ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ, ΤΗΝ
ΑΓΙΑΝ ΓΡΑΦΗΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
(1ον)
Τοῦ
κ. Ἠλία Μπάκου, Δρ. Θεολογίας–Φιλολόγου
Α´.
Ἡ ἀρετή κατά τούς Ἀρχαίους Ἕλληνες
Ἀρετή,
σημαίνει κατα τήν ἐπικρατοῦσα ἔννοια τῆς σημασίας: μιά σταθερή στροφή τῆς
θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τό ἀγαθό μέ τήν εὐρύτερη σημασία τοῦ ὅρου. Ἡ ἀρετή
δέν εἶναι οὔτε ἁπλῆ γνώση, γιατί ἡ γνώση συμβουλεύει μέν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά δέν
διευθύνει πάντοτε καί τή θέλησή του, δεν εἶναι ὅμως καί ἡ ἕξις-ἐθισμός-σταθερή
συνήθεια, γιατί μέ τή συνήθεια-ἕξη καί τήν ἄσκηση ἀποκτῶνται καί πολλές ἰδιότητες
μέ τάση καί ροπή πρός τό κακό. Ἡ ἀρετή εἶναι κάτι τό ἑνιαῖο, τό συνολικό γενικό
γι᾽ αὐτό καί ἀποβαίνει κάτι τό ποικίλον, τό διαφορετικόν, ἀφοῦ ὑποδιαιρεῖται σέ
πολλές ἐπί μέρους ἀρετές καί γι᾽ αὐτό παρατηρεῖται ὅτι καί οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου
–ἀτομικές καί κοινωνικές– εἶναι διάφορες καί πολλαπλές.
Με
ἄλλα λόγια ἀρετή εἶναι, μέ τή διαχρονική σημασία τῆς λέξης: ἡ τέλεια σωματική
διάπλαση τοῦ ἀνθρώπου, συνεκδοχικά: ἡ τελειότητα, ἡ ὡραιότητα, ἡ ὑπεροχή ἔναντι
τοῦ ἄλλου, ἡ ἀνδρεία στήν πληθυντική της μορφή: ἀρετές εἶναι οἱ γενναῖες
πράξεις, τά προτερήματα ἑνός ἀνθρώπου, ἡ ὑπόληψη, ἡ δόξα, ἡ θεάρεστη πράξη καί
τέλος ἡ ἠθική τελειότητα, ἡ δέ λέξη ἀρετή παράγεται ἀπό τό ρῆμα ἀραρίσκω, πού
σημαίνει: ἑνώνω, συνάπτω, προσαρμόζω. Οἱ ἠθικολόγοι τις ἀρετές τίς διαιροῦν,
τίς ταξινομοῦν καί τίς κατατάσσουν σέ διάφορες κατηγορίες· π.χ. ὁ Πλάτων ἀποδέχεται
τέσσερες κύριες ἀρετές: τή φρόνηση, τήν ἀνδρεία, τη σωφροσύνη καί τή
δικαιοσύνη, ἐνῶ ὁ Ἀριστοτέλης δέχεται δύο εἴδη ἀρετῶν: τίς διανοητικές καί τίς ἠθικές·
καί ὁ χριστιανισμός πάνω στις τρεῖς λεγόμενες καί θεολογικές ἀρετές: πίστις, ἐλπίς
καί ἀγάπη στηρίζει ὅλες τίς ἄλλες χριστιανικές ἀρετές, πού πρέπει νά συνοδεύουν
τόν ἄνθρωπο ὡς ψυχοσωματικό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ.
Ἀναλυτικώτερα:
α)
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δέν χρησιμοποίησαν τή λέξη ἀρετή μέ την καθαρά ἠθική της
σημασία. Γι᾽ αὐτούς ἡ λέξη Ἀρετή, ὅπως καί ἡ ἀντίστοιχη λατινική λέξη virtus,
δήλωνε τήν σωματική ἱκανότητα και ὑπεροχή, τή γενναιότητα, την ἀνδρεία, καί
προκειμένου περί γυναικῶν τή σεμνότητα. Τήν πρωταρχική αὐτή σημασία τῆς λέξεως την
εὑρίσκομε στόν Ὅμηρο ὅπου στο πρόσωπο, τόσον τοῦ Ὀδυσσέα, ὅσον καί τῆς
Πηνελόπης προβάλλεται ἡ ἀρετή, ὅπως αὐτή ἁρμόζει στόν καθένα, ἀνάλογα καί μέ το
φῦλο του. Ὁ Πίνδαρος ἀναζητεῖ τήν ἀρετή στή σωματική διάπλαση καί ἀρτιότητα,
στή δεξιότητα και τήν ὑπεροχή τῶν ἀγωνιστῶν στο στάδιο, στή σωματική συμμετρία καί
στή ρώμη τῶν ἀθλητῶν. Γι᾽ αὐ- τό δέν ζηλεύει τόν πλοῦτο, ἀλλά τήν ἀρετή τοῦ Ἡρακλῆ.
Στόν Ἠσίοδο ἡ ἔννοια τῆς λέξεως ἀρετή, παρουσιάζεται συγγενής πρός το «κῦδος»=τιμή,
δόξα, φήμη, καί ὡς ἀντίθεση πρός τήν «κακότητα».
Κατά
τούς Πυθαγορείους ἡ ἔννοια τῆς ἀρετῆς συνδέεται μέ τους ἀριθμούς καί μ᾽ αὐτούς ἐκφράζεται.
Ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς διασώζει ὅτι ὁ Ἐπίχαρμος ἐδίδασκεν ὅτι «ὁ βίος τοῦ ἀνθρωπίνου
λογισμοῦ καί ἀριθμοῦ δεῖται πάνυ, ζῶμεν δ᾽ ἀριθμῷ καί λογισμῷ, ταῦτα γάρ σώζει
βροτούς» (=δηλ. ἡ ζωή μας ἔχει ἀνάγκη ἀπό λογισμό και ἀριθμούς). Μεταξύ τῶν ἀριθμῶν
καταλαμβάνουν ἰδιαίτερη θέση οἱ περιττοί ἀριθμοί, γιατί ἔχουν ἀρχή, μέσον καί
τέλος. Γιά παράδειγμα ὁ ἀριθμός ἑπτά (7) ἔχει ἀρχή καί τέλος, ὅπως κάθε ἀριθμός,
ἔχει ὅμως καί μέσον τόν ἀριθμόν τέσσερα (4).
Ἡ
σημασία τῆς μεσότητας σέ συνδυασμό μέ τήν ἀρετή θά τονισθεῖ ἀργότερα ἀπό τόν Ἀριστοτέλη,
ὁ ὁποῖος διατύπωσε τήν ἄποψη ὅτι ἡ ἀρετή εἶναι μία μεσότητα μεταξύ δύο ἀκροτήτων,
παράδειγμα: ἀνάμεσα στή δειλία καί τήν θρασύτητα τή μεσότητα ἀποτελεῖ ἡ ἀνδρεία...
Κατά
τούς Πυθαγορείους ἡ ἀρετή-ἡ ἔννοιά της, συνδέεται στενά μέ τήν Πίστη στό Θεό,
γιατί τό κατ᾽ αὐτούς τά πάντα ἐξαρτῶνταν ἀπό τό καθῆκον τοῦ «ἀκολουθεῖν τῷ Θεῷ»
(=ἀπό τό νά ἀκολουθοῦν το θέλημα τοῦ Θεοῦ).
Ὁ
Φιλόσοφος Σωκράτης κάνει περισσότερο συγκεκριμένη τήν ἔννοια τῆς ἀρετῆς· διαλεγόμενος
γιά τά ἀνθρώπινα θέματα ἐξετάζει: τί εἶναι εὐσεβές, τί ἀσεβές, τί καλόν, τί αἰσχρόν,
τι δίκαιον καί τί ἄδικόν, τί σωφροσύνη καί τί μανία, τί ἀνδρεία καί τί δειλία,
τί πόλις καί τί πολιτικός, τί ἀρχή ἀνθρώπων καί τί ἀρχικός ἄνθρωπος, ἐνῶ κάνει
λόγο γιά τίς τέσσερις ἀρετές δηλ. τή σοφία, τήν ἀνδρεία, τή σωφροσύνη καί τή
δικαιοσύνη, στόν Εὐθύφρονα ἀναφέρεται καί ἡ «ὁσιότης»· ὅλος ὁ διάλογος ἀναφέρεται
στό τί εἶναι ὅσιον καί τί ἀνόσιον. Ὁ Πλάτων, ἀναφέρθηκε καί παραπάνω, διδάσκει ὅτι
ἡ ψυχή εἶναι τριμερής: νοῦς, θυμός καί ἐπιθυμία. Σέ κάθε ἕνα ἀπό τά μέρη ἀντιστοιχεῖ
καί μία ἀρετή.
Τοιουτρόπως:
τοῦ νοῦ (=λογιστικοῦ), ἀρετή εἶναι ἡ σοφία (φρόνηση), τοῦ θυμοῦ (θυμοειδοῦς), ἡ
ἀνδρεία, καί τοῦ ἐπιθυμητικοῦ (τῆς ἐπιθυμίας), ἡ σωφροσύνη καί ὅλες αὐτές
συνδέονται στενά μέ τήν κα- θαυτό ἀρετή, δηλ. τή δικαιοσύνη, ἡ ὁποία εἶναι «ὑγίειά
τε καί κάλλος καί εὐεξία τῆς ὅλης ψυχῆς» καί κατά τόν Θεοδωρακόπουλο «ἔχει την πηγή
της μέσα στήν ἀνιδιοτέλεια καί τήν ἐλευθερία τῆς ψυχῆς». Και τό συμπέρασμα «πᾶσα
ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται»·
δηλ. κάθε ἐπιστήμη, κάθε γνώση, ὅσο σοβαρή καί ἄν εἶναι αὐτή, ἐάν χωρίζεται ἀπό
τήν δικαιοσύνη καί τίς ἄλλες γενικές ἀρετές δέν εἶναι σοφία, ἀλλά πανουργία. Ὑπέρ
αὐτῶν τῶν ἀρετῶν καί τῆς δικαιοσύνης προτρέπει ὁ Πλάτωνας τούς νέους νά
δείχνουν μεγάλη προθυμία καί προσπάθεια, γιά νά τίς ἀποκτήσουν, γιατί αὐτές οἱ ἀρετές
εἶναι τό ὑπέρτατο ἀγαθό τῆς ζωῆς: «ὦ παῖδες, καί πρῶτον καί ὕστατον καί διά
παντός πᾶσαν προθυμίαν πειρᾶσθε ἔχειν ὅπως μάλιστα μέν ὑπερβαλεῖσθε καί ἡ- μᾶς
καί τούς πρόσθεν εὐκλείᾳ», ὥστε νά ξεπεράσουν ὅλους τους ἄλλους ἀκόμα καί τούς
προγόνους σέ δόξα καί καλή φήμη. Ἡ ἀπόλυτη ἀρετή ὑπάρχει στό Θεῖον, στό Θεό.
Στόν
κόσμο, λέγει ὁ Πλάτωνας, δεν ὑπάρχει τίποτε τό ἰσάξιον τῆς ἀρε- τῆς καί στήν ἐκλογή
της προβαίνει μόνος του ὁ ἄνθρωπος γιατί ὁ Θεός εἶναι «ἀναίτιος» (Πολιτ. 617
Ε).
Ὅπως
προαναφέραμε, ὁ Ἀριστοτέλης διακρίνει τίς ἀρετές σε διανοητικές καί ἠθικές. Ἠθικές
ἀρετές εἶναι ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀνδρεία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἐλευθεριότητα, ἡ πραότητα,
ἡ μεγαλοπρέπεια, ἡ μεγαλοψυχία, ἡ αἰδώς, ἡ φιλία και πολλές ἄλλες. Οἱ
διανοητικές ἀρετές εἶναι πέντε: ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ φρόνηση, ἡ σοφία καί ὁ
νοῦς- ἡ λογική. Σύμφωνα μέ τόν Ἀριστοτέλη ἡ ἀρετή συνδέεται ἄμεσα με τίς ἔννοιες:
ἕξις (=ἐθισμός-συνήθεια) καί μεσότητα, μέ ἄλλα λόγια ἡ μέση ὁδός, πού λέμε καί
σήμερα.
Ὅπως
ὁ Πλάτωνας ἔτσι καί ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ τή δικαιοσύνη πρώτη τῶν ἀρετῶν
«σπουδαιοτάτη»: «ἡ δικαιοσύνη οὐ μέρος ἀρετῆς, ἀλλ᾽ ὅλη ἀρετή ἐστιν, οὐδ᾽ ἡ ἐναντία
ἀδικία οὐ μέρος κακίας, ἀλλ᾽ ὅλη κακία»: ἡ δικαιοσύνη δεν εἶναι μέρος τῆς ἀρετῆς,
ἀλλά ὅλη ἡ ἀρετή, οὔτε ἡ προσωπική κακία εἶναι μέρος τῆς κακίας, ἀλλά εἶναι ὅλη
ἡ κακία.
Ἐδῶ
δέν πρόκειται νά ἐξαντλήσουμε τό θέμα γύρω ἀπό τήν ἀρετή, τή σημασία της, καί
τή θέση της στή ζωή τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος· κλείνουμε τό θέμα ἐπιγραμματικά
μέ τό ρητόν: «τῆς ἀρετῆς οὐδέν κτῆμα σεμνότερον οὐδέ βεβαιότερόν ἐστιν», γιά νά
δοῦμε τή σημασία της στήν Ἁγία Γραφή καί στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ορθόδοξος
Τύπος, 19/10/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου