέπειτα Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Πει­ραι­ώς κ.κ. Καλ­λι­νί­κου, δι­α­κρι­τι­κού και πο­λυ­δρά­στου Ι­ε­ράρ­χου, με κτι­το­ρι­κό έρ­γο στην Μο­νή, ο­ρο­θε­τεί την α­παρ­χή μιας νέ­ας λαμ­πρής πε­ρι­ό­δου στην ι­στο­ρί­α του Α­γι­ο­με­τε­ω­ρι­κού Μο­να­χι­σμού.
    Με­λος ε­πί­λε­κτο της Α­δελ­φό­τη­τος αυ­τής και σε­μνό καύ­χη­μα της μετέ­ω­ρης Μο­να­στι­κής Πο­λι­τεί­ας ο ση­με­ρι­νός σε­πτός Προ­κα­θή­με­νος της Ελ­λα­δι­κής Εκ­κλη­σί­ας κ.κ. Χρι­στό­δου­λος, ο ο­ποί­ος λαμ­πρύ­νει και ευ­λο­γεί με την πα­ρου­σί­α του και το Μο­να­στι­κό τού­το Συ­νέ­δριο. Με τον πλού­το των θε­οσ­δό­των χα­ρι­σμά­των του και την ευ­παρ­ρη­σί­α­στη τόλ­μη της α­ρετής του, δί­δει, στούς τω­ρι­νούς κρί­σι­μους για την  Εκ­κλη­σί­α και το  Έ­θνος μας και­ρούς, πο­λυ­μέ­τω­πους σκλη­ρούς α­γώ­νες υ­πέρ των ι­ε­ρών και των ο­σί­ων μας.
    Δυ­ο α­κό­μη ε­κλε­κτοί βλα­στοί της Μο­νής Βαρ­λα­άμ α­πό την ί­δια Συ­νοδεί­α, ο μα­χη­τι­κός Μη­τρο­πο­λί­της Κα­λα­βρύ­των και Αι­γι­α­λεί­ας κ.κ. Αμβρό­σιος και ο μει­λί­χιος Ά­γιος Κι­τρους και Κα­τε­ρί­νης κ.κ. Α­γα­θό­νι­κος, μαρ­τυ­ρούν την α­δι­ά­κο­πη ευ­ερ­γε­τι­κή πα­ρου­σί­α των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων σε ό­λους τούς το­μείς του εκ­κλη­σι­α­στι­κού και ε­θνι­κού μας βί­ου, πα­ρου­σί­α που δεν λεί­πει ού­τε στις πιο δύ­σκο­λες στιγ­μές της ι­στο­ρί­ας τους.
    Με τα ορ­γα­νω­μέ­να σή­με­ρα Μο­να­χι­κά Κοι­νό­βια α­να­βι­ώ­νει και γνωρί­ζει μια νέ­α άν­θη­ση πά­νω στούς ι­ε­ρούς βρά­χους η ι­σάγ­γε­λη πο­λι­τεί­α. Πι­στοί στις υ­πο­θή­κες των ο­σί­ων Πα­τέ­ρων τους οι ση­με­ρι­νοί Α­γι­ο­με­τεω­ρί­τες Μο­να­χοί και προ­ση­λω­μέ­νοι στην μα­κραί­ω­νη α­σκη­τι­κή πα­ρά­δοση, δί­δουν πο­λυ­τρό­πως την μαρ­τυ­ρί­α του Χρι­στού. Ο ά­πει­ρος σε­βα­σμός και η α­γά­πη τους προς την α­τί­μη­τη πνευ­μα­τι­κή και πο­λι­τι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά των κα­τά πνεύ­μα προ­γό­νων τους, η α­φο­σί­ω­ση στην υ­ψη­λή α­πο­στο­λή τους, η φι­λο­κα­λί­α και ο ζή­λος τους α­περ­γά­ζον­ται το ση­με­ρι­νό α­να­στηλω­τι­κό θαύ­μα που με­τα­μορ­φώ­νει την κτι­ρια­κή ει­κό­να των Μο­νών. Με ι­ε­ρό δέ­ος και ευ­λά­βεια για τα έρ­γα των χει­ρών των κτι­τό­ρων, με σε­βασμο στην πα­ρά­δο­ση και στο φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον, με προ­σω­πι­κούς κόπους και θυ­σί­ες, ε­πί σα­ράν­τα ο­λό­κλη­ρα χρό­νια, συν­τη­ρούν, α­να­και­νίζουν και α­να­στη­λώ­νουν, σώ­ζον­τας έ­τσι α­πό τον α­φα­νι­σμό τα πα­λαι­ά κτί­σμα­τα και δί­νον­τας για αι­ώ­νες ζω­η στα α­πα­ρά­μιλ­λα αρ­χι­τε­κτο­νι­κά μνη­μεί­α.
    Ε­κεί­νο, ό­μως, που βα­ραί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο στούς ώ­μους μας εί­ναι η ευ­θύ­νη για την πνευ­μα­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά μας, την σώ­ζου­σα και α­γι­ά­ζου­σα Πα­ρά­δο­ση του Ορ­θο­δό­ξου Α­να­το­λι­κού Μο­να­χι­σμού, που φθά­νει σ' εμας δια των ο­σί­ων Με­τε­ω­ρι­τών Πα­τέ­ρων. Αυ­τήν κυ­ρί­ως την κλη­ρο­νομια α­γω­νι­ζό­μα­στε να δι­α­φυ­λά­ξου­με και να με­τα­δώ­σου­με α­νό­θευ­τη στις ε­πό­με­νες γε­νι­ές. Εί­ναι το βά­ρος των α­ρε­τών του ο­σί­ου Α­θα­να­σί­ου του Με­τε­ω­ρί­του, ε­νός εκ των με­γά­λων νη­πτι­κών πα­τέ­ρων της ε­πο­χής του· εί­ναι η α­γι­α­σμέ­νη βι­ο­τή ό­λων των κτι­τό­ρων μας, εί­ναι ο φι­λό­θε­ος ζή­λος, η φι­λά­δελ­φη δι­ά­θε­ση προ­σφο­ράς και η μέ­χρις αυ­το­θυ­σί­ας φι­λο­πα­τρί­α ό­λων των α­γι­ο­με­τε­ω­ρι­τών πα­τέ­ρων, που α­νέ­δει­ξαν την θε­ό­κτι­στη Λι­θό­πο­λή μας σε θε­μα­το­φύ­λα­κα των θρη­σκευ­τι­κών και ε­θνι­κών μας α­ξι­ών.
    Οι βρά­χοι των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων, που εί­δαν στα πρό­σω­πα των ο­σίων μας το κάλ­λος και την ευ­πρέ­πεια της ει­κό­νος του Θε­ού, εί­ναι για τούς ση­με­ρι­νούς ε­νοί­κους τους το Θα­βώρ της προ­σω­πι­κής τους με­ταμορ­φώ­σε­ως. Με την α­πο­τα­γή του κό­σμου, που, ως εκ­ζή­τη­ση του Θε­ού και θυ­σί­α των τερ­πνών της ζω­ής, α­πο­τε­λεί μια τρα­νή μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στού, ει­σέρ­χε­ται ο Με­τε­ω­ρί­της Μο­να­χός στο στά­διο των α­σκη­τι­κών α­γω­νισμά­των, ό­που νυ­χθη­με­ρόν «πυ­κτεύ­ει, υ­πο­πιά­ζει και δου­λα­γω­γεί» ε­αυτον, για να φθά­ση στην ε­σω­τε­ρι­κή κα­θα­ρό­τη­τα και να δε­χθή την έλ­λαμψη του α­κτί­στου φω­τός της Τρι­α­δι­κής Θε­ό­τη­τος. Α­κο­λου­θών­τας στα ί­χνη των πα­τέ­ρων του, ε­λεύ­θε­ρος α­πό τα δε­σμά της υ­λι­κής προ­σπα­θεί­ας, πορεύ­ε­ται την ο­δό του μαρ­τυ­ρί­ου της συ­νει­δή­σε­ως, α­πεκ­δύ­ε­ται το δι­κό του θέ­λη­μα, α­γνεύ­ει για την α­γά­πη του Χρι­στού και βρί­σκει μέ­σα στούς κόπους του την α­νά­παυ­ση της ει­ρή­νης του Θε­ού. Κα­τω α­πό το στορ­γι­κό βλέμ­μα των Α­γί­ων μας και μέ­σα στούς ί­διους χώ­ρους,  στούς ο­ποί­ους ε­κεί­νοι κέρ­δι­σαν τον ου­ρα­νό, δί­δει α­δι­ά­κο­πα την μαρ­τυ­ρί­α του Χρι­στού και συ­νε­χί­ζει την μο­να­χι­κή πα­ρά­δο­ση, α­σκού­με­νος στις α­ρε­τές της παρθε­νί­ας, της α­κτη­μο­σύ­νης και της υ­πα­κο­ής, στη νη­στεί­α, στην α­γρυ­πνί­α, στην α­δι­ά­λει­πτη νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Στούς να­ούς, που ά­γι­ες χεί­ρες οι­κοδό­μη­σαν και γε­νι­ές α­τέ­λει­ω­τες Μο­να­χών λά­τρευ­σαν τον Κυ­ριο, προσφέ­ρει με τούς ί­διους ύ­μνους τη δι­κή του λα­τρεί­α· στα κελ­λιά, που πο­τίσθη­καν α­πό ά­φθο­νους α­σκη­τι­κούς ι­δρώ­τες, εκ­ζη­τεί, με γο­νυ­κλι­σί­ες και κομ­βο­σχοί­νια, με πε­ρι­συλ­λο­γή και δά­κρυ­α με­τα­νοί­ας, το έ­λε­ος του Θεού.
    Στο Πο­τή­ριο της Ζω­ής, που δεν έ­παυ­σε να προ­σφέ­ρε­ται α­δι­ά­κο­πα μέ­σα στούς αι­ώ­νες, στο πε­τρα­χή­λι του Πνευ­μα­τι­κού, στην ι­ε­ρή υ­μνω­δί­α που δεν σί­γη­σε πο­τέ και στα νά­μα­τα της α­είρ­ρο­ης πα­τε­ρι­κής δι­δα­σκαλί­ας, δι­α­σώ­ζε­ται και με­τα­φέ­ρε­ται α­πό γε­νιά σε γε­νιά γνή­σια η ορ­θοδο­ξη α­σκη­τι­κή πνευ­μα­τι­κό­τη­τα στα Ά­για Με­τέ­ω­ρα. Πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, την ο­ποί­α η ε­ξω­τε­ρι­κή ει­κό­να, ό­πως δι­α­μορ­φώ­νε­ται α­πό τα ση­με­ρι­νά δε­δομέ­να, κά­νει α­θέ­α­τη σ' έ­να ε­πι­πό­λαι­ο βλέμ­μα και σε μια α­βα­σά­νι­στη κρί­ση.
    Με ρε­α­λι­σμό, με συγ­κα­τά­βα­ση στις α­παι­τή­σεις των και­ρών και με υψη­λό αί­σθη­μα ευ­θύ­νης αν­τι­με­τω­πί­ζει η Μο­να­στι­κή μας Πο­λι­τεί­α την συγχρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Το μο­να­δι­κό φυ­σι­κό κάλ­λος της ό­λης α­γι­ο­με­τεω­ρι­κής πε­ρι­ο­χής, η ι­στο­ρί­α, τα αρ­χι­τε­κτο­νι­κά μνη­μεί­α και οι κει­μη­λια­κοί μας θη­σαυ­ροί προ­σελ­κύ­ουν πλή­θη ε­πι­σκε­πτών α­πό ό­λο τον κό­σμο, η δε πνευ­μα­τι­κή α­κτι­νο­βο­λί­α, τα ά­για λεί­ψα­να και η χά­ρη των θαυ­μα­τουρ­γών α­γί­ων κα­θι­στούν τα Με­τέ­ω­ρα έ­να παγ­κό­σμιο ορ­θό­δο­ξο προ­σκύ­νη­μα. Η νέ­α αυ­τή δι­ά­στα­ση ε­πι­φορ­τί­ζει τούς ση­με­ρι­νούς Με­τε­ω­ρί­τες με μια ε­πί πλέ­ον ευ­θύ­νη. Την ευ­θύ­νη της ι­ε­ρα­πο­στο­λής μέ­σα στα Μο­να­στή­ρια τους, που γί­νον­ται άμ­βω­νες και στέλ­λουν το μή­νυ­μα του Ευ­αγ­γε­λί­ου στα πέρα­τα της Οι­κου­μέ­νης. Η πα­ρου­σί­α και μό­νο του μο­να­χού εί­ναι έ­να ζωντα­νό κή­ρυγ­μα ό­χι μό­νο για τον προ­σκυ­νη­τή, αλ­λά και για τον αλ­λό­πι­στο η τον αλ­λό­δο­ξο ε­πι­σκέ­πτη. Ζώ­σα ει­κό­να και μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στού, ε­νερ­γεί σε πολ­λές ψυ­χές την κα­λή αλ­λοί­ω­ση, με τη χά­ρη του Θε­ού που α­κτι­νο-βο­λεί στο πρό­σω­πο, στο λό­γο και στη συμ­πε­ρι­φο­ρά του.
Δεν αμ­φι­σβη­τού­με την α­ξί­α της η­συ­χί­ας, ως ση­μαν­τι­κού πα­ρά­γον­τος πνευ­μα­τι­κής ζω­ής. Και στα Με­τέ­ω­ρα --ό­σο κι αν φαί­νε­ται πα­ρά­δο­ξο-- μπο­ρού­με να την δι­α­σφα­λί­σου­με κα­τά έ­να με­γά­λο μέ­ρος. Η αυ­στη­ρή τήρη­ση του ω­ρα­ρί­ου ε­πι­σκε­πτών, το ο­ποί­ο δεν υ­περ­βαί­νει το έ­να τέ­ταρ­το του ει­κο­σι­τε­τρα­ώ­ρου, μας ε­ξα­σφα­λί­ζει πολ­λές και τις κα­λύ­τε­ρες ώ­ρες για την λα­τρεί­α και την α­το­μι­κή μας προ­σευ­χή. Η δυ­να­τό­τη­τα ε­ναλ­λα­γής των δι­α­κο­νη­τών στα με­γα­λύ­τε­ρα κοι­νό­βια και η ε­ναλ­λα­κτι­κή λύ­ση του λα­ϊ­κού προ­σω­πι­κού στα ο­λι­γά­ριθ­μα, κα­θώς ε­πί­σης και το κλεί­σι­μο των Μο­νών μί­α η και δύ­ο φο­ρές την ε­βδο­μά­δα μας πα­ρέ­χουν υ­πρρ­δι­πλά­σιες η­μέ­ρες η­συ­χί­ας. Κι αυ­τό μό­νο για τούς θε­ρι­νούς μή­νες, δι­ό­τι η χειμε­ρι­νή πε­ρί­ο­δος εί­ναι κα­τά κα­νό­να η­συ­χα­στι­κή. Έ­χου­με δε και το πλε­ονέ­κτη­μα της μη δι­α­νυ­κτε­ρεύ­σε­ως ε­πι­σκε­πτών στις Μο­νές, λό­γω στε­νό­τη­τος χώ­ρου και λό­γω των κον­τι­νών α­πο­στά­σε­ων της Κα­λαμ­πά­κας και του Κα­στρα­κί­ου, ό­που υ­πάρ­χει πλη­θώ­ρα ξε­νο­δο­χεί­ων.
    Η αί­σθη­ση του χρέ­ους προς την πα­ρα­κα­τα­θή­κη των πα­τέ­ρων μας μας ε­πι­βάλ­λει την θυ­σί­α, εν μέ­ρει, της πο­θη­τής για κά­θε μο­να­χό η­συ­χί­ας και μας ε­πι­βα­ρύ­νει με πε­ρισ­σό­τε­ρο κό­πο. Ο χώ­ρος αυ­τός, ο κα­θι­ε­ρω­μέ­νος ε­πί μί­α και πλέ­ον χι­λι­ε­τί­α στη λα­τρεί­α του Θε­ού, τέ­τοι­ος πρέ­πει να παρα­μεί­νη μέ­χρι της συν­τε­λεί­ας του αι­ώ­νος. Και η μό­νη εγ­γύ­η­ση για την δι­α­φύ­λα­ξη του α­σκη­τι­κού και λα­τρευ­τι­κού χα­ρα­κτή­ρος του εί­ναι η μο­ναχι­κή πα­ρου­σί­α.
    Η α­να­γνώ­ρι­ση α­πό την Εκ­κλη­σί­α της Ελ­λά­δος της ι­ε­ρό­τη­τος της ό­λης α­γι­ο­με­τε­ω­ρι­κής πε­ρι­ο­χής και η νο­μο­θε­τι­κή κα­το­χύ­ρω­σή της, το έ­τος 1995, α­πό την Ελ­λη­νι­κή Πο­λι­τεί­α την πε­ρι­φρου­ρεί α­πό τούς έ­ξω­θεν προερ­χο­μέ­νους κιν­δύ­νους και α­πο­τε­λεί, ως εκ τού­του, μέ­γα ευ­ερ­γέ­τη­μα, για το ο­ποί­ο εί­με­θα πάν­το­τε ευ­γνώ­μο­νες. Αλ­λά ο σω­τή­ριος αυ­τός νό­μος, ό­πως και η προ­στα­σί­α της U­N­E­S­CO, η ο­ποί­α συμ­πε­ρι­έ­λα­βε τα Με­τέ­ω­ρα στα δι­α­τη­ρη­τέ­α μνη­μεί­α της Αν­θρω­πό­τη­τος, και κά­θε άλ­λο προ­στα­τευ­τι­κό μέ­τρο, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μό­νο με την πα­ρου­σί­α των Μο­να­χών μπορει να τε­λε­σφο­ρή­ση.
Αν και η ευ­λο­γη­μέ­νη Μο­να­στι­κή μας πο­λι­τεί­α δεν προ­σφέ­ρε­ται για α­να­χω­ρη­τι­σμό και τε­λεί­α η­συ­χί­α, δεν υ­στε­ρεί δι­ό­λου σε προ­ϋ­πο­θέ­σεις πνευ­μα­τι­κής τε­λει­ώ­σε­ως. Δεν εμ­πο­δί­ζει κα­νείς τον ση­με­ρι­νό Με­τε­ω­ρί­τη Μο­να­χό να ο­μο­λο­γή α­δι­ά­κο­πα Χρι­στόν στο στά­διο της μαρ­τυ­ρι­κής υπα­κο­ής και να φθά­ση στην έ­νω­ση με τον Θε­ο, κα­ταρ­ρί­πτον­τας, «το μεσό­τοι­χον του ι­δί­ου θε­λή­μα­τος». Κα­τά τον Ά­γιο Γρη­γό­ριο τον Σι­να­ΐ­τη, ο μο­να­χός που α­σκεί την υ­πα­κο­ή, «πάν­τα τα πά­θη υ­φ' εν πε­ρι­έ­κο­ψε· και δια της υ­πα­κο­ής και την η­συ­χί­αν κα­τώρ­θω­σε, τον Χρι­στόν ευ­ρών». Α­σφαλέ­στε­ρη και δο­κι­μώ­τε­ρη θε­ω­ρεί ο Ά­γιος Ι­ω­άν­νης της Κλί­μα­κος την α­ρετή που α­πο­κτά­ται δια της υ­πα­κο­ής, α­πό αυ­τήν, η ο­ποί­α καλ­λι­ερ­γεί­ται στην η­συ­χί­α. «Η μεν εξ η­συ­χί­ας κα­τορ­θου­μέ­νη του σώ­μα­τος α­πά­θεια, κό­σμω πολ­λά­κις πλη­σι­ά­ζου­σα, ουκ α­σά­λευ­τος έ­μει­νεν· η δε εξ υ­πα­κο­ής προσγι­νο­μέ­νη, παν­τα­χού δό­κι­μος και α­κρά­δαν­τος».
    Η υ­πα­κο­ή εί­ναι για τον Με­τε­ω­ρί­τη Μο­να­χό α­σπί­δα προ­στα­σί­ας στην κα­θη­με­ρι­νή του δι­α­κο­νί­α, η ζων­τα­νή πα­ρου­σί­α των Α­γί­ων ε­νί­σχυ­ση στούς πει­ρα­σμούς, και η μνή­μη του Θε­ού με την α­δι­ά­λει­πτη νο­ε­ρά προσευ­χή, την ο­ποί­α μπο­ρεί να δι­α­τη­ρή και μέ­σα στο θό­ρυ­βο των ε­πι­σκεπτών, το εν­τρύ­φη­μα και η α­γαλ­λί­α­ση της ψυ­χής του. 
    Η έν­το­νη λα­τρευ­τι­κή ζω­η με την α­νελ­λι­πή τέ­λε­ση των δι­α­τε­ταγ­μέ­νων Α­κο­λου­θι­ών και την συ­χνή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, οι α­γρυ­πνί­ες, η κα­τά μό­νας προ­σευ­χή, η με­λέ­τη, η συμ­με­το­χή στα Μυ­στή­ρια, η ε­ξα­γό­ρευ­ση των λο­γισμών, η νη­στεί­α και κά­θε μέ­σο που προ­σφέ­ρει η Α­γί­α μας Εκ­κλη­σί­α προς α­για­σμόν, με την προ­σω­πι­κή συμ­βο­λή της τη­ρή­σε­ως του νου και του ε­σω­τε­ρι­κού α­γώ­νος, εί­ναι και για μας πο­ρι­σμός Θεί­ας Χα­ρι­τος. Μέσα σ' αυ­τήν την α­τμό­σφαι­ρα της προ­σευ­χής και μέ­σα στην χά­ρη του Θεού, ό­λες οι δρα­στη­ρι­ό­τη­τες, α­κό­μη και οι υ­λι­κές, προσ­λαμ­βά­νουν για τον Με­τε­ω­ρί­τη, ό­πως και για κά­θε Μο­να­χό, πνευ­μα­τι­κές δι­α­στά­σεις. Έ­τσι, η δι­α­κο­νί­α των ε­πι­σκε­πτών, κα­τά την ο­ποί­α «Χρι­στός κα­ταγ­γέ­λεται»­, δια της ξε­να­γή­σε­ως και της ό­λης πα­ρου­σί­ας του Μο­να­χού, κα­θώς και το πο­λύ­πλευ­ρο έρ­γο των Μο­νών μας δεν α­πο­τε­λεί πα­ρέκ­κλι­ση α­πό τον βα­σι­κό σκο­πό της α­πο­τα­γής του κό­σμου, αλ­λά μια άλ­λη έκ­φρα­ση α­γά­πης προς τον Θε­ο και τον συ­νάν­θρω­πο, έ­να ε­πί πλέ­ον μέ­σον α­γιασμου και συ­νε­πώς μια α­κό­μη μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στού.
    Χρι­στός ο­μο­λο­γεί­ται και Χρι­στός μορ­φώ­νε­ται στις ψυ­χές τό­σων και τό­σων πι­στών που έρ­χον­ται να α­πο­θέ­σουν στο πε­τρα­χή­λι των ση­με­ρινων Με­τε­ω­ρι­τών πνευ­μα­τι­κών πα­τέ­ρων το βά­ρος των α­μαρ­τι­ών τους. Χρι­στός με­τα­δί­δε­ται στο πλή­θος των φι­λα­κο­λού­θων που προ­σέρ­χον­ται στις Α­γρυ­πνί­ες και στις Θεί­ες Λει­τουρ­γί­ες και γί­νον­ται τα Μο­να­στή­ρια μας κέν­τρα και πρό­τυ­πα εκ­κλη­σι­α­στι­κής ζω­ής.
    Μια ση­μαν­τι­κή, ε­πί­σης, προ­σφο­ρά των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων στην Εκκλη­σί­α εί­ναι η εκ­παί­δευ­ση νέ­ων ι­ε­ρέ­ων στις αν­δρώ­ες Μο­νές, ό­που, εκτός α­πό την εκ­μά­θη­ση της λει­τουρ­γι­κής πρά­ξε­ως και τά­ξε­ως, με­τα­δί­δεται στούς ι­ε­ρείς η ευ­λά­βεια και ο ζή­λος της λα­τρευ­τι­κής ζω­ής.
    Μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στού εί­ναι και το πο­λυ­σχι­δές κοι­νω­νι­κό και φι­λαν­θρωπι­κό έρ­γο των Μο­νών που ε­κτεί­νε­ται και πέ­ραν των ο­ρί­ων της Ελ­λη­νικης Ε­πι­κρα­τεί­ας. Η α­νέ­γερ­ση να­ών στην Κα­λαμ­πά­κα και στην Αλ­βα­νί­α, η α­νοι­κο­δό­μη­ση πνευ­μα­τι­κού κέν­τρου στην Κα­λαμ­πά­κα, η πα­ρο­χή οι­κο­νο­μι­κής βο­η­θεί­ας στην Σερ­βί­α και στις άλ­λες εμ­πε­ρί­στα­τες Χώ­ρες των Βαλ­κα­νί­ων, η α­φα­νής πο­λύ­πλευ­ρη, κα­θη­με­ρι­νή, θα μπο­ρού­σα­με να πού­με, φι­λαν­θρω­πι­κή προ­σφο­ρά, κα­θώς και η ε­νί­σχυ­ση του έρ­γου της Ε­ξω­τε­ρι­κής Ι­ε­ρα­πο­στο­λής εί­ναι πε­ρίσ­σευ­μα α­γά­πης και καρ­πός συ­νε­χών α­σκη­τι­κών κό­πων.
Προ­σή­λω­ση στην ορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση, νή­φου­σα εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή συ­νεί­δη­ση και ο­μο­λο­για­κό φρό­νη­μα μαρ­τυ­ρεί και η ε­νερ­γός συμ­με­το­χή των Μο­νών μας στούς α­γώ­νες της Εκ­κλη­σί­ας για την προ­ά­σπι­ση των δι­καί­ων της και για την δι­α­φύ­λα­ξη της α­κε­ραι­ό­τη­τος της Πι­στε­ως. Οι θεσεις μας στο πρό­βλη­μα της εκ­κλη­σι­α­στι­κής πε­ρι­ου­σί­ας, της Συμ­φω­νί­ας Σεν­γκεν, του η­λε­κτρο­νι­κού φα­κελ­λώ­μα­τος, της δι­α­γρα­φής του θρη­σκεύμα­τος α­πό τα δελ­τί­α ταυ­τό­τη­τος και σε ό­λα τα φλέ­γον­τα σύγ­χρο­να ζητή­μα­τα, θέ­σεις, οι ο­ποί­ες εκ­φρά­σθη­καν με ψη­φί­σμα­τα, με έκ­δο­ση φυλλα­δί­ων και βι­βλί­ων και με κά­θε άλ­λο πρό­σφο­ρο μέ­σο, θε­με­λι­ω­μέ­νες στον α­ναλ­λοί­ω­το α­γι­ο­γρα­φι­κό και α­γι­ο­πα­τε­ρι­κό λό­γο, α­πη­χούν πι­στά την γνώ­μη της Εκ­κλη­σί­ας μας.
    Η πα­ρά­δο­ση συ­νε­χί­ζε­ται στα Με­τέ­ω­ρα και με την ε­πί­δο­ση των Μο-να­χών στις εκ­κλη­σι­α­στι­κές τέ­χνες. Με ι­δι­αί­τε­ρη ε­πι­μέ­λεια καλ­λι­ερ­γεί­ται η προ­σι­δι­ά­ζου­σα στην μο­να­χι­κή ι­δι­ό­τη­τα τέ­χνη της α­γι­ο­γρα­φί­ας και η Βυ­ζαν­τι­νή Μου­σι­κή, η ο­ποί­α α­νυ­ψώ­νει το ε­πί­πε­δο της λα­τρευ­τι­κής ζω­ής. Η πα­ρα­σκευ­ή θυ­μι­ά­μα­τος και α­γνού κε­ριού, α­πα­ραι­τή­των για τις λει­τουργι­κές α­νάγ­κες, δεν λεί­πει α­πό τις ε­να­σχο­λή­σεις τους, δια δε της συγγρα­φι­κής δρα­στη­ρι­ό­τη­τος ε­πι­τε­λεί­ται έρ­γο ευ­αγ­γε­λι­σμού ψυ­χών και προ­α­γω­γής του γλωσ­σι­κού και πνευ­μα­τι­κού ε­πι­πέ­δου.
    Το πο­λύ­μο­χθο και πο­λύ­πλευ­ρο έρ­γο των τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τι­ών στα Ά­για Με­τέ­ω­ρα, με ι­δι­αί­τε­ρη μέ­ρι­μνα, ε­κτός α­πό τις α­να­στη­λώ­σεις, στην ι­στό­ρη­ση να­ών και στην συν­τή­ρη­ση των χει­ρο­γρά­φων, δι­έ­σω­σε και α­νέ-δει­ξε τούς α­τί­μη­τους θη­σαυ­ρούς της κλη­ρο­νο­μιάς μας και εί­ναι μια μαρτυ­ρί­α Χρι­στού ό­χι μό­νο για τούς πρω­τερ­γά­τες Μο­να­χούς, αλ­λά και για ό­σους ήλ­θαν α­ρω­γοί στούς κό­πους μας. Εκ­φρά­ζου­με και α­πό τη θέ­ση αυ­τή θερ­μές ευ­χα­ρι­στί­ες προς τα πρό­σω­πα που στη­ρί­ζουν τις προ­σπάθει­ές μας και κα­τά πρώ­τον λό­γον στον Σε­βα­σμι­ώ­τα­το Μη­τρο­πο­λί­τη μας Στα­γών και Με­τε­ώ­ρων κ.κ. Σε­ρα­φείμ για την ποι­μαν­τι­κή μέ­ρι­μνα, την συμ­πα­ρά­στα­ση και την δι­α­κρι­τι­κή του α­γά­πη. Πι­στεύ­ου­με ό­τι η άρ­ση του προ­σω­πο­πα­γούς χα­ρα­κτή­ρος της Μη­τρο­πό­λε­ώς μας θα εί­ναι ευ­ερ­γε­τι­κή για τα Ά­για Με­τέ­ω­ρα και την ό­λη πε­ρι­ο­χή. Στο τε­ρά­στιο α­να­στη­λω­τι­κό έρ­γο συμ­βάλ­λει ου­σι­α­στι­κά το εν­δι­α­φέ­ρον, η δι­ά­κρι­ση και η α­γα­στή συ­νερ­γα­σί­α του Προ­ϊ­στα­μέ­νου της 7ης Ε­φο­ρεί­ας Βυ­ζαν­τι­νών Αρ­χαι­ο­τή­των κ. Λα­ζά­ρου Δε­ρι­ζι­ώ­τη, δια δε της κα­τα­γρα­φής και με­λέ­της των χει­ρο­γρά­φων, κα­τε­γρά­φη ευ­γνω­μό­νως το ό­νο­μα του α­ει­μνή­στου Νι­κο­λά­ου Βε­η και του δι­α­δό­χου του Ελ­λο­γι­μω­τά­του Κα­θη­γη­τού του Ι­ο­νί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου κ. Δη­μη­τρί­ου Σο­φια­νού στην ι­στο­ρί­α της Α­γί­ας Λι­θο­πό­λε­ως.  
    Ε­πι­κλεί­ον­τας, πα­ρα­κα­λώ, Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε, εύ­χε­σθε η ζω­η­φό­ρος ορ­θοδο­ξη α­σκη­τι­κή πα­ρά­δο­ση να μα­κραί­νη την χο­ρεί­α των Με­τε­ω­ρι­τών Α­γίων και η ου­ρα­νο­γεί­των α­γι­ό­τε­κνη Λι­θό­πο­λή μας να πα­ρα­μέ­νη «ου­ρα­νού αν­τί­τυ­πον», που θα «δι­η­γεί­ται δό­ξαν Θε­ού» «εις πά­σαν την γην». 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

O λίαν σεβαστός και αγαπητός, από τα παιδικά μας χρόνια, π.Ισίδωρος Τσιατάς φυλάει Θερμοπύλες όπως και όλοι οι μοναχοί και όλες οι μοναχές των Αγίων Μετεώρων.
Εσχάτως, κάποιες φωνές, ξένες προς το γνήσιο μοναστικό ιδεώδες κα ήθος, αξιώνουν, με πρόσχημα τα ανθρώπινα δικαιώματα και την τουριστική ανάπτυξη, την αλλοίωση του ιερού χαρακτήρα της μοναστικής πολιτείας των Αγίων Μετεώρων. Βιώνουμε, βλέπετε, την εποχή του ανέλεγκτου δικαιωματισμού!
Μία τέτοια απευκταία προοπτική και εξέλιξη απασχολούσε αγωνιωδώς τη σκέψη του αναμορφωτή του νεότερου μετεωρίτικου μοναχισμού, μακαριστού μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Διονυσίου (Χαραλάμπους).
Ο Άγιος Θεός, όμως, διά πρεσβειών των οσίων Μετεωριτών πατέρων, περικαλλέστατος ναός προς τιμήν των οποίων κοσμεί την πόλη της Καλαμπάκας, δεν πρόκειται να επιτρέψη την εισήλαση και παγίωση του "βδελύγματος της ερημώσεως εν τόπω αγίω". Οφείλουμε, όμως, και εμείς να αγωνισθούμε σθεναρώς προς την κατεύθυνση της αποτροπής μίας τέτοιου είδους εξελίξεως.
Λ.Ν.

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com