ΕΙΜΑΙ ΑΡΡΩΣΤΟΣ ΚΑΙ ΛΙΩΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΤΗΣ
ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ...
«Ἁμαρτιῶν τῇ νόσῳ κατατηκόμενος, τῆς ἀπογνώσεως κλίνῃ κατάκειμαι· διό με, Ἰατρέ τῶν ἀσθενούντων, ἐπίσκεψαι σῇ φιλανθρωπίᾳ, καί μή παραχωρήσῃς, ἐναφυπνῶσαι δεινῶς, εἰς θάνατον πανοικτίρμον, ἵνα βοῶ σοι θερμῶς· ὁ τοῦ ἐλέους χορηγός, Κύριε, δόξα Σοι» (κάθισμα ὄρθρου, ἦχος πλ. β΄).
(Λιώνοντας ἀπό
τή νόσο τῶν ἁμαρτιῶν, βρίσκομαι ριγμένος στήν κλίνη τῆς ἀπόγνωσης.
Γι’ αὐτό, ἰατρέ τῶν ἀσθενούντων, ἐπισκέψου με, λόγω τῆς φιλανθρωπίας Σου, καί
μήν ἐπιτρέψεις νά ξυπνήσω μέ φοβερό τρόπο τήν ὥρα τοῦ θανάτου, πανοικτίρμον,
προκειμένου νά σοῦ φωνάζω μέ θέρμη πνευματική: Κύριε, Σύ πού εἶσαι ὁ χορηγός τοῦ
ἐλέους, δόξα Σοι).
Ποιά ἡ διαπίστωση τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου, ὁ ὁποῖος
καταγράφει τήν κατάσταση τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἐν ἐπιγνώσει
χριστιανῶν; Ὅτι ὄχι ἁπλῶς κάνει ἁμαρτίες ὡς ἁμαρτωλός, ἀλλά λιώνει ἀπό αὐτές,
γιατί ἔχει τήν ἐπίγνωση ὅτι πρόκειται γιά ἀρρώστια. Αὐτή εἶναι ἡ τραγικότητα τοῦ
πιστοῦ: κατανοεῖ ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ὅ,τι χειρότερο μπορεῖ νά συμβεῖ στή ζωή
του, ἡ ἴδια ἡ ἀρρώστια καί τό τραῦμα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του, ἀλλά παρ’ ὅλα
αὐτά συνεχίζει νά ἁμαρτάνει λόγω ἀδυναμίας. Θυμίζει τήν κραυγή τοῦ ἀποστόλου
Παύλου στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή (κεφ. 7), ὁ ὁποῖος «ἀκτινογραφεῖ» τήν ψυχική
του κατάσταση ὁμολογώντας τήν «ταλαιπωρία» του καί τό πόσο δυστυχισμένος εἶναι!
«Τί δυστυχισμένος, ἀληθινά πού εἶμαι! Ποιός μπορεῖ νά μέ λυτρώσει ἀπό τήν ὕπαρξη
αὐτή, πού ἔχει ὑποταχτεῖ στόν θάνατο;» Κι αὐτό γιατί «θέλω νά κάνω τό καλό, δέν
βρίσκω ὅμως τή δύναμη νά τό μετατρέψω σέ πράξη… Ἐσωτερικά συμφωνῶ καί χαίρομαι
μέ ὅσα λέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, διαπιστώνω ὅμως πως ἡ πράξη μου ἀκολουθεῖ ἕναν ἄλλον
νόμο… τόν νόμο τῆς ἁμαρτίας». Γι’ αὐτό καί ὁ ὑμνογράφος φτάνει στό σημεῖο, τό ὄντως
τρομακτικό, νά λέει: «βρίσκομαι ριγμένος στό κρεβάτι τῆς ἀπόγνωσης!» Τῆς ἀπόγνωσης
ὅμως ὡς πρός τόν ἑαυτό του καί τίς δικές του δυνάμεις. Ἀλλά εἶναι πιστός καί ἔχει
ἐμπιστοσύνη στή δύναμη τοῦ Κυρίου καί στό ἄπειρο ἔλεός Του. Σ’ Ἐκεῖνον
στρέφεται μέ πίστη, καταθέτοντας τήν ἀδυναμία καί τήν ἀσθένειά του. Καί Τόν
παρακαλεῖ νά Τόν ἐπισκεφτεῖ καί νά τοῦ δώσει τή χάρη Του, ὅσο βρίσκεται στή ζωή
αὐτή, γιατί ξέρει ὅτι ἡ μετάνοια πού εἶναι τό φάρμακο γιά κάθε ἁμαρτία, ὅσο
μεγάλη καί ποικίλη κι ἄν εἶναι, εἶναι γιά ὅσο ζοῦμε στόν κόσμο τοῦτο. «Ἐν τῷ Ἅδῃ
οὐκ ἔστιν μετάνοια». Λοιπόν, «μήν ἐπιτρέψεις, Κύριε», λέει, «νά εἶμαι
κοιμισμένος καί ράθυμος ὅσο διαρκεῖ ἡ ζωή αὐτή, καί ξυπνήσω ὅταν πιά ἔλθει ἡ ὥρα
τοῦ θανάτου, γιατί τότε θά εἶναι πολύ ἀργά». Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου θά ἔχει δύο
χαρακτηριστικά, κατά τόν ποιητή: πρῶτον, θά φανερώνει τήν ἀγάπη Ἐκείνου μέσα
στή δική του ἁμαρτωλή καρδιά· δεύτερον, θά τόν ὁδηγεῖ σέ δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός
Του. Τό ὅλο σκεπτικό τοῦ τροπαρίου τό βλέπουμε σέ ὅλους τούς βίους τῶν ἁγίων
μας, τό βλέπουμε καί ὡς πρακτική καί στούς μεγάλους ἁγίους Γέροντες τῆς ἐποχῆς
μας. Σάν ἐκείνη μέ τόν ἅγιο Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, ὁ ὁποῖος στήν περίπτωση
ἑνός πολύπαθου καί ἀπελπισμένου ἀνθρώπου, τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι, τόν ὁδήγησε
μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ εἶπε μέ μεγάλη πίστη καί ἀγάπη:
«Λοιπόν, γιά τή συγκεκριμένη κατάστασή σας, τό μόνο πού μποροῦμε νά κάνουμε εἶναι
νά τήν ἐναποθέσουμε ἐδῶ».
π. Γεώργιος Δορμπαράκης -Ακολουθείν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου