«Πανηγύρεως ἡμέρα…»
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος -θεολόγος
Μιὰ
ἀληθινὴ πρόγευση τῆς Ἀναστάσεως λαμβάνομε κατὰ τὸ ψάλσιμο τοῦ Κανόνος τοῦ
Σταυροῦ στὸν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Πράγματι, ὁ Κανόνας αὐτὸς
ἀποτελεῖ μιὰ «παραλλαγή» τοῦ Ἀναστασίμου Κανόνος τόσο κατὰ τὸν ἦχο καὶ τὸν ῥυθμό,
ὅσο καὶ κατὰ τὸ περιεχόμενο, τὸ ὁποῖο, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, εἶναι
σταυροαναστάσιμο, ὅπως ἁρμόζει στὸ πνεῦμα τῶν ἡμερῶν, μὲ ἐμφανῆ ὡστόσο τὴν
κυριαρχία τοῦ χαρμοσύνου μηνύματος.
Ὁ
ὑπέροχος αὐτός Κανόνας, ποίημα τοῦ Θεοδώρου Στουδίτου, παρουσιάζεται ἐφ’ ἑξῆς ὁλόκληρος,
μὲ τοὺς εἱρμοὺς ἑκάστης ὠδῆς καὶ τὰ ἀντίστοιχα τροπάρια, καὶ μὲ σύντομη ἑρμηνευτικὴ
προσέγγιση γιὰ τὴν εὐκολώτερη κατανόησή του.
Νὰ
θυμίσωμε ὅτι καὶ στὸν Κανόνα αὐτόν, ὅπως καὶ στοὺς περισσοτέρους, ἀπουσιάζει ἡ
β’ ὠδὴ ὡς μὴ ἁρμόζουσα στὸ ὅλο χαρμόσυνο πνεῦμα του. Σημειωτέον ὅτι τὸ
περιεχόμενο τῆς παλαιᾶς, β’ βιβλικῆς ὠδῆς, ἦταν θλιβερὸ καὶ «στενόχωρο», γι’ αὐτὸ
ἡ ὠδὴ αὐτὴ στιχολογεῖται μόνον σὲ Κανόνες μὲ ἀντίστοιχο πνεῦμα, ὅπως λ.χ. στὸν
Μεγάλο Κανόνα τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, ποὺ ἀκοῦμε στὶς Ἐκκλησίες μας κατὰ τὴν Ε’ Ἑβδομάδα
τῶν Νηστειῶν.
Ἐπίσης νὰ ἀναφέρωμε ὅτι, ἐνῶ παλαιότερα οἱ Κανόνες ψάλλονταν ὁλόκληροι καὶ μάλιστα οἱ Εἱρμοί (τὸ πρῶτο τροπάριο κάθε ᾠδῆς ποὺ ἔδινε τὸν ῥυθμὸ βάσει τοῦ ὁποίου ψάλλονταν τὰ ὑπόλοιπα τροπάρια), ἐπαναλαμβάνονταν πανηγυρικὰ στὸ τέλος κάθε ᾠδῆς, ὡς Καταβασίες (ὀνομάζονταν ἔτσι, ἐπειδὴ συνήθως οἱ ψάλτες καὶ ὁ πιστὸς λαὸς κατέβαιναν ἀπὸ τὰ στασίδια), ἀργότερα οἱ Κανόνες ἀναγιγνώσκονταν, στὴν ἐποχή μας, ὅμως, πολλὲς φορὲς δὲν ἀναγιγνώσκονται κἂν ἢ ἀναγιγνώσκονται μόνον ἡ α’ καὶ ἡ γ’ ὠδὴ καὶ ψάλλονται μόνον οἱ Καταβασίες, ὅπως ἀκούσαμε καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως.
Ἐπειδὴ,
ὅμως, οἱ γλωσσικοὶ καὶ πνευματικοὶ θησαυροί τοῦ παρόντος Κανόνος εἶναι
πραγματικὰ θαυμάσιοι, ἀξίζει, θεωροῦμε, νὰ ἐμβαθύνωμε περισσότερο, ὥστε καὶ νὰ
τοὺς ἀπολαύσωμε καὶ παράλληλα νὰ ἐνισχυθοῦμε στὸν ἀγῶνα μας, μὲ ὅραμα καὶ τὴν δική
μας ἀνάσταση!
ᾨδὴ α’. Ἦχος α’. Εἱρμός:
Ἀναστάσεως ἡμέρα
«Ὁ θειότατος προετύπωσε πάλαι Μωσῆς, ἐν ἐρυθρᾷ
θαλάσσῃ διαβιβάσας Ἰσραήλ, τῶ Σταυρῶ σου, τὴν ὑγράν τῇ ῥάβδῳ τεμῶν, ὠδὴν σοὶ ἐξόδιον,
ἀναμέλπων Χριστὲ ὁ Θεός.»
Ἑρμηνεία: Σύμφωνα μὲ τὸν ὑμνοφράφο, ὁ θειότατος Μωϋσῆς
προτύπωσε στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, διὰ τῆς ὁποίας πέρασε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, μὲ τὸ
σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τέμνοντας μὲ τὴν ράβδο του τὴν θάλασσα («τὴν ὑγράν»), ἀναμέλποντας
ὠδὴ ἐξόδιο γιὰ τὸν Χριστό.
Ὅπως
σὲ ὅλους τοὺς Κανόνες, ἔτσι καὶ σὲ αὐτόν, διαπιστώνεται σαφὴς πρόθεση τοῦ ὑμνογράφου
νὰ συνδυάσῃ τὰ παλαιὰ βιβλικὰ γεγονότα - ἐδῶ τὴν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης-
μὲ τὰ νεώτερα γεγονότα, - ἐδῶ τὴν Σταυροπροσκύνηση. Ἔτσι, ἡ σταυροειδὴς κίνηση
τοῦ Μωϋσέως προτυπώνει τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου καὶ ἡ τότε ἐπινίκια ὠδή του
παραπέμπει τώρα στὴν ἐξόδια ὠδὴ γιὰ τὴν Σταύρωση τοῦ Κυρίου.
Τροπάρια
Πανηγύρεως ἡμέρα,
τῇ Ἐγέρσει Χριστοῦ θάνατος φροῦδος ὤφθη*,
ζωῆς ἀνέτειλεν αὐγή, ὁ Ἀδὰμ ἐξαναστὰς χορεύει χαρᾷ· διὸ ἀλαλάξωμεν ἐπινίκιον ᾄδοντες.
τῇ Ἐγέρσει Χριστοῦ θάνατος φροῦδος ὤφθη = μὲ τὴν ἔγερση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἐξαφανίστηκε.
Προσκυνήσεως ἡμέρα
τοῦ τιμίου Σταυροῦ δεῦτε πρὸς τοῦτον πάντες· τῆς γὰρ Ἐγέρσεως Χριστοῦ, τὰς αὐγὰς φωτοβολῶν, προτίθεται* νῦν· Αὐτὸν
ἀσπασώμεθα ψυχικῶς ἀγαλλόμενοι.
τῆς γὰρ Ἐγέρσεως Χριστοῦ, τὰς αὐγὰς φωτοβολῶν,
προτίθεται νῦν= ὁ Σταυρὸς
τίθεται μπροστά μας ἀκτινοβολῶντας τὶς λάμψεις («τὰς αὐγάς») τῆς ἐγέρσεως τοῦ
Χριστοῦ.
Ἐπιφάνηθι ὁ μέγας
τοῦ Κυρίου Σταυρός, δεῖξόν μοι ὄψιν
θείαν τῆς ὡραιότητός σου νῦν ἄξιον
προσκυνητήν αἰνέσεώς σου*· καὶ γὰρ ὡς
ἐμψύχῳ σοι, καὶ φωνῶ, καὶ προσπτύσσομαι*.
δεῖξόν μοι … ἄξιον προσκυνητήν αἰνέσεώς
σου = ἀνάδειξέ με ἄξιο προσκυνητὴ τῆς αἰνέσεώς
σου.
καὶ γὰρ ὡς ἐμψύχῳ σοι, καὶ φωνῶ, καὶ
προσπτύσσομαι = διότι σὰν νὰ εἶσαι
ἔμψυχος καὶ σὲ προσφωνῶ καὶ σὲ ἀσπάζομαι.
Αἰνεσάτωσαν συμφώνως,
οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ὅτι πρόκειται πᾶσιν*
ὁ παμμακάριστος Σταυρός, ᾧ παγεὶς σωματικῶς
ἐτύθη Χριστός*· Αὐτὸν ἀσπασώμεθα, ψυχικῶς ἀγαλλόμενοι.
ὅτι πρό-κειται πᾶσιν = διότι στήνεται μπροστὰ σὲ ὅλους μας.
ᾧ παγεὶς σωματικῶς ἐτύθη Χριστός = πάνω στὸν ὁποῖον ἀφοῦ στήθηκε («παγείς»<
ρ. πήγνυμι: πήζω, παγώνω) ὁ Χριστὸς μὲ τὸ σῶμα του θυσιάστηκε.
ᾨδὴ γ’.
Εἱρμός: Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν.
«Στερέωσον, Δέσποτα Χριστέ, τῷ Σταυρῷ σου ἐν
πέτρᾳ με τῇ τῆς πίστεως μὴ σαλευθῆναι τὸν νοῦν ἐχθροῦ προσβολαῖς τοῦ δυσμενοῦς﮲ μόνος γὰρ εἶ ἅγιος.»
Ἑρμηνεία:
Καὶ ὁ εἱρμὸς αὐτῆς τῆς ᾠδῆς εἶναι ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη γ’ βιβλικὴ ὠδή,
ποίημα τῆς προφήτιδος Ἄννης, ἡ ὁποία, ὅταν γέννησε τὸν Σαμουήλ, εὐχαρίστησε τὸν
Κύριο, μὲ τὰ λόγια: «Ἐστερεώθη ἡ καρδία
μου ἐν Κυρίῳ…» (Α’ Βασ., β’ 1-10). Ζητᾶ λοιπὸν ὁ ὑμνογράφος νὰ τὸν στερεώση
ὁ Κύριος, μὲ τὴν δύναμη τοῦ σταυροῦ Του στὴν πέτρα τῆς πίστεως, ὥστε νὰ μὴ
σαλευθῇ ὁ νοῦς του ἀπὸ τὶς προσβολὲς τοῦ δυσμενοῦς ἐχθροῦ (τοῦ διαβόλου).
Τελειώνει, ὅπως καὶ ἡ παλαιὰ βιβλικὴ ᾠδή, μὲ τὴν φράση: διότι μόνος σὺ εἶσαι ἅγιος.
Τροπάρια
Δεῦτε ᾆσμα ᾄσωμεν
καινόν, τὴν κατάλυσιν ᾍδου πανηγυρίζοντες· ἐκ γὰρ τοῦ τάφου Χριστὸς ἀνέστη τὸν θάνατον ἑλὼν* καὶ σώσας τὰ σύμπαντα.
τὸν θάνατον ἑλών = κυριεύοντας τὸν θάνατο.
Δεῦτε ἀρυσώμεθα πιστοὶ οὐκ ἐκ κρήνης βρυούσης ὕδωρ
φθειρόμενον*, ἀλλὰ πηγὴν
φωτισμοῦ Σταυροῦ προσκυνήσει τοῦ
Χριστοῦ, ἐν ᾧ καὶ καυχώμεθα.
Δεῦτε ἀρυσώμεθα πιστοὶ οὐκ ἐκ κρήνης
βρυούσης ὕδωρ φθειρόμενον = ἄς ἀντλήσωμε,
πιστοί, ὄχι ἀπὸ κρήνη ποὺ ἀναβλύζει φθειρόμενο ὕδωρ.
Σταυροῦ προσκυνήσει … ἐν ὧ …= μὲ τὴν προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ, γιὰ τὸν ὁποῖον
….
Πάλαι ὅν ἐτύπου
Μωϋσῆς ταῖς παλάμαις Σταυρόν σου νῦν προσπτυσσόμενοι, τὸν νοητὸν Ἀμαλὴκ τροπούμεθα,
Δέσποτα Χριστέ, δι’ οὗ καὶ σεσώσμεθα.
Ἑρμηνεία:
Ὁ ὑμνογράφος ἀναφέρεται στὸ γνωστὸ ἐπεισόδιο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, κατὰ τὸ ὁποῖο,
ὅσο ὁ Μωϋσῆς εἶχε ὑψωμένα τὰ χέρια του,
σχηματίζοντας ἔτσι σταυρό, νικοῦσαν οἱ Ἰσραηλίτες, ὅταν τὰ κατέβαζε, ἐπειδὴ
κουραζόταν, νικοῦσαν οἱ Ἀμαληκίτες (Ἔξοδος 17,8-16). Ὡς νοητὸς Ἀμαλὴκ ἐννοεῖται
ὁ ἐχθρός ποὺ μᾶς ἀντιπαλαίει ὄχι σωματικά, ἀλλὰ πνευματικά.
Ὄμμασι*
καὶ χείλεσιν ἁγνοῖς ἀνακρούοντες μέλος ἀγαλλιάσεως*
τὸν τοῦ Κυρίου Σταυρὸν χαρᾷ προσκυνήσωμεν πιστοί, κροτοῦντες ἐν ᾄσμασι.
ὄμμασι = μὲ μάτια.
ἀνακρούοντες μέλος ἀγαλλιάσεως = παίζοντας μέλος (ἆσμα) χαρᾶς.
ᾨδὴ δ’. Ὁ Εἱρμός: «Ἐπὶ τῆς θείας φυλακῆς».
«Ἐπὶ
Σταυροῦ σε, Δυνατέ, φωστὴρ ὁ μέγας κατιδών, τρόμῳ ἐπαρθείς, τὰς ἀκτῖνας
συνέστειλεν, ἔκρυψε, πᾶσα δὲ κτίσις ὕμνησεν, ἐν φόβῳ τὴν σὴν μακροθυμίαν﮲ καὶ
γάρ ἐπλήσθη ἡ γῆ, τῆς σῆς αἰνέσεως.»
Ἑρμηνεία: Ἐδῶ ὁ ὑμνογράφος ἐμπνέεται
ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη δ’ βιβλικὴ ὠδή, ὕμνο τοῦ Προφήτου Ἀββακούμ, ὅταν προεῖδε τὴν
Σάρκωση τοῦ Κυρίου, ποὺ ἀρχίζει ὡς ἑξῆς: «Κύριε,
εἰσακήκοα τὴν ἀκοήν σου καὶ ἐφοβήθην. Κύριε κατενόησα τὰ ἔργα σου καὶ ἐξέστην…»
(Ἀββακ., γ’ 1-19). Μὲ τὴν σειρά του ὁ ὑμνογράφος, σὲ μιὰ ὑπέροχη ποιητικὴ
σύλληψη, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Κύριο, λέει ὅτι καθὼς τὸν ἀντίκρυσε πάνω στὸν
Σταυρὸ ὁ φωστήρας ὁ μέγας (ὁ ἥλιος), καταληφθείς ἀπὸ τρόμο, μάζεψε καὶ ἔκρυψε τὶς
ἀκτῖνες του καὶ ὅλη ἡ κτίση ὕμνησε μὲ φόβο τὴν μακροθυμία του, ἐνῶ ἡ γῆ γέμισε ἀπὸ
τὴν αἴνεσή του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν δηλώνεται ὅτι ὁλόκληρη ἡ κτίση, οὐρανὸς καὶ
γῆ, συνέπασχε μὲ τὸν Κτίστη καὶ Δημιουργό της στὸ σταυρικό Του πάθος.
Τροπάρια
Ἰδοὺ ἀνέστη ὁ Χριστός, ταῖς Μυροφόροις
Γυναιξίν Ἄγγελος φησί, μὴ θρηνεῖτε, πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς Ἀποστόλοις﮲ Χαίρετε﮲
σήμερον σωτηρία τῷ Κόσμῳ, ἡ τυραννίς τοῦ ἐχθροῦ θανάτῳ λέλυται.
Τοῦ ζωηφόρου σου Σταυροῦ τὴν προσκυνήσιμον
χαρὰν σήμερον, Χριστέ, ὑπαντῶντες, προπομπὴν ποιούμεθα τοῦ παναγίου Πάθους σου﮲ εἰς σωτηρίαν τοῦ Κόσμου ἐναπειργάσω*, Σωτήρ, ὡς παντοδύναμος.
εἰς σωτηρίαν … ἐναπειργάσω = ἐργάστηκες γιὰ τὴν σωτηρία, τὴν σχεδίασες, τὴν
προετοίμασες.
Σήμερον γίνεται χαρὰ ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ
γῆς, ὅτι τοῦ Σταυροῦ τὸ σημεῖον Κόσμῳ ἐμφανίζεται, Σταυρὸς ὁ τρισμακάριστος﮲ οὗτος γὰρ προτεθεὶς ἀναβλύζει τοῖς προσκυνοῦσιν αὐτὸν χάριν ἀένναον.
Τί σοι προσάξωμεν Χριστέ; ὅτι τὸν τίμιον
Σταυρὸν δέδωκας ἡμῖν προσκυνῆσαι, ἐν ᾧ τὸ πανάγιον κατεκενώθη* Αἷμά σου, ᾧ καὶ ἡ
Σάρξ σου ἣλοις ἐπάγη﮲* ὃν ἀσπαζόμενοι νῦν, εὐχαριστοῦμέν σοι.
ἐν ᾧ … κατεκενώθη = πάνω στὸ ὁποῖο ἄδειασε.
ᾧ καὶ ἡ Σάρξ σου ἣλοις ἐπάγη = στὸ ὁποῖο καὶ ἡ σάρκα σου μπήχτηκε σὲ καρφιά.
ᾨδὴ ε’. Ὁ Εἱρμός: «Ὀρθρίσωμεν ὄρθρου βαθέος»
«Ὀρθρίζοντες σὲ ἀνυμνοῦμεν, Σωτὴρ τοῦ Κόσμου,
εἰρήνην εὑράμενοι τῷ Σταυρῷ σου, δι’ οὗ ἀνεκαίνισας τὸ γένος τὸ ἀνθρώπινον, φῶς
πρός ἀνέσπερον ἄγων ἡμᾶς.»
Τροπάρια
Ἀνέτειλας ἀπὸ τοῦ τάφου ἄδυτον φάος*, τῷ Κόσμῳ ἀστράπτων τὴν ἀφθαρσίαν,
ἐκμειώσας, Κύριε, θανάτου τὴν κατήφειαν ἐκ τῶν περάτων ὡς εὔσπλαγχνος.
φάος
= φῶς.
Προσέλθωμεν κεκαθαρμένοι τῇ ἐγκρατείᾳ*,
θερμῶς προσπτυσσόμενοι ἐν αἰνέσει Ξύλον τὸ πανάγιον, ἐν ᾧ Χριστὸς σταυρούμενος ἔσωσε
Κόσμον ὡς εὔσπλαγχνος.
κεκαθαρμένοι τῇ ἐγκρατείᾳ = ἔχοντας καθαρθῆ μὲ τὴν ἐγκράτεια.
Χορεύουσιν ἐν εὐφροσύνῃ Ἀγγέλων τάξεις
σήμερον, Σταυροῦ σου τῇ προσκυνήσει﮲ ἐν αὐτῷ γὰρ τέθραυκας*
τὰς τῶν δαιμόνων φάλαγγας, σώσας, Χριστέ, τὸ ἀνθρώπινον.
ἐν αὐτῷ τέθραυκας = μὲ τὴν βοήθειά Του (τοῦ Σταυροῦ) ἔχεις
θραύσει.
Παράδεισος ἄλλος ἐγνώσθη ἡ Ἐκκλησία, ὡς
πρίν ξύλον ἔχουσα ζωηφόρον, τὸν Σταυρόν σου, Κύριε﮲ ἐξ οὗ διὰ προσψαύσεως ἀθανασίας μετέχομεν.
Ἑρμηνεία:
Ὅπως πρὶν ὑπῆρχε στὸ κέντρο τοῦ Παραδείσου τὸ ξύλο τῆς ζωῆς, ἔτσι καὶ τώρα ἡ Ἐκκλησία,
ὡς ἄλλος Παράδεισος, ἔχει στὸ κέντρο της τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, μὲ τὸ ἄγγιγμα
τοῦ ὁποίου («διὰ προσψαύσεως») μετέχομε στὴν ἀθανασία.
ᾨδὴ
Ϛ’. Ὁ Εἱρμός: «Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις».
«Τὸν τύπον τοῦ θείου Σταυροῦ Ἰωνᾶς ἐν
κοιλίᾳ τοῦ κήτους τεταμέναις παλάμαις προδιεχάραξε καὶ ἀνέθορε σεσωσμένος τοῦ
θηρὸς τῇ δυνάμει σου, Λόγε.»
Ἑρμηνεία:
Καὶ ὁ Εἱρμὸς αὐτὸς εἶναι ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη στ’ βιβλικὴ ᾠδή: «Τὸν
τύπο τοῦ θείου σου Σταυροῦ στὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους προδιεχάραξε ὁ Ἰωνᾶς μὲ τὶς ἁπλωμένες
του παλάμες·καὶ ἐξῆλθε σῶος ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ τεραστίου ψαριοῦ, χάρη στὴν θεία
σου δύναμη, Λόγε.». Ἡ παραμονὴ τοῦ Ἰωνᾶ ἐπὶ τριήμερον στὴν κοιλία τοῦ κήτους καὶ
ἡ μετέπειτα σωτήρια ἄνοδός του ἀποτελεῖ προτύπωση τῆς καθόδου τοῦ Κυρίου στὸν Ἅδη
καὶ τῆς μετὰ τριήμερον ἀναστάσεώς Του.
Τροπάρια
Ἀνέστης τὸν θάνατον θραύσας, Χριστέ, ὥσπερ
μέγας Βασιλεύς, ἐκ τῶν τοῦ ᾍδου ταμείων*,
ἀνακαλέσας ἡμᾶς εἰς ἀπόλαυσιν Βασιλείας οὐρανῶν, εἰς γῆν ἀθανασίας.
ἐκ τῶν τοῦ Ἅδου ταμείων = ἀπὸ τὸ κατοικητήριο τοῦ Ἅδου.
Κροτοῦντες ἐν ᾄσμασι θείοις, πιστοί, ἀλαλάξωμεν
Θεῷ, τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου κατασπαζόμενοι﮲ ἁγιότητος ἀναβλύζει γὰρ πηγὴν πᾶσι τοῖς ἐν τῷ Κόσμῳ.
Πληροῦται ἡ ᾀσματογράφος
φωνή*, προσκυνοῦμεν γὰρ ἰδοὺ τῶν ἀχράντων
ποδῶν σου, τὸ ὑποπόδιον Παντοδύναμε, τὸν Σταυρόν σου τὸν σεπτόν, τὸ τριπόθητον ξύλον*.
Ἑρμηνεία:
Ἀναφέρεται στὴν ἐκπλήρωση, στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου, τοῦ ψαλμοῦ τοῦ Δαυΐδ: «Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν καὶ προσκυνεῖτε
τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὅτι ἅγιος ἐστί» (Ψαλ., 98, 5).
τὸ τριπόθητον ξύλον = τὸ τρεῖς φορὲς ποθητό. Ἔμμεση ἀναφορὰ στὴν Ἁγία
Τριάδα.
Ὃ εἶδε ξύλον
τῷ σῷ ἄρτῳ βληθὲν, Προφητῶν ὁ θρηνητής*,
τὸν Σταυρόν σου, οἰκτίρμον, κατασπαζόμενοι, ἀνυμνοῦμέν σου τὰ δεσμὰ καὶ τὴν ταφήν,
λόγχην τε καὶ τούς ἥλους.
Ἑρμηνεία:
Ἀναφέρεται στὸν Ἱερεμία, τὸν «θρηνητὴ Προφήτη», ποὺ προεῖδε ὅτι μπήχτηκε ξύλο
στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ («στὸν ἄρτο του»). Πράγματι ὁ Κύριος προς-ηλώθηκε πάνω στὸν
Σταυρό.
Ἐπ’ ὤμων ὃνπερ κατεδέξω, Χριστέ, φέρειν
ἅγιον Σταυρόν, καὶ ἐν τούτῳ ἀρθῆναι καὶ σταυρωθῆναι σαρκὶ προσπτυσσόμενοι κομιζόμεθα
ἰσχὺν κατ’ ἐχθρῶν ἀοράτων.
Ἑρμηνεία:
Τὸν Σταυρὸ ποὺ δέχθηκες νὰ πάρῃς πάνω στὸν ὦμο σου καὶ πάνω σ’ αὐτὸν νὰ ὑψωθῇς
καὶ νὰ σταυρωθῇς ὡς ἄνθρωπος («σαρκί»), αὐτὸν προσκυνοῦντες λαμβάνομε δύναμη
κατὰ ἀοράτων ἐχθρῶν.
Κοντάκιον. Αὐτόμελον. Ἦχος βαρὺς
Οὐκέτι φλογίνη ῥομφαία φυλάττει τὴν πύλην
τῆς Ἐδέμ﮲ αὐτῇ γὰρ ἐπῆλθε παράδοξος σβέσις, τὸ ξύλον
τοῦ Σταυροῦ﮲ θανάτου τὸ κέντρον καὶ ᾅδου τὸ νῖκος ἐλήλαται﮲ ἐπέστης δέ, Σωτήρ
μου, βοῶν τοῖς ἐν ᾅδη﮲ Εἰσάγεσθε πάλιν
εἰς τὸν Παράδεισον.
Ἑρμηνεία: Μετὰ ἀπὸ τὴν ἔξοδο τῶν
Πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Παράδεισο, πύρινη ῥομφαία τάχθηκε νὰ φυλάῃ τὴν πύλη τοῦ
Παραδείσου, ὥστε νὰ ἐμποδίζεται ἡ πρόσβαση τῶν Πρωτοπλάστων σὲ αὐτὸν καὶ στὸ
ξύλο τῆς ζωῆς. (Γέν., 3, 23-24). Τώρα, ὅμως, ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος (αὐτὸν
συμβολίζει «τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ»), μὲ τὴν νίκη Του ἐπὶ τοῦ θανάτου ἐπέφερε «παράδοξο
σβέσι» στὴν φωτιά, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ξεγέλασε τὸν διάβολο ποὺ πίστεψε ὅτι Τὸν
θανάτωσε ἀλλὰ Αὐτὸς ἀναστήθηκε! Γι’ αὐτὸ λέει ὁ ὑμνογράφος ὅτι τὸ κεντρὶ τοῦ
θανάτου καὶ ἡ νίκη τοῦ Ἅδου «ἔχουν πάει περίπατο» («ἐλήλαται» < ῥ. ἐλαύνω),
διότι ὁ Σωτήρας Κύριος λυτρώνει ἀπὸ τὸν θάνατο τοὺς νεκρούς (οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι
πλέον νεκροὶ ἀλλὰ κεκοιμημένοι) καὶ τοὺς χαρίζει τὸν Παράδεισο τῆς αἰωνίου ζωῆς!
Ὁ Οἶκος
Τρεῖς σταυροὺς
ἐπήξατο ἐν Γολγοθᾷ ὁ Πιλάτος, δύω τοῖς λῃστεύσασι καὶ ἕνα τοῦ Ζωοδότου*﮲ ὃν εἶδεν ὁ ᾅδης καὶ εἶπε τοῖς κάτω﮲ Ὢ λειτουργοί μου
καὶ δυνάμεις μου, τίς ὁ ἐμπήξας ἧλον τῇ καρδίᾳ μου; ξυλίνη με λόγχη ἐκέντησεν ἄφνω
καὶ διαῤῥήσομαι﮲ τὰ ἔνδον μου πονῶ, τὴν
κοιλίαν μου ἀλγῶ, τὰ αἰσθητήριά μου﮲
μαιμάσσει τὸ πνεῦμά μου καὶ ἀναγκάζομαι ἐξερεύξασθαι τὸν Ἀδὰμ καὶ τοὺς ἐξ Ἀδάμ,
ξύλῳ δοθέντας μοι﮲ ξύλον γὰρ τούτους εἰσάγει πάλιν εἰς τὸν Παράδεισον.
Τρεῖς σταυροὺς ἐπήξατο
= τρεῖς σταυροὺς
ἔμπηξε (ἡ γραφή «δύω» ἀντί «δύο»εἶναι σωστή, διότι εἶναι δυϊκὸς ἀριθμός).
Ἑρμηνεία: Εὐφάνταστη ποιητικὴ
σύλληψη! Ὁ ὑμνογράφος προσωποποιεῖ τὸν Ἅδη, ὁ ὁποῖος, ἀντὶ γιὰ τὸν Σταυρωμένο
Κύριο, ποὺ θά ‘πρεπε νὰ σπαράζῃ ἀπὸ τὸν πόνο καὶ νὰ θρηνῇ, θρηνεῖ ὁ ἴδιος καὶ
λέγει: ποιός μοῦ ἔμπηξε καρφὶ στὴν καρδιά μου; Ξύλινη λόγχη μὲ κέντησε ξαφνικὰ
καὶ διαρρηγνύομαι. Πονῶ μέσα μου, πονῶ στὴν κοιλιά μου καὶ σὲ ὅλες μου τὶς αἰσθήσεις.
Ταράζεται («μαιμάσσει») τὸ πνεῦμα μου καὶ ἀναγκάζομαι νὰ «ξεράσω» τὸν Ἀδάμ καὶ
τοὺς προερχομένους ἀπ’ αὐτόν (τοὺς συν-αμαρτωλούς), ποὺ μοῦ δόθηκαν ἐξ αἰτίας τῆς
βρώσεως τοῦ ξύλου. Καὶ πάλι ξύλο (τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, ὁ Χριστός) τοὺς εἰσάγει στὸν
Παράδεισο!
ᾨδή ζ’. Εἱρμός: Ὁ Παῖδας ἐκ
καμίνου.
«Φλογώσεως ὁ Παῖδας ρυσάμενος, σάρκα
προσλαβόμενος, ἦλθεν ἐπὶ γῆς, καὶ Σταυρῷ προσηλωθείς, σωτηρίαν ἡμῖν ἐδωρήσατο, ὁ
μόνος εὐλογητὸς τῶν Πατέρων Θεός, καὶ ὑπερένδοξος».
Ἑρμηνεία:
Καὶ πάλι ἡ σύνδεση μὲ τὴν παλαιὰ ζ’ βιβλικὴ ωδή, ποὺ ἔψαλλαν οἱ τρεῖς παῖδες, ὅταν
ρίχθηκαν στὴν κάμινο. Ὁ ὑμνογράφος, λοιπόν, λέει ὅτι Αὐτὸς ποὺ ἔσωσε τοὺς Παῖδες
ἀπὸ τὴν φλόγωση τῆς καμίνου, ἀφοῦ ἔλαβε σάρκα καὶ ὀστᾶ, ἦλθε στὴν γῆ καὶ
προσηλωθεὶς στὸν Σταυρό, μᾶς δώρισε τὴν σωτηρία, ὁ μόνος εὐλογητὸς τῶν Πατέρων
Θεὸς καὶ ὑπερένδοξος. Ἑπομένως τὴν σωτηρία τῶν τριῶν παίδων τὴν ἀπεργάστηκε ὁ
Θεὸς Λόγος, ἄσαρκος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ κατόπιν Σαρκωθεὶς «διὰ τὴν ἡμῶν
-πάντων τῶν ἀνθρώπων- σωτηρίαν».
Τροπάρια
Ἀνέστης ἐκ τοῦ
τάφου τριήμερος, ὡς ὁ ὑπνῶν*, Κύριε, Ἅδου πυλωροὺς* πατάξας θείᾳ δυνάμει καὶ
τοὺς πάλαι ἐγείρας Προπάτορας, ὁ μόνος εὐλογητὸς τῶν Πατέρων Θεὸς καὶ ὑπερένδοξος.
ὡς ὁ ὑπνῶν = ὅπως ὁ ἀποκοιμισμένος, ποὺ κάποια στιγμὴ
ξυπνάει.
Ἅδου πυλωρούς = τοὺς φρουροὺς τοῦ Ἅδου.
Τῇ λύρᾳ τῶν ἀσμάτων
χορεύοντες ἀγαλλιασώμεθα* σήμερον
λαοί, τῇ τοῦ Σταυροῦ προσκυνήσει τὸν ἐν
τούτῳ παγέντα* Χριστὸν δοξάζοντες, τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν Πατέρων Θεὸν καὶ
ὑπερένδοξον.
ἀγαλλιασώμεθα = ἄς χαροῦμε (ὑποτακτικὴ ἔγκλιση).
τὸν ἐν τούτῳ παγέντα = αὐτὸν ποὺ καρφώθηκε πάνω του (παγέντα <
ρ. πήγνυμι).
Ὁ δείξας τὸ θνητότητος ὄργανον ζωῆς ἐργαστήριον
κόσμῳ ἀσπαστόν*, τὸν σὸν
Σταυρόν, Πανοικτίρμον, τοὺς αὐτὸν προσκυνοῦντας ἁγίασον, ὁ μόνος εὐλογητὸς τῶν
Πατέρων Θεὸς καὶ ὐπερένδοξος.
Ὁ δείξας τὸ θνητότητος ὄργανον ζωῆς ἐργαστήριον = ἐσὺ ποὺ ἀπέδειξες τὸ ὄργανο τοῦ θανάτου ὄργανο
ζωῆς ποὺ νὰ μπορῆ κανεὶς νὰ τὸ ἀσπαστῆ.
Ὁ μόνος ἐλεήμων
καὶ εὔσπλαγχνος φώτισον, ἁγίασον, μόνε Ἰησοῦ, τοὺς προσκυνοῦντάς σου πιστῶς τὸν
Σταυρὸν καὶ τὰ θεῖα παθήματα, ὁ μόνος εὐλογητὸς τῶν Πατέρων Θεὸς καὶ ὑπερένδοξος.
ᾨδὴ η’. Εἱρμός: Αὕτη ἡ
κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα.
«Χεῖρας ἐν τῷ λάκκῳ βληθεὶς τῶν λεόντων ποτέ,
ὁ μέγας ἐν Προφήταις, σταυροειδῶς ἐκπετάσας, Δανιήλ, ἀβλαβὴς ἐκ τῆς τούτων
καταβρώσεως σέσωσται, εὐλογῶν Χριστὸν τὸν Θεὸν εἰς τοὺς αἰῶνας».
Ἑρμηνεία:
Καὶ ἡ ὀγδόη βιβλικὴ ᾠδὴ σχετιζόταν μὲ τοὺς τρεῖς παίδες ἐν τῇ καμίνῳ, οἱ ὁποῖοι,
ὅταν βγῆκαν ζωντανοί, δοξολογοῦσαν τὸν Κύριο, μὲ τὰ λόγια: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τῶν
Πατέρων ἡμῶν καὶ ὑπερένδοξος.» Ὁ τωρινὸς ὑμνογράφος ἀναφέρεται ἐδῶ στὸν προφήτη
Δανιήλ, ποὺ ὡς γνωστόν, ῥίχθηκε στὸν λάκκο τῶν λεόντων καὶ ἔμεινε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν
κατασπάραξή των («ἐκ τῆς τούτων καταβρώσεως»), ἀφοῦ ἅπλωσε σταυροειδῶς τὰ χέρια
του. Ἡ σταυροειδὴς κίνηση τοῦΔανιήλ, χάρη στὴν ὁποία σώθηκε καὶ δοξολόγησε τὸν
Κύριο, ἀποτελεῖ προτύπωση τοῦ σταυροῦ τοῦ Κυρίου, τοῦ σταυρικοῦ Του θανάτου, διὰ
τοῦ ὁποίου ἐπῆλθε ἡ σωτηρία στὸν κόσμο.
Τροπάρια
Μύρα ἐν χερσὶ τί
κατέχετε ὅλως; τίνα δὲ ἐκζητεῖτε; νῦν ὁ φανεὶς Νεανίας ἐν τῷ τάφῳ βοᾶ﮲ ἐξανέστη ὁ Χριστὸς
καὶ Θεὸς ἡμῶν, ἀναστήσας φύσιν βροτῶν Ἅδου
κευθμώνων*.
Ἑρμηνεία:
Τὸ παρὸν τροπάριο ξαναζωντανεύει τὸν διάλογο τοῦ Ἀγγέλου-Κυρίου μὲ τὶς Μυροφόρες.
Ὁ Κύριος τοὺς λέει ὅτι ἀνέστη, συνανασταίνων τὴν φύση τῶν θνητῶν ἀπὸ τὴν ὑπόγεια
κατοικία τοῦ Ἅδου («Ἅδου κευθμώνων»).
Χαίροις τὸ τρισόλβιον* ξύλον καὶ θεῖον, Σταυρέ, φῶς τοῖς ἐν σκότει, ὁ τετραπέρατον
κόσμον τῇ ἐλλάμψει τῇ σῇ τῆς ἐγέρσεως Χριστοῦ προδεικνὺς τὰς αὐγάς*, ἀξίωσον
πάντας πιστοὺς φθάσαι τὸ Πάσχα.
Ἑρμηνεία:
(Σταυρέ) ὁ τετραπέρατον κόσμον τῇ ἐλλάμψει
τῇ σῇ τῆς ἐγέρσεως Χριστοῦ προδεικνὺς τὰς αὐγάς = ἐσὺ Σταυρέ, ποὺ ἔδειξες ἐκ
τῶν προτέρων («προδεικνύς»), μὲ τὴν λάμψη σου, στὸν τετραπέρατο κόσμο (ποὺ ἔχει
τέσσερις ἄκρες) τὶς λάμψεις τῆς ἐγέρσεως τοῦ Χριστοῦ. Καὶ πάλι ὁ Σταυρός, τὸ
πρώην φονικὸ ὄργανο, παρουσιάζεται ἀπὸ τὸν ὑμνογράφο ὡς «τρισόλβιον ξύλον»
(=ξύλο ποὺ κάνει κάποιον τρισευτυχισμένο) καὶ ὡς φωτεινὸ σημάδι ποὺ προμηνύει τὴν
ἀνάσταση!
Ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ
μυρίζει τὰ μύρα τῆς θείας μυροθήκης, τὸ ζωομύριστον ξύλον, ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ﮲ ὀσφρανθῶμεν τῆς αὐτοῦ
θεοπνεύστου ὀδμῆς* αὐτὸν προσκυνοῦντες
πιστῶς εἰς τοὺς αἰῶνας.
ὀδμῆς: ἀρχαιότερος
τύπος, ἀντὶ ὀσμῆς.
Δεῦρο Ἐλισσαῖε
Προφῆτα, εἰπὲ ἐμφανῶς﮲ Τί τὸ ξύλον ἐκεῖνο,
ὃ εἰς τὸ ὕδωρ καθῆκες*; Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ﮲
δι’ οὗ αὐτὸν προσκυνοῦντες πιστῶς εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἑρμηνεία:
Ἄλλη μια προτύπωση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ παρουσιάζεται ἐδῶ. Κάποτε, ξέφυγε σὲ
ἕναν ἀπὸ τὴν ὁμάδα τῶν προφητῶν ποὺ συνώδευαν τὸν προφήτη Ἐλισσαῖο τὸ σίδερο τοῦ
τσεκουριοῦ, ἐνῶ ἔκοβε ξύλα, καὶ τοῦ ἔπεσε στὸν ποταμό. Τότε ὁ Ἐλισσαῖος
ξεφλούδισε ἕνα κομμάτι ξύλου καὶ τὸ ἔρριξε στὸ σημεῖο ὅπου ἔπεσε τὸ σίδερο καὶ
τότε αὐτὸ ἀνῆλθε στὴν ἐπιφάνεια καὶ ἐπέπλεε (Δ’ Βασιλειῶν 6, 1-7). Ἔτσι καὶ διὰ
τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου «ἀνελκύσθημεν τοῦ βάθους τῆς φθορᾶς».
Πάλαι Ἰακὼβ
προτυπῶν τὸν Σταυρόν σου, Χριστέ, Ἰωσὴφ προσεκύνει τῆς θείας ῥάβδου τὸ ἄκρον,
σκῆπτρον ταύτην φρικτόν, βασιλείας τε τῆς σῆς προορώμενος﮲ ὃν νῦν προσκυνοῦμεν πιστῶς εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἑρμηνεία:
Καὶ ἄλλη μιὰ προτύπωση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου: Ἡ προσκύνηση τῆς βασιλικῆς ῥάβδου
τοῦ Ἰωσήφ ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸν Ἰακώβ. Μὲ τὴν κίνηση τοῦ Ἰακώβ νὰ προσκυνήσῃ
τὸ ἄκρο τῆς ῥάβδου σχηματίζεται σταυρός. Ἐξ ἄλλου, ἡ βασιλικὴ ῥάβδος τοῦ Ἰωσήφ
προτυπώνει τὴν βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὸν σταυρικό Του θάνατο θὰ μετατρέψῃ
τὸ «φρικτὸν σκῆπτρον» σὲ ὄργανο σωτηρίας!
ᾨδὴ θ’. Εἱρμός:
Φωτίζου, φωτίζου
«Ὦ Μῆτερ Παρθένε καὶ Θεοτόκε ἀψευδής, ἡ τεκοῦσα
ἀσπόρως Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τὸν ἐν Σταυρῷ ὑψωθέντα σαρκί, σὲ οἱ πιστοὶ ἅπαντες
ἀξίως σὺν τούτῳ νῦν μεγαλύνομεν».
Ἑρμηνεία:
Ἡ ἐνάτη ᾠδή, ἡ μόνη ποὺ δὲν ἀναφέρεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀποτελεῖ ὕμνο στὴν
Παναγία, ἡ ὁποία, ἐν προκειμένῳ χαρακτηρίζεται ὡς «ἀψευδὴς Θεοτόκος», πρὸς ἄρση
τῶν ἀντιθέτων αἱρετικῶν ἀπόψεων. Αὐτὴν λοιπὸν «τὴν Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοῦ φωτός»,
μαζὶ μὲ τὸν τόκο της, τὸν Χριστό, ποὺ ὑψώθηκε «σαρκί» στὸν Σταυρὸ γιὰ τὴν δική
μας σωτηρία ὑμνοῦμε «ἀξίως» ὅλοι οἱ πιστοί.
Τροπάρια
Ἐν τάφῳ κατῆλθες,
ὁ ζωοδότης καὶ Θεός, καὶ συνέτριψας πάντα κλεῖθρα τε καὶ τοὺς μοχλοὺς καὶ τοὺς
νεκροὺς ἐξανέστησας, Δόξα τῇ σῇ ἐγέρσει βοῶντας, Χριστέ, Σωτὴρ παντοδύναμε.
Ὁ τάφος ζωήν μοι,
Χριστέ, ἀνέβλυσεν ὁ σός﮲ ὁ κρατῶν τῆς ζωῆς γὰρ ἐπιστὰς ἐβόησας τοῖς κατοικοῦσιν ἐν
μνήμασιν﮲ Οἱ ἐν
δεσμοῖς λύθητε﮲ ἐγὼ γὰρ τοῦ κόσμου λύτρον ἐλήλυθα.
Ἐν ὕμνοις
σκιρτάτω πάντα τὰ ξύλα τοῦ δρυμοῦ, τὸ ὁμώνυμον ξύλον τοῦ Σταυροῦ θεώμενα
κατασπαζόμενον σήμερον﮲
οὗ ὁ Χριστὸς ὕψωσε τὴν κάραν, ὡς προφητεύει ὁ θεῖος Δαυΐδ.
Ἐν ξύλῳ τεθνήξας ξύλον σὲ εὕρηκα ζωῆς,
χριστοφόρε Σταυρέ μου*, φυλακτήρ μου ἄρρηκτε,
κατὰ δαιμόνων ἰσχὺς κραταιά﮲
σὲ προσκυνῶν σήμερον κραυγάζω﮲ Ἁγίασόν με τῇ δόξῃ σου.
Ἑρμηνεία:
Καὶ πάλι ἡ ἀναλογία ἀνάμεσα στὸ ξύλο τῆς γνώσεως, τὸ ὁποῖο ἀπετέλεσε τὴν αἰτία
γιὰ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων («τεθνήξας ἐν ξύλῳ»), καὶ στὸ ξύλο τῆς ζωῆς, τὸν
Ἐσταυρωμένο Κύριο, ποὺ διὰ τῆς σταυρικῆς Του θυσίας ἀνασταίνει «τὸν Ἀδὰμ παγγενῆ»,
ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, καὶ τοῦ χαρίζει τὴν αἰώνια ζωή.
Εὐφραίνου, ἀγάλλου,
ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τὸ τρισόλβιον ξύλον προσκυνοῦσα σήμερον τοῦ παναγίου
Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ᾧ λειτουργεῖ τάγματα
Ἀγγέλων* καὶ μετὰ φόβου παρίστανται.
ᾧ λειτουργεῖ = τὸν ὁποῖο (Σταυρό) διακονοῦν …
Μετὰ
ἀπὸ τὴν παραπάνω προσέγγιση, ἔγινε, πιστεύω, κατανοητὸ ὅτι ὁ Κανόνας τοῦ Σταυροῦ,
ὁ ὁποῖος ψάλλεται τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, εἶναι ἀπολύτως ἐναρμονισμένος
μὲ τὸ πνεῦμα τῆς περιόδου τῆς Σαρακοστῆς. Βρισκόμενοι μάλιστα στὸ μεσοστάδιό
της, ἔχοντας διανύσει ἤδη τρεῖς ἑβδομάδες καὶ ὁδεύοντας γιὰ τὴν τέταρτη, ἀτενίζομε
πλέον μὲ ἐλπίδα καὶ γλυκιὰ προσμονὴ τὴν Ἀνάσταση, χρειάζεται, ὅμως, νὰ ἀνέβωμε καὶ
τὸν ἀνηφορικὸ δρόμο τοῦ Σταυροῦ, ὥστε νὰ φτάσωμε στὸ τέρμα τῆς πορείας μας.
Εἴθε
νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Κύριος, μὲ τὴν δική Του χάρη, τὴν δύναμη τοῦ ζωηφόρου Σταυροῦ
Του καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν ζωηρρύτων ὕμνων τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ βιώσωμε καὶ ἐφέτος
τὰ Ἅγιά Του Πάθη καὶ νὰ ζήσωμε καὶ τὴν λυτρωτική Του Ἀνάσταση. Γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου