Θεία κλῆσις
«Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4,19)
(Ομιλία του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου)
ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ ἐδῶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, καὶ ὡς ἐπίσκοπος εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ σᾶς διδάξω. Θὰ μιλήσω μὲ γλῶσσα ἁπλῆ· θέλω νὰ μὲ καταλάβετε ὅλοι. Παίρνω ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ ἅγιο εὐαγγέλιο.
Τὸ Εὐαγγέλιοδὲν πρέπει νὰ τ᾽ ἀκοῦμε μόνο στὴν ἐκκλησία· πρέπει νὰ εἶνε σὲ ὅλα τὰ σπίτια, νὰ μὴν ὑπάρχῃ σπίτι χωρὶς Εὐαγγέλιο. Ὅπου Εὐαγγέλιο, ἐκεῖ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ (ἱ. Χρυσ.). Κι ὄχι ἁπλῶς νὰ τό ᾿χουμε στὸ σπίτι, ἀλλὰ ὁ πατέρας νὰ τὸ ἐξηγῇ στὰ παιδιά.
Ὅπως δὲν περνάει μέρα χωρὶς φαγητό, ἔτσι νὰ μὴν περνάῃ καὶ χωρὶς Εὐαγγέλιο.Εὐαγγέλιο στὴν ἐκκλησία, στὸ σπίτι, παντοῦ. Εἶνε τὸ ὡραιότερο βιβλίο. Τὰ ἄλλα βιβλία εἶνε χαλίκια, αὐτὸεἶνε διαμάντι. Εὐτυχὴς ὅποιος τὸ ἀνοίγει καὶ τὸ διαβάζει, καὶ πιὸ εὐτυχὴς ὅποιος τὸ ἐφαρμόζει. Τὸ Εὐαγγέλιο πρέπει νὰ εἶνε ὁ ἀχώριστος σύντροφος τοῦ Χριστιανοῦ.
Τί λέει λοιπὸν σήμερα τὸ εὐαγγέλιο;
Στοὺς Ἁγίους Τόπους ὑπάρχει ἡ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Ὁ Ἰορδάνης, ὅπου βαπτίστηκε ὁ Χριστός, διαπερ νᾷ τὴ λίμνη αὐτή· μπαίνει ἀπὸ τὸ βόρειο ἄκρο καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ νότιο.Στὶς ὄχθες της ἦταν χωριὰ καὶ στὶς φτωχὲς καλύβες τους κατοικοῦσαν ψαρᾶδες. Ἡ ζωή τους ἁπλοϊκή, μεροδούλι - μεροφάϊ. Ζοῦσαν ἐκεῖ ἄσημοι· ποιός νὰ γυρίσῃ νὰ τοὺς προσέξῃ;
Κι ὅμως κάποιος τοὺς πρόσεξε. Ποιός; Ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος ξέρει ποῦ ὑπάρχουν ἀξίες. Συχνά, ἐνῷ σὲ ὑψηλὰ στρώματα, πλούτου καὶ ἀξιωμάτων, βρίσκεις διαφθορά, κατεβαίνοντας στὸ φτωχὸ λαὸ βρίσκεις διαμάντια. Καὶ ὁ Χριστὸς ὡς καρδιογνώστης ξέρει τὸν καθένα.
Πῆγε λοιπὸν στοὺς ψαρᾶδες. Βρῆκε δυὸ ἀδέρφια, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα, τὴν ὥρα ποὺ ἔρριχναν τὰ δίχτυα τους στὴ θάλασσα, καὶ τοὺς λέει· «Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»(Ματθ. 4,19)· ἐλᾶτε κοντά μου, καὶ θὰ σᾶς μάθω μιὰ τέχνη καὶ ἐπιστήμη ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ἄλλη. Ὅπως ὁ ψαρᾶς πιάνει ἀπὸ τὴ θάλασσα τὰ ψάρια ―καὶ χρειάζεται ἱκανό- της γι᾽ αὐτό―, ἔτσι ἐσεῖς, μὲ ἀγκίστρι τὸ λόγο, θὰ πιάνετε τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τοὺς φέρετε κοντὰ στὸ Θεό· ἀπὸ ἁλιεῖς ἰχθύων θὰ γίνετε «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Κι αὐτοὶ ἀμέσως τὸν ἄκουσαν καὶ τὸν ἀκολούθησαν.
Πηγαίνει πιὸ πέρα στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ βλέπει ἄλλα δυὸ ἀδέρφια, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τους τὸν Ζεβεδαῖο νὰ τακτοποι οῦν τὰ δίχτυα τους. Τοὺς εἶπε τὸν ἴδιο λόγο, καὶ ἄφησαν κι αὐτοὶ ἀμέσως τὸ πλοῖο καὶ τὸν πατέρα τους καὶ τὸν ἀκολούθησαν.
Δύο σημεῖα, ἀγαπητοί μου, θέλω νὰ προσέξουμε. Τὸ πρῶτο· γιατί ὁ Χριστὸς διάλεξε ψαρᾶδες; Δὲν μποροῦσε νὰ διαλέξῃ ἄλλους; Θεὸς παντοδύναμος εἶνε· μποροῦσε ὡς μαθητὰς καὶ συνεργάτες του νὰ πάρῃ βασιλιᾶδες, στρατηγούς, πλουσίους, ἐπιστήμονες. Δὲν πῆρε ἀπ᾽ αὐτούς.
Διάλεξε ψαρᾶδες. Γιατί; Ἄχ αὐτὴ ἡ θρησκεία μας τί μεγαλεῖο ἔχει! Ἂν ὁ Χριστὸς διάλεγε βασιλιᾶδες, οἱ ἄνθρωποι θά ᾽λεγαν· Ἡ Ἐκκλησία διαδόθηκε μὲ στρατοὺς καὶ ὅπλα. Ἂν διάλεγε πλουσίους, θά ᾽λεγαν· Τὸ χρῆμα ἦταν ποὺ τράβηξε τὰ πλήθη. Κι ἂν διάλεγε ἐπιστήμονες, θά ᾽λεγαν· Μὲ τὴ δύναμι τῆς γνώσεως ἐπικράτησε.
Διάλεξε ψαρᾶδες, κι αὐτὸ ἦ ταν τὸ μεγάλο θαῦμα· δώδεκα ἀδύναμοι ἄνθρωποι ἀποδείχθηκαν ἀνώτεροι ἀπ᾽ ὅλο τὸν κόσμο. Πῶς; Μὲ τὴ δύναμι ποὺ πῆραν ἀπὸ τὸ Χριστό, δύναμι ὑπερφυσική.
Αὐτὸ ἀποδεικνύει, ὅτι ἡ θρησκεία μας εἶνε ἀληθινὴ ἑκατὸ τοῖς ἑκατό. Δὲν ξεκίνησε ἀπὸ βασιλικὰ ἀνάκτορα, ἀπὸ ῥητορικὲς σχολές, ἀπὸ φιλοσοφικὲς στοὲς καὶ ἀκαδημίες· ξεκίνησε ἀπὸ ψαρᾶδες. Γι᾽ αὐτὸ εἶνε ζωντανή. Εἶνε δέντρο μὲ τόσο βαθειὲς ῥίζες, ποὺ κανένας σατανᾶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ξερριζώσῃ.
Ἂς τ᾿ ἀκούσουν αὐτὸ οἱ ἄθεοι, ποὺ περιμένουν ὅτι σήμερα - αὔριο ἡ Ἐκκλησία σβήνει καὶ κάνουν διάφορα σχέδια. Ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς θέλουν νὰ τὴν ἀπογυμνώσουν ἀπὸ κάθε περιουσία, ἄλλοι νὰ πάψουν νὰ χτυποῦν οἱ καμπάνες γιατὶ τάχα ἐνοχλοῦν, ἄλλοι νὰ ἐξοντώσουν τοὺς κληρικούς, ἄλλοι νὰ τὴν κάνουν ἀνυπόληπτη στὸ λαὸ διδάσκοντας ἀθεΐα καὶ στὰ μικρὰ παιδιά. Ἂς γνωρίζουν πώς, ὅ,τι κι ἂν κάνουν, κι ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ βγοῦν ἀπ᾽ τὸν ᾅδη,δὲν θὰ μπορέσουν νὰ νικήσουν τὴν Ἐκκλησία. Τὴν φύτευσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ διαβεβαίωσε· «Πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»(Ματθ. 16,18).
Τὸ ἕνα λοιπὸν σημεῖο εἶνε αὐτό. Τὸ ἄλλο ποὺ πρέπει νὰ προσέξουμε εἶνε, ὅτι οἱ μαθηταί, μόλις ἄκουσαν τὴν κλῆσι, ἀμέσως ἔτρεξαν, ἔδωσαν τὸ παρών. Ἄφησαν καὶ βάρκες καὶ δίχτυα καὶ πατέρα καὶ μητέρα, τὰ πάντα, καὶ ἀκολούθησαν τὸ Χριστό. Μικρὸ εἶν᾽ αὐτό; Ἂν ἐρχόταν σήμερα σ᾽ ἐμᾶς καὶ ἔλεγε «Σὲ χρειάζομαι, ἔλα μαζί μου», ποιός θὰ τὸν ἀκολουθοῦσε; Ὁ καθένας θὰ προέβαλλε καὶ μιὰ πρόφασι γιὰ ν᾽ ἀρνηθῇ. Αὐτοὶ ὅμως ἔδειξαν ἀμέσως προθυμία μεγάλη καὶ ὑπακοὴ μέχρι θανάτου.
Ἀλλ᾽ ὅπως τότε κάλεσε τοὺς δώδεκα μαθητὰς καὶ ἔγιναν «ἁλιεῖς ἀνθρώπων», ἔτσι σήμερα, μὲ κάποιο ἄλλο τρόπο, ὁ Χριστὸς καλεῖ ὅ - λους ἐμᾶς, ἀγαπητοί μου. Δὲν μᾶς λέει, ὅπως σ᾽ ἐκείνους, νὰ φύγουμε καὶ νὰ πᾶμε σὲ διάφορα ἄλλα μέρη γιὰ νὰ κηρύξουμε – ἂν καὶ ἡ πατρίδα μας εἶχε κάποτε ἱεραποστόλους σὲ πολλοὺς λαούς. Μᾶς καλεῖ τώρα μὲ μία γενικὴ κλῆσι. Ποιά εἶν᾽ αὐτή; Παρακαλῶ προσέξτε.
Μᾶς καλεῖ κάθε Κυριακή. Πῶς; Μὲ τὴν καμπάνα. Ἡ καμπάνα εἶνε οὐράνιο προσκλητήριο. Ὅπως στὸ στρατὸ μὲ τὴ σάλπιγγα ὁ ἀξιωματικὸς καλεῖ τοὺς στρατιῶτες νὰ ξυπνήσουν γιὰ τὰ γυμνάσια, κι ὅπως στὸ σχολεῖο ὁ δάσκαλος μὲ τὸ κουδούνι καλεῖ τὰ παιδιὰ νὰ μποῦν στὶς τάξεις γιὰ τὰ μαθήματα, ἔτσι ὁ Χριστὸς καλεῖ μὲ τὴν καμπάνα τὰ παιδιά του νὰ συγ κεντρωθοῦν στὸ ναὸ γιὰ προσευχὴ καὶ λατρεία.
Κι αὐτὰ τί κάνουν; Ξέρετε πολὺ καλά. Ἐνῷ χτυπᾷ ἡ καμπάνα, ὁ ἕνας κοιμᾶται, ὁ ἄλλος παίρνει τὸ ντουφέκι καὶ πάει γιὰ κυνήγι, ἄλ-λος παίρνει τὰ δίχτυα καὶ πάει γιὰ ψάρεμα, ἄλλος τραβάει γιὰ τὸ χωράφι, ἄλλοι κάνουν ἐκδρομή. Καὶ στὴν ἐκκλησία ποιοί ἔρχονται; Ἐλάχιστοι. Οἱ πολλοὶ ἀπουσιάζουν.
Μὰ δὲ μᾶς ζητάει κάτι δύσκολο ὁ Χριστός· ἕνα μικρὸ πρᾶγμα μᾶς ζητάει. Δὲ μᾶς λέει ν᾿ ἀ φήσουμε τὶς περιουσίες μας, τὰ σπίτια μας, τοὺς γονεῖς μας, καὶ νὰ πᾶμε μακριά, στὴν Ἀφρική, στὴν Ἀσία, στὴν Αὐστραλία ἢ στὴν Ἀμερική, νὰ κηρύξουμε· μᾶς ζητάει νὰ σηκώσουμε ἕνα πετραδάκι. Ἡ ἑβδομάδα ἔχει 168 ὧρες. Ἀπὸ αὐτὲς 1 ὥρα ζητάει ὁ Θεός· τόσο διαρκεῖ ἡ θεία λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…»μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…». Κ᾽ ἐμεῖς;
Οὔτε μιὰ ὥρα δὲν πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία. Ζοῦμε μακριά του, χωρὶς Θεό, χωρὶς θεία χάρι. Ὁ ἐκκλησιασμὸς εἶνε ὑποχρέωσί μας. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, ποὺ εἶχαν τάξι καὶ εὐλάβεια, στὴν πατρίδα ὅλοι πήγαιναν στὴν ἐκκλησία. Μόνο ἄρρωστοι, οἱ κατάκοιτοι στὰ κρεβάτια, καὶ οἱ πολὺ γέροι, αὐτοὶ δὲν πήγαιναν· ὅλοι οἱ ἄλλοι τὸ θεωροῦσαν ἀπώλεια καὶ ἁμαρτία με-γάλη νὰ μὴν ἐκκλησιαστοῦν.
Μὴ νομίσουμε ὅτι, ἂν ἐμεῖς δὲν πᾶμε στὴν ἐκκλησία, θὰ χάσῃ τίποτα ὁ Θεός. Τί ἔχει νὰ χάσῃ! Κι ἂν κανείς δὲν πατάῃ ἐκεῖ, ἔχει Ἐκεῖνος ἀναρίθμητα τάγμα τα ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων ποὺ τὸν ὑμνοῦν μέρα - νύχτα καὶ ψάλλουν τὸ «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος σαβαώθ…» (Ἠσ. 6,3 καὶ θ. Λειτ.).Ἐμεῖς χάνουμε, ἐμεῖς ζημιωνόμαστε. Ὅπως τὸ ψάρι δὲ μπορεῖ νὰ ζήσῃ ἔξω ἀπ᾽ τὸ νερὸ καὶ τὸ πουλὶ ἔξω ἀπ᾽ τὸν ἀέρα, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος δὲ μπορεῖ νὰ ζήσῃ χωρὶς Θεό. Χωρὶς λεφτὰ ζῇς, χωρὶς ἄντρα ζῇς, χωρὶς γυναῖκα ζῇς, χωρὶς παιδιὰ ζῇς· χωρὶς Θεὸ δὲ ζῇς! Κι ἂν ζῇς, ἡ ζωή σου εἶνε μιὰ ζωὴ δυστυχισμένη.
Ὅταν ἀκοῦτε καμπάνα, ἀδελφοί μου,φτερὰ στὰ πόδια γιὰ τὴν ἐκκλησία. Νὰ παίρνετε εὐλογία, νὰ λέτε ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», ἕνα« Δόξα σοι, ὁ Θεός», ἕνα «Μνήσθητί μου, Κύριε…»(Λουκ. 23,42). Φτάνει ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», ἅμα τὸ πῇςnμὲ τὴν καρδιά σου, νὰ κατεβάσῃ τὰ ἄστρα.
Ἔχουμε ζωντανὴ θρησκεία, ὁλοζώντανη. Νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε, νὰ τὴν πιστέψουμε. Μὴν ἀκοῦτε τί λένε οἱ ἄθεοι καὶ ἄπιστοι. Κι ἂν ὁ οὐρανὸς καὶ τὰ ἄστρα πέσουν, ἕνας θὰ μείνῃ στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ὁ Χριστός.
Ὁ Χριστὸς μᾶς καλεῖ. Ἂς φανοῦμε ὑπάκουοι. Ν᾿ ἀγαπήσουμε τὸ Χριστὸ μὲ θερμὴ καρδιά.Ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖ δικαιοσύνη, ἀγάπη, εἰρήνη, παράδεισος· ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ ἀδικία, μῖσος, πόλεμος, κόλα σι. Καὶ πράγματι κόλασι ἔγινε ὁ κόσμος, ἀφοῦ διώξαμε τὸ Χριστό.
Γι᾿ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ ὅλοι, μικροὶ - μεγάλοι, νὰ εἶστε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία. Καμμιά δύναμι μὴ σᾶς ἀπομακρύνῃ. Κι ἂν δὲν πιστεύουν ὁ πατέρας, ἡ μάνα, τὰ παιδιά σου, κανείς γύρω σου, κι ἂν ἔρθῃ μέρα κατηραμένη καὶ μείνῃς μόνος, καὶ ἕνας νὰ μείνῃς, νὰ προσκυνᾷς τὸ Θεό! Στὸ τέλος δὲ θὰ νικήσῃ ὁ διάβολος, θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παρασκευῆς Φούφα - Ἑορδαίας τὴν 10-7-1983.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου