Ποτέ δεν έλειψαν από τον κόσμο το
χριστιανικό. Πολύ περισσότερο λίκνισαν πάντοτε τους αφοσιωμένους στο Θεό
ανθρώπους, οι πειρασμοί. Ο Σατανάς δεν έχει άλλη δουλειά. Ο Άγιος Νεκτάριος
τους αντίκρισε στην πιο μεγάλη έντασή τους. Είναι ανεκδιήγητα τα εμπόδια, που ο
εχθρός κύλισε στο δρόμο του Αγίου. Και μέσα και έξω πειρασμοί. Μα με ένα γλυκό
χαμόγελο εκείνος πάντα τους υπεδέχετο. «Προσεύχεται για μένα ο Λυτρωτής μου
Ιησούς», έλεγε συχνά αυτές τις ώρες. Πολλές φορές τραβώντας τους κόμπους του
κομποσκοινιού του τον άκουα να σιγολέει : «Σίμων, Σίμων, ιδού ο Σατανάς
εξητήσατο υμάς του συνιάσαι ως τον σίτον· εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη
η πίστις σου· και συ ποτε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου» (Λουκά ΚΒ’
31-32). Έπειτα έριχνε το βλέμμα του επάνω μου και μου ’λεγε : «Διατί να
ασχάλωμεν (γογγύζουμε) εις τους πειρασμούς μας ; Ο Κύριος μας ο ίδιος
προσεύχεται δι’ ημάς. Ημείς ένα έχομε καθήκον, το να μη λησμονάμε την τελευταία
εντολή Του: «Συ ποτε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου». Ιδού το ιδικόν μας
καθήκον. Ο Κύριος μάς σώζει από τους πειρασμούς· ημείς να βοηθήσουμε τους
αδελφούς μας, να μη κλονίζονται εις τους πειρασμούς.
Και απέδειξε, ότι αυτά δεν ήταν λόγια της
στιγμής, αλλά ζωή του. Ήταν στην Αίγινα τότε κάποια γυναίκα ξένη και πουλούσε
κεριά. Είχε έλθει από άλλο μέρος. Οι ευσεβείς γυναίκες της Αίγινας αγόραζαν τα
κεράκια της και με αυτά ζούσε. Μα, στ’ αλήθεια ήταν δαιμονισμένη. Είχε μια
κόρη. Ήταν τότε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, συνετό, φρόνιμο, καλό, θεοφοβούμενο,
ως δέκα εξ χρόνων. Η «κερού», όπως έλεγαν στην Αίγινα τη μητέρα της, είχε
καταληφθεί από μανία καταδιώξεως προς το παιδί της. Της έλεγε, ότι έχει ερωμένους
και πολλές φορές είχε επιχειρήσει, να την σκοτώσει και με μαχαίρι και με
δηλητήρια. Το άμοιρο κορίτσι εύρισκε καταφύγιο στο Μοναστήρι του Αγίου
Νεκταρίου, ζητώντας προστασία από αυτόν. Εκείνος πάντα έδιδε την ευλογία του. Η
δαιμονισμένη «κερού» δεν μπορούσε, να το χωνέψει και άρχισε τις συκοφαντίες. Το
τρομερό είναι, ότι ήσαν τόσον πειστικά τα λόγια της – τη βοηθούσε δίχως άλλο ο
Σατανάς – ώστε έπειθε, ότι έχει δίκαιο και τον ποιο κριτικό και συνετό άνθρωπο.
Ο Σεβασμιότατος Άγιος Νεκτάριος ανέφερε τότε το περιστατικό στον αείμνηστο
Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο και ζήτησε οδηγίες. Εκείνος τον παρεκάλεσε, να
προστατέψει την κοπέλα. Είχε τότε εκείνη φθάσει τα δέκα οκτώ της χρόνια. Ήταν
αλήθεια μια σεμνή, ενάρετος και ωραιότατη κοπέλα. Η «κερού» έβλεπε ότι δεν ημπορούσε
πλέον, ούτε να τυραννήσει την κόρη της, ούτε και να φέρνουν αποτέλεσμα οι
σατανικές συκοφαντίες της. Ο Διάβολος τότε έβαλε στο μυαλό της το έξης σχέδιο.
Πήγε στον Πειραιά και παρουσιάσθηκε στον ανακριτή και άρχισε με κλάματα, που
άφθονα της έδιδε ο Σατανάς, να διηγείται την τραγωδία της.
«Έχω μια κόρη ωραιότατη δέκα οκτώ χρόνων. Εγώ
ξέρω η άμοιρη πως την μεγάλωσα, με τι στερήσεις, με τι βάσανα. Μα, τώρα μου την
ξεστράτισαν από τον ίσιο δρόμο. Είναι στην Αίγινα στο γυναικομονάστηρο ένας
καλόγερος, που τάχα ασκητεύει, μα έχει τις καλόγριες ερωμένες του και ρίχνει τα
παιδιά, που κάνουν, σ’ ένα πηγάδι. Αυτός ο κακούργος μου ξεμυάλισε το κορίτσι
μου και το πήρε στο Μοναστήρι. Θα το καταστρέψει. Τρέξτε, σωστέ το παιδί μου…
». Και ήταν ο λόγος της τόσο πειστικός και τα δάκρυα της και οι λυγμοί της
τόσοι, που συγκίνησαν τον ανακριτή και τον έπεισαν ότι πράγματι έτσι είναι.
Πήρε την κατάθεσή της και σηκώθηκε αμέσως. Την άλλη μέρα έφθασε στην Αίγινα και
κτύπησε την πόρτα του Μοναστηρίου συνοδευόμενος από δύο χωροφύλακες. Σχεδόν
παραβίασε την πόρτα, καταπατήσας τους κανονισμούς του Μοναστηρίου και επήγε
κατ’ ευθείαν στο διαμέρισμα του Αγίου. Οι καλόγριες αναστατώθηκαν και άρχισαν
να κλαίνε «Κύριε, ελέησον». Ο Δεσπότης σηκώθηκε να τον υποδεχτεί με το
συνηθισμένο χριστιανικό χαμόγελο του. Μα, ο ανακριτής αναμμένος από το θυμό,
είπε απότομα στον Γέροντα – θα ήταν τότε έως εβδομήντα πέντε χρόνων. -Βρε
καλόγερε, που είναι το πηγάδι, που ρίχνεις τα μούλικα, που κάνεις με τις
καλόγριες ;» Εκείνος κάθισε στην καρέκλα με το γλυκό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα
χείλη του. Λέξη πλέον δεν είπε. Ο Ανακριτής σκύλιαζε, απειλούσε, να του
ξεριζώσει τα γένια, χειρονομούσε, εφώναζε. Ο Άγιος χαμογελούσε γλυκά, είχε
υψωμένα τα μάτια του στον ουρανό και προσευχόταν για το δυστυχή ανακριτή, που
τον είχε πλανήσει η «κερού». Ένας θρήνος απλώθηκε σ’ όλο το Μοναστήρι. Όταν ο
ανακριτής έφυγε απειλώντας τα πάντα, οι αδελφές μαζεύτηκαν στο κελλί του Αγίου.
Έκλαιαν. Μια από αυτές τόλμησε να μιλήσει. «Να τον καταγγείλουμε τον κακόν
άνθρωπο, Σεβασμιότατε» είπε. Μα αμέσως ο Άγιος απήντησε. «Τόσον καιρό σας
διδάσκω, να πιστεύετε, ότι ο Θεός, διευθύνει τα πάντα και χωρίς το θέλημα Του
τίποτε δεν γίνεται και σεις χάσατε την υπομονή σας ; Μη κλονίζεσθε. Δοξάσατε
του Θεού το Όνομα πάντων ένεκεν». «Μα, σεις, Σεβασμιότατε – τόλμησαν να
προσθέσουν μερικές – δεν έπρεπε να απολογηθείτε ;…» Ο Άγιος απάντησε ήρεμα :
«Υπέρ εμαυτού ουκ απολογήσομαι. Προσευχηθείτε υπέρ του άνθρωπου αυτού. Και δι’
αυτόν εσταυρώθη ο Κύριος». Σήκωσε τα βλέμματα του προς τον ουρανό και άρχισε να
προσεύχεται και πάλι.
Το κορίτσι της «κερούς» κλήθηκε από το
δικαστήριο και εξετάστηκε από τον Νικόλαο Αλεξ. Πετσάλη, καθηγητή στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών της μαιευτικής και γυναικολογίας και βρέθηκε παρθένος. Στο
αρχείο της Μονής της Αγίας Τριάδος σώζεται η γνωμάτευση του, με την οποία
καταρρίφθηκε η κατά του Αγίου συκοφαντία και ήταν αποστομωτική απάντηση σε
όσους επιχείρησαν να κατηγορήσουν τον αγιότατο πατέρα της Εκκλησίας. Όπως
αφηγούνται παλαιότερες μοναχές ο ανακριτής που μίλησε με εκείνο το συκοφαντικό
και ασεβή τρόπο αρρώστησε βαριά. Αισθανόμενος φοβερούς πόνους ζήτησε να τον
μεταφέρουν στον Άγιο Νεκτάριο για να τον συγχωρήσει και να τον θεραπεύσει.
Έπεσε στα πόδια του Αγίου και τον παρακαλούσε μαζί με τη σύζυγό του να τον
ελεήσει. Ο Άγιος ως ανεξίκακος και μακρόθυμος τον συγχώρησε και παρεκάλεσε τον
Θεόν για τη θεραπεία του.
Πηγή: Ο Άγιος Νεκτάριος Κεφαλάς, Μητροπολίτης
Πενταπόλεως (1846-1920), Επιμέλεια Αρχιμανδρίτου Τίτου Ματθαιάκη, Αθήναι 1955).-
Εκκλησία Κύπρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου