Ἀναζητοῦντες
τὴν ἀπολεσθεῖσαν συνοδικότητα
Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης
Κατραμάδος, θεολόγος
Τὴν παρελθοῦσα ἑβδομάδα ἐκυκλοφορήθη μεταξὺ τῶν ἐκκλησιαστικῶν κύκλων ἐπιστολὴ φέρουσα τὸ ὄνομα συγκεκριμένου Ἐπισκόπου, εἰς τὴν ὁποίαν μεταξὺ ἄλλων -λίαν ἀποκαλυπτικῶν στοιχείων- διετυποῦτο μὲ γλαφυρὸν τρόπον τὸ παράπονόν του ἔναντι τῆς προϊσταμένης του ἀρχῆς, ὅτι οὔτε ἐκείνη ἀντιμετωπίζει αὐτὸν ὡς ὁμοταγῆ συνεργάτην, ἀλλ’ οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ἔχει τὴν εὐχέρειαν νὰ ἀποταθῆ μὲ παρρησίαν πρὸς αὐτήν, αἰσθανόμενος περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον ὡς παρείσακτος.
Ἂν αὐτὸ συμβαίνη μεταξὺ Ἱεραρχῶν, δὲν ἀπαιτεῖται καὶ ἰδιαιτέρα ὀξύνοια, διὰ νὰ
συμπεράνη οἱοσδήποτε τί πραγματικῶς συμβαίνει ἐντὸς τοῦ σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
λαϊκῶν καὶ κληρικῶν. Ἄλλωστε, ὁμιλοῦν τὰ γεγονότα ἀπὸ μόνα των, ὅταν ἡ Ἐκκλησία
τῆς Κων/λεως καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ἔχουν διακόψει κάθε μορφὴν
κοινωνίας, ἀκόμη καὶ διαλόγου, μὲ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσίας, ἀντιλαμβάνεται κανεὶς
τὰς ἀρρυθμίας ἐν γένει τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀπὸ τοὺς Προκαθημένους ὥς τὰς ἐνορίας.
Τὴν αὐτὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν συμβαίνουν αὐτά,
προκαλοῦν ἔντονον προβληματισμὸν δύο κείμενα, τὰ ὁποῖα εἶδον τὸ φῶς τῆς
δημοσιότητος. Τὸ πρῶτον προερχόμενον ἐκ τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ περιβάλλοντος τῶν Ἀθηνῶν
καὶ τὸ δεύτερον ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ ἐν Κων/λει ἑδρεύοντος.
Ἡ ἐνθρόνισις
τοῦ νέου Θεσσαλονίκης
Ὁ Ἀρχιδιάκονος τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἑλλάδος π. Ἰ.
Μπούτσης ἐδημοσίευσε κείμενον μὲ τίτλον «Ὁ Θεσσαλονίκης Φιλόθεος καὶ ἡ «ὀρθογραφία»
τῆς κανονικότητας», εἰς τὸ ὁποῖον ἐπισημαίνει ὅτι:
«Ἀξίζει ὅμως νὰ ἐξεταστεῖ καὶ μία ἄλλη πτυχὴ τοῦ
ζητήματος, αὐτὴ τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεσσαλονίκης Φιλοθέου ὡς τῆς πρώτης ἀπολύτως «ὀρθογραφημένης»,
ἀπὸ πλευρᾶς ἐκκλησιαστικῶν κανόνων, ἐκλογῆς Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης ἐδῶ καὶ
πολλὲς δεκαετίες… Ἡ διαδοχὴ στὴ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Παντελεήμονος
Β΄ τὸ 2003 ἔρχεται στὸ ἐπίκεντρο τῆς μεγάλης κρίσης ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος
καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἀπόφαση τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου
Ἀθηνῶν νὰ προχωρήσει στὸ «μεταθετὸ» ζητώντας τὴν ἐκλογὴ τοῦ τότε Μητροπολίτη Ἀλεξανδρουπόλεως
Ἀνθίμου στὴ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης (ἀλλὰ καὶ τῶν νέων Μητροπολιτῶν Σερβίων καὶ Ἐλευθερουπόλεως),
χωρὶς τὴ συναίνεση καὶ συμφωνία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ χωρὶς νὰ ἔχει
πρῶτα ἀποσταλεῖ ὁ κατάλογος τῶν ὑποψηφίων Νέων Χωρῶν στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο
κατὰ τὰ ὁριζόμενα στὸν Καταστατικὸ Χάρτη, δημιούργησε σημαντικὲς ἀντιδράσεις
μέσα στὴν ἴδια τὴ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μὲ ἀποχώρηση σειρᾶς
μητροπολιτῶν ἀπὸ τὴ συνεδρίαση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπόφαση Μείζονος καὶ Ὑπερτελοῦς
Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ προσωρινὴ διακοπὴ κοινωνίας μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο
Ἀθηνῶν καὶ διαγραφὴ τοῦ ὀνόματός του ἀπὸ τὰ Δίπτυχα».
Παρελείψαμεν διὰ λόγους συντομίας τὴν ἱστορικὴν
ἀναδρομὴν εἰς ἐπεμβάσεις πολιτικῶν παραγόντων εἰς ἐκλογὴν Ἀρχιερέων. Εἶναι
πράγματι ἀληθὲς ὅτι εἰς τὸ παρελθὸν ὄχι μόνον ἡ Πολιτεία ἤσκει ἐμφανῶς ἢ ἀφανῶς
τὴν ἐξουσίαν της, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Μητροπολῖται ἐζήτουν ἀντικανονικῶς
«μεταθετόν», ὥστε ἡ κατάστασις νὰ ἔχη ἐξέλθει ἐκτὸς ὁρίων.
Ὀφείλει ὅμως κανεὶς νὰ θέση δύο ἐρωτήματα ἐπὶ
τοῦ κειμένου. Πρῶτον, συμπίπτει τὸ «κανονικὸν» μὲ τὴ «συναίνεση καὶ συμφωνία» ἀλλοτρίας
ἀρχῆς; Δεύτερον, ἐφθάσαμεν ὄντως σήμερα εἰς τὴν κανονικὴν κατάστασιν;
Αἱ ἀπαντήσεις μᾶλλον εἶναι αὐτονόητοι. Διὰ τὸ
πρῶτον ἐρώτημα τὴν ἀπάντησιν δίδει ἐμμέσως ὁ ἴδιος ὁ συντάκτης, ἀναφερόμενος εἰς
σύγκλησιν Συνόδου διὰ τὴν διακοπὴν κοινωνίας! Κατήντησε τὸ συνοδικὸν σύστημα
«καρναβάλι», ἐξαιτίας ἐκείνων οἱ ὁποῖοι μὲ βαρυγδούπους ὁμιλίας καὶ πομπῶδες
τελετουργικὸν φέροντες ὠμοφόρια ἀφώρισαν τὸν τότε Ἀθηνῶν, διότι… δὲν ἀπέστειλε
τὸν κατάλογον! Εἶναι οἱ ἴδιοι, οἱ ὁποῖοι σήμερα «urbi et orbi» διελάλησαν τὸ
«σκασίλα μου» διὰ μείζονα ζητήματα ἐγκυρότητος τῆς ἱερωσύνης καὶ τῆς θ. εὐχαριστίας
εἰς Οὐκρανίαν. Ποία λοιπὸν «συναίνεση καὶ συμφωνία» ἀπαιτεῖται, ὅταν ἀφ’ ἑνὸς τὰ
ὁριζόμενα ἀπὸ τὴν Πρᾶξιν τοῦ 1928 εἶναι ὅλως ἀντικανονικά, ἀφ’ ἑτέρου τὸ συνοδικὸν
σύστημα εἶναι ὄργανον πιέσεως πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος; Ὁπωσδήποτε, φέρει
μεγάλην εὐθύνην ὁ κυρὸς Χριστόδουλος, ὅμως τὰ ὅσα σήμερα διεκτραγωδοῦνται θὰ εἶχον
ἀποφευχθῆ, ἐὰν τότε εἶχε τεθῆ «φρένον» εἰς τὸ Φανάρι.
Ἡ ἀπάντησις εἰς τὸ δεύτερον ἐρώτημα εἶναι συνάρτησις τῆς
πρώτης: ὅταν πανηγυρίζη κανεὶς σήμερα ὅτι ἐφθάσαμεν εἰς τὴν κανονικότητα, ἐνῷ ἀποδέχεται
ὅλα τὰ ἀντικανονικὰ (π.χ. διπλῆ μνημόνευσις εἰς Θεσσαλονίκην Συνόδου καὶ
Πατριάρχου, δηλ. διαρχία) σημαίνει ὅτι ἐπιτείνει τὴν σύγχυσιν μεταξὺ ἱεροκανονικῆς
καταστάσεως καὶ ἐπιπλάστου ἀνακωχῆς μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Μόνον ἡ τήρησις τῶν
Ἱ. Κανόνων θὰ ἐπιφέρη τὴν εἰρήνην, ἐνῶ ἡ τήρησις συμφωνιῶν μεταξὺ δύο μερῶν ἐξασφαλίζει
μόνον πρὸς ὥραν τὴν νηνεμίαν… πρὸ τῆς μεγάλης θαλασσοταραχῆς. Ἡ ὄντως ἱεροκανονικὴ
κατάστασις θὰ ἐπέλθη, ὅταν ἐπιτέλους ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κατάργησιν τῆς ἀντικανονικῆς
Πράξεως τοῦ 1928, θὰ ὑπάρξη συμμετοχὴ τοὐλάχιστον τοῦ κλήρου ἂν ὄχι καὶ τοῦ λαοῦ
κατὰ τὴν ἐκλογὴν Ἀρχιερέων.
Νὰ τονισθῆ πὼς ἡ πρᾶξις τοῦ 28, ποὺ
συνετελέσθη λόγῳ τῆς ἐμπόνου μικρασιατικῆς καταστροφῆς, διὰ λόγους ἐθνικῆς, δῆθεν
ἐνισχύσεως τοῦ πατριαρχείου ποὺ ἀπώλεσε τὰς ἐπαρχίας του, δὲν ἔχει λόγον ὑπάρξεως
καὶ ἰσχύος, διότι εἶναι πλήρως ἀντικανονική. Δὲν γίνεται οἱ ἐπίσκοποι νὰ ἀνήκουν
εἰς ἄλλην σύνοδον, τῆς Ἑλλάδος, καὶ συχρόνως νὰ μνημονεύουν τὸν προκαθήμενον ἄλλης
αὐτοκεφάλου ἐκκλησίας, δηλ. τοῦ Φαναρίου. Ὅσον θὰ χρησιμοποιῆται τὸ ὑποκριτικὸν
καὶ ἀντικανονικὸν αὐτὸ κείμενον, τόσο δὲν θὰ σταματήσουν οἱ πόλεμοι μεταξὺ
Προκαθημένου Ἑλλάδος καὶ Φαναρίου. Παράβασις τῶν Ἱ. Κανόνων, σημαίνει ἐξοβελισμὸς
τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἄρα «πόλεμος». Πόλεμον δὲν ἀποτελεῖ ἡ ἀπουσία εἰρήνης, ἀλλὰ ἡ
ἀπουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἐντολῶν του. Ἐπιπλέον ἀπὸ ἐθνικῆς πλευρᾶς εἶναι ἐπιζήμιος,
λίαν, καθότι κινεῖται ἀντίθετα ἀπὸ τὸ θεῖον θέλημα καὶ τὴν λαϊκὴν θέσιν.
Δὲν εἶναι τυχαῖον ὅτι ὀλίγον ἔπειτα ἀπὸ τὸ
κείμενον τοῦ π. Ἰ. Μπούτση ἐδημοσιεύθη κείμενον ἀρχιμανδρίτου τινὸς μὲ τίτλον «Ἡ
τοῦ Ἀρχιερέως ἐνθρόνισις», ἀναφερόμενον εἰς τὸ αὐθεντικὸν τυπικὸν ἐνθρονίσεως Ἐπισκόπου
εἰς τὴν ἐπαρχίαν του. Συμφώνως πρὸς αὐτό, ἡ ἐνθρόνισις γίνεται κατὰ τὴν Θ.
Λειτουργίαν εἰς τὸ Σύνθρονον τοῦ Καθεδρικοῦ. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δὲν συνέλαβεν οὔτε
ὁ ἀρχιμανδρίτης, διὰ νὰ τὸ σχολιάση, εἶναι ὅτι τὸ ὅλον τελετουργικὸν δὲν εἶναι
«περὶ ὄνου σκιᾶς», δηλ. ἐὰν θὰ τηρηθῆ νεώτερον ἢ ἀρχαιότερον τυπικόν. Ὑπάρχει
βαθύτερος λόγος: Ἡ αὐθεντικὴ ἐνθρόνισις γίνεται ἐν μέσῳ Θ. Λειτουργίας, διότι
καὶ ἡ ἐκλογὴ ἦτο «ἔργον τοῦ λαοῦ», καὶ ὁπωσδήποτε εἰς τὸν Σύνθρονον, διότι Ἐπίσκοπος
ἐξελέγετο εἷς ἐκ τῶν Πρεσβυτέρων τῆς αὐτῆς ἱερᾶς ἐπαρχίας, ὁ ὁποῖος καὶ ἐγκαθίστατο
ἐν μέσῳ αὐτῶν τῶν ἰδίων Πρεσβυτέρων, οἱ ὁποῖοι οὐχὶ μόνον διενήργουν τὰς τῆς ἐκλογῆς,
ἀλλὰ καὶ ἀπετέλουν εἰς τὸ ἑξῆς θεσμοθετημένον ὄργανον συνδιοικήσεως τῆς Ἐπισκοπῆς.
Αὕτη θὰ ἦτο ἡ ἐπιστροφὴ εἰς τὴν κανονικότητα, ἡ συνοδικότης ἐν τοῖς πράγμασι,
καὶ ὄχι ἡ παροῦσα.
Τὰ παπικὰ ἐγκώμια
τοῦ Κων/λεως
Μεθ’ ἡμέρας πέντε ἀπὸ τῆς ἐνθρονίσεως εἰς τὴν
πάλαι ποτὲ «συμβασιλεύουσαν» Θεσσαλονικήν, εἰς τὴν πάλαι ποτέ «βασιλεύουσαν»
Κων/πολιν ἑωρτάσθη ἡ μνήμη τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου. Ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος
ἐπέλεξε νὰ ἀφιερώση τὴν ὁμιλίαν του εἰς τὰς σχέσεις μὲ τὸ -ἐπενδυμένον ἐκκλησιαστικὰ
ἄμφια- κράτος τοῦ Βατικανοῦ. Κέντρον τοῦ λογυδρίου ἦσαν δύο γεγονότα: τὰ
πορίσματα τῆς 15ης Ὁλομελείας τῆς ἐπιτροπῆς διαλόγου Ὀρθοδόξων – Παπικῶν καὶ ἡ
πρόσφατος «Σύνοδος» εἰς τὴν παπικὴν ἕδραν μὲ θέμα τὴν «συνοδικότητα». Μεταξὺ ἄλλων
ἀνέφερε:
«Τὰ κείμενα τῆς Ραβέννης καὶ τοῦ Chieti ἐτόνισαν
ὅτι ἡ συνοδικότης τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται εἰς τρία ἐπίπεδα, τὸ τοπικόν, τὸ
περιφερειακὸν καὶ τὸ οἰκουμενικόν. Ὡς σαφῶς ἀναφέρεται εἰς τὸ κείμενον τοῦ
Chieti, εἰς τοπικὸν ἐπίπεδον, δηλαδὴ εἰς ἐκεῖνο τῆς ἐπισκοπῆς ἢ τῆς ἐπαρχίας,
κλῆρος καὶ λαός, ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τοῦ ἐπισκόπου των, εἶναι ἡνωμένοι μεταξύ των ἐν
Χριστῷ, εἰδικώτερον κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Εἰς ἐπίπεδον
Περιφερείας, ὁ Πρῶτος, δηλαδὴ ὁ πρῶτος τῇ τάξει μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων μιᾶς εὐρυτέρας
γεωγραφικῆς περιοχῆς, προεδρεύει τῆς συνόδου τῶν ἐκεῖσε ἐπισκόπων, ἐκφαίνων
τοιουτοτρόπως τὴν κοινωνίαν μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Περιφερείας. Εἰς τὸ
οἰκουμενικὸν ἐπίπεδον ἀναγνωρίζεται μία τάξις (order) Πατριαρχικῶν Ἑδρῶν, ἡ δὲ
μνημόνευσις τῶν Προκαθημένων εἰς τὰ ἱερὰ Δίπτυχα ἐκφράζει τὸν κανονικὸν δεσμὸν
κοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας…
…ἐκφράζομεν τὴν ἱκανοποίησίν μας διὰ τὸ δεύτερον
σημαντικὸν γεγονὸς αὐτοῦ τοῦ ἔτους, τὴν Τακτικὴν Γενικὴν Συνέλευσιν τῆς Συνόδου
τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία πρὸ μηνὸς ὡλοκληρώθη,
χαρακτηρισθεῖσα ἤδη ὑπὸ τινων ὡς τὸ πλέον σημαντικὸν γεγονὸς τῆς καθ’ ὑμᾶς Ἐκκλησίας
ἀπὸ τῆς συγκλήσεως τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου».
Δὲν χρειάζεται νὰ λεχθοῦν πολλά, διὰ νὰ
κατανοήση κανεὶς τὸ ἐπιπόλαιον τοῦ λόγου: ἡ ἑνότης παρουσιάζεται ὡς ἀμιγῶς
συνεταιριστική, καθὼς ἀπουσιάζει παντελῶς κάθε ἀναφορὰ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἢ ἔστω
εἰς Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἀφοῦ ἀμφότερα ἀντικαθιστᾶ ὁ… Πρῶτος!
Παραλλήλως, ἐξαίρεται μία -τρίχρονος ἤδη εἰς
διάρκειαν- διεργασία εἰς τὸν παπισμὸν ὡς τὸ «πλέον σημαντικὸν γεγονός»…! Ὅστις ἀσχοληθῆ
μὲ τὰ κείμενα αὐτῆς τῆς ὑποτιθεμένης «Συνόδου» περὶ τῆς «συνοδικότητος» θὰ ἐπισημάνη
ἀμέσως ὅτι ὄχι μόνον πρόκειται περὶ ἐκθέσεων ἰδεῶν, ἀλλὰ ὅτι βρίθουν ἀναφορῶν εἰς
τὸν Πάπαν καὶ τὰς προσφάτους ἐγκυκλίους του. Ἂν λοιπὸν ἡ «συνοδικότης» ἐκκινεῖ ἀπὸ
τὸν Πάπαν, εὐνόητον ὅτι καί… τερματίζει εἰς αὐτόν.
Ἂς μὴ εἴμεθα ὅμως ἀπολύτως ἀπορριπτικοὶ καὶ ἀπαισιόδοξοι.
Ἴσως κάτι διδαχθοῦν ἐκεῖνοι ἀπὸ «συνοδικότητα», ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ τὸ Φανάρι.
Πρωτίστως μαθήματα περὶ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος εἶναι ἀναγκαῖον νὰ
παρακολουθήσουν οἱ ἐν Κων/πολει διοικοῦντες, οἱ ὁποῖοι ἄνευ ποιμνίου καὶ
διοριζόμενοι ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου ἐξαπατοῦν «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους» ὅτι λειτουργοῦν
συνοδικῶς ὑποσκελίζοντες ὡς δῆθεν ὑπερ-Σύνοδος ἄλλοτε τὰς ἀποφάσεις τῆς Ἱ.
Συνόδου τῆς Κρήτης, ἄλλοτε τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἀμερικῆς, ἄλλοτε τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας κ.ἄ.
Ἐφ’ ὅσον κατὰ κοινὴν ὁμολογίαν ὁ Πατριάρχης
Βαρθολομαῖος ἀπολαμβάνει τοῦ τίτλου «Πάπας τῆς Ἀνατολῆς» καὶ δὲν καταδέχεται νὰ
ἀκούση Ὀρθοδόξους φωνάς, ἂς ἀναλογισθῆ ἐπὶ τῶν ἐρωτημάτων, τὰ ὁποῖα ἔθεσαν
παπικοὶ καὶ ὄχι Ὀρθόδοξοι εἰς τὴν πρόσφατον «Σύνοδον» (The Synodal Journey
Documents, σ. 322):
«Μὲ βάση ποιὰ κριτήρια μπορεῖ ἕνας Ἐπίσκοπος νὰ ἀξιολογήσει
τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ἀξιολογηθεῖ στὴν ἀπόδοση τῆς ὑπηρεσίας του μὲ συνοδικὸ
τρόπο;
Πότε μπορεῖ ἕνας Ἐπίσκοπος νὰ αἰσθανθεῖ ὑποχρεωμένος
νὰ λάβει μία ἀπόφαση ποὺ διαφέρει ἀπὸ τὶς θεωρούμενες συμβουλὲς ποὺ προσφέρουν
τὰ συμβουλευτικὰ ὄργανα; Ποιὰ θὰ ἦταν ἡ βάση γιὰ μία τέτοια ἀπόφαση;
Πῶς μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε καὶ νὰ
διατυπώσουμε καλύτερα τὴ σχέση μεταξὺ τῆς συνοδικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς διακονίας
τοῦ Ἐπισκόπου; Πρέπει οἱ Ἐπίσκοποι νὰ διακρίνονται μαζὶ μὲ ἢ χωριστὰ ἀπὸ τὰ ἄλλα
μέλη τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ;
Σὲ ποιὸ βαθμὸ τὰ σημερινὰ μοντέλα ἐπισκοπικῆς
ζωῆς καὶ διακονίας ἐπιτρέπουν στὸν Ἐπίσκοπο νὰ εἶναι πρόσωπο προσευχῆς,
δάσκαλος τῆς πίστης καὶ σοφὸς καὶ ἀποτελεσματικὸς διαχειριστὴς καὶ νὰ διατηρεῖ
τοὺς τρεῖς ρόλους σὲ δημιουργικὴ καὶ ἱεραποστολικὴ ἔνταση; Πῶς μπορεῖ νὰ ἀναθεωρηθεῖ
τὸ προφὶλ τοῦ Ἐπισκόπου καθὼς καὶ ἡ διαδικασία γιὰ τὸν ἐντοπισμὸ ὑποψηφίων μέσα
ἀπὸ μία συνοδικὴ προοπτική;».
Εἶναι ἀδήρητος ἀνάγκη νὰ ἀνακινηθῆ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν
μία συζήτησις περὶ τῆς ἀληθοῦς συνοδικότητος, τόσον διὰ νὰ ἐπανέλθη ἡ
κανονικότης, ὅσον καὶ διὰ νὰ ἀποφευχθοῦν τὰ χειρότερα, ὅπως ἡ προσχώρησις τῶν ἐν
Φαναρίῳ εἰς τὸν παπισμὸν μὲ πρόφασιν ὅτι ἐλύθη τὸ ζήτημα τοῦ «πρωτείου»…
Εφημερίδα
Ορθόδοξος Τύπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου