Το ιδεολόγημα των «ανανιστών» περί οικονομικής ανάπτυξης
του
Άγγελου Συρίγου –
Το
δέλεαρ της οικονομικής ανάπτυξης είναι ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα των
οπαδών μίας λύσης τύπου Ανάν.
Υποτίθεται ότι η λύση θα προκαλέσει μία εκρηκτική
ανάπτυξη, η οποία θα παρασύρει και θα περιθωριοποιήσει τις εθνοτικές διαφορές,
τις καχυποψίες και την έλλειψη εμπιστοσύνης. Αν και στην πραγματικότητα δεν
πρόκειται για επιχείρημα, αλλά για ισχυρισμό, πάνω του έχει οικοδομηθεί μία
ολόκληρη σχολή σκέψεως με σύνθημα: «εάν θέλεις ειρήνη, δώσε ώθηση στο
εμπόριο».
Μιλώντας
θεωρητικά, η αύξηση του εμπορίου ενδέχεται να διευκολύνει την επίλυση πολιτικών
διαφορών. Στην πράξη, όμως, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα συμβεί αυτό.
Κλασικό παράδειγμα είναι η πΓΔΜ. Η Ελλάδα ήδη από τη δεκαετία του 1990 κατέχει
σταθερά την πρώτη θέση στις άμεσες επενδύσεις στη γειτονική χώρα και είναι
κορυφαίος εμπορικός της εταίρος.
Αν
και η πΓΔΜ εξαρτάται οικονομικά από την Ελλάδα, η ηγεσία των Σκοπίων δεν άλλαξε
ούτε κατά κεραία τη στάση της στο θέμα της ονομασίας. Κάτι αντίστοιχο ισχύει
και για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Η Ελλάδα είναι ο δεύτερος κατά σειρά
οικονομικός εταίρος της Αλβανίας. Επιπλέον, τα εμβάσματα των εκατοντάδων
χιλιάδων Αλβανών μεταναστών που εργάζονται στην Ελλάδα αποτελούν σημαντικό
ποσοστό του αλβανικού ΑΕΠ. Παρ’ όλα αυτά οι διμερείς σχέσεις στο πολιτικό επίπεδο παραμένουν προβληματικές.
Τουρκική χρηματοδότηση και κλεμμένες
περιουσίες
Η
περίπτωση της Κύπρου είναι επιβαρυμένη και με πρόσθετα στοιχεία. Η ανάπτυξη των
κατεχομένων περιοχών έχει βασισθεί στις κλεμμένες περιουσίες Ελληνοκυπρίων. Η
μεγαλύτερη πηγή αντλήσεως πλούτου για τους κατακτητές (Τουρκοκυπρίους και
Τούρκους) ήταν οι παρατημένες περιουσίες των Ελληνοκυπρίων. Η κινητή περιουσία
τους λεηλατήθηκε τις πρώτες εβδομάδες της εισβολής, ενώ η ακίνητη έχει
μοιραστεί και έχουν δοθεί (άκυροι) τίτλοι ιδιοκτησίας.
Κτήματα
και κτήρια εξακολουθούν μέχρι τώρα να προσφέρουν προσόδους. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι η προσπάθεια που έγινε το 1975 να δημιουργηθεί ένας
βιομηχανικός πυρήνας από εργοστασιακές μονάδες και κέντρα διανομής προϊόντων
που εγκατέλειψαν οι Ελληνοκύπριοι στη βιομηχανική ζώνη της Λευκωσίας. Η
προσπάθεια συνεχίσθηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, αλλά κατέρρευσε,
λόγω της χρηματικής βοήθειας που έφθανε αφειδώς από την Άγκυρα.
Η
για προφανείς λόγους χρηματοδότηση της οικονομίας των Κατεχομένων από την
Άγκυρα δημιούργησε έναν υπερδιογκωμένο –και κατά κανόνα παρασιτικό– δημόσιο
τομέα, ο οποίος και ήταν η βάση της τουρκικής κυριαρχίας. Δεν χρειαζόταν
κάποιος να επενδύει.
Κατά
συνέπεια και για αρκετά χρόνια δεν υπήρξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη
της ακίνητης περιουσίας των Ελληνοκυπρίων. Η εκμετάλλευση ξανάρχισε μετά το
2002 όταν το κυβερνών ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν άρχισε να περιορίζει τη
χρηματοδότηση των Κατεχομένων.
Υπερδύναμη σε κατασκευές-τουρισμό
Ο
περιορισμός ώθησε προς την κατεύθυνση της τουριστικής κυρίως ανάπτυξης των
κλεμμένων περιουσιών. Δεν είναι τυχαίο ότι στις διαπραγματεύσεις η τουρκική
πλευρά αρνείται διαρρήδην να συζητήσει για επιστροφή περιοχών με θαλάσσιο
μέτωπο. Γνωρίζουν ότι η ανάπτυξη γίνεται πρωτίστως πάνω στη θάλασσα. Εκεί
γίνονται τα ξενοδοχεία, οι μαρίνες, εκεί δημιουργούνται τα λιμάνια απ’ όπου
διακινούνται τα προϊόντα, εκεί παράγεται πλούτος. Αυτές τις περιοχές αρνούνται
κατηγορηματικά να επιστρέψουν.
Προς
στιγμή ας παρακάμψουμε αυτή την άρνηση. Ας υποθέσουμε ακόμα ότι λύνονται οι
υφιστάμενες διαφωνίες για τις εγγυήσεις, την ασφάλεια, την επιστροφή των
προσφύγων και τις περιουσίες. Ποιες εταιρείες θα αναλάβουν να σπρώξουν την
Κύπρο στη νέα οικονομική εποχή; Μία ματιά στον κατάλογο των μεγαλύτερων κατασκευαστικών
εταιρειών παγκοσμίως δίνει την απάντηση. Στις πρώτες 250 κατασκευαστικές
εταιρείες περιλαμβάνονται 41 τουρκικές, 2 ελληνικές
και καμία κυπριακή.
Οι
τουρκικές εταιρείες διαχειρίζονται τον δεύτερο μετά την Κίνα όγκο
κατασκευαστικών έργων στον κόσμο. Αυτή είναι η παγκόσμια κατάσταση στον
κατασκευαστικό τομέα τα τελευταία εννέα συνεχή χρόνια. Πιστεύει κανείς
ειλικρινά ότι θα μπορέσουν να υπάρξουν εταιρείες από την Κύπρο που θα
ανταγωνισθούν τα τουρκικά μεγαθήρια;
Οικονομική επαρχία της Τουρκίας
Ας
πάμε τώρα στον κλάδο του τουρισμού. Η Άγκυρα δεν διεκδικεί τυχαίως ίσα
δικαιώματα για τους Τούρκους υπηκόους στην οικονομική δραστηριότητα σε ολόκληρο
το νησί. Σε περίπτωση λύσεως αυτό σημαίνει ότι οι τουριστικές εταιρείες της
Τουρκίας θα μπορέσουν να επενδύσουν και στην ελεύθερη Κύπρο, από την οποία
αυτό-εξαιρούνται σήμερα. Η σύγκριση και πάλι είναι συντριπτική.
Στην
Τουρκία υπάρχουν μονάδες που το 2014 (έτος ρεκόρ) υποδέχθηκαν 45.000.000
επισκέπτες. Το 44% των μεγάλων τουρκικών ξενοδοχειακών μονάδων είναι μικρότερο
των 10 ετών, γεγονός που κατατάσσει την Τουρκία στην πρώτη θέση σε όλη τη
Μεσόγειο. Είναι προφανές ότι οι κυπριακές τουριστικές επιχειρήσεις θα βρεθούν
αντιμέτωπες με γιγαντιαίες εταιρείες, τις οποίες δεν θα
μπορέσουν να ανταγωνισθούν.
Τα
όσα οικονομικά δεδομένα εκτέθηκαν παραπάνω καταδεικνύουν πως ο ισχυρισμός των
οπαδών της φιλοσοφίας του σχεδίου Ανάν περί εκρηκτικής ανάπτυξης δεν είναι
τίποτα περισσότερο από ένα ιδεολόγημα. Είναι αντιπαραγωγικό η συζήτηση για ένα
τόσο ζωτικής σημασίας ζήτημα όπως το Κυπριακό να πραγματοποιείται με
προπαγανδιστικού τύπου ισχυρισμούς, οι οποίοι έρχονται από το παρελθόν και δεν
έχουν σήμερα καμία βάση.
Εάν
δεν ληφθούν υπ’ όψιν, οι νέες συνθήκες, στις οποίες θα κληθεί να λειτουργήσει
το νέο κυπριακό κράτος, ολόκληρη η Κύπρος θα καταστεί εν τοις πράγμασι
οικονομική επαρχία της Τουρκίας. Αυτό θα είναι το αποτέλεσμα με ό,τι αυτό
συνεπάγεται για την επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού στις
πατρογονικές εστίες του.
Ο Άγγελος Συρίγος είναι
αναπληρωτής καθηγητής διεθνούς δικαίου και εξωτερικής πολιτικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου