Ὁ θάνατος
(Ομιλία
του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου)
«Ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ
μητρὶ αὐτοῦ»(Λουκ. 7,12)
Η ἑλληνικὴ
γλῶσσα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ πιὸ ὄμορφη στὸν κόσμο. Ἔχει χιλιάδες λέξεις. Ἀλλὰ μέσα σ᾽ αὐτὲς ὑπάρχει καὶ μία ποὺ εἶνε φαρμάκι,
κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ χλωμιάζῃ, νὰ παραλύουν τὰ γόνατά του. Καὶ ὅμως ἡ λέξι αὐτή, ἂν
τὴν σκεφτῇς, μπορεῖ νὰ σὲ κάνῃ νὰ μισήσῃς
τὸ κακό, ν᾽ ἀγαπήσῃς τὸ καλό, νὰ γίνῃς ἄγγελος.
Εἶνε ἡ λέξι θάνατος. Γιὰ τὸ θάνατο μιλάει
σήμερα τὸ ἱερὸ καὶ ἅ γιο εὐαγγέλιο. Τὸ θάνατο σκέπτονταν οἱ ἅγιοι, οἱ μοναχοὶ στὰ ἀσκητήριά
τους, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας.
Λένε γιὰ κάποιο εἰδωλολάτρη βασιλιᾶ, τὸν Ξέρξη, ποὺ ἔζησε πεντακόσα χρόνια πρὸ Χριστοῦ, ὅτι ἀποφάσισε νὰ κάνῃ πόλεμο μὲ τὴ μικρή μας πατρίδα, νὰ μᾶς ὑποδουλώσῃ. Μάζεψε λοιπὸν στρατὸ πολύ, πέρασε τὰ Δαρδανέλλια, ἦρθε στὴ Θρᾴκη, πέρασε τὸν Ὄλυμπο καὶ ἔφθασε στὴ Θεσσαλία. Γέμισε ὁ κάμπος στρατιῶτες. Οἱ στρατηγοί του τοῦ εἶπαν, νὰ κάνῃ παρέλασι. Καὶ πράγματι ἔστησε μιὰ ἐξέδρα, ἀνέβηκε πάνω στολισμένος, καὶ ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ περνοῦσε μπροστά του ὁ ἀναρίθμητος στρατός. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὅμως τὸ πρόσωπό του φάνηκε στενοχωρημένο κι ἀπὸ τὰ μάτια του ἄρχισαν νὰ τρέχουν δάκρυα.
Λένε γιὰ κάποιο εἰδωλολάτρη βασιλιᾶ, τὸν Ξέρξη, ποὺ ἔζησε πεντακόσα χρόνια πρὸ Χριστοῦ, ὅτι ἀποφάσισε νὰ κάνῃ πόλεμο μὲ τὴ μικρή μας πατρίδα, νὰ μᾶς ὑποδουλώσῃ. Μάζεψε λοιπὸν στρατὸ πολύ, πέρασε τὰ Δαρδανέλλια, ἦρθε στὴ Θρᾴκη, πέρασε τὸν Ὄλυμπο καὶ ἔφθασε στὴ Θεσσαλία. Γέμισε ὁ κάμπος στρατιῶτες. Οἱ στρατηγοί του τοῦ εἶπαν, νὰ κάνῃ παρέλασι. Καὶ πράγματι ἔστησε μιὰ ἐξέδρα, ἀνέβηκε πάνω στολισμένος, καὶ ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ περνοῦσε μπροστά του ὁ ἀναρίθμητος στρατός. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὅμως τὸ πρόσωπό του φάνηκε στενοχωρημένο κι ἀπὸ τὰ μάτια του ἄρχισαν νὰ τρέχουν δάκρυα.
Οἱ ὑπασπισταί
του τὸν ρωτοῦν· ―Βασιλιᾶ, τί σὲ
στενοχωρεῖ; Σήμερα θά ᾽πρεπε νά ᾽σαι χαρούμενος·
τέτοιο στρατὸ δὲν ἔχει κανένας ἄλλος. Καὶ αὐτὸς εἶπε· ―Ἔχετε δίκιο. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ παρήλαυνε ὁ
στρατὸς πέρασε ἀπ᾽
τὸ μυαλό μου ἡ σκέψι· ὕστερα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια
οὔτε ἐγὼ οὔτε αὐτοὶ θὰ ὑπάρχουμε… Σκέφτηκε
δηλαδή, ὅτι μιὰ μέρα θὰ πεθάνουμε, κι αὐτὸ τὸν ἔκανε νὰ χύσῃ πικρὰ δάκρυα.
Καὶ ὄχι μόνο ὁ
Ξέρξης· πολλοὶ ἄλλο ιμεγάλοι καὶ τρανοί, πάνω στὴν ἀκμή
τους,σκέπτονταν τὸ θάνατο. Ἔτσι σκεπτόταν καὶ ὁ βασιλιᾶς τῆς
Μακεδονίας Φίλιππος, ὁ πατέρας τοῦ Μεγάλου
Ἀλεξάνδρου, ποὺ ὅταν ἀνέβηκε στὸ θρόνο διέταξε
ἕνα στρατιώτη του, κάθε πρωὶ νὰ παρουσιάζεται μπροστά του καὶ νὰ τοῦ λέῃ· «Βασιλεῦ,
μέμνησο ὅτι θνητὸς εἶ»· βασιλιᾶ, νὰ θυμᾶσαι πὼς θὰ πεθάνῃς. Κι
αὐτὸς δὲν ἦταν βαπτισμένος Χριστιανός· ἔζησε τετρακόσα χρόνια πρὸ Χριστοῦ.Δὲν ἔχω καιρὸ νὰ σᾶς διηγηθῶ
κι ἄλλα τέτοια παραδείγματα.
Καὶ αὐτοὶ μὲν
ἦταν εἰδωλολάτρες· ἐμεῖς ὅμως, ποὺ εἴμαστε Χριστιανοί; Ὅλα τὰ
συλλογιζόμαστε, ἕνα δὲν θέλουμε νὰ σκεφτοῦμε, τὸ θάνατο. Θυμᾶμαι
μιὰ φορὰ ποὺ σὰν ἱεροκήρυκας πῆγα σ᾽ ἕνα χωριό. Μπῆκα σ᾽ ἕνα σπίτι καὶ κάθησα. Ὅπως ἦταν ὅλοι μαζεμένοι, σὲ μιὰ στιγμὴ δὲν ξέρω
πῶς ἦρθε ὁ λόγος καὶ ἀνέφερα τὸ θάνατο. Μόλις ἄκουσαν θάνατο, λέει κάποιος «Χτύπα ξύλο». Τόσο τὸν τρέμουν τὸ θάνατο· καὶ νομίζουν
πὼς ἅμα χτυπήσουν ξύλο θὰ
φύγῃ. Ἐμεῖς
βαπτισθήκαμε Χριστιανοὶ καὶ διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο· ἐπιτρέπεται νά ᾽χουμε τέτοιο φόβο; Ὁ
φόβος δὲν ἁρμόζει στοὺς Χριστιανούς,
ἁρμόζει σὲ ἀπίστους.
Κάθε φορὰ ποὺ πᾶμε σὲ κηδεία ἀκοῦμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ λέῃ· Νὰ «μὴ λυπῆσθε καθὼςκαὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχον τες ἐλπίδα», νὰ μὴ λυπᾶστε ὅπως οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν πιστεύουν σὲ Θεὸ καὶ ἀθανασία
ψυχῆς( Α΄ Θεσ. 4, 13). Ὁ Χριστὸς ἦρθε καὶ κατήργησε
πράγματι τὸ φόβο τοῦ θανάτου. Μιὰ ἀπόδειξις εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Καθὼς ὁ
Χριστός, λέει, πλησίαζε σ᾽ ἕνα χωριό, ἀκούει κλάματα καὶ θρῆνο. Συνώδευαν ὅλοι στὸ
νεκροταφεῖο ἕνα νεκρό. Μέσα στὴν κάσσα ἦταν ἕνα μπουμπούκι, ἕνας νέος, τὸ καμάρι τῆς μάνας του. Ἔκλαιγε αὐτή, ἔκλαιγε καὶ ὅλο τὸ χωριό. Ὁ
Χριστὸς πλησιάζει καὶ τῆς λέει «Μὴ κλαῖε»( Λουκ. 7, 14). Ποιός τὸ ἔλεγε αὐτό; Ὁ Κύριός μας, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Καὶ δὲν
ἀρκέστηκε μόνο στὰ λόγια· πλησιάζει, ἀπευθύνεται στὸ
νεκρὸ καὶ τοῦ λέει·«Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι»· παιδί μου, σὲ διατάζω σήκω πάνω(ἔ.ἀ.). Ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ
διατάζει;
Εἶνε ἐκεῖνος
ποὺ ἔφτεια ξε τὰ ἄστρα, τοὺς γαλαξίες, τὸ σύμπαν· ὁ βα σιλεὺς τῶν
ἀγγέλων, ὁ πλάστης καὶ ὁ κριτής μας. Κι ὅπως ἡ
μάνα ξυπνάει τὸ παιδὶ νὰ πάῃ στὸ σχολεῖο, ἔτσιὁ νεανίσκος ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ σηκώθηκε. Καὶ φόβος ἔπεσε σὲ ὅλων τὶς
ψυχές, καὶ ἔλεγαν·«Προφήτης μέγας
ἐγήγερται ἐν ἡμῖν»( ἔ. ἀ. 7, 16). Ἀπέδειξε λοιπὸν ὁ Χριστὸς
μὲ τὸ θαῦμα αὐ τό, ποὺ τὸ εἶδαν τόσα μάτια,
ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου.
Τὸ ἀπέδειξε καὶ
ἄλλοτε.Τὸν εἶχαν εἰδοποιήσει ἀπὸ ἕνα σπίτι γιὰ τὸ κορίτσι τους, ἡλικίας δώδεκα ἐ τῶν·
Ἔλα, Κύριε, γιατὶ πεθαίνει. Ἀλλὰ μέχρι
νὰ πάῃ ἡ κόρη ξεψύχησε· καὶ τότε
ἔστειλαν εἴδησι νὰ μὴν ἔρθῃ ἀφοῦ πέθανε πλέον. Πῆγε
ὅ μως. Βρῆκε τὸ σπίτι μέσα στὸ
πένθος. Καὶ προσευχήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ εἶπε πάλι «Ἐγείρου»,
κ᾽ ἡ κόρη ἀναστήθηκε( Λουκ. 8, 54-
55).
Ἀκόμη
περισσότερο τὸ ἀπέδειξε ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ φίλος του ὁ Λάζαρος πέθανε. Πῆγε ἐκεῖ μετὰ ἀπὸ τέσσερις
μέρες. Στάθηκε ἐμπρὸς στὸ μνῆμα καὶ φώναξε· «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω»( Ἰω. 11, 43). Κι ὁ Λάζαρος ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν καὶ βγῆκε ἔξω ὄρθιος. Ἀλλὰ τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα δὲν εἶνε αὐτά· εἶνε ὅτιἀναστήθηκε ὁ ἴδιος τὴν τρίτη ἡμέρα.
Ἐπάνω σ᾽ αὐτὸ
στηρίζεται ὁλόκληρος ὁ χριστιανισμός. Αὐτὸ τὸ
θαῦμα ἑορτάζουμε κάθε Κυριακή. Ἂν
προσέξετε, θ᾽ ἀκούσετε·«Ἀνάστασιν Χριστοῦ
θεασάμενοι…»( ὄρθρ. , μετὰτὸἑωθ.
εὐαγγ. ). Θυμᾶμαι ἕνα
βοσκὸ στὰ Γρεβενὰ ποὺ μοῦ ᾽λεγε· ―Ἐγὼ θὰ πάω πρωὶ - πρωὶ στὴν ἐκκλησία. ―Γιατί; τοῦ λέω. ―Θέλω ν᾽ ἀκούσω τὸ «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…»· μ᾽ ἀρέσει αὐτό… Τὴν Κυριακὴ ὅλα (τροπάρια,
εὐαγγέλια, τὰ πάντα) φωνάζουν· Ἀνέστη ὁ Κύριος!
Ὅσοι λοιπὸν πιστεύουμε στὸ Χριστὸ δὲν ἐπιτρέπεται
νά ᾽χουμε φόβο μπρὸς στὸ θάνατο. Γιά κοιτάξτε ὅμως τοὺς Χριστιανούς.
Στὴ Μικρὰ Ἀσία,
πρὸ Χριστοῦ, εἶχαν συνήθεια ἀντίθετη ἀπὸ τὴ δική μας· ὅταν γεννιόταν ἄνθρωπος
ἔκλαιγαν, γιατὶ ἤξεραν σὲ τί βάσανα μπαίνει, κι ὅταν πέθαινε ἔπαιζαν τὰ βιολιὰ καὶ διασκέδαζαν, διότι
ἤξεραν ὅτι τελείωσαν τὰ βάσανά του. Στὸν αἰῶνα μας ἰδίως, ὅταν γεννιέται ἄνθρωπος
κλάψτε τον. Τὸ λέει
τὸ Εὐαγγέλιο· Μανάδες ποὺ ἔχετε παιδιά, κλάψτε γιὰ τὰ δεινὰ ποὺ ἔρχονται στὸν κόσμο( βλ. Λουκ. 23, 28). Ὅταν λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος πεθαίνῃ,δὲν εἶνε τόσο μεγάλο τὸ κακό.
Τώρα βλέπεις
στὸ θάνατο· ἄλλος τραβάει τὰ μαλλιά του, ἄλλος γρατζουνίζει
τὰ μάγουλά του,
ἄλλος κλείνεται μέσα καὶ δὲν πάει στὴν ἐκκλησία. Σὲ
κάποιο χωριὸ μοῦ εἶπαν, ὅτι γυναῖκες ἔχουν
δεκαπέντε χρόνια νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία· ἔχουν ἔθιμο νὰ βάζουν τὰ μαῦρα καὶ τρία χρόνια νὰ μὴ πατοῦν τὸ κατώφλι τῆς ἐκκλησίας· κ᾽ ἐπειδὴ
συνέβη κοντὰ στὸν ἕνα θάνατο νὰ ἔρθη
δεύτερος καὶ τρίτος,εἶχαν δεκαπέντε χρόνια νὰ
ἐκκλησιαστοῦν! Τοὺς μάζεψα, καμμιὰ τριανταριά, καὶ
εἶδα κ᾽ ἔπαθα νὰ τοὺς πείσω, ὅτι ἡ ἐκκλησιὰ δὲν εἶνε κινηματογράφος καὶ θέατρο· εἶνε ὁ
οἶκος τοῦ Χριστοῦ, καὶ σὲ κάθε λειτουργία ἡ Ἐκκλησία, σὰν μάνα στοργική, μνημονεύει
ὅλα τὰ παιδιά της, ὅλους τοὺς νεκροὺς καὶ ὅλους τοὺς ζων τανούς.
Τί πρέπει,
ἀγαπητοί μου, νὰ φρονοῦμε ἐμεῖς γιὰ τὸ θάνατο; Τί εἶνε ὁ
θάνατος; Γιὰ ἕναν ποὺ
πιστεύει ὁ θάνατος εἶνε ἕνα ἐπεισόδιο τῆς ζωῆς μας.
Γιὰ ὅποιον πιστεύει ὅτι ὁ Χριστὸς
ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
νά τί εἶνε ὁ θάνατος· σὰν νὰ ἔχῃς ἕνα πουλάκι κλεισμένο μέσα σὲ χρυσὸ κλουβί,
ἀνοίγεις τὴν πόρτα, ἐλευθερώνεται καὶ φεύγει ὅλο χαρά. Τί εἶνε ὁ θάνατος; σὰν νὰ εἶσαι κατάδικος
τριάντα χρόνια κι ἀνοίγουν οἱ πόρτες
καὶ σοῦ λένε· Εἶσαι ἐλεύθερος, ἄντε στὸ καλό. Φυλακὴ εἶνε ὁ κόσμος αὐτός. Φυλακισμένοι δὲν εἶνε μόνο οἱ κρατούμενοι γιὰ κάποιο παράπτω μα. Αὐτοὶ εἶνε λίγοι. Ὅλοι εἴμαστε φυλακισμένοι.
Καὶ λέει ὁ Δαυΐδ·«Ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχήν μου». Θεέ μου, ἐλευθέρωσε τὸ «πουλάκι» αὐτὸ ἀπὸ τὴ
φυλακή του( Ψαλμ. 141, 8). Τί εἶνε ὁ θάνατος; Ἔκανες στρατιώτης; Ὅπως ὁ στρατιώτης δὲ βλέπει τὴν
ὥρα πότε θὰ πάρῃ τὸ ἀπολυτήριο, ἔτσι εἶνε χαρὰ ἡ ἀπόλυσίς
μας ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή.«Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα…»( Λουκ. 2, 29).
Μὴ φοβᾶστε
λοιπὸν τὸ θάνατο. Ἂς ἔρθῃ ὁ θάνατος ὅποια ὥρα κι ἂν εἶνε. Ὁ Χριστὸς πάτησε τὸ θάνατο, νίκησε τὸ
χάρο. Γιὰ τὸ Χριστι ανὸ δὲν ὑπάρχει πλέον ὁ φόβος
θανάτου. Ἀλλὰ τί νὰ φοβούμεθα
ἐμεῖς; Ἐγὼ τοὐλάχιστον ἕνα φοβᾶμαι· κ᾽ ἐσεῖς, ἀδέρφια
μου, αὐτὸ νὰ φοβᾶστε· νὰ μὴν πεθάνουμε ἀμετανόητοι! Προτοῦ νὰ φτάσῃ ἡ
τελευταία ὥρα, νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς καρδιὰ συντετριμμένη, ἀπὸ τὰ μάτια μας νὰ πέσουν
δάκρυα γιὰ ὅ λα τ᾽ ἁμαρτήματά μας, καὶ τότε νὰ γίνῃ
αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Ἐκκλησία· «Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς
ἡμῶν»―εἴδατε; δὲν λέει πλούσια καὶ
ἔνδοξα, ἀλλὰ «χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικὰ καὶ καλὴν
ἀπολογίαν τὴν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ
βήματος τοῦ Χριστοῦ αἰτησώμεθα».
Εἴθε ὁ Κύριος
νὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ ἔχουμε τέτοιο τέλος καὶ ὅλοι νὰ σφραγίσουμε τὰ
χείλη μας μὲ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»( Λουκ. 23, 42)
(†)
ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη
ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἱ. ναὸ τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν τὴν 9-10-1960.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου