Φθάσαμε «μετα-πατερικῶς» καί στόν «ἀντι-παλαμισμό»;
Μέ ἀφορμή μία ἐπιστολή Ἀρχιμανδρίτου ...
(ΜΕΡΟΣ Α')
Ἡ
ὅλη περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα θεολογικοῦ καί μάλιστα δογματικοῦ σχετικισμοῦ πού ἔχει
ἀναπτυχθεῖ τά τελευταῖα χρόνια ἐντός καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἦταν σχεδόν ἀναμενόμενο
ὅτι θά ἔφθανε τελικῶς καί στό θέμα τοῦ Ἡσυχασμοῦ τῶν ἁγίων νηπτικῶν Πατέρων. Ἡ
πρόσληψη τῆς αἱρετικῆς «μετα-πατερικότητος», σέ συνδυασμό μέ τή συστηματική
παραθεώρηση τῆς ἀξίας τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας τῆς β΄ μετά Χριστόν χιλιετίας - ὥστε
νά διευκολυνθεῖ μιά τεχνητή καί παραπειστική προσέγγιση μέ τήν ἀμετανοήτως αἱρετική
Ρώμη - ἔχουν προφανῶς συμβάλει ἀποφασιστικῶς στήν ἐξέλιξη αὐτή στό γενικότερο
πλαίσιο τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἀποτελεῖ
πραγματική ἔκπληξη, ὄχι εὐχάριστη, μία πρόσφατη ἐπιστολή Κληρικοῦ τῆς ἁγιωτάτης
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στό Περιοδικό «Ἐφημέριος», ἡ ὁποία ἐτέθη ὑπ΄ ὄψιν μας,
στήν ὁποία ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης ἀπορρίπτει τήν μέσῳ τῆς ἀκτίστου
χάριτος καί ὑποστηρίζει τήν διά κτιστῶν μέσων θέωση τοῦ ἀνθρώπου, καθώς καί τήν
κτιστότητα τοῦ Θαβωρίου Φωτός τῆς Μεταμορφώσεως!
Πρίν
σχολιάσουμε τήν δομή τῶν σχετικῶν θεολογικῶν ἰσχυρισμῶν, δέν μποροῦμε νά μή ἐκφράσουμε
εὔλογο παράπονο γιά τήν κατά τά τελευταῖα ἔτη ἀπάλειψη ἀπό τό Λειτουργικό
Τυπικό τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν,
τό ὁποῖο ἀποτελεῖ θαυμάσιο μέσο ἐπιβεβαιώσεως τῆς θεολογικῆς συνεχείας τῆς Μιᾶς
Ἐκκλησίας, διακηρύξεως τῆς αὐτοσυνειδησίας Της, ἀλλά καί θεολογικῆς παιδείας τοῦ
χριστεπωνύμου πληρώματος Της. Ἡ Ἐκκλησία, κατά τήν ἱστορική διαπίστωση τῶν Ὀρθοδόξων
Ἐπισκόπων δέν ἀδιαφορεῖ γιά τούς παραβάτες τῆς Πίστεως, «ἡ Καθολική Ἐκκλησία οὐ
παρορᾷ τούς εἰς αὐτήν πλημμελοῦντας»[1] ·
σκοπός Της εἶναι νά διασφαλιστεῖ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῆς ἀλλοιώσεως
τῆς σωτηριώδους Πίστεως καί τῆς ὑπερφιάλου ἀντιθέσεως τῶν αἱρεσιαρχῶν
πρός τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι σημεῖο ἐσχάτης ἀλαζονείας. Αὐτό
τόν σκοπό ἐξυπηρετεῖ καί ἡ ὑπενθύμιση καί ἐπανάληψη τῶν ἐπευφημιῶν καί τῶν ἀναθεματισμῶν
τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας! Ἐλπίζουμε ὅτι, παρά τήν ἐπικίνδυνη γενική ἀδιαφορία
τῶν τελευταίων ἐτῶν ἔναντι τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ, ἡ τοποθέτηση τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου
ἀποτελεῖ μεμονωμένο γεγονός, καθώς ταυτίζεται μέ μέρος τῆς διδασκαλίας τῶν αἱρεσιαρχῶν
Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ, Γρηγορίου Ἀκινδύνου καί Νικηφόρου Γρηγορᾶ, τούς ὁποίους
κατεδίκασαν οἱ Ἡσυχαστικές Σύνοδοι τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 (ἡ τελευταία ὀρθῶς
θεωρούμενη ὡς ἡ Ἐνάτη Οἰκουμενική[2]) καί, βεβαίως, ταυτίζεται μέ τήν
σχετική διδασκαλία τοῦ παπισμοῦ. Εἶναι ακόμη περισσότερο λυπηρό ὅτι ἀκαδημαϊκός
Καθηγητής φέρεται νά ἔχει συναινέσει στίς θεολογικές αὐτές θέσεις τοῦ ὀρθοδόξου
αὐτοῦ Κληρικοῦ.
1. Ἡ ἐπιστολή περί τῆς μεθέξεως τῆς ἀκτίστου χάριτος
Σύμφωνα
μέ τήν ἐν λόγῳ ἐπιστολή πρός τό Περιοδικό Ἐφημέριος[3] : (α)
ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν θεολόγησε κατ΄ ἀκρίβειαν, ἀλλά κατ΄οἰκονομίαν·
(β) ἡ παραδοχή τῆς διδασκαλίας του δέν εἶναι ἀπαραίτητη ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου
καί τό ὅλο θέμα περί ἀκτίστου χάριτος δέν ἔχει λήξει· (γ) ἐναντίον τῆς
θεολογίας τοῦ Παλαμᾶ στρέφονται καί Ρῶσοι, ἀλλά καί Δυτικοί θεολόγοι· (δ) τό
μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας ἔγκειται στήν κατάβαση τοῦ Θεοῦ στόν ἀνθρώπινο χῶρο,
καί στή δημιουργία (κτίση) τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως («ἀνθρωπότητος») τοῦ Χριστοῦ, ὥστε
ὁ Θεός ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ νά ἐπικοινωνήσει μέ τούς ἀνθρώπους καί νά τούς
διδάξει· (ε) λόγῳ τῆς ὀντολογικῆς διαφορᾶς Θεοῦ (ἀκτίστου, ἀδημιουργήτου) καί ἀνθρώπων
(κτιστῶν, δημιουργημένων) εἶναι ἀδύνατον νά συμμετάσχει ὁ ἄνθρωπος σέ ἄκτιστες ἐνέργειες
τοῦ Θεοῦ, γι΄ αὐτό (ἀντίθετα ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ) ὁ ἄνθρωπος
θεώνεται συμμετέχοντας σέ κτιστά ἀποτελέσματα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν· (στ) ὁ ἄνθρωπος
στερεῖται ὀργάνου ἱκανοῦ νά μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Τέλος (ζ) ἡ
θέση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ σέ ἀπρόσιτο φῶς, τόν Ὁποῖον κανείς ἄνθρωπος
δέν εἶδε οὔτε εἶναι δύνατον νά Τόν δεῖ, (ὁ Ὁποῖος εἶναι «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν
εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων οὐδέ ἰδεῖν δύναται»[4])μᾶς
ὑποχρεώνει νά δεχθοῦμε ὅτι τό Θαβώριο φῶς εἶναι κτιστό.
Μέ
τίς ἐν λόγῳ τοποθετήσεις του ὁ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτης ταυτίζεται ἀπολύτως μέ τίς
θέσεις τῶν παπικῶν, μόνον πού ἀποφεύγει νά προσδιορίσει ἄν παραδέχεται ὀρθοδόξως
ἤ ἀπορρίπτει παπικῶς τήν ὕπαρξη ἀκτίστων ἐνεργειῶν στόν Θεό (διακεκριμένων, ἀλλ’
ὄχι χωριζομένων τῆς οὐσίας), ἀσχέτως πρός τήν ἐδῶ συζητουμένη ἀνθρώπινη μέθεξή
τους («Εἶναι
καί ἄλλα ἀλλά δέν θέλω νά μακρηγορήσω», γράφει). Οἱ παπικοί
διακρίνουν τήν ἐν τῷ Θεῷ ἄκτιστη φύση καί ἐνέργεια (ταυτιζόμενες μεταξύ τους) ἀπό
τήν κτιστή, δῆθεν – κατ΄ αὐτούς θέωση – τοῦ ἀνθρώπου· γράφουν σχετικῶς,
διερμηνεύοντας τήν σωτηριολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτου· «Ἀναβλύζει μέσα σέ αὐτόν
[στόν ἄνθρωπο] μία ζωή, πού γι΄ αὐτόν εἶναι πλήρως ὑπερφυσική καί μόνο γιά τόν
Θεό εἶναι φυσική. Βεβαίως ὑφίσταται μία μεγάλη διαφορά μεταξύ τῆς θεϊκῆς ζωῆς ἐν
τῷ ἰδίῳ τῷ Θεῷ, καί αὐτῆς ἐντός τῆς ψυχῆς πού ἔχει χαριτωθεῖ. Αὐτό πού στόν Θεό
εἶναι τῆς οὐσίας, τό ἀποκτᾷ ἡ ψυχή μόνο κατά συμβεβηκός· ἡ θεία φύση εἶναι
μεθεκτή ἀπό αὐτήν [τήν ψυχή] ὡς κτιστή ἐξομοίωση καί μετοχή, καί γι΄ αὐτό δέν
μπορεῖ τυπικῶς μέ τρόπο ἄπειρο νά καταστεῖ κτῆμα οὐδενός κτίσματος, ἀκόμη καί αὐτοῦ
πού ἔχει χαριτωθεῖ»[5].
Τηρώντας
τήν θέση τους αὐτή, οἱ ρωμαιοκαθολικοί - ὡς συνεπείς αἱρετικοί - ἀναγνωρίζουν
διακριτικῶς ὅτι εὑρίσκονται σέ ἀσυμφωνία μέ τήν πατερική διδασκαλία (καί ὄχι
μόνον μέ ἕνα μέρος της, ὅπως παραπλανητικῶς γράφουν): «Ἡ μακαρία ὅραση [ἐν. τῆς
θείας οὐσίας] εἶναι προφανῶς μία κτιστή ἐνέργεια σύμφυτη στήν ψυχή, καί ὄχι, καθώς
μερικοί ἀπό τούς παλαιότερους θεολόγους σκέφθηκαν, ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς
διανοίας τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κοινωνεῖται στήν ψυχή. Διότι, καθώς τό ὁρᾶν
καί τό γινώσκειν εἶναι σύμφυτες ζωτικές ἐνέργειες, ἡ ψυχή δύναται νά δεῖ ἤ νά
γνωρίσει τόν Θεό μέσῳ μόνον τῆς δικῆς τῆς δραστηριότητος, καί ὄχι μέσῳ μιᾶς
δραστηριότητος πού ἐξασκεῖται ἀπό κάποια ἄλλη διάνοια»[6].
Ἀντιθέτως,
ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος, τό θεολογικό καταστάλλαγμα τῆς ἁγιορειτικῆς ἁγιοπνευ-ματικῆς
ἐμπειρίας, δεσμευτικός γιά τήν ὀρθοδόξη ὁμολογία, διευκρινίζει ὅτι δέν μπορεῖ ἡ
χάρη τῆς θεώσεως, καθότι ἄκτιστος, νά ἔχει ὁποιαδήποτε ὁμοιότητα καί σχέση μέ
τίς κτιστές φυσικές δυνάμεις· διότι τότε δέν θά λεγόταν «χάρις», δηλαδή
δώρημα, ἀλλά φανέρωση τῆς ἐνεργείας πού προέρχεται ἀπό δύναμη τῆς φύσεως:
«Ἄσχετός
ἐστι παντάπασιν ἡ τῆς θεώσεως χάρις, οὐκ ἔχουσα τήν οἱανοῦν δεκτικήν ἑαυτῆς ἐν
τῇ φύσει δύναμιν, ἐπεί οὐκέτι χάρις ἐστίν, ἀλλά τῆς κατά τήν φυσικήν δύναμιν ἐνεργείας
φανέρωσις»[7].
2. Ἡ ὀρθόδοξη δογματική συνέχεια στή θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου
τοῦ Παλαμᾶ
Τό
ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέχεται πρός θέωση τήν ἄκτιστη χάρη τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν ἀποτελεῖ
καινοτόμο ἄποψη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπως ἀφίνει νά
ἐννοηθεῖ ὁ σ. τῆς Ἐπιστολῆς παρασιωπώντας
τούς παλαιοτέρους Πατέρες, ἀλλά διαχρονική πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφρασμένη στά
συγγράμματα ὅλων τῶν Ἁγίων ὅσοι ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα. Οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἀκολουθεῖ
τήν ἀντίθετη ἄποψη, ὅτι ἡ μεθεκτή χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή[8]. Γράφει χαρακτηριστικῶς ὁ Μ. Ἀθανάσιος: «Τώρα ὅμως, ὅταν
λεγόμαστε μέτοχοι Χριστοῦ καί μέτοχοι Θεοῦ, ἀποδεικνύεται ὅτι τό μέσα μας
χρίσμα καί ἡ σφραγίδα [τοῦ Βαπτίσματος], δέν εἶναι τῆς φύσεως τῶν κτιστῶν, ἀλλά
τοῦ Υἱοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς συνάπτει μέ τόν Πατέρα μέσῳ τοῦ Πνεύματος πού εἶναι μέσα
Του»[9].
Ὁ Μέγας Βασίλειος, τόν ὁποῖον
ἐπικαλεῖται συχνότατα ὁ ἅγιος Παλαμᾶς, ἐπιμαρτυρεῖ σχετικῶς, ἑρμηνεύοντας τό
χωρίο τοῦ Προφήτου Ἰωήλ (3,1), περί τῆς ἐκχύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος στούς
δούλους τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ὁ Θεός «τό ἐξέχεε, δέν τό ἔκτισε· τό χάρισε, δέν τό ἔφτιαξε· τό ἔδωσε,
δέν τό δημιούργησε»[10]. Σέ ἄλλο
σημεῖο λέγει τό ἐξῆς, ἐπικρίνοντας ὅσους λέγουν ὅτι, ἐπειδή τό Πνεῦμα εἶναι δῶρον
Θεοῦ, γι΄ αὐτό δέν εἶναι ὁμότιμον μέ αὐτόν πού τό δίδει (δηλ. ἄκτιστο, θεϊκό)· «“Μέσα μας, λέγει, εἶναι
τό Πνεῦμα, ὡς δῶρο ἀπό τόν Θεό. Λοιπόν, δέν τιμᾶται τό δῶρον μέ τιμή ἴση μέ αὐτόν
πού τό ἔχει δώσει”. Ναί μέν, εἶναι δῶρον Θεοῦ τό Πνεῦμα, ἀλλά δῶρον ζωῆς [...]
καί δῶρον δυνάμεως [...] Συνεπῶς, πῶς αὐτοί πού τά λέγουν αὐτά δέν ἔχουν ὑπερβεῖ
τήν ἰουδαϊκή ἀγνωμοσύνη, λαμβάνοντας σάν ἐφόδιο τῆς βλασφημίας τήν ὑπερβολή τῆς
ἀγαθότητος;»[11]. Εἶναι
σαφέστατο, ὅτι δέν πρόκειται βεβαίως περί τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά
τῆς ἐνεργείας Του, ἡ ὁποία ἐπίσης καλεῖται Πνεῦμα[12], καί εἶναι ὁμότιμη μέ τόν Θεό, ἄρα
καί ἄκτιστη (δέν μπορεῖ κτίσμα νά εἶναι ὁμότιμο μέ τήν Ἁγία Τριάδα). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος προκαλεῖ ἐνόχληση στούς παπικούς θεολόγους γιά ὅσα ἔγραψε
περί τῆς ἀκαταληψίας καί τοῦ ἀοράτου χαρακτῆρος τῆς θείας οὐσίας[13], εἶναι καί στό θέμα τῆς προσλήψεως τῶν
θείων ἐνεργειῶν σαφέστατος: «... ὅλοι ἐμεῖς ἐλάβαμε μέ μέτρο τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος (διότι
Πνεῦμα ὀνομάζει ἐδῶ τήν ἐνέργεια· διότι αὐτή εἶναι ἡ ὁποία διαμερίζεται), ἐνῷ Αὐτός
[δηλ. ὁ Χριστός] ἔχει ὁλοτελῆ καί ἀμέτρητη ὅλη τήν ἐνέργεια. Ἄν ὅμως ἡ ἐνέργεια
αὐτοῦ εἶναι ἀμέτρητη, πολύ περισσότερο ἡ οὐσία»[14]. Δέν
μπορεῖ νά ἀμφισβητηθεῖ ὅτι ἐδῶ γίνεται λόγος περί ἀκτίστου ἐνεργείας καί ὄχι
κτιστῆς, καθότι ἀμέτρητη, καθότι πλήρωμα πού ἐνοικεῖ στόν Χριστό καί καθότι
συγκρίνεται μέ τήν οὐσία Του! Ποιός θά ἀποτολμοῦσε σύγκριση μέ κτιστή ἐνέργεια,
γιά νά ἀποδείξει τήν ἀπειρία (δηλ. τό ἄπειρον) τῆς θείας οὐσίας; Ἀπό αὐτήν ὅμως
τήν ἐνέργεια, τήν ἄκτιστη, δεχόμαστε καί ἐμεῖς ἕνα μέτρο, σύμφωνα μέ τόν
Χρυσορρήμονα.
Εἶναι
εὔλογο, ὅτι τά ἱερά ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα, τά ὁποῖα χαίρουν ὑψίστης ἐκτιμήσεως
σέ Ἀνατολή καί Δύση, ἀκολουθοῦν τόν βασικό αὐτό ἄξονα τῆς περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου
ὀρθοδόξου σωτηριολογίας· «Καί βέβαια ἡ θεωνυμία τοῦ ὄντος», γράφουν, «ἐκτείνεται σέ ὅλα τά ὄντα
καί ὑπέρκειται πάντων τῶν ὄντων· τῆς δέ ζωῆς ἐκτείνεται σέ ὅλα ὅσα ζοῦν καί ὑπέρκειται
πάντων τῶν ζώντων· τῆς δέ σοφίας ἐκτείνεται σέ ὅλα τά νοερά καί λογικά καί αἰσθητικά
καί ὑπέρκειται πάντων αὐτῶν»[15]· ὁ
ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σχολιάζοντας κατά λογική ἀκολουθία τήν ρήση αὐτή ἐπισημαίνει: «Βλέπεις ὅτι οἱ μετοχές
αὐτές ὑπέρκεινται τῶν ὄντων;»[16], τῶν
κτιστῶν ὄντων, ὁπωσδήποτε· ἄρα εἶναι θεῖες καί ἄκτιστες (διότι ἀλλιῶς, ὡς
κτιστές, δέν θά ἦταν ὑπερκείμενες τῶν ὄντων, ἀλλά μεταξύ τῶν ὄντων)!
Ὁ
ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος (4ος αἰ.), γιά νά περιορισθοῦμε σέ ἕνα ἀκόμη
Πατέρα τῆς Φιλοκαλίας, εἶναι ἐπίσης σαφέστατος: «Γι’ αὐτό εὐδόκησε ὁ ἀγαθός
καί φιλάνθρωπος Θεός μέ τήν πολλή Του χρηστότητα νά χαρίσει πνευματικό πλοῦτο
στίς ψυχές μας, δηλαδή τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, πού δέν εἶναι τῆς φύσεώς μας –
διότι ἐμεῖς εἴμαστε κτίσμα, ἐνῷ αὐτό εἶναι ἄκτιστο -, ὥστε αὐτό ἀφοῦ ἐργασθεῖ
μέ τήν δική Του ἐπιστήμη καί τέχνη καί καλλιεργήσει τίς καρδιές τῶν πιστῶν, νά
εὐτρεπίσει ἐκεῖνες πού μέ ὁλόκληρο τό θέλημά τους θά ἀφοσιωθοῦν στόν πνευματικό
γεωργό»[17].
Ἀπό
τούς ἀρχαίους Πατέρες ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής εἶναι ἴσως ὁ καταπέλτης κατά
τῆς σωτηριολογίας τῆς κτιστῆς χάριτος, λόγῳ τῆς πεφωτισμένης ὑπό τοῦ Πνεύματος ἑρμηνείας
του ἐπί τῶν ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων, ἀλλά καί τῆς ἐνασχολήσεώς του μέ τίς αἱρέσεις
τοῦ μονοενεργητισμοῦ καί τοῦ μονοθελητισμοῦ· τά σχετικά χωρία του δέν ἐπιδέχονται
ἐναλλακτική κατανόηση, ὅπως λ.χ. τό ἑξῆς:«Ἀπάτωρ, λοιπόν, καί ἀμήτωρ καί ἀγενεαλόγητος ἔχει ὀνομαστεῖ ὁ
μέγας Μελχισεδέκ, καί ὅτι δέν ἔχει μήτε ἀρχή ἡμερῶν, μήτε τέλος ζωῆς [...] ὄχι
λόγῳ τῆς φύσεως τῆς κτιστῆς πού προῆλθε ἀπό τήν ἀνυπαρξία, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας
ἡ ὕπαρξή του ἄρχισε καί ἔληξε, ἀλλά λόγῳ τῆς χάριτος τῆς θείας καί ἀκτίστου καί
ἡ ὁποία πάντοτε ὑπέρκειται κάθε φύσεως καί κάθε χρόνου, [καί προέρχεται] ἀπό
τόν πάντοτε ὑπάρχοντα Θεό»[18].Σαφέστατο,
ὅπως καί τό ἀκόλουθο: «Εἶπα ὅτι εἶναι μία ἡ ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, αὐτή ἡ ὁποία θεώνει τούς ἁγίους, τῆς μακαριότητος τήν ὁποίαν
ἐλπίζουμε· ἡ ὁποία ὑπάρχει ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, καί ἔχει γίνει τῶν ἁγίων
κατά χάριν»· οἱ ἅγιοι λοιπόν καθίστανται «ζωντανές εἰκόνες τοῦ
Χριστοῦ καί ταυτίζονται μέ Αὐτόν περισσότερο κατά τήν χάρη, παρά ὡς ὁμοιώματα»[19].
Βάσει
ὅλου τοῦ πατερικοῦ πλούτου, μέρος μόνον τοῦ ὁποίου παραθέσαμε ἀνωτέρω, ὁ ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος
τῆς Θεσσαλονίκης, στή δική του ὁμολογητική συγγραφή«Ἔκθεσις τῆς τῶν Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου
δυσσεβημάτων ἀλλοκότου πληθύος», γράφει μεταξύ τῶν ἄλλων· «Ἀποβάλλουμε ὅσους
λέγουν ὅτι ἡ χάρις καί ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος ἡ ὁποία ἐκχύνεται στούς ἁγίους, ἐπειδή
δέν εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Πνεύματος, εἶναι κτιστή»[20].
Τό
συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ πλήρη ἀλλοίωση τῆς ἀληθείας ὁ ἰσχυρισμός παλαιῶν
καί νέων ἑτεροδόξων ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ὁ κακῶς
λεγόμενος «παλαμισμός», ἀποτελεῖ καινοτομία. Ἁπλῶς ὁ ἅγιος Παλαμᾶς συνεισέφερε
στή συστηματοποίηση τῆς διαχρονικῆς περί τούτου διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας: «ἡ θεολογία τῶν ἐνεργειῶν
συνήντησε στόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ἀκρίβεια καί συστηματοποίηση πού δέν εἶχε
γνωρίσει μέχρι τότε», δηλαδή τήν ἐπανερμηνεία παλαιῶν ἐκφράσεων
ἀναλόγων πρός ἄλληλες, ὅπως οἱ «δόξα», «λάμψις», «φῶς», «ζωή», «δυνάμεις», «τά
περί τήν οὐσίαν», τίς ὁποῖες ὁ Παλαμᾶς συγκέντρωσε ὑπό τό ὄνομα τῶν «ἐνεργειῶν»,
ἐνῷ φώτισε, συγκεκριμενοποίησε, ξεκαθάρισε καί σέ κάποιο βαθμό
συστηματικοποίησε τίς θέσεις τῶν προγενεστέρων Πατέρων[21].
Εἶναι
δυνατόν μετά ἀπό αὐτά, νά θέτει κανείς ἐν ἀμφιβόλῳ τόσο τήν κοινή ἐκκλησιαστική
πίστη περί τῆς ἀνθρωπίνης μετοχῆς, μεθέξεως, στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὅσο
καί τήν κεφαλαιώδη σημασία της, περιορίζοντας τό ὅλο ζήτημα στά περί τό κῦρος
τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ;
3. Ἡ ἀξία τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καί τῶν Ἡσυχαστῶν
Ἡ
θεολογία τοῦ Ἡσυχασμοῦ, δέν συνιστᾷ λοιπόν, καινοτομία οὔτε εἶναι δυνατόν νά ἐξετάζεται
κεχωρισμένως, ἀλλά εἶναι ἀπολύτως σύμφωνη μέ τήν πρό αὐτῆς θεολογία καί τήν
διάκριση στόν Θεό τῆς ἀμεθέκτου οὐσίας Του καί τῆς μεθεκτῆς χάριτός Του (τῆς ἐνεργείας
Του). Ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ, ὁ Μέγας Βασίλειος, λόγου χάριν, πολύ πρωτύτερα «προβάλλων τήν ὀντολογικήν
καί γνωσιολογικήν σημασίαν τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ [...]
προσέφερε τήν βάσιν διά τήν περαιτέρω ἀνάπτυξιν τῆς περί οὐσίας καί ἐνεργειῶν
τοῦ Θεοῦ διδασκαλίας ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως»[22]. Ὁ
Παλαμᾶς δέν αὐτονομήθηκε οὔτε πρωτοτύπησε, θά ἦταν δέ μεγίστη ὕβρη γι΄ αὐτόν ἡ ἀπόδοση
καινοτομίας στό ἔργο του, ἀλλά «ὡς θεολόγος ἦτο ἀπλούστατα διερμηνεύς τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς
Ἐκκλησίας [...] ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὑπῆρξε βαθύτατα ἐρριζωμένος ἐν τῇ παραδόσει»[23], τήν
ὁποίαν διέσωσε ἔναντι νέων προκλήσεων.
Σέ
ἀντίθεση με τούς ἰσχυρισμούς τοῦ Ἀρχιμανδρίτου, ὁ ὁποῖος φαίνεται νά προσδίδει μόνον ἠθικό
περιεχόμενο στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου, ὡς παράδειγμα
ταπεινώσεως καί μέσο προφορικῆς διδασκαλίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπισημαίνει τίς ὀντολογικές
συνέπειες τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων, θείας καί ἀνθρωπίνης, στό Πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ, διά τῆς ὁποίας ἑνώσεως μεταδίδονται σέ μᾶς οἱ ἄκτιστες δωρεές: «Ἄν λοιπόν, ὅπως σέ ὅλα
τά κτίσματα, μέ τόν ἴδιο τρόπο ὑπάρχει καί στούς Ἁγίους [ὁ Θεός], καί ὡς Θεός –
σύμφωνα μέ τίς σοφές ἐπινοήσεις σας - ὅπως στά ἄλλα κτίζει [δηλ. δημιουργεῖ] ὅσα
εἶναι ἁρμόδια, ἔτσι καί στούς Ἁγίους [κτίζει] τήν ἁγιότητα, τότε ποιά εἶναι ἡ ἀνάγκη
γιά τόν Χριστό καί τήν παρουσία Του; Ποιά ἡ ἀνάγκη γιά τό βάπτισμα σ’ Ἐκεῖνον
καί γιά τήν ἐξουσία καί δύναμη πού μᾶς προστίθεται ἀπό αὐτό»[24];Ἐπιστρέφουμε
λοιπόν στίς δογματικές διαμάχες γιά τήν θεότητα ἤ κτιστότητα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἀλλά μέ ἄλλη μορφή. Ἡ Ἐκκλησία προήσπισε τήν θεότητα τοῦ Προσώπου (τῆς
Ὑποστάσεως) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τῶν Πνευματομάχων καί πάσης φύσεως Ἀρειανῶν
κατά τόν 4ο μ.Χ. αἰῶνα, περί τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Χίλια ἔτη
ἀργότερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπεραμύνθηκε τῆς ἀκτίστου χάριτος τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος (δηλ. καί ὅλης τῆς Ἁγίας Τριάδος) ὡς προϋποθέσεως σωτηρίας καί
θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου[25]. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀντέτασσε
στούς αἱρετικούς Ἀνομοίους: «Δέν πείθομαι ὅτι σῴζομαι ἀπό τό ὁμότιμο [μέ ἐμένα, κτίσμα]· ἄν
δέν εἶναι Θεός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, νά θεωθεῖ πρῶτα καί ἔτσι νά μέ θεώσει καί ἐμένα
τόν [δῆθεν] ὁμότιμο [μέ αὐτό, κτίσμα]»[26]·
ὁ ἅγιος Παλαμᾶς μεταφέρει, βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν σχετική πατερική
θέση καί στή σωτηριολογία: «Δέν σέβεσαι, ἄνθρωπε, τόν Ἀπόστολο, ὁ ὁποῖος λέγει “τά σώματά μας
εἶναι ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος τό ὁποῖο βρίσκεται μέσα μας;”[27]. Καί πάλιν,
“εἶστε ναός τοῦ Θεοῦ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα σας;”[28]. Ἆραγε
θά καταδεχόταν ποτέ νά τιμήσει μέ τήν προσηγορία “ναός” τό κατοικητήριο τοῦ
δούλου [ἑνός δηλ. κτίσματος];»[29]. Ἕτσι
λοιπόν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συνδέει ἀμέσως τήν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ πρός
τίς ἀρχαῖες ἀντιτριαδικές αἱρέσεις τοῦ Ἀρείου καί τοῦ Μακεδονίου, οἱ ὁποῖοι
κατέτεμναν τήν Τριαδική Θεότητα σέ κτιστά (Υἱόν καί Πνεῦμα) καί ἄκτιστα (δηλ.
τόν Πατέρα)· παρομοίως πράττει «καί ὁ Βαρλαάμ μέ τούς ὀπαδούς του ὑποστηρίζοντας ὅτι τό φῶς τοῦ
μέλλοντος αἰῶνος, τό ὁποῖο θά περιλάμψει τούς δικαίους, καί κάθε ἄλλη ἐνέργεια
καί δύναμη τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστά πράγματα»[30].
Ἡ
συνεπής αὐτή ὑπεράσπιση τῆς κοινωνίας τῆς ἀκτίστου θεωτικῆς χάριτος ἐκ μέρους
τοῦ ἀνθρώπου (ἀλλά καί τῆς ἀγγελικῆς φύσεως) ἤδη συστηματικῶς ἀπό τούς
Καππαδόκες καί μέχρι τόν Παλαμᾶ καί μετέπειτα, ἀποτελεῖ βεβαίως καί
διαφύλαξη – πλήν τῆς θεώσεως τῶν πιστῶν – καί τῆς μόνης ὀρθῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας
Γραφῆς. Στό κείμενο Ἔκθεσις δυσσεβημάτων τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Θεσσαλονίκης
γίνεται καί πάλι σαφής ἡ ἀναφορά στή μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ἀποβάλλουμε ὅσους
λέγουν ὅτι εἶναι κτίσμα αὐτό πού οἱ ἅγιοι λαμβάνουν[31] ἀπό “τό πλήρωμα τῆς
θεότητος πού κατοικεῖ στόν Χριστό”[32], διότι μέ
τόν τρόπο αὐτό σάν νά λέγουν κτίσμα καί τό πλήρωμα ἐκεῖνο, ἤ - ταυτοσήμως- τήν
τοῦ Χριστοῦ θεία καί ἐνέργεια καί φύση, καί εἶναι γιά τόν λόγο αὐτό ἀρειανοί»[33].
Ἐξ
ἀντιθέτου, ἡ υἱοθέτηση τῆς σωτηριολογίας τῆς δῆθεν κτιστῆς χάριτος, συνεισφέρει στήν αἱρετική
δυτική προπαγάνδα. Στούς παραπάνω ἰσχυρισμούς ἡ λατινική
θεολογία εὕρισκε καί ἀκόμη ἕνα ἐπιχείρημα ὑπέρ τοῦ Filioque: ἀφοῦ τό Ἅγιον Πνεῦμα
πού λαμβάνουν οἱ Ἅγιοι δέν εἶναι κτίσμα (κατά τούς παλαιοτέρους Ἁγίους),
δέν εἶναι δέ καί ἄκτιστη ἐνέργεια (κατά τόν Βαρλαάμ καί τούς λοιπούς), τότε ἀπομένει
τό ὅτι αὐτό πού ἐκχέει στούς Ἁγίους ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι τό Πρόσωπον (ἡ Ὑπόστασις)
τοῦ Πνεύματος, ἄρα ἐπιβεβαιώνεται δῆθεν ἡ «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (“Filioque”) ὑποστατική
ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος, κατά τήν αἵρεση τῆς Δύσεως[34].
Ἡ
κατά τῶν Ἡσυχαστῶν καί ἰδίως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου πολεμική τῶν Βαρλαάμ, Ἀκινδύνου
καί Γρηγορᾶ πέραν τῶν ἀνωτέρω, ἦταν καί ἡ πρώιμη μορφή τῆς αἱρέσεως τῆς «μετα-πατερικότητος»· αὐτή
τήν μομφή κατά τῶν παλαιῶν θεολόγων Πατέρων τούς ὁποίους ἐπικαλοῦνταν οἱ ἱεροί Ἡσυχασταί
θά τήν ἐκτιμοῦσαν ἰδιαιτέρως οἱ Λατῖνοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης: «Ἔπειτα, πόσο νομίζεις ὅτι
θά ἐκτιμήσουν οἱ Λατῖνοι», γράφει ὁ Παλαμᾶς, «τό νά ἀποδειχθοῦν τά
βιβλία τῆς δικῆς μας Ἐκκλησίας σφαλερά;»[35]. Τό
ἴδιο ἐρώτημα, ἰσχύει ἀσφαλῶς καί γά ὅσους σήμερα τολμοῦν νά ἀμφισβητήσουν τήν
διά στόματος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἐκπεφρασμένη διαχρονική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀντιλαμβάνεται
περαιτέρω ὁ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτης τίς περαιτέρω φοβερές συνέπειες πού θά
προέκυπταν σέ ὅλον τόν πνευματικό μας βίο, ἄν παραδεχόμασταν ὡς κτιστές τίς
σωστικές ἐνέργειες τῆς Ἁγίας Τριάδος; Καί ὅτι κατά συνέπεια σέ πλεῖστες ὅσες
περιπτώσεις θά φαινόμασταν ὡς κτισματολάτρες (προσκυνηταί κτισμάτων) καί ὄχι
λάτρες τοῦ Θεοῦ; Ὄχι ὁ ἅγιος Παλαμᾶς, ἀλλά ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Δαμασκηνός ἐπισημαίνει περί τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγιασμάτων τά ἑξῆς: «Δεύτερος τρόπος, μέ
τόν ὁποῖον προσκυνοῦμεν κτίσματα [...] Αὐτά καί τά παρόμοια σέβομαι καί προσκυνῶ
καί κάθε ἅγιο ναό τοῦ Θεοῦ καί κάθε τι, ἐπί τοῦ ὁποίου μνημονεύεται ὁ Θεός, ὄχι
γιά τήν φύση τους, ἀλλά ἐπειδή εἶναι δοχεῖα τῆς θείας ἐνεργείας καί μέσῳ αὐτῶν καί σέ αὐτά
εὐδόκησε ὁ Θεός νά μεθοδεύσει τήν σωτηρία μας. Διότι καί ἀγγέλους καί ἀνθρώπους
καί κάθε ὕλη πού μετέχει στή θεία ἐνέργεια καί πού ὑπηρέτησε τήν σωτηρία μου
τήν σέβομαι καί τήν προσκυνῶ λόγῳ τῆς θείας ἐνεργείας. Δέν προσκυνῶ τούς Ἰουδαίους·
διότι δέν εἶναι μέτοχοι θείας ἐνεργείας, οὔτε μέ σκοπό τήν σωτηρία μου
σταύρωσαν τόν Κύριον τῆς Δόξης, τόν Θεόν μου, ἀλλά μᾶλλον κινούμενοι ἀπό φθόνο
καί μῖσος πρός τόν Θεό καί εὐεργέτη»[36]. Σαφῶς
αὐτά ἰσχύουν γιά κάθε σχετική προσκύνηση ἱ. Εἰκόνων, ἱ. Λειψάνων, ἱ. Σκευῶν
κ.λπ. Εἶναι σαφέστατο, ὅτι ὡς θεία ἐνέργεια ἐννοεῖται μόνον ἡ ἄκτιστη· διότι
καί συγκεκριμένως περί τῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων ἔγραψε λίγο παραπάνω ὁ
Δαμασκηνός: «Ὅπως λοιπόν ἀληθῶς εἶναι
ὄχι κατά τήν φύση [θεοί], ἀλλά ὡς μέτοχοι τοῦ κατά τήν φύση Θεοῦ, ἔτσι εἶναι
καί προσκυνητοί, ὄχι κατά φύση, ἀλλ΄ ἐπειδή ἔχουν μέσα τους τόν ἐκ φύσεως
Προσκυνητόν»[37].
Συνοψίζοντας
ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητής τῆς Πατρολογίας π. Θεόδωρος Ζήσης τήν
σημασία τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἅγιος
εἶχε σκοπό «νά ἀποτρέψει τήν
κατάργηση τῆς δυνατότητος νά μετέχει ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὥστε να εἶναι δυνατή ἡ
θέωση τοῦ ἀνθρώπου»· ἀντιθέτως ὅμως πρός τήν Ὀρθοδοξία, ἡ
Δύση «ἔχει ἀποξηράνει τήν
πνευματική ζωή καί ἀντί τῆς ἐλευθερίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει διαμορφώσει
σύστημα ἐντολῶν καί ἠθικῶν ἀπαιτήσεων, τούς καρπούς τῶν ὁποίων ἀναμένει κανείς
μόνο στό μέλλον»[38].
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.....
[1]. Ἐπιστολή τῆς ἐν Σαρδικῇ
συναχθείσης Συνόδου ἡ ὁποία περιέχεται στό Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ἀπολογητικός κατά Ἀρειανῶν 40,
PG 25, 317Β (ΕΠΕ 8, 136).
[2].
Βλ. τήν σχετική περίφημη ἐργασία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γόρτυνος κ. Ἱερεμίου, «Περί
τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κπόλει ἐν ἔτει 1351 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ὡς Ἐνάτης
Οἰκουμενικῆς», ἐν Θεοδρομία ΙΣΤ΄
3 (Ἰούλιος–Σεπτέμβριος 2014) 428-439.
[3]. Αρχιμ. ΧΡΙΣΤΟΔ.
ΤΑΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ἐπιστολή στό Ἐφημέριος 8
(Σεπτέμβριος 2014) 28ἑ.http://www.ecclesia.gr/greek/press/efimerios/efimerios_2014_septembrios.pdf
[4]. Α΄Τιμ. 6, 16
[5]. J. WÖRLE, Die Lehre des hl. Thomas von Aquin vom Wachstum des
übernatürlichen Gnadenlebens, Linz 1931, σελ. 1· «Der Mensch ist darum nicht mehr bloß Diener und
Knecht Gottes, er ist Freund und Kind Gottes geworden. Es flutet in ihm ein
Leben, das für ihn vollständig übernatürlich und nur Gott allein natürlich ist.
Freilich besteht zwischen dem göttlichen Leben in Gott selbst und dem in der
begnadeten Seele ein großer Unterschied. Was in Gott substantiell ist, besitzt
die Seele nur akzidentell; die göttliche Natur ist ihr als geschaffene
Verähnlichung und Teilnahme mitgeteilt und kann darum von keinem auch noch so
begnadeten Geschöpfe formell auf unendliche Weise in Besitz genommen werden». Ὁ Καθηγητής Joseph Wörle παραπέμπει σχετικῶς στή Summa τοῦ Ἀκινάτου, 1 ΙΙ ἐρ. 110 a 2 & 2 «Patet igitur quod quamlibet Dei
dilectionem sequitur aliquod bonum in creatura causatum quandoque, non tamen
dilectioni aeternae coaeternum» («Εἶναι, λοιπόν, σαφές ὅτι κάθε ἀγάπη ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖται σέ κάποιο χρόνο ἀπό ἕνα ἀγαθό προκληθέν μέσα στό κτίσμα, πού δέν εἶναι ὅμως συναιώνιο μέ τήν αἰώνια ἀγάπη»).
[6]. J. HONTHEIM, «Heaven» ἐν The Catholic Encyclopedia, τόμ. 7, The Encyclopedia Press Inc., New York 1913, σελ. 172· «The beatific vision is obviously a created act
inherent in the soul, and not, as a few of the older theologians thought, the
uncreated act of God’s own intellect communicated to the soul. For, as seeing
and knowing are immanent vital actions, the soul can see or know God by its own
activity only, and not through any activity exerted by some other intellect».
[7]. Ἁγιορειτικός Τόμος 2, ἐκδ.
Χρήστου τόμ. 2, 571( ΕΠΕ 3, 502).
[8]. JEAN-CLAUDE LARCHET, «Ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ πατερική παράδοση», ἐν Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί τό παρόν, ἐποπτείᾳ
Γ. Ἰ. Μαντζαρίδη, ἐκδ. Ἱ.Μ.Μ. Βατοπεδίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 342· «Θά ἤθελα
μόνο νά ὑπογραμμίσω ἐδῶ ὅτι ὁ ἄκτιστος χαρακτήρας τῆς Χἀριτος βεβαιώνεται σαφῶς
στό ἔργο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (τό κυριότερο κείμενο τοῦ Μαξίμου
μνημονεύεται ἐξ ἄλλου συχνά ἀπό τόν Παλαμᾶ), ἐνῷ ἀντιθέτως δέν ὑπάρχει κανείς Ἕλληνας
Πατήρ ὁ ὁποῖος νά βεβαιώνει τόν κτιστό χαρακτήρα τῆς Χάριτος».
[9]. Πρός Σεραπίωνα Θμούεως Ἐπίσκοπον 24,
PG 26, 585B.C· «Νῦν δέ, ὅτε λεγόμεθα μέτοχοι Χριστοῦ καί μέτοχοι Θεοῦ,
δείκνυται τό ἐν ἡμῖν χρίσμα καί ἡ σφραγίς μή οὖσα τῆς τῶν γενητῶν φύσεως, ἀλλά
τῆς τοῦ Υἱοῦ, διά τοῦ ἐν αὐτῷ Πνεύματος συνάπτοντος ἡμᾶς τῷ Πατρί».
[10]. Κατ’ Εὐνομίου Λόγος ε΄
(Περί τοῦ Πνεύματος 2), PG
29, 772D· «Τοῦτο τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐξέχεεν ἐφ’ ἡμᾶς πλουσίως ὁ Θεός διά Ἰησοῦ
Χριστοῦ· ἐξέχεεν, οὐκ ἔκτισεν· ἐχαρίσατο, οὐκ ἐποίησεν· ἔδωκεν, οὐκ ἐδημιούργησεν».
[11]. Περί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος πρός τόν ἐν ἁγίοις Ἀμφιλόχιον Ἐπίσκοπον Ἰκονίου 24
(57), PG 32, 173A.B· «Ἐν ἡμῖν, φησί, τό Πνεῦμα ὡς δῶρόν ἐστι παρά τοῦ Θεοῦ. Οὑ
δήπου δέ τό δῶρον ταῖς ἴσαις τιμαῖς τῷ δεδωκότι σεμνύνεται. Δῶρον μέν οὖν Θεοῦ
τό Πνεῦμα, ἀλλά δῶρον ζωῆς [...] Καί δῶρον δυνάμεως [...] Ὥστε πῶς οἱ τά ταῦτα
λέγοντες οὐχί τήν ἰουδαϊκήν ἀγνωμοσύνην παρεληλύθασι, τήν ὑπερβολήν τῆς
χρηστότητος ἐφόσιον εἰς βλασφημίαν λαμβάνοντες;».
[12]. ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 1,
(13) 13 PG 94, 858Β· «Τό πνεῦμα νοεῖται πολλαχῶς· τό ἅγιον Πνεῦμα· λέγονται δέ
καί αἱ δυνάμεις τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου πνεύματα». Ο Αυτοσ, Τεμάχια διάφορα, PG
95, 233C.D: «Ἐπειδή πολλαχῶς τό πνεῦμα νοεῖται, λεκτέον τά σημαινόμενα. Πνεῦμα
τοίνυν εἴρηται τό ἅγιον Πνεῦμα [...] αἱ γάρ ἐνέργειαι τοῦ Πνεύματος, πνεύματα οἶμαι
φίλον τῷ Ἠσαΐᾳ καλεῖν».
[13].
Βλ. σχετικῶς ΒΛΑΔ. ΛΟΣΚΙ, Ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, Βιβλιοθήκη
Ὀρθοδόξου Μαρτυρίας, μετφρ, Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ, ἐκδ. Ρηγοπούλου,
Θεσσαλονίκη 1973, σελ.26-31 καί τήν γενικότερη συνάφεια.
[14]. Εἰς τό κατά Ἰωάννην, 30,
2, PG 59, 174· «... πάντες ἡμεῖς μέτρῳ τήν τοῦ Πνεύματος ἐνέργειαν ἐλάβομεν·
Πνεῦμα γάρ ἐνταῦθα τήν ἐνέργειαν λέγει· αὕτη γάρ ἐστιν ἡ μεριζομένη· οὗτος δέ ἀμέτρητον
ἔχει καί ὁλόκληρον πᾶσαν τήν ἐνέργειαν. Εἰ δέ ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ ἀμέτρητος, πολλῷ
μᾶλλον ἡ οὐσία». Πρόκειται
περί τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἐδαφίου Ἰω. 3,34: «οὐ γάρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ
Θεός τό Πνεῦμα».
[15]. Περί θείων ὀνομάτων 5, 1
PG 3, 816C· «Ἡ δέ τοῦ ὄντος [θεωνυμία] εἰς πάντα τά ὄντα ἐκτείνεται, καί ὑπέρ
τά ὄντα ἐστίν. Ἡ δέ τῆς ζωῆς εἰς πάντα τά ζῶντα ἐκτείνεται, καί ὑπέρ τά ζῶντά ἐστίν.
Ἡ δέ τῆς σοφίας, εἰς πάντα τά νοερά καί λογικά, καί αἰσθητικά ἐκτείνεται καί ὑπέρ
πάντα ταῦτά ἐστι». Ἐδῶ
ἐπισημαίνεται ἀπό τό κείμενο (αὐτόθι), ὅτι δέν πρόκειται περί τῆς θείας οὐσίας,
ἀλλά τῆς θείας ἐνεργείας «τῷ λόγῳ σκοπός οὐ τήν ὑπερούσιον οὐσίαν, ᾗ ὑπερούσιος,
ἐκφαίνειν [...] ἀλλά τήν οὐσιοποιόν εἰς τά ὄντα πάντα τῆς θεαρχικῆς οὐσιαρχίας
πρόοδον ὑμνῆσαι».
[16]. Διάλεξις Θεοφάνους πρός
Θεότιμον 24,
ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 250 (ΕΠΕ 3, 424): «Ὁρᾷς τάς μετοχάς ταύτας ὑπέρ τά ὄντα οὔσας;».
[17]. Λόγος 50,
1, 7 Makarios/Symeon Reden und Briefe, ὑπό
H. Berthold, τόμ. 2, Akademie – Verlag – Berlin 1973, σελ. 124· «Διό εὐδόκησεν ὁ
ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός τῇ πολλῇ αὐτοῦ χρηστότητι πλοῦτον ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν
τόν πνευματικόν {ἡμῖν} χαρίσασθαι, τουτέστι τό τοῦ Χριστοῦ Πνεῦμα μή ὄν ἐκ τῆς ἡμετέρας
φύσεως - ἡμεῖς μέν γάρ ἐσμεν κτίσμα, αὐτό δέ ἄκτιστόν ἐστι - ἵνα <αὐτό> τῇ
ἰδίᾳ <ἐπιστήμῃ> καί τέχνῃ ἐργασάμενον καί γεωργῆσαν τῶν πιστῶν τάς
καρδίας εὐτρεπίσῃ τάς ὅλῳ θελήματι ἑαυτάς ἐπιδούσας τῷ πνευματικῷ γεωργῷ» κ.λπ.
[18]. Περί διαφόρων ἀποριῶν
(Θεωρία εἰς τόν Μελχισεδέκ) PG 91, 1141A· «Ἀπάτωρ οὖν καί ἀμήτωρ
καί ἀγενεαλόγητος, μήτε ἀρχήν ἡμερῶν, μήτε τέλος ζωῆς ἔχων, ἀναγέγραπται ὁ
μέγας Μελχισεδέκ, ὡς ὁ ἀληθής τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν τά περί αὐτοῦ διεσάφησε
λόγος, οὐ διά τήν φύσιν τήν κτιστήν καί ἐξ οὐκ ὄντων, καθ΄ ἥν τοῦ εἶναι ἤρξατό
τε καί ἔληξεν, ἀλλά διά τήν χάριν τήν θείαν καί ἄκτιστον καί ἀεί οὖσαν ὑπέρ πᾶσαν
φύσιν καί πάντα χρόνον ἐκ τοῦ ἀεί ὄντος Θεοῦ, καθ΄ ἥν δι΄ ὅλου μόνην ὅλος
γνωμικῶς γεννηθείς ἐπιγινώσκεται».
[19]. Πρός Μαρῖνον τόν ὁσιώτατον
Πρεσβύτερον PG 91, 33A.B· «ἔφην μίαν ἐνέργειαν
τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, τήν πάντων ἐκθεωτικήν τῶν ἁγίων, τῆς ἐλπιζομένης
μακαριότητος· τοῦ μέν Θεοῦ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχουσαν, τῶν δέ ἁγίων κατά χάριν
γεγενημένην», καί
ἐπίσης Περί διαφόρων ἀποριῶν PG
91, 1253D· «Ἑτοίμους ὁ λόγος δι΄ ἐλπίδος καθίστησι τῇ παραδοχῇ τῆς τῶν ἀληθῶν ἀρχετυπίας
ψυχωθῆναι καί γενέσθαι ζώσας εἰκόνας Χριστοῦ, καί ταὐτόν αὐτῷ μᾶλλον κατά τήν
χάριν ἤ ἀφομοίωμα».
[20]. Ἔκθεσις δυσσεβημάτων 21, ἐκδ.
Χρήστου τόμ. 2, 583 (ΕΠΕ 3, 522):«Ἀποβαλλόμεθα τούς λέγοντας τήν ἐπί τούς ἁγίους
ἐκχεομένην χάριν καί ἐνέργειαν τοῦ Πνεύματος κτιστήν, ὅτι μή οὐσία τοῦ
Πνεύματός ἐστιν».
[21]. JEAN-CLAUDE LARCHET, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 336.338ἑ.
[22]. Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Οὐσία καί ἐνέργειαι τοῦ
Θεοῦ κατά τόν Μέγαν Βασίλειον, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993,
σελ. 193.
[23]. Πρωτοπρ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΚΣΥ, «Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Πατερική Παράδοσις» ἐν Πανηγυρικός Τόμος ἑορτασμοῦ τῆς ἑξακοσιοστῆς ἐπετείου τοῦ θανάτου
τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἀρχιεσπικόπου Θεσσαλονίκης (1359-1959), ἐπιμελείᾳ
Π.Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1960, σελ. 248.
[24]. Περί θείας καί θεοποιοῦ
μεθέξεως 3, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 139 (ΕΠΕ 3,
216): «Εἰ δέ ὥσπερ ἐν τοῖς κτίσμασι πᾶσιν οὕτω καί ἐν τοῖς ἁγίοις ἐστί, καί ὡς
Θεός κατά τάς σοφάς ὑμῶν ἐπινοίας, καθάπερ ἐν τοῖς ἄλλοις τά κατάλληλα κτίζει ,
οὕτω κἀν τοῖς ἁγίοις τήν ἁγιότητα, τίς χρεία Χριστοῦ καί τῆς αὐτοῦ παρουσίας ;
Τίς χρεία τοῦ κατ’ αὐτόν βαπτίσματος καί τῆς ἐξ αὐτοῦ προσγινομένης ἡμῖν ἐξουσίας
τε καί δυνάμεως;».
[25]. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Παλαμικά, ἐκδ.
Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 175. 177: « Ἐάν τό Ἅγιον Πνεῦμα ἦτο κτίσμα,
δέν θά κατελύετο μόνον τό τριαδικόν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἡ δυνατότης θεώσεως τῶν
πιστῶν. Ἡ διδασκαλία τῶν ἀντιησυχαστῶν καί τῶν Λατίνων περί σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου
διά κτιστῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐρχομένη εἰς ἀντίθεσιν πρός βασικήν πατερικήν ἀρχήν,
κατά τήν ὁποίαν ἡ ἀνακαίνισις καί θέωσις τοῦ ἀνθρώπου δέν συντελεῖται διά κτιστῶν
μέσων, συνεκέντρωσε τά βέλη τοῦ Παλαμᾶ [...] Ἡ διδασκαλία τούτων [Βαρλαάμ, Ἀκινδύνου,
Γρηγορᾶ] ἔρχεται καί πάλιν εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν ἐμπειρίαν τῆς θεώσεως, τήν ὁποίαν
διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ὁ τρόπος κατά τόν ὁποῖον προσβάλλεται ἠ ἐκκλησιαστική αὕτη
ἐμπειρία εἰς τήν προκειμένην περίπτωσιν εἶναι νέος»· δηλαδή, ἀντί τῆς
κτιστότητος τῆς ὑποστάσεως (προσώπου) τοῦ Πνεύματος, προβάλλεται ὑπό τῶν αἱρετικῶν
ἡ κτιστότης τῆς φυσικῆς ἐνεργείας Του.
[26]. Λόγος 34 (Εἰς τούς Αἰγύπτου
ἐπιδημήσαντας) 12, PG 36, 252B.C· «Τολμῶ τι
φθέγξασθαι, ὦ Τριάς· καί συγγνώμη τῇ ἀπονοίᾳ· περί ψυχῆς γάρ ὁ κίνδυνος [...] Οὐ
πείθομαι τῷ ὁμοτίμῳ σῴζεσθαι. Eἰ μή Θεός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, θεωθήτω πρῶτον,
καί οὕτω θεούτω με τόν ὁμότιμον».
[27]. Α΄ Κορ. 6,
19· «Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε
ἀπό Θεοῦ, καί οὔκ ἐστε ἑαυτῶν;».
[28]. Α΄ Κορ. 3,
16· «Οὑκ οἴδατε ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;».
[29]. Περί θείας καί θεοποιοῦ
μεθέξεως 4,
ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 140 (ΕΠΕ 3, 218): «Οὑ δυσωπῇ, ἄνθρωπε, λέγοντα τόν Ἀπόστολον
“ὅτι τά σώματα ἡμῶν ναός τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστι ” ; Καί πάλιν, “ναός
θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν”; Ἆρα τό δουλικόν οἰκητήριον
κατεδέξατο ἄν ποτε τῇ τοῦ ναοῦ προσηγορίᾳ τιμῆσαι;»
[30]. Πρωτοπρ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Θεολόγοι τῆς
Θεσσαλονίκης, Πατερικά 4, ἐκδ. «Βρυέννιος»,
Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 157.
[31]. Ἰω. 1,
16: «Καί ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καί χάριν ἀντί
χάριτος».
[32]. Κολ. 2,
9.10: «ὄτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς, καί ἐστέ ἐν
αὐτῷ πεπληρωμένοι».Βλ. καί Κολ. 1, 19· «ὅτι ἐν αὐτῷ εὐδόκησε πᾶν τό
πλήρωμα κατοικῆσαι, καί δι΄ αὐτοῦ ἀποκαταλλάξαι τά πάντα εἰς αὐτόν».
[33]. Ἔκθεσις δυσσεβημάτων 29, ἐκδ.
Χρήστου τόμ. 2, 584 (ΕΠΕ 3, 525ἑ.): «Ἀποβαλλόμεθα τούς λέγοντας κτίσμα τό
λαμβανόμενον τοῖς ἁγίοις ἐκ τοῦ “κατοικοῦντος ἐν τῷ Χριστῷ πληρώματος τῆς
θεότητος”, ὡς κτίσμα λέγοντας ἐντεῦθεν καί τό πλήρωμα ἐκεῖνο, ταὐτόν δ΄ εἰπεῖν,
τήν θείαν τοῦ Χριστοῦ καί ἐνέργειαν καί φύσιν, καί ἀρειανούς ἐντεῦθεν ὄντας».
[34]. ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο
ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3,1,3
ἐκδ. Χρήστου, τόμ. 1, 617ἑ.· «Ὅταν γάρ ἀκούσωμεν “ἐκ τοῦ Υἱοῦ” διδόμενον τό πνεῦμα
[...] εἶτα καί τοῦ μεγάλου Βασιλείου λέγοντος [...] “ἐξέχεεν οὐκ ἔκτισεν” [...]
ὦμεν δ’ ἀναπεπεισμένοι κτιστήν τήν χάριν εἶναι, τί ἐροῦμεν δίδοσθαι καί
χαρίζεσθαι καί προχεῖσθαι διά τοῦ Υἱοῦ; Οὐκ αὐτό τό τήν χάριν ἐνεργοῦν ; [...] Ἆρ’
οὖν οὐ τοῦτ’ αὐτό ἐστιν ἄντικρυς τό τῶν Λατίνων φρόνημα, δι΄ ὅ τῶν τῆς καθ΄ ἡμᾶς
ἐκκλησίας ἀπελήλανται περιβόλων, ὅτι οὐχ ἡ χάρις, ἀλλ’ αὐτό τό πνεῦμα τό ἅγιον
κἀκ τοῦ Υἱοῦ πέμπεται καί διά τοῦ Υἱοῦ προχεῖται;».
[35]. Περί θείων ἐνεργειῶν 45, ἐκδ.
Χρήστου τόμ. 2, 130 (ΕΠΕ 3, 196): «Ἔπειτα πόσου Λατίνους οἴει τιμήσασθαι τό
δειχθῆναι τάς τῆς καθ΄ ἡμᾶς ἐκκλησίας βίβλους οὐκ ἀσφαλεῖς».
[36]. ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας λόγος τρίτος 34,
PG 94, 1353BC· «Ταῦτα καί τά τοιαῦτα σέβω καί προσκυνῶ καί πάντα ναόν Θεοῦ ἅγιον
καί πᾶν, ἐφ΄ ᾧ Θεός ὀνομάζεται, οὐ διά τήν αὐτῶν φύσιν, ἀλλά ὅτι θείας ἐνεργείας
εἰσί δοχεῖα καί δι΄ αὐτῶν καί ἐν αὐτοῖς ηὐδόκησεν ὁ Θεός τήν σωτηρίαν ἡμῶν
κατεργάσασθαι. Καί ἀγγέλους γάρ καί ἀνθρώπους καί πᾶσαν ὕλην τῆς θείας ἐνεργείας
μέτοχον καί διακονησαμένην τήν σωτηρίαν μου σέβω καί προσκυνῶ διά τήν θείαν ἐνέργειαν.
Οὐ προσκυνῶ Ἰουδαίοις· οὐ γάρ θείας εἰσίν ἐνεργείας μέτοχοι οὐδέ σκοπῷ τῆς ἐμῆς
σωτηρίας τόν κύριον τῆς δόξης, τόν Θεόν μου, ἐσταύρωσαν, φθόνῳ δέ μᾶλλον καί
μίσει πρός τόν Θεόν καί εὐεργέτην βαλλόμενοι».
[37].
Αὐτόθι 33, PG 94, 1352C· «Ὥσπερ τοίνυν ἀληθῶς εἰσι οὐ φύσει, ἀλλ’ ὡς τοῦ φύσει
Θεοῦ μέτοχοι, οὕτως εἰσι προσκυνητοί, οὐχί φύσει, ἀλλ’ ὡς τόν φύσει προσκυνητόν
ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντες».
[38].
Ἔνθ’ ἀνωτ., 120.124
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου