«Ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης έλεγε παραστατικά για το άδικο: “Για τα ορφανά, για τους αρρώστους, για τους γέρους, για όλα υπάρχουν ιδρύματα. Για το καημένο το άδικο, δεν έγινε κανένα ίδρυμα. Καθένας το παίρνει και το πετά στην πλάτη του άλλου, γιατί το βλέπουν βαρύ και άσχημο. Και όμως είναι τόσο γλυκό το άδικο, όσο τίποτε άλλο!
Οι ωραιότερες στιγμές που έζησα
ήταν της αδικίας. Όποιος δέχεται το άδικο, δέχεται τον αδικημένο Χριστό στην
καρδιά του. Οι καυγάδες γίνονται γιατί ο καθένας παίρνει περισσότερο δίκαιο απ’
όσο δικαιούται. Μόνο αν βρεθεί κανείς με πολλή αγάπη, μαζεύει το άδικο και
αφήνει το δίκαιο στους άλλους. Μόνο ο Χριστός δέχθηκε όλο το άδικο σηκώνοντας
τον Σταυρό για μας”» (όσιος Παϊσιος
αγιορείτης, από Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου, Άγιον
Όρος, σελ. 468).
Ποιο το
χαρακτηριστικό δυστυχώς τις περισσότερες φορές στις ανθρώπινες σχέσεις, ακόμη
και τις οικογενειακές, ή μάλλον κυρίως σ’ αυτές; Οι καυγάδες, οι εχθρότητες, τα
μίση, οι αντιπαλότητες, οι αλληλοσκοτωμοί. Λίγες φορές θα δει κανείς
οικογένειες να διαπνέονται από αγάπη και από αλληλοϋποστήριξη. «Μισούνται σαν
αδέλφια» λέει κάποια παροιμία, προκειμένου να αποδώσει την τραγική αυτήν
πραγματικότητα στο ανώτερο δυνατό. Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι
χειρότεροι πόλεμοι, οι πιο καταστροφικοί είναι οι εμφύλιοι, εκεί που τα αδέλφια
πολεμούν τα ίδια τα… αδέλφια τους! Και βεβαίως δεν ξεχνάμε το πώς ξεκινά και η
ανθρώπινη ιστορία κατά την Αγία Γραφή: με μία αδελφοκτονία! Ο Κάιν που σκοτώνει
τον αδελφό του! Και βεβαίως δεν διαπιστώνεται η διαστροφή αυτή μόνο στις
οικογένειες – εκεί υπάρχει όπως είπαμε η…απογείωση! Παντού υπάρχουν άνθρωποι
που είναι σαν τα φυτίλια, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να ανάψουν και να εκραγούν
όταν νιώσουν ότι κάποιος ή κάποιοι πάνε να τους αδικήσουν, δικαίως ή αδίκως. Κι
αν δεν υπήρχε ο φόβος για τα αντίποινα ή για την απώλεια του οικονομικού
συνήθως συμφέροντός τους, τα πράγματα θα έφταναν εντελώς σε αδιέξοδο!
Ποια η
αιτία, κατά τον μεγάλο όσιο Γέροντα, ο οποίος κινείτο πάντοτε με βάση τον λόγο
του Θεού, αγιογραφικό και Πατερικό; Η ανθρώπινη αμαρτία, δηλαδή ο εγωισμός του
ανθρώπου, ο οποίος κρίνει τους πάντες και τα πάντα με βάση τον εαυτό του, τα
συμφέροντά του, το κέντρο της ύπαρξής του: το εγώ του. Και δεν αναφέρεται ο
όσιος μόνο στους εκτός της χριστιανικής πίστεως – εκείνοι ίσα-ίσα έχουν λόγο να
συμπεριφέρονται έτσι: «ένας κοσμικός, έλεγε, και άγνοια έχει και πολλά
δικαιώματα» -, αλλά και στους θεωρούμενους εντός. «Μερικοί, ακόμα και
πνευματικοί άνθρωποι» σημείωνε, «φτιάχνουν νέο Ευαγγέλιο, διαφορετικό, και
θέλουν να μην είναι κορόϊδο ο Χριστιανός». Ποιος «χριστιανός» «φτιάχνει νέο
Ευαγγέλιο, διαφορετικό», παρά μόνον εκείνος που στην ουσία δεν πιστεύει στον
Χριστό και στη θεόθεν αποκάλυψή Του; Εκεί βρίσκεται λοιπόν η ρίζα του κακού:
στην πρακτική αθεΐα του πιστού. Ομολογεί κανείς με τα λόγια ότι είναι
χριστιανός, αλλά στην πράξη και με τις ενέργειές του το ακυρώνει. «Οὐ πᾶς ὁ
λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὁ ποιῶν
τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν Οὐρανοῖς» -η ζωή μας αποδεικνύει την ένθεη ή
άθεη κατάστασή μας. Πρόκειται για τη λεγόμενη «εκκοσμίκευση» του πιστού, την
κατάσταση κατά την οποία αντί ο χριστιανός να επηρεάζει τον κόσμο και να τον
αλλοιώνει επί τα βελτίω, εκείνος επηρεάζεται από αυτόν γενόμενος σαν τον κόσμο,
ίδιος κι απαράλλαχτος με τους πολλούς.
Ο άγιος Παΐσιος
διευκρινίζει περισσότερο: ποιος είναι ο εκκοσμικευμένος αυτός χριστιανός που
κινείται αποκλειστικά με βάση το εγώ του; Εκείνος που δεν ζει με αγάπη, συνεπώς
το βασικό θέλημα του Θεού για τον άνθρωπο το έχει κάνει πέρα από τη ζωή του. «Οι
καυγάδες γίνονται γιατί ο καθένας παίρνει περισσότερο δίκαιο απ’ όσο
δικαιούται. Μόνο αν βρεθεί κανείς με πολλή αγάπη μαζεύει το άδικο και αφήνει το
δίκαιο στους άλλους» - όσο αγαπάς τόσο και παραιτείσαι από τα δικαιώματά σου! Ο
άγιος είπαμε κινείται αγιογραφικά και Πατερικά: η έννοια της δικαιοσύνης δεν
λειτουργεί το ίδιο στους ανθρώπους και στον Θεό. Για τον Θεό η δικαιοσύνη έχει
ως περιεχόμενο την αγάπη Του κι η αγάπη έχει όριο τη δικαιοσύνη Του, εν
αντιθέσει προς εμάς τους ανθρώπους που η δικαιοσύνη μας ταυτίζεται με την
κάλυψη μόνο του εαυτού μας και των συμφερόντων μας. Ο Σταυρός του Κυρίου
συνιστά την απόλυτη έκφραση της δικαιοσύνης αυτής του Θεού: Ο αθώος πάσχει για
χάρη των ενόχων και οι ένοχοι δικαιώνονται. «Κύριος δικαιοῖ τόν ἀσεβῆ». Ο λόγος
του Θεού λειτουργεί ως μάστιγα για τα αλλοιωμένα μη χριστιανικά κριτήριά μας: «διατί
οὐχί μᾶλλον ἀδικεῖσθε;» «Ἐάν αγαπᾶτε τούς ἀγαπῶντας ὑμᾶς ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν;
Καί γάρ οἱ ἁμαρτωλοί τό αὐτό ποιοῦσιν».
Δίκαιος
λοιπόν είναι ο συνεπής χριστιανός, ο οποίος ως «μίμημα Χριστοῦ» κινείται
θυσιαστικά προς χάριν των συνανθρώπων του, διότι τους αγαπά με το μέτρο
Εκείνου. «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς». Το όποιο δικό του λοιπόν είτε
συμφέρον είτε δικαίωμα το προσφέρει θυσία στον Θεό για να κερδίσει και να ζήσει
ο άλλος. Κατά τα λόγια και πάλι του μεγάλου Παϊσίου: «όσο πιο προχωρημένος
είναι ο άνθρωπος πνευματικά, τόσο λιγότερα δικαιώματα δίνει στον εαυτό του… Όλη
η υπόθεση είναι να ’ρθούμε στη θέση του άλλου, να τον καταλάβουμε. Τότε
συγγενεύουμε με τον Χριστό… Ξέρεις με το δίκαιό τους πόσοι πήγαν στην κόλαση;»
Είναι ευνόητο ότι μόνον ένας πιστός χριστιανός που έχει μεταθέσει το κέντρο
βάρους της ζωής του στη ρίζα του τον Ιησού Χριστό μπορεί να κινηθεί με τον
συγκεκριμένο τρόπο, που θα πει ότι «περιπατεῖ διά πίστεως καί οὐ δι’ εἴδους»
(απ. Παύλος), μη έχοντας πατρίδα την εδώ στον κόσμο τούτο αλλά τη μέλλουσα στην
οποία είναι προσανατολισμένος. Αν δεν έχει φτάσει στη χάρη αυτή ή αν δεν
παλεύει να φτάσει εκεί, τότε η αναφορά περί παραιτήσεως και από τα νόμιμα
δικαιώματά του δεν βρίσκει σημείο συντονισμού μέσα του. Του προκαλεί βαρυθυμία,
«βλέπει το άδικο βαρύ και άσχημο» που «το παίρνει και το πετά στην πλάτη του
άλλου».
Κι έρχεται εδώ και πάλι η διάκριση του μεγάλου
συγχρόνου οσίου. Δεν έχεις φτάσεις στο σημείο αυτό; Τότε, στην αδικία και στις
παρεξηγήσεις πήγαινε να συνεξηγηθείς με τον άλλον που έχεις το πρόβλημα. «Στην
αρχή, άμα κανείς δεν φθάσει στην κατάσταση να δέχεται τις αδικίες, στις
παρεξηγήσεις βοηθούν πολύ οι συνεξηγήσεις». Κι αυτό γιατί ακόμη δεν υπάρχει
συγγένεια με τον Χριστό. Υπάρχει όμως η ελπίδα και ο αγώνας. Η θέση αυτή
θυμίζει εκείνο που με πολλή σοφία και οξυδέρκεια επισημαίνει ο γνωστός
καθηγητής της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών και ψυχίατρος π. Βασίλειος
Θερμός σε κείμενό του για τη μετάνοια: «Πατούν γερά στην αυτοεκτίμηση όσοι
έχουν αναπτύξει στενή σχέση με τον Χριστό… Μόνον όποιος αισθάνεται βαθιά στην
ψυχή του ότι ο Θεός τον αγαπά, βρίσκει την δύναμη να γίνεται σκληρός με το
αμαρτωλό παρελθόν του. Υπάρχουν αντίβαρα στην σκληρή αυτοκριτική, όταν μας
κρατάει η αγάπη του πιο Ισχυρού. Διαφορετικά, αν μετανοώντας λέμε πράγματα τα
οποία δεν πιστεύουμε, υπάρχει ο κίνδυνος να αναπτύξουμε είτε ταπεινοσχημία,
δηλαδή εξωτερική υπόκριση μετάνοιας, είτε να βιάσουμε τον εαυτό μας να τα
πιστέψει χωρίς να είναι έτοιμος με αποτέλεσμα ένας καταθλιπτικό βίωμα». Και
συνεχίζει: «Ο Απόστολος Παύλος και όσοι άλλοι άγιοι του έμοιασαν μέσα στους
αιώνες έχουν την δύναμη να απεχθάνονται το αμαρτωλό παρελθόν τους επειδή
μετέχουν στον τρόπο με τον οποίο αγαπά ο Θεός».
Λοιπόν και επί του θέματός μας: Όταν ο πιστός νιώθει
ότι είναι μέλος Χριστού και προεκτείνει Εκείνον στη ζωή του, τότε πράγματι
λειτουργεί με τη δύναμη και τη χάρη Εκείνου, δηλαδή με την αγάπη Του:
παραιτείται των πάντων, θεωρώντας ό,τι κοσμικό και επίγειο «σκύβαλα». Διότι η
προτεραιότητά του είναι πώς να έχει ζωντανή την παρουσία του Χριστού στην
ύπαρξή του. Αποτέλεσμα: «το άδικο γίνεται τόσο γλυκό όσο τίποτε άλλο! Οι
ωραιότερες στιγμές που έζησα ήταν της αδικίας. Όποιος δέχεται το άδικο, δέχεται
τον αδικημένο Χριστό στην καρδιά του». Να παρακαλούμε τον Θεό να γινόμαστε
«ίδρυμα του αδίκου», δηλαδή να λειτουργούμε ως «ναός Θεού ζώντος», ντυμένοι τον
ίδιο τον Χριστό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου