16 Ιουλ 2025

Διάκρισις ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ σύμπαντος κατὰ τὸν Φώτιον Κόντογλου

 

Διάκρισις ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ σύμπαντος κατὰ τὸν Φώτιον Κόντογλου*

Τοῦ μακαριστοῦ μοναχοῦ Κων/νου (Καβαρνοῦ), καθ. Φιλοσοφίας

1ον

  Θά σᾶς ὁμιλήσω γιά τόν διδάσκαλό μου καί τόν διδάσκαλο τοῦ γένους τόν Φώτη Κόντογλου (1895-1965).

  Εἶχα καί τό εὐτύχημα στή ζωή μου νά γνωρίσω τόν Φώτιο ἐπί δέκα τέσσερα ἔτη περίπου ἀπό κοντά καί ἔμαθα πάρα πολλά πρά-γματα ἀπό ἐκεῖνον γιά τήν βυζαντινή τέχνη, τήν εἰκονογραφία, ἀρχιτεκτονική, μουσική ὑμνογραφία κ.λπ. πατρολογία καί πολλοί ἀπό σᾶς φυσικά ἔχετε διαβάσει διάφορα ἔργα τοῦ Φωτίου Κόντογλου. Λοιπόν σᾶς κάνω σήμερα ἕνα δῶρο ἀπό τόν Φώτιο, διδάγματα δικά του γιά θέματα πάρα πολύ σπουδαῖα ἄν καί εἶναι τό πνευματικό σύμπαν κατά τόν Φώτιο Κόντογλου. Τό θέμα τοῦ πνευματικοῦ σύμπαντος ὑπῆρχε προφιλέστατο γιά τόν Φώτη Κόντογλου. Συχνά στά συγγράμματά του κάνει διάκριση μεταξύ δύο κόσμων τοῦ ἐξωτερικοῦ, φυσικοῦ ὑλικοῦ κόσμου καί τοῦ ἐσωτερικοῦ, ὑπερφυσικοῦ, πνευματικοῦ κόσμου.

  Ὁ ὑλικός κόσμος βρίσκεται μέσα στό τοπικό καί χρονικό διάστημα, ἐνῶ ὁ πνευματικός κόσμος βρίσκεται πέρα ἀπό αὐτά. Ὁ ὑλικός κόσμος εἶναι ψεύτικος, λέει ὁ Φώτιος. Τίποτε σίγουρο δέν ὑπάρχει σ᾿ αὐτόν· ὅλα εἶναι μῦθοι, ὄνειρα, φαντασίες, ξεγελάσματα· ὅλα εἶναι πρόχειρα, φθαρτά καί αὐτά πού λένε ἀθάνατα ποιήματα, φιλοσοφίες, θαυμάσια κτίρια, ἐξαίσια ἀγάλματα, λαμπρές ζωγραφιές, ἄρχοντες, ἐξουσίες, δόξα καί φημισμένα ὀνόματα καί αὐτά κάποτε ὅλα θά ἐξαφανισθοῦν «τά πάντα ματαιότης», καθώς γράφει ὁ σοφός Σολομώντας. Στόν πνευματικό ὅμως κόσμο ὅλα εἶναι ἀληθινά, σίγουρα, αἰώνια, ἐπειδή ἐκεῖ δέν ὑπάρχει μήτε καιρός μήτε ἡ κόρη του ἡ φθορά. Ἐκεῖ ὅλα εἶναι παντοτινά, καινούργια, παντοτινά νέα. Καί ποῖα εἶναι αὐτά; Εἶναι ὁ Θεός, οἱ Ἄγγελοι, οἱ ψυχές.

  Ὁ Κόντογλου ἐπίστευε ἀκράδαντα στήν ὕπαρξη τοῦ πνευματικοῦ σύμπαντος πρό πάντων ἐτόνιζε τήν πίστη του στόν Τριαδικό Θεό τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά καί στήν ὕπαρξη τῶν Ἀγγέλων. Συχνά ἐξέφραζε τήν ἀδίστακτη πίστη του καθώς καί τήν ὕπαρξη καί τήν ἀθανασία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Μέ λύπη ἐσχολίαζε τήν ἀποκοπή τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό πνευματικό σύμπαν. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος, γράφει στή ἀρχή τοῦ ἄρθρου του «τό πνευματικόν σύμπαν», ξέχασε ὁλότελα τόν κόσμο πού βρίσκεται μέσα του καί ἐπιδόθηκε μοναχά στό σύμπαν πού βρίσκεται ἔξω ἀπό αὐτόν, τό ὑλικό σύμπαν καί ἐρευνᾶ μέ τήν ἐπιστήμη του τά ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καί τῆς παροψίδας. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος ζῆ ὑλικά, μέ ὅλα τά ψευτοπνευματικά καταγίνεται. Για τοῦτο μοναχά ἡ ὕλη τόν ἐνδιαφέρει, πού εἶναι ἡ πιό χονδροειδής ὄψη τοῦ κόσμου καί ἡ πιό χειροπιαστή, δέν μπορεῖ πιά νά νοιώση τό πνεῦμα μέ τίς χονδρές αἰσθήσεις του καί δέν νοιάζεται γι᾿ αὐτό καθόλου. Αὐτός πού ἐκσφενδονίζει στό διάστημα μέ μηχανές μπάλλες ἀπό ἀλουμίνιο, αὐτός πού ἔχει τό κεφάλι του γεμᾶτο μέ ἀριθμούς, βίδες, ἐλατήρια καί τέτοια, ποῦ νά καταλάβη τί κρύβεται πίσω ἀπό τό ὑλικό σύμπαν, ποῦ νά νοιώση μέ τίς αἰσθήσεις, ποῦ νά μπορέση νά ἀπογευθῆ τόν καρπό πού βρίσκεται κρυμμένος μέσα στά πλούτη τοῦ κόσμου. Αὐτός τρέφεται μοναχά μέ τήν φλούδα, γιατί τούτη τή φλούδα ὁλοένα ἐξιχνιάζει καί ἐρευνᾶ ἡ ὑλιστική ἐπιστήμη του, ποῦ νά νοιώση ὁ δυσ­τυχής τά λόγια τοῦ Χριστοῦ πού λέγει «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστι» ἤ τοῦ Παύλου πού λέγει «οὐκ οἴδατε ὅτι Ναός Θεοῦ ἐστε καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ἡμῖν;». Ἀλλοῦ πάλι γράφει ἡ θετική καί ἐπιστημονική ἐποχή μας, διά τήν ὁποίαν καυχώμαστε μέ τόν ὀρθολογισμό πού βασιλεύει ἐπάνω της ἔκοψε σχεδόν κάθε ἐπικοινωνία μέ τόν κόσμο τοῦ μυστηρίου πού εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός καί μᾶς ἀπομόνωσε μέσα στόν κόσμο τῆς ὕλης τῶν φαινομένων. Τίποτε δέν ὑποψιαζόμαστε πέρα ἀπό αὐτά πού βλέπομε καί ἀπ᾿ ὅ,τι ἀκοῦμε. Ὁ μυστικισμός ἀπόμεινε σάν περιφρονητική ἔκφραση γιά κανένα θρησκόληπτο, ζοῦμε σάν ξένοι πρός τόν ἀληθινό, τόν κρυμμένο ἑαυτόν μας, ζοῦμε μέ τό μυαλό μας καί μέ τήν φαντασία μας. Τό μυαλό μας ἐρευνᾶ καί μᾶς ἐξηγεῖ τήν ἐξωτερική ὄψη τοῦ κόσμου, εἶναι ἀνύποπτο γιά ὅ,τι ὑπάρχει παραμέσα ἀπ᾿ αὐτήν γιά τά κρύφια.

  Πολλά ἔχει γράψει ὁ Κόντογλου γιά τήν ἀτροφία τῶν πνευματικῶν αἰσθήσεων στούς ἀνθρώπους τῆς νεωτέρας ἐποχῆς πού τούς κάνει νά ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τοῦ πνευματικοῦ σύμπαντος τοῦ Θεοῦ, τῶν Ἀγγέλων, τῶν ψυχῶν. Τήν ἀπέδιδε πρό πάντων στόν ὀρθολογισμό, στόν ἐπιστημονισμό, στή λατρεία τῆς ἐπιστήμης. Τό κακό ἄρχισε ἀπό τήν Δύση καί ἀπό κεῖ διαδόθηκε στήν Ἑλλάδα καί ἀλλοῦ. Στή Δύση ὁ ὀρθολογισμός μούδιασε τήν ἀνθρώπινη ψυχή καί τό πρακτικό πνεῦμα ἔκοψε τά ἀγγελικά φτερά της. Μέ τήν ἔρευνα καί μέ τήν ἀνάλυση διαλύθηκε γιά πάντα καί γινήκανε ἄμορφα καί ἀκατανόητα καί ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τόν δρόμο πού τόν πήγαινε στόν κόσμο τοῦ μυστηρίου, στή Βασιλεία τοῦ Οὐρανοῦ.

  Ὁ ὀρθολογισμός ὁδήγησε στόν παραμορφωμένο χριστιανισμό τῆς Δύσεως, τόν ρωμαιοκαθολοκισμό καί προτεσταντισμό. Στήν περίπτωση τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ ἤ παπισμοῦ, ὁ ὀρθολογισμός ὁδήγησε στήν ἐκκοσμίκευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν τεχνῶν. Τοῦτο εἶναι κατάδηλο στή θρησκευτική ζωγραφική τῆς Ἰταλικῆς ἀναγεννήσεως, ὅπου ὅλα ζωγραφίζονται σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς μαθηματικῆς προοπτικῆς κατά τρόπο πού νά ἐνθυμίζουν τόν δυτικό κόσμο. Τά ἔργα αὐτά παύουν νά συμβολίζουν τόν μυστικιστικό, πνευματικό κόσμο, παύουν νά εἶναι ἀναγωγικά. Ἡ ἐκκλησιαστική τέχνη τῶν Λατίνων, ἀπό τότε ἔπαυσε νά εἶναι μιά γέφυρα, διά τῆς ὁποίας νά ἐπικοινωνεῖ ὁ χριστιανός μέ τόν πνευματικό κόσμο.

  Οἱ προτεστάντες ἀντιδρῶντες στήν ἐκκοσμίκευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν τεχνῶν, τίς κατήργησαν ὅλως διόλου· ἄφησαν τίς πνευματικές αἰσθήσεις ἀκαλλιέργητες, χωρίς πνευματική τροφή. Μόνον ἡ Ὀρθοδοξία διατήρησε τίς ἀναγωγικές ἐκκλησιαστικές τέχνες πού λεπτύνουν τόν ἔσω ἄνθρωπο καί τόν ἀνυψώνουν στόν κόσμο τοῦ μυστηρίου.

  Στή θεολογία ὁ ὀρθολογισμός ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά ξεχωρισθῆ ἡ θεολογία τῶν ρωμαιοκαθολικῶν καί ἀκόμη περισσότερο τῶν προτεσταντῶν ἀπό τόν μυστικισμό. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀντιθέτως, παρατηρεῖ ὁ Κόντογλου, δέν ξεχώρισε ποτέ τόν μυστικισμό ἀπό τήν θεολογία, δηλαδή τήν προσωπική πεῖρα τῶν μυστηρίων τῆς θρησκείας ἀπό τά δόγματα πού εἶναι θεσπισμένα ἀπό τήν Ἐκκλησία.

  Τελικό ἀποτέλεσμα τοῦ ὀρθολογισμοῦ γιά τόν Παπισμὸ ἦταν νά τόν μετατρέπει σ᾿ ἕνα ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, σέ μιά βολική ἠθική, μιά ἠθική σύμφωνη μέ τίς ἀδυναμίες μας μέ τά πάθη μας, μέ τίς κοσμικές φιλοδοξίες μας. Τό ἀποκορύφωμα τοῦ ὀρθολογισμοῦ τῆς Δύσεως εἶναι ἡ ἀποθέωση τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν. Τό σύνολο αὐτῶν τῶν ἐπιστημῶν δηλαδή χημείας, βιολογίας, φυσικῆς, ἀστρονομίας κ.λπ. σιγά-σιγά ἔχει ἀντικαταστήσει καί αὐτόν τόν ἐκκοσμικευμένο χριστιανισμό τῆς Δύσεως, ἔχει γίνει μιά θρησκεία. Αὐτή ἡ νέα θρησκεία ἔχει διαδοθῆ λίγο-πολύ σέ ὅλο τόν κόσμο μέ ἄσχημα ἀποτελέσματα. Κλείνει γιά τόν ἄνθρωπο τήν πύλη πού ὁδηγεῖ στό Θεῖο. Κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἀμφιβάλη ἤ καί νά ἀρνῆται ὅτι ἔχει ἀθάνατη ψυχή καί τόν ὠθεῖ νά ἐπιδοθῆ μέ ὅλο τόν ζῆλο στή δυτική ζωή πού τά εἴδωλά της εἶναι οἱ μηχανές, οἱ μπάντες, οἱ πύραυλοι, τά θετικά ἄστρα καί τά ὄνειρά της εἶναι νά κατακτήση τά ἄστρα, ἡ κατάκτηση, ὁ πόλεμος καί κάθε σατανική δράση.

  Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἔχουν τήν γνώση τῆς ἀληθινῆς ἀληθείας, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ. Μαθήματα σάν τήν γνώση ἀνοίγουνε τίς μυστικές θύρες ἀπ᾿ ὅπου ἀντικρύζει ἡ ψυχή τό ἐξαίσιο φῶς τῆς ἄφθαρτης οὐσίας τοῦ κόσμου καί τά διανοήματα αὐτῶν εἶναι ἀγαθά, εἰρηνικά, χαροποιά.

 «Ἔμπα στό σαλόνι πού βρίσκεται μέσα σου, λέγει ἕνας ἅγιος, καί ἀπό κεῖ θά δῆς τό παλάτι τοῦ ἄφθαρτου οὐρανοῦ πού εἶναι ἔξω ἀπό τήν σκλαβιά τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου».

Αὐτά γενικά γιά τό πνευματικό σύμπαν. Θά σᾶς πῶ τώρα ἐν ὀλίγοις καί περί Θεοῦ, περί Ἀγγέλων καί περί ἀνθρωπίνης ψυχῆς, ὅσο ἐπιτρέπει ἡ ὥρα.

*  *  *

  Συχνότατα ἀναφέρεται ὁ Φώτιος σέ ὅλα τά βιβλία του καί τά ἄρθρα του, σέ κάθε εὐκαιρία δίνει ἔμφαση στή σταθερή πίστη του στό Θεό στήν παντοδυναμία Του, τήν Πρόνοια, τήν Εὐσπλαγχνία, τήν Ἀγάπη καί ἄλλες ἰδιότητες. Καταδικάζει τήν ἀθεΐα πού εἶναι τόσο διαδεδομένη στήν ἐποχή μας καί ὁμιλεῖ διά τούς τρόπους, διά τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος δύναται νά πλησιάση τόν Θεό· ἔτσι παρέχει πολύτιμα διδάγματα. Δέν εἶναι ὁ Θεός τοῦ Κόντογλου ἡ ἀφηρημένη μονάδα τῶν θεϊστῶν οὔτε ἀνωτέρα δύναμις, διά τήν ὁποίαν ὁμιλοῦν καί εἰς τήν ὁποίαν καταφάσκουν ὁρισμένοι ἐπιστήμονες, ἀλλ᾿ εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ καί ὁ Θεός τοῦ Ἰσαάκ καί ὁ Θεός τοῦ Ἰακώβ. Εἶναι ὁ Θεός πού ὡμίλησε διά τῶν προφητῶν, ἀπεκαλύφθη ὑπό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἐφανερώθη στούς Ἁγίους τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κάθε ἐποχῆς. Εἶναι Τριαδικός: Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα. Τρεῖς ὑποστάσεις, μία οὐσία, μία δόξα. Εἶναι δημιουργός πάντων ὁρατῶν καί ἀοράτων, συντηρητής καί Κυβερνήτης τοῦ παντός. Τήν βαθειά πίστη του σ᾿ Αὐτόν τόν Θεόν τήν ἐξέφρασε ἀπό τήν πρώτη ἔκδοση στό βιβλίο του «Πέτρο Καζᾶς», πού βγῆκε τό 1920. Τό μικρό αὐτό λογοτεχνικό ἔργο ἀναφέρει τόν Θεό ἄνω ἀπό εἴκοσι φορές. Λέγει χαρακτηριστικά στόν πρόλογο «ἔχω τήν πίστη μου στό Θεό μου καί μοναχά σ᾿ Ἐκεῖνον».

  Ἡ πίστη του αὐτή ἐκδηλώνεται τρανῶς σέ πολλά μέρη τοῦ δευτέρου βιβλίου του τήν «Βασάντα», στόν πρόλογο λέγει: «Ὁ Χριστός γιομίζει τήν ἀπελπιστική ἐρημιά ὁλοκλήρων αἰώνων, ἀκούω τήν γλυκειά λαλιά του καί δοξάζω τόν Θεό, γιατί εἶμαι ἄνθρωπος, γιατί μπορῶ νά τήν ἀκούω τήν στιγμή πού ὅλα γύρω μου κράζουν νά βλασφημήσω τόν κόσμο τοῦτον». Οἱ σελίδες τῆς «Βασάντας» πού περιλαμβάνουν καί κείμενα ἀπό τόν Ἰώβ σέ νεοελληνική γλῶσσα φανερώνουν τήν ἴδια ἀκλόνητη πίστη στό Θεό, τήν ὁποίαν εἶχε ὁ Ἰώβ. Γι᾿ αὐτό στίς ἐπιστολές του πού δημοσιεύονται τά τελευταῖα χρόνια στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» ὑπέγραφε πότε-πότε μέ τό ὄνομα Ἰώβ. Ἡ ἐκλογή ἀπό τούς ψαλμούς πού παρομοίως μετέφρασε ἐκφράζουν τήν θερμή του πίστη νά ξεχειλίζεται ὑψηλῶν ποιητικῶν λόγων. Πρῶτα ἀποδίδει τόν ἑκατοστό, τρίτο ψαλμό, ὁ ὁποῖος ἀρχίζει «δόξασε ψυχή μου τόν Κύριο, Θεέ μου πολλή μεγάλη εἶναι ἡ δόξα σου». Ἀμέσως μετά δίδει στίχους τοῦ τρίτου ψαλμοῦ. «Κύριε, γιατί ἐπληθύνανε ἐκεῖνοι πού μέ πικραίνουν, ἕνα σωρό σηκωθήκανε κατ᾿ ἐπάνω μου, πολλοί λέγουν κοιτώντας με ὁ Θεός καί τίποτα δέν μπορεῖ νά τόν συντρέξει. Μά ἐσύ Κύριε εἶσαι τό στήριγμα μου, ἐσύ εἶσαι ἡ δόξα μου, ἔκραξα μέ τήν φωνή μου τόν Κύριο καί μέ ἄκουσε, ἐγώ ἀποκοιμήθηκα καί ξαπόστασα, σηκώθηκα τό πρωΐ μέ καρδιά εἰρηνεμένη, γιατί ξέρω πώς ὁ Κύριος θά μέ βοηθήσει».

  Πρός τό τέλος τῆς ἀνθολογίας παραθέτει μετάφραση τοῦ ψαλμοῦ 145 πού ἀρχίζει μέ τό στίχο «δόξασε ψυχή μου τόν Κύριο, θά δοξολογῶ τόν Κύριο σέ ὅλη τήν ζωή μου, θά τραγουδῶ τόν Θεό μου ὅσο ὑπάρχω». Στόν ἐπίλογο τοῦ ἴδιου βιβλίου ὁ Κόντογλου στρέφεται κατά τῆς ἀθεΐας τῆς ἐποχῆς μας. «Οἱ ἄθεοι, παρατηρεῖ, νομίζουν πώς ἀνεβήκανε στά Ἰμαλάια τῆς ἠθικῆς λευτεριᾶς, ἐπειδή κατά τήν φαντασία τους ἐξεφρόνησαν καί σκότωσαν τόν Θεό. Αὐτή ἡ ψυχική κατάσταση, λέγει, εἶναι ἡ πιό μαύρη λέπρα τῆς καρδιᾶς καί προσθέτει μέ μιά φιλοσοφία στό σκεπτικισμό, ὅπως τόν λένε, πού εἶναι ἡ εὔκολη δουλειά κάθε μυαλοῦ πού δουλεύει σάν καφεδόμυλος, ρίχνονται μέ σπαθί καί μέ κοντάρι ἐπάνω στό Θεό καί γυρίζουν ἔνδοξοι σάν τόν τρελλό Αἴαντα πὄσφαζε τραγιά γιά ἀνθρώπους».

  Τό ἄρθρο του πίστη καί ἀπιστία εἶναι ἕνα πολύτιμο συμπλήρωμα τοῦ ἐπιλόγου τῆς «Βασάντας» ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα τῆς ἀθεΐας, διότι ὄχι μόνον παραθέτει τά ὀνόματα ἀθέων τῆς Εὐρώπης, ἀλλά καί ἐλέγχει τήν ἀθεΐα πλατύτερα. Οἱ ἄθεοι, λέγει, εἶπαν ἀνοησίες καί ψευτιές καί ἔτσι ἀναγνωρίζονται γιά μεγάλοι, διότι ἔχουν ἐπάνω τους τήν σοβαρότητα τῆς ἀπιστίας. Κατασκευάζουν μέ τό μυαλό τους ὁλόκληρα συστήματα, βαρειά καί ἀτράνταχτα πού σωριάζονται μέ ἕνα μικρό φύσημα τῆς φύσης. Ὁμιλοῦν περί ἐπιστημονικῶν ἀποδείξεων, διά τῶν ὁποίων κατ᾿ αὐτούς ἡ θρησκευτική πίστη καί ἐξ ἐμπειρίας ἀποδεικνύονται ἀνυπόστατα. Οἱ ἐπιστημονικές ἀποδείξεις σέ εἰσαγωγικά εἶναι οἱ μαγικές λέξεις παραίσθηση καί σύνταξη προφέρουν τήν μιά ἤ τήν ἄλλη λέξη καί ἔτσι τελειώνει τό ζήτημα γι᾿ αὐτούς.

  Συνεχίζων ὁ Κόντογλου λέγει ἀναφερόμενος στούς ἀθέους τῆς Γαλλίας ὅτι διαλαλούσανε πώς δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ἀπό ὅσα βλέπομε μέ τά μάτια μας καί ἀκοῦμε μέ τά αὐτιά μας. Ἀπό τήν λύσσα πού εἶχαν κατά πάνω στό Θεό καταλαβαίνεις πώς ἤτανε μέσα τους ὁ σατανᾶς.

  Ἵδρυσε μία ἑταιρεία γιά τήν διάδοση τῆς ἀθεΐας. Τό ἴδιο ἔκανε καί ἕνας ἰσλαμιστής καθώς καί ἄλλοι πολλοί γραμματισμένοι καί ἑτοιμάσανε τήν ἐπανάσταση τῆς Γαλλίας, κατά τήν ὁποίαν οἱ ἄνθρωποι ξεπεράσανε τά θηρία στήν ἀγριότητα, ἀφοῦ … πίνανε ἀνθρώπινο αἷμα καί τρώγανε τίς καρδιές ἐκείνων πού σφάζανε.

  Καταργήσανε τήν θρησκεία τοῦ Χριστοῦ καί στή θέση της βάλανε τό εἴδωλο τοῦ λόγου· μεθυσμένοι ἀπό τό αἷμα φωνάζανε σάν δαιμονισμένοι καί καυχῶταν ὅτι ἤτανε ἄθεοι. Καί μετά, γράφει ὁ Φώτιος, στά ὑστερότερα χρόνια φανερωθήκανε ἕνα πλῆθος ἄλλοι ἄθεοι. Κάθε δοξομανής ἔκανε τόν ἄθεο, ἐπειδή ὁ ἄθεος εἶχε μεγάλη ὑπόληψη πώς εἶναι ἄνθρωπος βαθυστόχαστος καί σοβαρός καί δίνει διάφορα ὀνόματα φιλοσόφων καί ἐπιστημόνων πού καυχώτανε ὅτι ἦταν ἄθεοι. Στό ἄρθρο του «ἡ σπάθη τοῦ Δαμοκλέους» χαρακτηρίζει τούς ἀθέους ὡς δαιμονόψυχους πού διαλύσανε τόν στερεό ἀνδριάντα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἐλεεινά ἀνθρωπάρια πού μισήσανε τόν Θεό καί λέγει, μέ τέτοιους καθηγητάδες, τέτοια προκοπή κάναμε, τά πρόβατα ἀντί νά ἀκολουθήσουνε τόν τσοπάνη ἀκολουθήσανε τούς λύκους, ἀντί ν᾿ ἀκούσουν τήν γλυκυτάτη φωνή τοῦ Χριστοῦ, ἀκούσανε τά μουγκρίσματα καί τά γαυγίσματα τῶν σατανάδων.

  Σέ ὅλα τά βιβλία σχεδόν τοῦ Κόντογλου καί τά ἄρθρα του βρίσκομε τή λέξη Θεός καί χαρακτηρισμούς πρός τόν Θεό καί πάντοτε ἡ σκέψη του ἔχει ὡς κέντρο τόν Θεό. Ἡ παντοδυναμία εἶναι ἡ μία ἀπό τίς ἰδιότητες πού ὁ Κόντογλου ἐξαίρει ὄχι μόνο στά συγγράμματά του, ἀλλά καί στήν ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ ὡς Παντοκράτορος εἰς τόν τροῦλλον τῆς Καπνικαρέας Ἀθηνῶν, τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στό Πεδίον Ἄρεως, τοῦ Ἁγίου Νικολάου Κάτω Πατησίων καί ἄλλων Ἱερῶν Ναῶν πού ἔχει ζωγραφίσει τόν Παντοκράτορα. Ἐπίσης ἐξαίρει τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη, τήν εὐσπλαγχνία, τήν φιλανθρωπία, τήν σοφία του. Γιά τήν Παντοδυναμία καί Εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καί τήν σχέση αὐτῶν τῶν ἰδιοτήτων μέ τήν ἀληθινή εὐδαιμονία τοῦ ἀνθρώπου ὁ Κόντογλου ὁμιλεῖ μέ πολλή εὐγλωττία στό ἀκόλουθο χωρίο τοῦ ἐπιλόγου τῆς «Βασάντας». «Ἡ δύναμις τοῦ ἀνθρώπου θρέφεται ἀπό τήν ἄπειρη παντοδυναμία τῆς μεγάλης πνοῆς τοῦ Θεοῦ καί ἡ συμπόνια του τονώνεται ἀπό τό ἀνιστόρητο σπλάχνος πού ξεχωρίζει μέσα στή μοῖρα τοῦ πιό ἐλάχιστου πλάσματος. Ὁ Θεός εἶναι τό ἀκένωτο ταμεῖο, ἀπό τό ὁποῖον τραβᾶ ὁ ἄνθρωπος κάθε χαρά, κάθε παρηγοριά καί κάθε ἐλπίδα».

  Ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα αὐτό ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά εὕρη τόν Θεόν, νά τόν πλησιάση, νά ἑνωθῆ μέ αὐτόν, νά σωθῆ. Ὁ Κόντογλου λέγει ἐν συντομίᾳ τά ἑξῆς: «Τόν Θεό δέν τόν βρίσκομε ψάχνοντας μέ τό μυαλό, τό λογικό, τόν θρησκευτικό νοῦ, ὅπως κάνουν οἱ κοσμικοί φιλόθρησκοι οὔτε τόν βρίσκομε ψάχνοντας μέσα στίς μεθόδους τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Οἱ ἐπιστῆμες, λέγει, δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Ἡ φυσική, ἡ χημεία, ἡ βιολογία, ἡ μηχανική, ἡ ἀστρονομία δέν εἶναι δρόμοι πού πᾶνε σ᾿ αὐτό τόν μυστικό κόσμο καί ἄς ψάχνουνε ἐπί αἰῶνες. Ὁ Χριστός εἶπε «οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετά παρατηρήσεως οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἤ ἰδού ὧδε, ἰδού γάρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι».

  Ἡ ὁδός πρός τόν Θεόν εἶναι ἡ πίστη καί ὁ τρόπος τοῦ βίου πού εἶναι σύμφωνος πρός τήν πίστη αὐτήν. Εἰς ἐκείνους πού λέγουν ὅτι θέλουν νά πιστέψουν, ἀλλά δέν ἠμποροῦν, λέγει, δίδει τόν ἠθικόν τύπον, τούτη τήν συμβουλή «καθάρισε πρῶτα τόν ἑαυτόν σου καί θά πιστέψης. Σ᾿ ἕνα χωράφι γεμᾶτο ἀγκάθια πῶς θά καρποφορήση ὁ λεπτότατος σπόρος τῆς πίστης; Πρέπει νά λιγοστέψη κανείς τά πάθη του καί μάλιστα τήν ὑπερηφάνεια. Ἡ πίστη εἶναι ἕνα στάδιο φωτισμοῦ καί ὁ φωτισμός δέν ἔρχεται ποτέ σέ ψυχή ὑπερήφανη». Ὁ Κόντογλου μᾶς ἐνθυμίζει τό βιβλικό λόγιον. «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν».

  Διά νά προχωρήση κανείς ἀπό τήν πίστη πρός τήν ἠθική ἕνωση μέ τόν Θεό, τήν θέωση, ἀπαιτεῖται πλήρης χριστιανική βιοτή. Ἡ νηστεία, ἡ γενική ἐγκράτεια, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νήψη, ἡ ἔσω προσοχή καί ἡ προσευχή, τά καλά ἔργα ἐν γένει. Μεγίστης σπουδαιότητος εἶναι ἡ προσευχή ἰδίως ἡ νοερά προσευχή, ἡ ὁποία δύναται ν᾿ ἀσκῆται παντοῦ, πάντοτε καί ὑπό πάντων. Ὁ Κόντογλου στράφηκε κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ βίου του μέ πολύ κόπο στούς μεγάλους διδασκάλους τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς, τούς λεγόμενους νηπτικούς πατέρες, ὅπως Μᾶρκος ὁ ἀσκητής, Νεῖλος ὁ ἀσκητής, Θεόληπτος ὁ Φιλαδελφείας, Διάδοχος ὁ Φωτικῆς, Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης.

  Διά τῆς ἐφαρμογῆς τῆς μεθόδου σωματικῶν καί πνευματικῶν ἐργασιῶν, ὅπως οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ νηπτικοί Πατέρες, ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται, καθώς λέγει ὁ ὑπότιτλος τῆς φιλοκαλίας τῶν νηπτικῶν Πατέρων. Καθαιρομένου τοῦ νοῦ, πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, τό ὄργανον τῆς νήψεως καί τῆς προσ­ευχῆς καί συγκεντρωμένος μέσα στήν καρδία, τό πνευματικό κέντρο τοῦ ἀνθρώπου, πού ὁ χριστιανός προσεγγιοῦται τό Θεό, ἐπιτυγχάνει τήν ἕνωση μ᾿ Αὐτόν. Ὁ Κόντογλου ἦταν πεπεισμένος ὅτι διά τῆς ἐσωτερικῆς μυστικῆς αὐτῆς ὁδοῦ βρίσκεται καί βιοῦται ὁ ἀληθινός Θεός. Αὐτή τήν ὁδό ἠκολούθησαν καί περιέγραψαν οἱ μεγάλοι ἡσυχαστές τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τούς ὁποίους τόσον ἐξετίμησε ὁ Φώτιος. Αὐτή τήν ὁδό ἠκολούθησε καί ὁ ἴδιος κατά τό δυνατόν διά ἕνα ἄνθρωπο πού ζῆ ἐντός τοῦ κόσμου, ἀλλ᾿ εἶναι γενικῶς ἐραστής τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά γιά τό θέμα τοῦ Θεοῦ.

  Ὁ «Μυστικὸς Κῆπος» βγῆκε τό 1944 καί ὁ Κόντογλου τό θεωρεῖ ὡς μιά στροφή στή ζωή ὡς συγγραφεύς. Τό θεωρεῖ ὅτι πιό πολύ προσηλώνεται πλέον ἀντί νά κάνη λογοτεχνήματα καί τέτοια προσηλώνεται πλέον, ἀφιερώνει τήν πέννα του στήν Ἐκκλησία, στήν τιμὴ τοῦ Θεοῦ καί στήν καθοδήγηση τῶν συνανθρώπων του …

orthodoxostypos

Διάκρισις ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ σύμπαντος κατὰ τὸν Φώτιον Κόντογλου* – 2ον

2ον- Τελευταῖον

  Τό βιβλίο λοιπόν «Μυστικός Κῆπος» ἀναφέρεται στόν ἄγγελο φύλακα, σ᾿ ἕνα σημεῖο πού ἔχει πλησίον του κάποιον ἄνθρωπο πού ζῆ κατά Θεόν λέγει «ἐκεῖνος πού κρίνει τά τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀλαζονεία τοῦ ἀνθρώπου, ἄς παρακαλῆ νά στείλη ὁ Θεός ἐπάνω του τό Παν­άγιο Πνεῦμα του, ἐπειδή χωρίς αὐτό ὁ ἄνθρωπος εἶναι τυφλός πού θαρρεῖ πώς βλέπει, κουφός πού θαρρεῖ πώς ἀκούει καί ἀναίσθητος πού νομίζει πώς αἰσθάνεται καί νά τοῦ δίνη ἄγγελο φύλακα, γιά νά τόν ὁδηγῆ στό δρόμο τῆς ζωῆς πού εἶναι στενός καί θλιμμένος σ᾿ αὐτόν τόν γοργοπέραστο κόσμο». Τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ἡ ἑρμηνεία στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο πού βγῆκε τό 1952 σχολιάζων τό χωρίον πού λέγει γιά τόν ἄγγελον, ὁ ὁποῖος ἐκύλησε τόν λίθον πού ἦταν στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ «πώς ἦν τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡς ἡ χιών» κάνει τήν ἑξῆς παρατήρηση: «ὁ ἄγγελος ἤτανε ντυμένος. Τά λειτουργικά πνεύματα τοῦ Θεοῦ φανερώνονται πάντοτε ντυμένα μέ ροῦχο ποτέ δέν εἶναι γυμνά, αὐτό φανερώνει εὐπρέπεια καί ἁγιότητα, ὥστε σωστά ζωγραφίζονται ντυμένοι οἱ ἄγγελοι ἀπό τούς ὀρθοδόξους ἁγιογράφους καί ὄχι γυμνοί, ὅπως συνηθίζουνε νά τούς παρουσιάζουνε οἱ δυτικοί ζωγράφοι, κολλημένοι στό σαρκικό φρόνημα σάν εἰδωλολάτρες». Ὁ Κόντογλου ἀναφέρει τήν ἐξήγηση πού δίνει ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης γιά τά λευκά φορέματα τῶν ἀγγέλων, πὼς παρουσιάζονται μέ λευκά φορέματα, γιά τό λαμπρόν καί ὡς μάλιστα τοῦ θείου φωτός συγγενές. Μέ τό θέμα τῶν ἀγγέλων ἀσχολήθηκε καί εἰς τό περιοδικό «Κιβωτός». Παρουσίασε μετάφραση ἑνός κειμένου τοῦ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, πού ἦταν ἀπό τούς πιό προσφιλεῖς πατέρες εἰς τόν Κόντογλου ὑπό τόν ἑξῆς τίτλο «τοῦ Ἁγίου πατρός ἡμῶν Ἰσαάκ τοῦ Σύρου περί τῶν Ἀγγελικῶν τάξεων ὡς ἔφησεν ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης».

  Εἰς δέ τό μνημειῶδες ἔργο του «Ἔκφρασις Ὀρθοδόξου Εἰκονογραφίας», πῶς παριστάνονται οἱ Ἀρχάγγελοι, ἄγγελοι, τά Σεραφείμ καί τά Χερουβείμ ἔδωσε εἰς αὐτό ἐξηγήσεις, γιατί παριστάνονται ἔτσι. Στίς ἐξηγήσεις του προσέθεσε βοηθητικά σχεδιαγράμματα. Μετά δύο ἔτη βγῆκε τό βιβλίο του «Σημεῖον Μέγα», στό ὁποῖον περιγράφει τίς ἐμφανίσεις, ὀπτασίες πού εἶδαν πολλοί χριστιανοί στό χωριό Θερμή τῆς Λέσβου καί σέ ἄλλα μέρη τῆς Λέσβου καί σ᾿ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος καί ἀκόμη καί στό ἐξωτερικό καί κάνει ἀναφορά καί στούς ἀγγέλους.

  Στό «Σημεῖον Μέγα» παρουσιάζει καί σχολιάζει πολυάριθμα ὁράματα καί ἐνύπνια πού εἴδανε κατά τά ἔτη 1959-62 διάφοροι κάτοικοι τῆς Θερμῆς Λέσβου. Ἀναφερόμενος εἰς τούς ἀγγέλους πού εἴδανε στά ὁράματα καί ἐνύπνια αὐτά, ὁ Κόντογλου κάνει τήν ἑξῆς σημαντική παρατήρηση. «Οἱ ἅγιοι ἄγγελοι φανερώνονται μέ ὄψη νέων ἀνθρώπων, ὅπως ἐμφανίστηκαν πάντοτε κατά τήν Παλαιά Διαθήκη καί κατά τό Ἅγιον Εὐαγγέλιον καί ὅπως συμφώνως πρός ταῦτα ἀπεικονίζονται ἀπό τούς εὐσεβεῖς ἁγιογράφους, εἶναι δέ ἐνδεδυμένοι «στολὴν ἀστράπτουσαν». Τίς ἀπόψεις του γιά τούς ἁγίους ἀγγέλους, οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τίς συνοψίζει τό ἄρθρο του «Οἱ ἅγιοι ἄγγελοι» πού δημοσιεύθηκε, στήν ἐφημερίδα «Ἐλευθερία» 13 Νοεμβρίου 1955 στηρίζεται στήν Ἁγία Γραφή.

  «Τήν γῆ τῶν οὐρανίων νόων, πού ὀνομάζονται ἐπίσης νόες οἱ ἄγγελοι. Τά Σεραφείμ ἀνάγουνε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων εἰς τόν θεῖον Τόκον, τά Χερουβείμ τούς διδάσκουνε, οἱ Θρόνοι τοὺς κρίνουνε, οἱ Κυριότητες τούς οἰκονομοῦν, αἱ Δυνάμεις τούς δυναμώνουνε, αἱ ἐξουσίαι τοὺς χαλιναγωγοῦν, αἱ Ἀρχαί τοὺς θεραπεύουνε, οἱ Ἀρχάγγελοι τούς φέρνουνε τίς καλές εἰδήσεις, οἱ Ἄγγελοι τούς φυλάγουν».

  Ἀπό τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν ὁμολογητή παίρνει τούτη τήν παρατήρηση. Ὅλοι οἱ οὐράνιοι νόες ἤτοι οἱ ἄγγελοι ἔχουν μία καί τήν ἴδια οὐσία πληθυντικῶς δέ εἶναι οὐσίες λέγονται γιά τίς ὑποστάσεις. Τό ἴδιο ἄρθρο λέγει ἀρκετά διά τούς ἀρχαγγέλους Μιχαήλ καί Γαβριήλ παραπέμπων στήν Ἁγία Γραφή. Σημειώνει ὅτι ὁ Μιχαήλ ἀναφέρεται σέ πολλά μέρη τῆς Παλαιᾶς εἰς τό τελευταῖο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης στήν Ἀποκάλυψη. Στήν Ἀποκάλυψη εἶναι γραμμένο τό ἑξῆς: «καί ἐγένετο πόλεμος ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Μιχαήλ καί οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ τοῦ πολεμῆσαι μετά τοῦ δράκοντος καί ὁ δράκων ἐπολέμησε καί οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ καί οὐκ ἴσχυσαν οὐ τόπος εὑρέθη αὐτῷ ἔτι ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐβλήθην ὁ δράκων ὁ ὄφις, ὁ μέγας ὁ ἀρχαῖος ὁ καλούμενος διάβολος καί ὁ σατανᾶς ὁ πλανῶν τήν οἰκουμένην ὅλων ἐβλήθην εἰς τήν γῆν καί οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ ἐβλήθησαν».

  Παρατηρεῖ ὅτι ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ ἀναφέρεται καί στήν Παλαιά Διαθήκη καί στήν Καινή Διαθήκη. Φανερώθηκε στόν Μανώς τόν πατέρα τοῦ Σαμψών, στόν Προφήτη Δανιήλ, στούς γονεῖς τῆς Παναγίας, τόν Προφήτη Ζαχαρίαν τόν πατέρα τοῦ Προδρόμου, τήν Παναγία κατά τόν Εὐαγγελισμόν.

  Ἐκτός ἀπό τούς ἁγίους ἀγγέλους ὑπάρχουν κατά τήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία καί οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι, οἱ δαίμονες. Ὁ Κόντογλου πού ὑπῆρξε σέ ὅλα ὀρθοδοξότατος ποτέ δέν ἀμφέβαλε διά τήν ὕπαρξή τους καί πώς γι᾿ αὐτούς καί τόν ἀρχηγό τους τόν διάβολο εἶναι ἑτοιμασμένη ἡ αἰωνία κόλαση. Ἰδιαιτέρως ὁμιλεῖ γι᾿ αὐτούς εἰς τό βιβλιαράκι «Ὁ Θεός Κόνανος». Δαίμονες παρατηρεῖ σ᾿ αὐτό ὑπάρχουν πολλῶν εἰδῶν, ἄλλοι εἶναι φιλόνικοι, ἄλλοι εἶναι φιλόχρυσοι, ἄλλοι πορνικοί, ἄλλοι ὀργισμένοι κ.λπ. Καί ὅλα αὐτά εἶναι συνάμα καί μία βεβαίωση τῆς ὑπάρξεώς τους καί μιά κριτική τῆς σατανολατρείας. Ἀκολουθῶν τήν ὀρθόδοξη παράδοση ὁ Κόντογλου δέν ἀποδίδει ὑπερβολική σπουδαιότητα ἤ δύναμη στόν διάβολο καί τούς πεπτωκότας ἀγγέλους του καί ὡς συγγραφεύς καί ὡς ἁγιογράφος προβάλλει καί δίνει ἔμφαση στούς ἁγίους ἀγγέλους.

  Ἡ ἁγιογραφία, λέει ὁ Κόντογλου, καί αὐτό εἶναι πολύ σπουδαῖο, ποτέ δέν δίνει ἔμφαση στό ἀνόσιο, πάντοτε ἔμφαση στό ὅσιον, στό ἅγιο γι᾿ αὐτό λοιπόν τούς δαίμονες δέν τούς παρουσιάζει μέ μεγάλα σχήματα στίς εἰκόνες του καί οὔτε μέ φωτεινά χρώματα, ἐνῶ τούς ἀγγέλους πάντοτε σέ μέγεθος σέ περίοπτη θέση καί τούς δίνει ἔμφαση. Αὐτά περί ἀγγέλων καί νά πῶ καί ὀλίγα τώρα περί ψυχῆς.

  Ὁ ἄνθρωπος κατά τόν Κόντογλου εἶναι διπλοῦς, ὅπως διδάσκουν ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα. Ἡ ψυχή ἀνήκει στό πνευματικό σύμπαν, τό δέ σῶμα στό ὑλικό σύμπαν. Ἄν καί ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα ὁ ἄνθρωπος κυρίως εἶναι ἡ ψυχή, τό πνεῦμα.

  Σ᾿ ἕνα ἄρθρο του πού δημοσιεύθηκε στή «Κιβωτό» καί τιτλοφορεῖται δροσίσατε τήν ψυχή σας στήν καλωσύνη καί στήν ἁγιότητα λέγει: Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πνεῦμα, ὅπως ὁ Θεός, αὐτό τό πνεῦμα μᾶς ἐνδιαφέρει, αὐτό εἶναι ἡ ἀληθινή σύσταση τοῦ ἀνθρώπου. Στό ἴδιο περιοδικό εἶπε δύο χρόνια ἐνωρίτερα καμμιά ἄλλη συγγένεια δέν εἶναι τόσο μεγάλη, ὅπως εἶναι ἀνάμεσα στήν ψυχή καί τόν Θεό. Ἡ ψυχή εἶναι ἕνα πουλί πού δέν ξεκουράζεται σέ κανένα ἄλλο δένδρο παρά μονάχα στό ὁλόδροσο δένδρο τοῦ Θεοῦ. Κυρίως λοιπόν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ψυχή. Τί εἶναι ὅμως ἡ ψυχή;

  Ὁ ἀρχαῖος Ἕλλην φιλόσοφος Ἡράκλειτος εἶπε:

  «Ὅσο καί ἄν προχωρήσης δέν θά ἀνακαλύψης τά ἔσχατα σύνορα τῆς ψυχῆς ἔστω καί ἄν πορευθῆς ἐπάνω σέ ὅλες τίς ὁδούς. Τόσο βαθειά οὐσία ἔχει». Παρόμοια ὁ Κόντογλου παρατηρεῖ στό ἄρθρο του «ἡ καινούργια γλώσσα», τό ὁποῖον δημοσιεύθηκε μετά ἀπό πεῖρα ὁλοκλήρου ζωῆς ἕνα χρόνο πρό τοῦ θανάτου του. «Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, κάθε ἀνθρώπου εἶναι βαθειά καί ἀνεξερεύνητη ἄβυσσος, ὅπως λέγει ὁ Δαυϊδ, καί ἄς μή τό καταλαβαίνουμε οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς». Προσθέτει δέ ὅτι «ἡ ψυχή παραμένει εἰς τούς πολλούς ἄγνωστη, διότι εἶναι ἐξωστρεφεῖς, ἔχουν τήν προσοχή τους στραμμένη πρός τά ἐξωτερικά πράγματα, εἶναι ἀπορροφημένοι ἀπό τίς ὑλικές ἀνάγκες καί ματαιότητες, σκοτισμένοι ἀπό τά πάθη. Τά πάθη καί οἱ ἀνάγκες του, λέγει ὁ Κόντογλου, ἐμποδίζουν τήν ψυχή νά νοιώσει καλά τόν ἑαυτόν της, ἅμα ὅμως ξαλαφρώσει τό κορμί μας ἀπό τά πάθη καί καθαρίσει λίγο τό πνεῦμα μας, θά νοιώσουμε ἄς εἶναι καί γιά λίγο πώς εἴμαστε πλασμένοι γιά κάποια σπουδαιότερα πράγματα καί τότε θά αἰσθανθοῦμε μιά ζωηρή ἐπιθυμία νά μή τελειώσει ὥς ἐδῶ ἡ ζωή μας. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀγαπᾶνε τήν ζωή μά ἄλλοι ἀγαπᾶνε τήν πρόσκαιρη, τήν σαρκική καί ἄλλοι τήν πνευματική καί αἰώνια».

  Συγκρίνων τό σῶμα μέ τήν ψυχή λέγει: «Τό σῶμα εἶναι κρέας καί κόκκαλα καί τελειώνει καί παλιώνει σάν πού παλιώνουνε τά σπίτια καί τά καράβια· μόνον ἡ ψυχή ἀγαντάρει καί δέν νοιώθει πώς πάλιωσε ἄς βρίσκεται μέσα στό κορμί ἑκατό χρόνια. Καί ὅμως οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δίνουν ὅλη τήν προσοχή τους στό σῶμα καί παραμελοῦν τὴν ψυχή καί γι᾿ αὐτό τό σῶμα ἔχουν κάνει τή γῆ κόλαση».

  Ὑπενθυμίζει τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ «τί γάρ ὠφελήσει τόν ἄνθρωπον, ἐάν κερδήση ὅλον τόν κόσμον καί ζημιωθῆ τήν ψυχήν αὐτοῦ;». Καί ὁ ἴδιος ρωτᾶ «τό κορμί, ἡ πολύμοχθος σάρξ, πόσο θά βαστάξει; Δῶσε προσοχή στήν ψυχή, σ᾿ αὐτόν τόν ἀθάνατο θησαυρό καί τότε καί τό σῶμα θά ἀνακουφισθεῖ καί θά γεμίσει ἀπό εὐφροσύνη». Ἡ ψυχή εἶναι ἀθάνατη, τοῦτο τό ἐπίστευε πάντοτε ὁ Κόντογλου, ἰδιαιτέρως ὅμως τό ἐτόνισε κατά τά τελευταῖα πέντε χρόνια τῆς ἐπιγείου ζωῆς του στό ἄρθρο του «πίστη καί ἀπιστία», πού δημοσιεύθηκε τό 1961, λέγει: «Ὁ χριστιανός δίνει κάποια σημασία σέ τούτη τήν ζωή, ἐπειδή ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή ἑτοιμάζεται γιά τήν ἄλλη, γι᾿ αὐτό ζῶντας μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς χαίρεται καί τούτη τήν πρόσκαιρη. Ὁ θάνατος γι᾿ αὐτόν δέν εἶναι τό σβύσιμο τῆς ψυχῆς, ἀλλά ὁ πηγαιμός ἀπό τήν σκληρή δοκιμασία στή μακαρία ἀνάπαυση. Οἱ ὑλισταί ὅμως, παρατηρεῖ, ἀρνοῦνται τήν ἐπιβίωση τῆς ψυχῆς μετά τόν θάνατο, γράφουνε λέγει βιβλία μεγάλα καί τρανά, γιά νά ἀποδείξουνε τάχα ὅ,τι βλέπει καί ἕνα ζῶο πώς π.χ. πεθαίνει τό σῶμα. Αὐτόν τόν θάνατο τόν βλέπουμε ὅλοι, ἀλλά τήν ζωή πού διαδέχθηκε τόν θάνατο εἶναι δύσκολο νά τήν δῆ κανένας, διότι δέν τήν νοιώθουμε μέ τίς σαρκικές αἰσθήσεις».

  Εἰς ἕνα ἄρθρο του «Ρημαγμένες ψυχές», πού δημοσιεύθηκε ἀργότερα, σημειώνει ὅτι «ὄχι μόνο δεδηλωμένοι ὑλισταί ἀλλά καί πολλοί ἄλλοι σημερινοί ἄνθρωποι δυσπιστοῦν ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Λείπει ἀπό αὐτούς, λέγει, τό ἁλάτι πού ἄρτυζε τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου πρίν. Ποὺ εἶναι ἡ πίστη, πώς ὁ ἄνθρωπος δέν ἦλθε στόν κόσμο κατά τύχη, ἀλλά πώς ἔχει νά κάνει σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἕνα ἔργο μικρό ἤ μεγάλο καί πώς δέν ξοφλᾶ μέ τούτη τήν ζωή, ἀλλά πώς ὑπάρχει κάποια μυστηριώδη τάξη, κατά τήν ὁποία ἀνοίγει μιά ἄλλη πόρτα, σάν κλείσει ἡ πόρτα τούτη τῆς ζωῆς». Στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς ὁ Κόντογλου ἀποδίδει μεγίστη σπουδαιότητα. Τοῦτο εἶναι κατάδηλο στό βιβλίο του «Βίος καί πολιτεία τοῦ Βλασίου Πασκάλ» καί εἰς ἄλλα δημοσιεύματά του.

  Στό βιβλίο αὐτό παραθέτει μεταξύ ἄλλων ρητῶν τοῦ μεγάλου αὐτοῦ χριστιανοῦ φιλοσόφου τά ἑξῆς πού ἀφοροῦν αὐτό τό θέμα καί πού ἐκφράζουν ἀπόλυτα καί τή δική του θέση ἀπέναντι στό ζήτημα αὐτό. «Ἡ ἀθανασία εἶναι γιά μᾶς ἕνα πρᾶγμα τόσο σπουδαῖο πού μᾶς συγκινεῖ, τόσο βαθειά πού πρέπει νἆσαι ὁλότελα ἀναίσθητος, γιά νἆσαι ἀδιάφορος γιά δαῦτο. Ἐπειδή ἡ ξεγνοιασιά μᾶς παραξενεύει καί μᾶς τρομάζει, αὐτή ἡ ξεγνοιασιά μέ παραξενεύει καί μέ τρομάζει· γιά μένα εἶναι ἕνα πρᾶγμα τερατῶδες. Ἄς σκεφθῆ ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω σ᾿ αὐτό τό ζήτημα εἰς τήν ἐδῶ ζωή καί τοῦ θανάτου καί ἄς πεῖ ὕστερα ἄν μπορεῖ νά ὑπάρχει κανένα ἄλλο καλό σέ τούτη τήν ζωή παρ᾿ ἐκτός ἀπό τήν ἐλπίδα σέ κάποια ἄλλη ζωή καί πώς ὁ ἄνθρωπος γίνεται εὐτυχισμένος ὅσο περισσότερο σιμώνει σέ τούτη τήν ἐλπίδα καί πώς ὅπως δέν ὑπάρχει δυστυχία γιά ὅποιον εἶναι σίγουρος πώς θά ζήσει αἰώνια ἔτσι καί γιά κεῖνον πού δέν ἔχει κανένα φῶς γιά τήν ἄλλη ζωή δέν ὑπάρχει εὐτυχία ὁλότελα».

Παρ᾿ ὅμοια σκέψη ἐκφράζει στό ἄρθρο ἡ «Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου» καί «Ρημαγμένες ψυχές». Στό πρῶτο χαρακτηρίζει τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς ὡς τό τιμιώτατον, πολυτιμώτατον πρᾶγμα γιά τόν ἄνθρωπο καί εἰς τό δεύτερο παρατηρεῖ πώς χωρίς τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς οἱ λογῆς-λογῆς δαιμονίες εἶναι λογῆς-λογῆς ψευτιές.

  Τήν ἀκράδαντη πίστη του στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς ὁ Κόντογλου τήν ἐκφράζει καί σέ ἄλλα ἄρθρα τῆς πενταετίας 1961-65, καθώς καί στά βιβλία του «Σημεῖον Μέγα» καί τό «Τί εἶναι Ὀρθοδοξία καί τί εἶναι παπισμός», πού βγῆκαν κατά τό διάστημα αὐτό.

  Στό «Σημεῖον Μέγα» περιγράφει πῶς ἅγιοι μάρτυρες πού ἔζησαν στή Θερμή τῆς Λέσβου πρίν ἀπό πεντακόσια χρόνια φανερώθηκαν κατά τά τελευταῖα ἔτη σέ κατοίκους τῆς Θερμῆς καί σέ ἄλλους. «Ἡ ἐμφάνιση τῶν ἁγίων αὐτῶν, τά ὅσα ἔχουν πεῖ καί ἐκφράσει ἀποτελοῦν ἕνα τρανό δίδαγμα γιά τούς ἀπίστους, λέγει ὁ Κόντογλου, ὅτι ὑπάρχει μιά ἄλλη ζωή σέ ἕνα ἄλλο κόσμο πνευματικό καί πώς ὁ κόσμος, στόν ὁποῖον τώρα ζοῦμε δέν εἶναι διαχωρισμένος ἀπό τό πνευματικό σύμπαν μέ μιά ἀγεφύρωτη ἄβυσσο· ὄχι, συνομιλοῦμε ἐμεῖς οἱ ζῶντες μέσα εἰς τόν ἀβέβαιο καί φθαρτόν τοῦτον κόσμο μέ τούς ἁγίους πού ἔζησαν ἐπί τῆς γῆς πρό πεντακοσίων ἐτῶν, μέ ἐκείνους πού δέν φοβοῦνται πλέον τόν θάνατον. Οἱ πέραν τοῦ θανάτου συναναστρέφονται μέ τούς μελλοθανάτους. Μέ θαυμαστόν τρόπον γεφυρώνεται τοῦτος ὁ κόσμος μέ τόν ἄλλον πού ἀνάμεσά τους χάσμα μέγα ἐστήρικτε».

  Στό ἔργο «Τί εἶναι Ὀρθοδοξία καί τί εἶναι παπισμός» ὁ Κόντογλου κάνει τίς ἑξῆς σημαντικές παρατηρήσεις:

  «Ὁ Χριστός ὁμιλεῖ μόνον γιά τήν μέλλουσα ζωή καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων μετά θάνατον. Δέν ὁμίλησε ποτέ διά τήν εὐδαιμονία, ἀλλά τοὐναντίον εἶπε «ἡ Βασιλεία ἡ ἐμοί οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου».

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ὡς θεμέλιο αὐτή τήν πίστη εἰς τήν μέλλουσα ζωήν, τήν ὁποίαν ἀπεκάλυψε καί ἐδίδαξε ὁ Χριστός.

Αὐτά ἐν συντομίᾳ διά τό πνευματικόν σύμπαν, ὅπως ὡμίλησε ὁ Κόντογλου στά πολυάριθμα συγγράμματά του.

Σᾶς εὐχαριστῶ διά τήν προσοχή σας.

* Ὁμιλία εἰς τήν αἴθουσαν τῆς Π.Ο.Ε., Κάνιγγος 10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com