Το τέλος της εποποιίας (28 Οκτ. 1940
- 31 Μαΐου 1941) και η τριπλή εχθρική κατοχή (Γερμανική - Ιταλική - Βουλγαρική)
*
Του Κων. Σ. Κουβάτη
Η
Κρήτη είναι το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδος και το τέταρτο σε μέγεθος νησί της
Μεσογείου, μετά τη Σικελία, τη Σαρδηνία και την Κύπρο. Βρίσκεται στο μέσον της
ανατολής λεκάνης της Μεσογείου, πάνω στο σταυροδρόμι των αεροπορικών και
θαλάσσιων συγκοινωνιών και αποτελεί εξαίρετη βάση για αεροναυτικές
επιχειρήσεις.
Φυσική
συνέπεια της μεγάλης στρατηγικής σημασίας ήταν να βρεθεί - από τις αρχές του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου - στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, τόσο των συμμάχων
Βρετανών, όσο και του Χίτλερ.
Με
την έναρξη του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου, την ευθύνη για την ασφάλεια της Κρήτης
- ύστερα από σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης - ανέλαβε η Μεγ. Βρετανία,
λόγω του αποτελεσματικού ελέγχου που ασκούσε το βρετανικό ναυτικό στην
Ανατολική Μεσόγειο.
Η
5η Μεραρχία που στάθμευε στην Κρήτη, αφού επιστρατεύτηκε, μεταφέρθηκε στην
ηπειρωτική Ελλάδα και χρησιμοποιήθηκε στο αλβανικό θέατρο επιχειρήσεων.
Μέχρι
τον Απρίλιο του 1941 δεν είχαν εκπονηθεί οριστικά σχέδια άμυνας της νήσου, ούτε
είχαν προχωρήσει οι προπαρασκευές για την αντιμετώπιση της εχθρικής απειλής.
Οι
Βρετανοί παρότι ανέμεναν τη γερμανική επίθεση, πίστευαν ότι οι Γερμανοί ήταν
αδύνατο να συγκεντρώσουν τόσα ναυτικά μέσα στη Μεσόγειο, ώστε να εξουδετερώσουν
την υπεροχή του βρετανικού στόλου.
Η
νήσος Κρήτη απασχόλησε σοβαρά τον Χίτλερ, πολύ πριν η Γερμανία εκδηλώσει
έμπρακτα τις προθέσεις της κατά της Ελλάδας.
Πίστευε
ότι καταλαμβάνοντας την Κρήτη θα εξασφάλιζε μια γρήγορη και σοβαρή επιτυχία
στην ανατολική Μεσόγειο, υψηλής στρατηγικής σημασίας και ότι η επίθεση θα
έπρεπε να γίνει από αέρος με αεροποβατική ενέργεια.
Για
την κατάληψη της Κρήτης, οι Γερμανοί έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο «ΕΡΜΗΣ», που
προέβλεπε σφοδρό βομβαρδισμό των αεροδρομίων Μάλεμε (Χανίων), Ρεθύμνου και
Ηρακλείου, των λιμένων Σούδας και Ηρακλείου, καθώς και την εξουδετέρωση των
Ελληνο-βρετανικών (E/B) δυνάμεων από επίλεκτη μονάδα αλεξιπτωτιστών δυνάμεως
Μεραρχίας.
Το
σύνολο των γερμανικών δυνάμεων που θα έπαιρναν μέρος στην επίθεση κατά της
Κρήτης ανερχόταν σε 22.750 άνδρες, 1.370 αεροσκάφη και 70 πλοία.
Οι
Βρετανοί και 11.500 περίπου Έλληνες που βρισκόταν στην Κρήτη, αποφάσισαν να
αμυνθούν σθεναρά στους σημαντικούς από στρατηγικής απόψεως τομείς Μάλεμε -
Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου.
Τα
διατιθέμενα εφόδια πυρομαχικά και μέσα πυρός ήταν ανεπαρκή, η επάκτια και η
αντιαεροπορική άμυνα στοιχειώδης, ενώ οι Βρετανοί δεν διέθεταν πολεμικά
αεροσκάφη.
Στις
23 Απριλίου 41 έφθασαν στη Σούδα με βρετανικό υδροπλάνο ο τότε βασιλιάς της
Ελλάδας Γεώργιος ο Β’, ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός και μέλη της
κυβερνήσεως. Στις 29 Απριλίου κατέφθασε με βενζινόπλοια στο Κολυμπάρι Χανίων
και η στρατιωτική σχολή των Ευελπίδων. Στις 30 Απριλίου 1941 τη διοίκηση των
ελληνο-βρετανικών δυνάμεων της νήσου ανέλαβε ο διοικητής της 2ης Νεοζηλανδικής
Μεραρχίας, υποστράτηγος Φρέυμπεργκ.
Οι
Γερμανοί αφού κατέλαβαν από 6 έως 30 Απριλίου 1941 την ηπειρωτική Ελλάδα,
άρχισαν αμέσως τις προπαρασκευές τους για την κατάληψη της Κρήτης. Η εισβολή
έπρεπε να γίνει σύντομα και με τρόπο κεραυνοβόλο, ώστε στη συνέχεια να
εφαρμόσουν τα κατακτητικά τους σχέδια προς Ρωσία, Μάλτα, Κύπρο και Γιβραλτάρ.
Από
τις 14 Μαΐου το 8ο Αεροπορικό Σώμα των Γερμανών άρχισε σφοδρούς και
συστηματικούς βομβαρδισμούς της μεγαλονήσου για την απομόνωσή της και την
προπαρασκευή της επιθέσεως. Κύριοι στόχοι ήταν τα αεροδρόμια Χανίων (Μάλεμε),
Ρεθύμνου (Πηγής) και Ηρακλείου (Ρουσσών), τα λιμάνια Σούδας και Ηρακλείου, τα
αντιαεροπορικά πυροβολεία και οι πόλεις των Χανίων, του Ρεθύμνου και του
Ηρακλείου. Αποτέλεσμα των αεροπορικών προσβολών ήταν να εμποδιστεί η ενίσχυση
της νήσου με πολεμικό υλικό από τη Μέση Ανατολή και να υπάρξουν σοβαρές
απώλειες στον άμαχο πληθυσμό, στις πόλεις Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο.
Η
γερμανική επίθεση κατά της Κρήτης άρχισε το πρωί της 20ής Μαΐου 1941. Στις 6.30
ώρα γερμανικά σμήνη αεροσκαφών βομβαρδισμού και διώξεως κατέκλυσαν τον τομέα
Μάλεμε - Αγυάς και την περιοχή Χανίων - Σούδας και άρχισαν σφοδρότατο
βομβαρδισμό και συνεχείς πυροβολισμούς κατά των συμμαχικών θέσεων,
προσβάλλοντας κυρίως την περιοχή του Α/Δ Μάλεμε Χανίων. Σφοδρά βομβάρδισαν και
την πόλη των Χανίων, προκαλώντας σημαντικές ζημιές αλλά και πολλά θύματα.
Μετά
τον ανηλεή βομβαρδισμό, πολυάριθμα σμήνη μεταφορικών αεροσκαφών πραγματοποίησαν
ρίψεις αλεξιπτωτιστών στην περιοχή Χανίων - Μάλεμε («Ουρανίτες» ονόμασε τους
αλεξιπτωτιστές ο απλός κρητικός λαός, αφού η λέξη «αλεξιπτωτιστής» του ήταν
τελείως άγνωστη). Ταυτόχρονα άρχισε και η προσγείωση ανεμοπλάνων με
αερομεταφερόμενα τμήματα.
Ακολούθησε
σκληρός αγώνας με βαρύτατες απώλειες για τους Γερμανούς από την ηρωική
αντίσταση των Ε/Β δυνάμεων και των γενναίων κατοίκων του νησιού.
Παρά
το συνεχές σφυροκόπημα και τις επιθετικές ενέργειες των αλεξιπτωτιστών, το
Ρέθυμνο και το Ηράκλειο δεν κατελήφθησαν, όπως προέβλεπε το γερμανικό σχέδιο.
Αντίθετα στον τομέα Μάλεμε - Χανίων οι Γερμανοί, μετά από πολλές προσπάθειες
και σημαντικές απώλειες, πέτυχαν να δημιουργήσουν ένα μικρό προγεφύρωμα ανατολικά
του Ταυρωνίτη ποταμού και τη νύχτα 21 προς 22 Μαΐου να καταλάβουν το Α/Δ
Μάλεμε. Αντεπίθεση που εκτοξεύτηκε την 03.30 ώρα της 22ας Μαΐου για την
ανακατάληψη του αεροδρομίου απέτυχε.
Μετά
την αποτυχία της αντεπιθέσεως και την προώθηση των συνεχώς ενισχυόμενων
γερμανικών δυνάμεων, οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις, την επόμενη νύχτα 23 προς 24
Μαΐου, συμπτύχθηκαν ανατολικότερα σε νέα αμυντική τοποθεσία.
Από
τις 24 Μαΐου η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων περιήλθε στους Γερμανούς και η τύχη
της μεγαλονήσου είχε πλέον κριθεί. Ωστόσο, ο αγώνας συνεχίστηκε σκληρός και
ακατάπαυστος σε όλους τους τομείς μέχρι την 29η Μαΐου, οπότε με διαταγή του
Στρατηγείου Μέσης Ανατολής άρχισε η εκκένωση του νησιού από τις βρετανικές
δυνάμεις.
Στις
23.00 ώρα της 31ης Μαΐου αναχώρησε από τις ακτές Σφακίων και το τελευταίο πλοίο
με βρετανικά τμήματα για τη Μέση Ανατολή. Οσοι από τους Βρετανούς δεν μπόρεσαν
να εγκαταλείψουν την Κρήτη, καθώς και τα ελληνικά τμήματα, συνθηκολόγησαν με
τους Γερμανούς ή κατέφυγαν σε ορεινές περιοχές, απ’ όπου στη συνέχεια διέφυγαν
στη Μέση Ανατολή. Όσοι παρέμειναν στο νησί, συνέχισαν τον αγώνα κατά του
κατακτητή, μαζί με τους ηρωικούς κατοίκους της Κρήτης.
Την
νύχτα 22 προς 23 Μαΐου ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β’, ο πρωθυπουργός Εμμαν.
Τσουδερός και η ελληνική κυβέρνηση αναχώρησαν με βρετανικό αντιτορπιλικό για
την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου για να συνεχίσουν στο πλευρό των συμμάχων τον
αγώνα κατά του Άξονα.
Οι
απώλειες στη Μάχη της Κρήτης και για τις δύο πλευρές ήταν μεγάλες. Οι απώλειες
των Ελλήνων ανήλθαν σε 336 νεκρούς (εξακριβωμένους), από τους οποίους 44
αξιωματικοί και ευέλπιδες και 292 οπλίτες. Ο ακριβής όμως αριθμός των
στρατιωτικών και των ενόπλων και αόπλων Κρητικών είναι άγνωστος. Μεγάλος είναι
και ο αριθμός των τραυματιών και των αιχμαλώτων πολέμου.
Οι
Βρετανοί είχαν 1.742 νεκρούς, 1.737 τραυματίες και 11.835 αιχμαλώτους. Οι
απώλειες των Γερμανών ανήλθαν σε 1.990 νεκρούς, 2.600 τραυματίες και 1.995
αγνοούμενους, ενώ εκείνες των Γερμανών αλεξιπτωτιστών ήταν τρομακτικές και
ξεπέρασαν τους 8.000 νεκρούς και τραυματίες.
Το
βρετανικό ναυτικό απώλεσε 2 καταδρομικά, 6 αντιτορπιλικά, καθώς και 200
αξιωματικούς και ναύτες.
Τέλος
από πλευράς γερμανικής αεροπορίας, καταστράφηκαν ολοσχερώς 220 αεροσκάφη και
υπέστησαν σοβαρές ζημιές άλλα 150.
Έτσι
μετά από αγώνα δέκα ημερών, έληξε η Μάχη της Κρήτης, με επικράτηση των
γερμανικών δυνάμεων, παρά τη γενναιότητα με την οποία πολέμησαν οι Ε/Β δυνάμεις
και την πείσμονα αντίσταση του ηρωικού κρητικού λαού, του οποίου το θάρρος, η
τόλμη και το πνεύμα αυτοθυσίας υπήρξαν ανυπέρβλητα και προκάλεσαν τον θαυμασμό
των Ελλήνων και των συμμάχων.
Η
μάχη της Κρήτης υπήρξε καθοριστική για τον Β΄ Π.Π., γιατί χάρη στην ηρωική
αντίσταση των Ελλήνων, των Βρετανών και των ένοπλων και άοπλων Κρητικών,
προκάλεσε καθυστέρηση έξι εβδομάδων στην υλοποίηση του σχεδίου «Μπαρμπαρόσα»
που αφορούσε στην εισβολή και κατάληψη της Σοβ. Ενωσης, από το Γ΄ Ράιχ.
Ματαίωσε
επίσης και το σχέδιο «Ιζαμπέλα» που προέβλεπε την κατάληψη του Γιβραλτάρ με
αλεξιπτωτιστές και στη συνέχεια την αεραπόβαση των Γερμανών στη Μάλτα και την
Κύπρο όπου οι Βρετανοί διατηρούσαν βάσεις, αφού ο ίδιος ο Χίτλερ έδωσε εντολή
να διαλυθεί το σώμα των Γερμανών αλεξιπτωτιστών, μετά τη μάχη της Κρήτης.
Οι
Γερμανοί λόγω της απρόβλεπτης γι’ αυτούς εξέλιξης της μάχης, δεν κατόρθωσαν να
ενισχύσουν έγκαιρα το φιλογερμανικό πραξικόπημα στη Βαγδάτη, με αποτέλεσμα οι
Βρετανοί να κυριαρχήσουν και πάλι στο Ιράκ, τα εδάφη του οποίου ο Χίτλερ είχε
την πρόθεση να χρησιμοποιήσει ως βάση των δυνάμεών του κατά των Βρετανών σε
διάφορα στηρίγματά του στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή.
Το
τίμημα της νίκης των Γερμανών ήταν τόσο σοβαρό, ώστε μέχρι το τέλος του Β΄ Π.Π.
οι Γερμανοί δεν ξανατόλμησαν παρόμοια ενέργεια.
Η
Κρήτη - σύμφωνα με τον Δ/κτή του 11ου Γερμανικού Αεροπορικού Σώματος
Αντιπτέραρχο Στούντεντ - «υπήρξε ο τάφος των Γερμανών Αλεξιπτωτιστών».
Πράγματι
στη Μέση Ανατολή, κατά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν της Αιγύπτου (23 Οκτ. 1942 - 5
Νοεμβρίου 1942), όπου έλαβε μέρος και η 1η Ελληνική Ταξιαρχία, ο Γερμανός
Στρατάρχης Ρόμμελ (ο επιλεγόμενος «αλεπού της Ερήμου»), δ/κτής του «Αφρικα
Κορπ», χρησιμοποίησε τα τάγματα των Αλεξιπτωτιστών στην άμυνα, σαν απλά τμήματα
πεζικού και όχι σαν επίλεκτες ειδικές δυνάμεις.
Η
μάχη της Κρήτης αποτελεί κλασική περίπτωση παλλαϊκής άμυνας, όπου ο γενναίος
Κρητικός λαός, αψηφώντας την τρομερή ισχύ των αντιπάλων, την έλλειψη οπλισμού
και πυρ/κών και την ατελή οργάνωση, πολέμησε ηρωικά για τα ιδανικά της
πατρίδος, της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Στην
υπόλοιπη Ελλάδα, όσοι Αξ/κοί και οπλίτες δεν αναχώρησαν για την Αίγυπτο για να
ενταχθούν στις εκεί ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις, παρέμειναν στην πατρίδα και
συνέχισαν τον ένοπλο αντιστασιακό αγώνα κατά των κατακτητών της τριπλής εχθρικής
κατοχής (Γερμανικής - Ιταλικής - Βουλγαρικής), γράφοντας νέες σελίδες δόξας και
ηρωισμού.
Τέλος,
αξίζει να αναφερθεί και η δράση του Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής, που
υπήρξε εξίσου αξιόλογη και εντυπωσιακή και δικαιολογημένα προκάλεσε τον
θαυμασμό των ηγετών των συμμάχων.
Οι
Έλληνες μαχητές, αξιωματικοί και οπλίτες διακρίθηκαν ιδιαίτερα για τον ηρωισμό
και το πνεύμα αυτοθυσίας στις επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα στα νησιά του
Αιγίου, στη βόρεια Αφρική (Ελ Αλαμέιν), στην Ιταλία (Ρώμη) και στην Τυνησία, προσφέροντας
για μια ακόμα φορά τιμή και δόξα στην αιώνια Ελλάδα μας.
*
Ο Κων. Σ. Κουβάτης είναι καθηγητής ΣΜΥ, Υποστράτηγος - Ιστορικός.
Κων.
Σ. Κουβάτης, Καθηγητής ΣΜΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου