Στα βήματα της Ρεπούση η αποσπασμένη δασκάλα κ. Μπούντα, που απέρριψε το νέο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού! Απέρριψε η υπουργός Παιδείας το νέο, σύγχρονο, παιδαγωγικά κατάλληλο και επιστημονικά άρτιο, σύμφωνα με το ίδιο το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (!), εγχειρίδιο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, το οποίο θα αντικαθιστούσε από τη νέα σχολική χρονιά το «προοδευτικό» πόνημα της Ρεπούση, γράφαμε στο προηγούμενο φύλλο μας. |
Την απορριπτική εισήγηση έκανε μια αποσπασμένη (καλά, δεν έλεγε η υπουργός ότι απαγόρευσε τις αποσπάσεις;) δασκάλα στο υπουργείο Παιδείας, η δρ Ελένη Μπούντα, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων της τόσο το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, όσο και την αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου Παιδείας, η οποία είχε γνωματεύσει θετικά για την εκτύπωση και τη διανομή του. Από πού αντλεί άραγε η δρ Μπούντα αυτήν τη γενναιότητα; Κάποιοι λένε, λόγω της στενής της σχέσης με την υπουργό. Αλλά γιατί η υπουργός να θέλει να μην εκτυπωθεί και να διανεμηθεί ένα σχολικό βιβλίο που έχει εγκρίνει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο που η ίδια έχει στελεχώσει, που έχουν προωθήσει για εκτύπωση οι αρμόδιες υπηρεσίες και που η ίδια κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει προλάβει, λόγω φόρτου εργασίας, να διαβάσει; Άλλοι είναι οι λόγοι, όπως μαθαίνουμε από αρμοδιότερους να αποφανθούν. Πρώτον, η δρ Μπούντα είναι υποψήφια σχολική σύμβουλος (http://www.minedu.gov.gr/publications/docs2011 /dektoi_kai_mh_dektoi_110513.xls) και η υποψηφιότητά της κρίνεται αυτήν την εποχή. Άρα χρειάζεται «πόντους». Και αναρωτιόμαστε: Σε ποιους δίνει εξετάσεις η κ. Μπούντα, κόβοντας τον δρόμο του νέου βιβλίου προς τις σχολικές αίθουσες; Ποιοι θα εκτιμήσουν «δεόντως» την πρωτοβουλία της να έχει «αυτόνομη» και «κριτική» σκέψη και να αγνοεί γνωματεύσεις κρατικών οργάνων και υπηρεσιών; Και μετά έρχονται οι θεμελιώσεις στη σελίδα 297: «Η μακρόχρονη εξάλλου απομάκρυνσή τους, η απουσία διαύλων επικοινωνίας έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην ιστοριογραφία (Ρεπούση, 2000: 320): η απομόνωση του διδακτικού αντικειμένου από τις επιστημολογικές και ιστοριογραφικές εξελίξεις συνέβαλε στην ενίσχυση της σχέσης σχολικής ιστορίας και συλλογικής μνήμης, δρομολόγησε την ενδυνάμωση στερεοτύπων, που εδραιώνονται στη συλλογική μνήμη και λειτουργούν καθοριστικά στην ιστορική σκέψη της κοινωνίας». «Η διδασκαλία της Ιστορίας στα παιδιά του Δημοτικού στην Ελλάδα είναι παραδοσιακά συνυφασμένη με τον στόχο της εθνικής διαπαιδαγώγησης και περιορίζεται στις διδακτικές τεχνικές της απλουστευμένης αφήγησης ιστορικών γεγονότων. Η ικανότητα των μαθητών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης να προχωρήσουν σταδιακά στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης γύρω από την ίδια τη φύση της ιστορικής γνώσης και να αρχίσουν να αντιλαμβάνονται ότι η Ιστορία την οποία διδάσκονται είναι μια πολιτισμικά προσδιορισμένη κατασκευή (!), ακόμα και τις τελευταίες δεκαετίες, παρά τις κάποιες αλλαγές εγείρει ερωτήματα και αμφιβολίες στους ειδικούς, με αποτέλεσμα η διδασκαλία της Ιστορίας να μην προσφέρει τη δυνατότητα στους μικρούς μαθητές να δοκιμάσουν…» Όπερ έδει δείξαι. Εθνική συνείδηση; Τι είναι αυτό; Α πα πα πα… Και πάλι η θεμελίωση μέσω των γνωστών ονομάτων: |
«Αυτή η παραδοσιακά διαμορφωμένη εθνική ταυτότητα που καλλιεργούν τα ΑΠ, και η οποία εκφράστηκε στην ιστορική σκέψη των υποκειμένων της έρευνας, στηριγμένη σε ιδεολογήματα που ενισχύουν την άγνοια (!), την εσωστρέφεια και την προγονολατρεία (!) δεν μπορεί να είναι χρήσιμη ούτε στα άτομα, ούτε στις κοινωνικές ομάδες, αλλά ούτε και στα έθνη (Φραγκουδάκη - Δραγώνα, 1997), κυρίως μέσα στο πλαίσιο της σύγχρονης ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πραγματικότητας, η κατανόηση της οποίας προϋποθέτει αναπτυγμένη κριτική ιστορική σκέψη και γνώση, σύνθετες διανοητικές και κοινωνικές δεξιότητες για τη συνδιαλλαγή και κατανόηση του άλλου, την αποδοχή εναλλακτικών απόψεων, την ικανότητα συνεχούς ελέγχου, επαναπροσδιορισμού και σύνθεσης των απόψεων κάθε φορά με βάση τα νέα δεδομένα».
Για να καταλήξει στη σελ. 302:
«Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αν τα παιδιά από μικρά εκπαιδευτούν συστηματικά στην ιστορική έρευνα και ιστορική ερμηνεία με την άσκησή τους στην κριτική μελέτη πολλών και διαφορετικών ιστορικών κειμένων και στην επεξεργασία υλικών, γραπτών και άλλων καταλοίπων, θα καλλιεργήσουν περαιτέρω τις δυνατότητές τους και θα αναπτύξουν τις ιστορικές τους δεξιότητες»!
Και εμείς προσθέτουμε:
Για να γίνει αυτό χρειάζονται σύμβουλοι της υπουργού Παιδείας που διαθέτουν οι ίδιοι κριτική σκέψη και δεν ασκούν λογοκρισία σε σχολικά βιβλία που ενέκρινε πρόσφατα το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, όταν αυτά δεν συμβαδίζουν με την ιδεολογία τους ή με τα συμφέροντά τους. Γιατί αν οι αποσπασμένοι δάσκαλοι στο υπουργείο Παιδείας που επιθυμούν να γίνουν σχολικοί σύμβουλοι κάνουν εκπαιδευτική πολιτική, τότε απλοποιούνται πολλά πράγματα. Καταργήστε όχι μόνο το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, αλλά και όλα τα υπόλοιπα. Οι δάσκαλοι ξέρουν καλύτερα να συμβουλεύουν... Και κοστίζουν λιγότερο. Απλώς οι αποφάσεις τους κοστίζουν περισσότερο στη νέα γενιά.
Η λογοκρισία που γίνεται στο υπουργείο Παιδείας αυτήν τη στιγμή εν ονόματι της «προόδου» είναι σκάνδαλο πρώτου μεγέθους. Είναι ντροπή όχι μόνο για το υπουργείο, αλλά για όλους μας! Αυτή είναι η κριτική σκέψη της νέας εποχής;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου