Πολιτιστική υποβάθμιση, η της βλασφημίας αποποινικοποίηση
Του
Αρχιμ. Χρυσοστόμου Κ. Παπαθανασίου,
Ιεροκήρυκος του Καθεδρικού Ναού των Αθηνών
Μὲ
τὸ ἄρθρο 198 τοῦ Εἰδικοῦ Μέρους τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος καὶ ὑπὸ τὸν τίτλον
«κακόβουλος βλασφημία», θέλησε ὁ νομοθέτης νὰ προστατεύσει τὸ θρησκευτικὸ
συναίσθημα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Καὶ ὀρθῶς.
Ἡ
πρώτη παράγραφος συγκεκριμένα ὁρίζει ὅτι: «Μὲ φυλάκιση μέχρι δύο ἐτῶν τιμωρεῖται
ὅποιος δημόσια καὶ κακόβουλα βρίζει μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο τὸν Θεό».
Ἐν
προκειμένῳ ἀπαιτεῖται δόλος, εἶναι δὲ ἀρκετὸς καὶ ὁ ἐνδεχόμενος δόλος καὶ ὑπὸ τὴν
ἔννοια τοῦ Θεοῦ ἀναφέρεται ἐν προκειμένῳ ὁ Θεὸς γενικῶς. «Ἔννομον ἀγαθὸν δὲν εἶναι
ὁ Θεός, διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολὺ μικρός, ἵνα ἐξυψώσει ἑαυτὸν εἰς προστάτην
τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον αἰτεῖται πάντοτε τὴν προστασίαν Αὐτοῦ, ἀλλὰ τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα
τῶν πολιτῶν, τὸ ὁποῖον προσβάλλεται διὰ τῆς καθυβρίσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ
προστασία τοῦ ὁποίου εἶναι ἀπαραίτητος διὰ τὴν ἁρμονικὴν συμβίωσιν τῶν πολιτῶν»
(Καρανίκα Δημ., Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου, Ἐγχειρίδιον Ποινικοῦ Δικαίου, τ.
Β΄[1954], σελ. 224).
Ἡ
δεύτερη παράγραφος ὁρίζει ὅτι: «Ὅποιος ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση τῆς παραγράφου
1, ἐκδηλώνει δημόσια μὲ βλασφημία, ἔλλειψη σεβασμοῦ πρὸς τὰ θεῖα, τιμωρεῖται μὲ
κράτηση ἕως ἕξι (6) μῆνες ἢ μὲ πρόστιμο ἕως τρεῖς χιλιάδες (3000) ευρώ».
Ἐδῶ
ἀπαιτεῖται ἡ ἴδια μορφὴ τοῦ δόλου καὶ ἡ ἔννοια σεβασμὸς πρὸς τὰ θεῖα,
περιλαμβάνει ἐκτὸς βεβαίως τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὡς ἐπίσης
καὶ τὴν Παναγία, τὸν Σταυρό, τὴν Θεία Κοινωνία , τοὺς Ἁγίους κλπ.
Τὸ
ἐν λόγῳ ἄρθρο ἀποτελεῖ ἕνα γενικὰ ἀποδεκτὸ κανόνα κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς καὶ δὲν
ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν λεγομένη «ρητορικὴ μίσους».
Δὲν
ἔχει σχέση ἀκόμη οὔτε μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Δικαίωμα τοῦ καθενὸς εἶναι νὰ
πιστεύει ἢ νὰ μὴν πιστεύει.
Οὔτε
τὸ ἄρθρο παρέχει ποινικὴ στήριξη σὲ κρατικὴ θρησκευτικότητα γιατὶ δὲν ἔχουμε στὴν
Ἑλλάδα «θεοκρατικὸ κράτος», ἀλλ' οὔτε καὶ ποινικοποιεῖ τὴν ἐλευθερία γνώμης καὶ
θρησκευτικῆς συνειδήσεως.
Ὁ
νομοθέτης ὅμως ἔχει ὑποχρέωση νὰ ἐξασφαλίσει τὸν σεβασμὸ πρὸς τὰ θεῖα καὶ νὰ ἐξυψώσει
τὴν συμπεριφορὰ τῶν πολιτῶν πρὸς τὰ θεῖα καὶ νὰ τηρήσει τὴν τάξη στὰ θρησκευτικὰ
ζητήματα μιᾶς συντεταγμένης πολιτείας.
Ἡ
ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης εἶναι ἀπολύτως σεβαστὴ ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ ὅρια τὰ ὁποῖα
θέτει ὁ νόμος γιὰ νὰ διασφαλίζεται καὶ νὰ ὑφίσταται ἡ ἐλευθερία μιᾶς πολιτισμένης
καὶ δημοκρατικῆς κοινωνίας.
Σ'
αὐτὴν τὴν ἐλευθερία ἐντάσσεται καὶ ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθερία καὶ κατ' ἐπέκτασιν
καὶ ἡ θρησκευτικὴ εἰρήνη ὡς εἶναι καὶ ὁ τίτλος τοῦ ἑβδόμου κεφαλαίου τοῦ εἰδικοῦ
μέρους τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος.
Ἡ
πρόταση γιὰ ἀποποινικοποίηση τοῦ ἐγκλήματος τῆς βλασφημίας δὲν βελτιώνει
ποιοτικὰ τὴν κοινωνία, δὲν τὴν ἀναβιβάζει καὶ δὲν κατοχυρώνει τὰ ἀτομικὰ καὶ ἀνθρώπινα
δικαιώματα.
Ἀντιθέτως
δημιουργεῖ ἀναταραχή, σκλήρυνση τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, κακία, μοχθηρότητα,
μνησικακία καὶ ἀλληλοεξόντωση, καθ' ὅτι ὅταν δὲν σέβεται ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό,
γιατί νὰ σεβαστεῖ καὶ τὸν πλησίον.
Σχετικῶς
μὲ τὴν ἄποψη ποὺ διατυπώθηκε, ὅτι στὴν περίπτωση τῆς βλασφημίας «λείπει ὁποιαδήποτε
ἀποδείξιμη ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου βλαπτικὴ συνέπεια τῆς πράξης καὶ ἑπομένως ἡ ἔννοια
τοῦ ἐγκλήματος δὲν διακρίνεται», τὸ γεγονὸς τῆς τελέσεως τῆς πράξεως τῆς
βλασφημίας ἀναφέρεται μὲν στὴν ὕβρι κατὰ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ δὲν προστατεύεται ὁ
Θεός, ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ἔχει ἀνάγκη καμμιᾶς ἀνθρώπινης ἢ νομικῆς προστασίας
ἀλλ' αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα καὶ τὸ θρησκευτικό του συναίσθημα.
Ἐφ'
ὅσον στὴν ὅλη νομικὴ θεματική, δίκαιον καὶ ἠθικὴ συνυπάρχουν καὶ ἔχουν ἀλληλοεξάρτηση,
μέσα στὴν ἔννοια τοῦ δικαίου καὶ τῆς δικαιοσύνης κρύπτεται καὶ ἡ προστασία τοῦ ἔννομου
ἀγαθοῦ τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος.
Ἡ
βλασφημία ἀφορᾶ τοὺς ἀνθρώπους. Προσβάλλεται τὸ δικό μας τὸ συναίσθημα τοῦ
θρησκεύειν, τὸ ὁποῖο εἶναι βαθύτατα ἐρριζωμένο στὴν ἀνθρώπινη ψυχή.
Ὅπως
μὲ τὰ ἐγκλήματα στὰ ἄρθρα κατὰ τῶν ἠθῶν (ἄρθρα 336 ἑπ. Π.Κ.) προσβάλλεται ἡ αἰδὼς
τῶν προσώπων ἢ ἐκεῖνα περὶ τὸν γάμον καὶ τὴν οἰκογένεια ἢ κατὰ τῆς τιμῆς,
προσβάλλεται ἡ τιμὴ καὶ ἡ ὑπόληψη τοῦ προσώπου, ἔτσι καὶ μὲ τὴν κακόβουλη
βλασφημία δίδεται λάκτισμα στὸν ἐσώτερο πυρῆνα τοῦ homo religious.
Προσέτι
προσβάλλει καὶ μειώνει καὶ τὸν πολιτισμό, καθότι τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα καὶ
τὸ θρησκευτικὸ βίωμα συντελεῖ τὰ μέγιστα στὴ μορφωτικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἀνάπτυξη
τοῦ ἀνθρώπου καὶ κατ' ἐπέκτασιν τῆς κοινωνίας.
Εἶναι
γνωστὸν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὅτι ἡ θρησκεία στηρίζει καὶ ἀνυψώνει ποικιλοτρόπως τὰ
ἤθη καὶ τὸν τρόπον βίου τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Καὶ ὁ νόμος εἶναι ἀναγκαῖος
γιὰ τὴν ἐναρμόνιση καὶ τὴν κοινὴ εἰρήνη τῶν πολιτῶν.
Ἡ
ἀθέτηση τῶν νόμων δημιουργεῖ δυστυχία καὶ πτώση τοῦ πολιτιστικοῦ ἐπιπέδου τῆς
κοινωνίας, καθ' ὅτι ὅταν δὲν λειτουργοῦν καὶ δὲν ἐφαρμόζονται οἱ νόμοι καὶ
μάλιστα περιφρονοῦνται καὶ ἀκυρώνονται πρωτίστως οἱ ἠθικοὶ νόμοι, τότε ἡ
κοινωνία ὁδηγεῖται σὲ ἀκαταστασία καὶ παρακμή.
Εἰδικότερα
ὅταν δὲν ὑπάρχει τὸ σέβας καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ τότε οἱ ἄνθρωποι «ἔδονται τῆς ἑαυτῶν
ὁδοῦ τοὺς καρποὺς καὶ τῆς ἑαυτῶν ἀσεβείας πλησθήσονται» (Παροιμ. 1, 3) δηλ. θὰ
φάγουν τοὺς καρποὺς τῆς πονηρᾶς διαγωγῆς τους καὶ ἀσεβείας καὶ ἡ ζωή τους θὰ
πλημμυρίσει ἀπὸ ἀθλιότητες. Καὶ αὐτὰ μὲν ἐξ ἐπόψεως νομικῆς θεωρήσεως.
Ἐξ
ἐπόψεως δὲ θεολογικῆς καὶ εἰδικότερα τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς, ἡ βλασφημία εἶναι
μία φοβερὴ ἁμαρτία, ἕνα πάθος ποὺ αἰχμαλωτίζει τὸν ἄνθρωπο στὸν Πονηρό. Ἡ
βλασφημία εἶναι ἠθικὸ κακό.
Εἶναι
πράξη ἐναντιότητος πρὸς τὸν θεῖο νόμο καθ' ὅτι «ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ὀφείλομεν νὰ
ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» (Α΄ Ἰω. 4, 13) καὶ μὲ τὴ
βλασφημία δὲν δείχνουμε τοὐλάχιστον ἀγάπη πρὸς τὸν Δημιουργόν μας.
Βλασφημία
ὁρίζεται ὡς ἡ ἀσεβὴς καὶ ἀνίερη φράση κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ γενικότερα ἡ ὁμιλία μὲ
αἰσχρὲς καὶ ἀνευλαβεῖς λέξεις ἐνάντια στὰ ἱερὰ καὶ ὅσια.
Κατὰ
πρῶτον, αὐτὸς ὁ θεῖος νόμος περιέχει τὴν βλασφημία μὲ τὴν ἐντολὴν «οὐ λήψῃ τὸ ὄνομα
Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ» (Ἐξ. 20, 7).
Ὁ
Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε: «Πᾶν ρῆμα ἀργόν, ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι ἀποδώσουσι
λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως» (Ματθ. 12, 36). Ἀλήθεια, πόσο θὰ πρέπει νὰ σκέπτωνται οἱ
ἄνθρωποι ὅτι Αὐτὸν ποὺ βλασφημοῦν καὶ ὑβρίζουν, ἀπ' αὐτὸν θὰ κριθοῦν στὴν Τελικὴ
Κρίση.
Ἰδιαιτέρως
δέ, ἡ βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τυγχάνει βαρύτατον ἁμάρτημα (Ματθ. 12, 31).
Ὁ
Ἀπ. Παῦλος συνιστᾶ: «Πᾶς λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω» (Ἐφεσ.
4, 29) καὶ ὀλίγον παρακάτω τονίζει: «Πᾶσα πικρία καὶ θυμὸς καὶ ὀργὴ καὶ κραυγὴ
καὶ βλασφημία ἀρθήτω ἀφ' ὑμῶν σὺν πάσῃ κακίᾳ» (Ἐφ, 4, 31).
Ὑπογραμμίζει
ἀκόμη: «Νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν
ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν» (Κολ. 3, 8).
Ἔπειτα
ὁ Θεὸς ἔδωκε στὸν ἄνθρωπο τὸ θαυμάσιο ὄργανο τῆς γλώσσας, ὄχι γιὰ νὰ ἐκφέρει
σαπροὺς καὶ βλάσφημους λόγους, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑμνεῖ, νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ δοξολογεῖ
τὸν Θεόν.
Ὀφείλουμε
νὰ σκεφθοῦμε τί τὸ ἀσεβέστερο νὰ προσφέρονται βλάσφημες λέξεις κατὰ τοῦ Θεοῦ,
Δημιουργοῦ τοῦ παντὸς καὶ Πλάστου τοῦ ἀνθρώπου;
Tί
ἀνοσιώτερον νὰ ἐκστομίζονται λέξεις ἀνίερες κατὰ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτῆρος καὶ
Λυτρωτοῦ τοῦ κόσμου καὶ κατὰ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Παναγίας μας;
Ἀντὶ
ἀπὸ τὸ στόμα μας νὰ ἐκφέρονται «κηρία μέλιτος λόγοι καλοί» εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκστομίζεται
ἡ «παμμίαρη», ὡς τὴν ἀποκαλεῖ ὁ Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, βλασφημία;
Κατόπιν
ὅλων αὐτῶν εἴμεθα τῆς γνώμης ὅτι τὸ ἐν λόγῳ ἄρθρο τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος θὰ
πρέπει νὰ παραμείνει ὡς ἔχει, καθ' ὅτι ἡ ἀποποινικοποίηση τῆς βλασφημίας δὲν
σηματοδοτεῖ πολιτισμὸ ἀλλὰ σημεῖο παρακμῆς.
Ἄλλωστε
καὶ ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς πολιτισμὸς μᾶς κληροδότησε «Ὅπου γὰρ ἄνδρες θεοὺς
σέβοιντο...πῶς οὐκ εἰκὸς ἐνταῦθα πάντα μεστὰ ἐλπίδων ἀγαθῶν εἶναι;» (Ξενοφῶν, Ἑλληνικά
Γ΄, ΙV, 18).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου