ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
Χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος (Β΄ Πέτρ.
γ, 8) τονίζει:
«Ἓν δὲ τοῦτο μὴ λανθανέτω ὑμᾶς, ἀγαπητοί, ὅτι μία ἡμέρα παρὰ Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη, καὶ χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία». (: Ἀλλά, ἀγαπητοί, ἂς μὴ σᾶς διαφεύγῃ ἕνα πρᾶγμα, τὸ ἑξῆς· ὅτι μία ἡμέρα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου εἶναι ὅσον χίλια ἔτη ἰδικά μας καὶ χίλια ἔτη ἀνθρώπινα σὰν μία ἡμέρα. Εἰς ἡμᾶς τοὺς περιορισμένους ἀνθρώπους οἱ αἰῶνες φαίνονται μακροί. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅμως εἶναι ὅσον μία στιγμὴ ἰδική μας).
Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἄχρονος,
αἰώνιος. «Ἤλπισαν, Κύριε, ἕως τοῦ αἰῶνος, ὁ Θεὸς ὁ μέγας, ὁ αἰώνιος» (Ἡσ. 26,
4).
- Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος
Πόποβιτς, ὁ μεγάλος αὐτός Σέρβος Πατέρας τοῦ 20οῦ αἰῶνος λέγει:
«Ἰδού, εὑρισκόμεθα εἰς τὴν
αἰωνιότητα· χρόνος δὲν ὑπάρχει πλέον: “Χρόνος οὐκέτι ἔσται” (Ἀποκ. ι΄ 6), διότι
εἰς τούς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ βασιλεύει ἡ αἰώνια θεία Ἀλήθεια, ἡ αἰώνια θεία
Δικαιοσύνη, ἡ αἰώνια θεία Ἀγάπη, ἡ αἰώνια θεία Ζωή. Καὶ “ὁ θάνατος οὐκ ἔστιν
ἔτι εἰς αὐτούς, διότι ὅλη ἡ ὕπαρξίς των εἶναι γεμάτη ἐκ τῶν ἀναστασίμων θείων
Δυνάμεων τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου, τοῦ μοναδικοῦ Νικητοῦ τοῦ θανάτου καὶ ὅλων τῶν
θανάτων εἰς ὅλους τοὺς κόσμους”».
Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει μόνο τὸ
σήμερον. «Σήμερον τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει καὶ τὰ κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ».
- Μόνο ἐδῶ στὴν γῆ εἶναι ὁ
χρόνος περιορισμένος, διότι ἐδῶ τὸ σῶμα εἶναι θνητὸ μέχρι τὴν ἀνάστασή
μας, ὁπότε θὰ γίνῃ ἄφθαρτο.
Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Χρησιμοποίησε, ὅπως πρέπει, τόν καιρό. Δὲν εἶναι δικός μας ὁ
καιρός. Στὴν παροῦσα ζωή εἴμαστε πάροικοι καί προσωρινοί καί φιλοξενούμενοι καί
ξένοι. Ὅταν δῆς νά συμπληρώνεται ἕνας χρόνος, εὐχαρίστησε τόν Κύριο, πού σέ
εἰσήγαγε στόν κύκλο αὐτῶν τῶν ἐτῶν. Νά συγκινηθῆ ἡ καρδιά σου, μέτρησε τό χρόνο
τῆς ζωῆς σου καί πές στόν ἑαυτό σου. Οἱ ἡμέρες τρέχουν καί περνοῦν, τά χρόνια
συμπληρώνονται, πολύ δρόμο προχωρήσαμε. Ποιό καλό ἔργο πράξαμε; Μήπως φύγουμε
ἀπό ἐδῶ κενοί κι ἔρημοι ἀπό κάθε εἶδος ἀγαθοεργίας; Τό δικαστήριο πλησιάζει, ἡ
ζωή τρέχει βιαστικά πρός τό γῆρας».
- Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὠφέλιμες
ὀπτασίες ἀπὸ τὸν Ἄθωνα» δανειζόμεθα τὸ ἀκόλουθο γεγονός:
«Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστός, στὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ἐν σαρκί πάνω στή γῆ ζωῆς Του, ἀνέστησε τόν
νεκρό Λάζαρο, τόν ἐπονομαζόμενο τετραήμερον, γιατί εἶχε μείνει τέσσερις μέρες
στόν Ἅδη. Ὅμως, ὁ εὐλογημένος αὐτός Λάζαρος, ἄν καί ἔζησε τριάντα χρόνια μετά
τήν ἀνάστασή του, δέν εἶπε οὔτε ἔγραψε τίποτε γιά τήν συμπεριφορά τῶν ψυχῶν
στόν Ἅδη. Δύο περιστατικά μόνο γνωρίζουμε γι’ αὐτόν:
α) ὅτι ποτέ -καθ’ ὅλα τά τριάντα
χρόνια τῆς ζωῆς του, μετά τήν ἀνάστασή του- δέν γέλασε παρά μόνο μειδίασε, ὅταν
εἶδε ἕνα ἄνθρωπο νά κλέβει πήλινο ἀγγεῖο καί χαμογελώντας εἶπε: «νά! ὁ πηλός
κλέβει πηλό», καί
β) ὅτι αἰσθανόταν συνεχῶς μία πίκρα
στόν φάρυγγά του καί ποτέ καμία τροφή, κανένα φροῦτο δέν μπόρεσε νά τόν
γλυκάνη. Ἆρα, ἀπό αὐτά συμπεραίνουμε ὅτι εἶδε στόν Ἅδη φοβερά πράγματα καὶ γι’
αὐτό ποτὲ στὴν ζωή του δέν γέλασε καί ὅτι πολλή πίκρα αἰσθάνθηκε ἡ ψυχή του, ἡ
ὁποία μεταδόθηκε καί στό σῶμα.
Αὐτόν τόν λόγο ἔρχεται νά
ἐπιβεβαιώση μιά ἱστορία, γιά τόν μοναχό ἐκεῖνο τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων,
πού εἶχε πόθο μεγάλο νὰ μάθη τήν ἑρμηνεία τοῦ Δαυϊτικοῦ λόγου στὸ ψαλτήρι
«χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου, Κύριε, ὡς ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθεν, καί φυλακή
ἐν νυκτί» (Ψαλμ. 89,4), καί μετά ἀπό πολλές προσευχές καί δεήσεις, καθώς
βρισκόταν στήν ἐκκλησία, παρουσιάστηκε σ’ αὐτόν Ἄγγελος Κυρίου μέ ὄψη ἀετοῦ, ὁ
ὁποῖος σήκωσε τόν μοναχό, τόν μετέφερε στό δάσος καί ἐκεῖ ἄρχισε ἕνα
φτερούγισμα, ἕνα κελάϊδισμα, μέ τό ὁποῖο κράτησε ἐκεῖ τόν μοναχό πολλά χρόνια.
Κάποτε, ἔφυγε ὁ Ἄγγελος Κυρίου, δηλαδή ὁ ἀετός, καί ὁ μοναχός εἶπε: «ἄς
ἐπιστρέψω στό μοναστήρι μου μήπως ἄργησα».
Ὅταν ἐπέστρεψε, λοιπόν,
βρῆκε ἄλλο μοναχό γιά θυρωρό, ἄλλο ἡγούμενο, ἄλλη ἀδελφότητα, ὅλα τά πρόσωπα
ἄγνωστα σ’ αὐτόν. Καί ἀφοῦ ἐξέτασαν τόν κατάλογο μέ τά ὀνόματα ὅσων ἦταν
ἡγούμενοι καί ἀδελφοί στήν Μονή, βρῆκαν, σύμφωνα μέ τά ὀνόματα, πού ἔλεγε ὁ
μοναχός, ὅτι ἡ ἀδελφότητα αὐτή ὑπῆρξε στήν Μονή πρίν ἀπό τριακόσια χρόνια! Ἆρα,
ὁ μοναχός αὐτός ἔζησε στὸ δάσος τριακόσια χρόνια, χωρίς νά πεινάση ἤ νά διψάση
ἤ νά νυστάξη ἤ νὰ αἰσθανθῆ κάποια ἄλλη σωματική ἀνάγκη, μέ μόνη τροφή καί τρυφή
τό κελάϊδισμα τοῦ ἀετοῦ, ἤ, γιά νά τό ποῦμε καλύτερα, τήν ψαλμωδία τοῦ Ἀγγέλου·
καί αὐτή εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ ψαλμικοῦ χωρίου «χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου,
Κύριε, ὡς ἡ ἡμέρα ἡ χθές…» καὶ ἡ ὁποία εἶναι μία ἀσήμαντη καί ἀμυδρή ὑποτύπωση
τῆς μελλοντικῆς χαρᾶς καί ἀγαλλίασης τῶν Δικαίων στὸν Παράδεισο. Ἔτσι, δηλαδή,
περνᾶνε οἱ αἰῶνες χωρίς νά τό ἀντιλαμβάνωνται καί χωρίς νά αἰσθάνωνται οἱ
Δίκαιοι καμία ἀνάγκη, ὅπως ὁ μοναχός αὐτός ἔζησε τριακόσια χρόνια μέσα στήν
εὐχαρίστηση τῆς ψαλμωδίας τοῦ Ἀγγέλου καί νόμιζε πώς πέρασαν μόνο δύο ὧρες».
Καὶ ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς π.
Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, στὸν οὐρανὸ ὑπάρχει μία συνεχόμενη δοξολογία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου