«Πρεσβεία θερμή καί τεῖχος ἀπροσμάχητον, ἐλέους πηγή, τοῦ κόσμου καταφύγιον…»
(κάθισμα θεοτοκίον).
Η μάχη μαίνεται αδιάκοπη, δεν υπάρχει καμία προοπτική να τελειώσει. Οι εχθροί πολλοί και πάνοπλοι κι όχι μόνο εκεί έξω, αλλά και δίπλα και κοντά μου – πολλοί οι προδότες έτοιμοι να με κατασπαράξουν. Και το χαρακτηριστικό των εχθρών; Όχι μόνο η πανοπλία τους, αλλά και η μεγάλη πονηρία τους. Έμπειροι στον πόλεμο και στις μάχες, μπορούν να μεταμφιέζονται ακόμη και σε φιλικά μου πρόσωπα, προκειμένου να βρεθώ εντελώς εκτεθειμένος απέναντί τους. Χαρά τους μόνιμη η εξολόθρευσή μου.
Παλεύω να γλιτώσω. Ξέρω ότι υπάρχει πολύ κοντά ένα
φρούριο απόρθητο. Αν φτάσω μέχρι εκεί τα προβλήματά μου θα λυθούν – οι εχθροί
τρέμουν να το πλησιάσουν. Και μόνο η αναφορά στο όνομα του Αρχηγού του φρουρίου
τούς κάνει να τρέπονται σε άτακτη φυγή. Το όραμα αυτό μου δίνει δύναμη και
κουράγιο – ήδη βλέπω το φως που εκπέμπει για να λειτουργεί ως φάρος σε κάθε
αδύναμο και ανίσχυρο και κτυπημένο και κατατρεγμένο.
Αγκομαχώντας έφτασα, είμαι ολόκληρος ένα τραύμα. Η
μεγάλη θύρα μού ανοίγεται και χέρια με αρπάζουν για να με περιποιηθούν. Πρόσωπα
γεμάτα στοργή και αγάπη σκύβουν επάνω μου σαν να είμαι ο μοναδικός που εμένα
περίμεναν για να πουν ότι επιτελούν το έργο για το οποίο έχουν ταχτεί. Και το
πιο σημαντικό που ξεπερνά κάθε είδος φαντασίας μου; Έρχεται αυτοπροσώπως για να
με δει και να με περιποιηθεί ο Αρχηγός, ο Πρώτος, Αυτός που και το όνομά Του
εξαφανίζει κάθε αντίπαλο και εχθρό. Και, ω του θαύματος! Ο Πρώτος και ο Αρχηγός
είναι η Μάνα μου – δεν μπορώ αλλιώς να χαρακτηρίσω το πλήρες αγάπης και στοργής
και ευμένειας απέναντί μου πρόσωπό Της. Κι η Μάνα μου αυτή είναι η Παναγία
Μητέρα του Κυρίου και Θεού μου.
Αναλύομαι σε δάκρυα. Δάκρυα πρώτα ευγνωμοσύνης που
γρήγορα μεταποιούνται σε δάκρυα ντροπής – μπροστά Της νιώθω πόσο αμαρτωλός και
ανάξιος της παρουσίας Της είμαι. Κι όσο Εκείνη με προσέχει και με περιποιείται,
τόσο και περισσότερο η αναξιότητά μου μεγαλώνει μπροστά στα μάτια μου. Τι
περίεργο όμως! Ενώ κλαίω και ντρέπομαι, ταυτόχρονα νιώθω τέτοια γλυκιά παρηγοριά
στην καρδιά μου που αρχίζω και απορώ αν είμαι στα καλά μου. Η φωνή Της στ’
αυτιά μου ακούγεται ως η πιο θεσπέσια μουσική: «Παιδάκι μου, γιατί
απομακρύνθηκες από κοντά μου; Εδώ είναι το σπίτι σου, εδώ είναι η θέση σου. Μη
φοβάσαι όμως. Εγώ δεν πρόκειται να σε αφήσω ποτέ!»
Η καρδιά μου πάει να σπάσει τώρα από χαρά. Η Παναγία
δίπλα μου να με φροντίζει και να ασχολείται εξ ολοκλήρου μαζί μου σαν να είμαι
το πιο αγαπημένο της παιδί. Μα, υπάρχει κάτι που από την αρχή δεν μπορώ να
προσδιορίσω. Όχι, δεν με τρομάζει. Το αντίθετο∙ μου αυξάνει την αγάπη και τη
χαρά. Με κάνει να νιώθω ασφαλής σε βαθμό απόλυτο. Σιγά σιγά ξεκαθαρίζει το
τοπίο και θέλω να προσπέσω στο έδαφος και να γίνω ένα με το χώμα, καταφιλώντας
τα πόδια της Μάνας. Γιατί; Διότι στο πρόσωπό Της και στην παρουσία Της βλέπω
τον ίδιο τον Κύριο και Θεό μου. Τον Ιησού Χριστό. Ναι, δεν είναι μόνη η
Παναγία, η Αρχηγός. Εκείνος, ο Υιός του Θεού, ο Θεάνθρωπος Χριστός Την έχει
μέσα στην αγκαλιά Του και Εκείνη διάφανη τον Υιό Της αποκαλύπτει.
Η αγάπη Της και το έλεός Της είναι η αγάπη και το
έλεος του ίδιου του Θεού μας. Νιώθω να θεραπεύονται άμεσα οι πληγές μου.
Κοιτάζω και δεν βλέπω πια πληγές. Τι βλέπω; Θεραπευμένη την ύπαρξή μου. Ψηλαφώ
τον εαυτό μου και αγγίζω… Χριστό και Παναγία. Τα μάτια μου ανοίγονται διάπλατα.
Αρχίζω να υποψιάζομαι το μέγα μυστήριο της πίστεως. Εκείνος με έχει προσλάβει
μέσα στον Εαυτό Του και με έχει ντυθεί. Δεν είμαι απλά… εγώ. Το εγώ μου
φαίνεται διευρυμένο έως το… άπειρο. «Παιδάκι μου», ακούω τη φωνή πια του Κυρίου
– από πού άραγε έρχεται τόσο κοντινή η φωνή; «Δεν είσαι μόνος σου. Είσαι μέσα
σε Εμένα κι Εγώ μέσα σε σένα. Και η Παναγία Μητέρα μου που είναι και δική σου
Μητέρα, κυρίως Αυτή με έχει ντυθεί. Κοίτα προσεκτικά! Στα δικά Της μάτια τα
δικά Μου δεν αντιφεγγίζουν; Εγώ ενεργώ μέσα από Αυτήν που είναι ό,τι
αγαπητότερο έχω στον κόσμο. Και ξέρεις γιατί; Γιατί Με θέλει στη ζωή Της και
δεν φεύγει ποτέ από κοντά Μου. Κι αυτό θέλω, παιδί μου ταλαιπωρημένο, και από
σένα. Αν δεν θελήσεις και πάλι να απομακρυνθείς από κοντά μου, κι εσύ θα γίνεις
αγαπητός μου σαν τη Μάνα Μου. Μάλλον, για να το καταλάβεις καλύτερα, θα
ανοίξουν τα μάτια σου και θα ενεργοποιηθούν οι αισθήσεις σου για να κατανοήσεις
την αγάπη που τρέφω στο πρόσωπό σου. Και σε βεβαιώνω: αυτή είναι η μεγαλύτερη
χαρά μου∙ να με θέλεις στη ζωή σου ώστε να σου προσφέρω τη χάρη Μου όλο και
περισσότερο. Και μαζί με σένα και όλους τους ανθρώπους».
«Κύριε», μπόρεσα να ψελλίσω. «Κατανοώ την αγάπη Σου
και τη δύναμή Σου. Δεν έχω εμπιστοσύνη όμως στον εαυτό μου. Τα πάθη μου με
ξελογιάζουν και με αποσπούν βίαια τις περισσότερες φορές από κοντά Σου. Κύριε,
Σε παρακαλώ, κράτα με να μη σου φύγω. Είναι ακατανόητο αυτό που μου συμβαίνει:
να είμαι στον Παράδεισο και να προσκλίνω στην Κόλαση, εκεί που ο εχθρός διαρκώς
με πειράζει και μου προκαλεί φόβους και όλων των ειδών τις δυσκολίες και τις
ταλαιπωρίες. Κύριε, σώσε με!»
Τα δάκρυά μου με έκαναν να μην καλοβλέπω. Σιγά σιγά
όμως ανοίχτηκαν. Κι είδα να βρίσκομαι στην αγκαλιά της Παναγίας. Κι είδα να
βρίσκομαι στην αγκαλιά του Χριστού μου. Όμως όλα τώρα ήταν ξεκάθαρα. Ο φόβος
όμως μην απομακρυνθώ από την αγάπη Τους και ξεγλιστρήσω από το απόρθητο τείχος
συνέχισε να με ταλαιπωρεί. Γιατί βλέπεις θέλουν να Τους θέλω κι εγώ. Η
ελευθερία μου είναι το κλειδί του Παραδείσου μου ή της Κόλασής μου. Με το ζόρι πώς
να με κρατήσει η Αγάπη;
π. Γεώργιος
Δορμπαράκης -Ακολουθείν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου