Το
δώρο και η γλωσσική του οικογένεια
της Ευαγγελίας
Μπίτου, φιλολόγου
Τα δώρα, συνδεδεμένα με σημαντικά και ευχάριστα γεγονότα
- γέννηση παιδιού, γενέθλια, ονομαστικές
εορτές, γάμους… - αρέσουν πολύ στα παιδιά, αλλά τα χαίρονται και οι μεγάλοι, οι
οποίοι συνηθίζουν να ανταλλάσσουν δώρα.
Πολλά τα είδη δώρων: ακριβά, πανάκριβα, πολύτιμα, σπάνια, πλούσια, αλλά και φθηνά, πτωχά, συμβολικά, πρακτικά και αναμνηστικά. Ανάμνηση πάντως αποτελεί πλέον το δώρο των Χριστουγέννων και του Πάσχα για τους περισσότερους εργαζομένους. Στα θεία δώρα, τα ουράνια, ανήκει η ζωή και η ελευθερία, που είναι ανεκτίμητα και δεν πωλούνται πουθενά. Δώρο Θεού είναι και το ανέλπιστο καλό. Στην Εκκλησία υπάρχουν τα Τίμια, τα Άγια Δώρα, και σε όλους τους πιστούς μετά τη θεία Λειτουργία δίνεται το αντίδωρο (αντί δώρου).
Το δώρο, παράγωγο του ρήματος δίδωμι (δίνω), ανήκει σε μεγάλη
γλωσσική οικογένεια. Δότης είναι το ενεργούν πρόσωπο σε
ποικίλες ενέργειες: δότης οργάνων, εργοδότης, αιμοδότης, βηματοδότης, σηματοδότης, αναμεταδότης, εκδότης, αλλά
και καταδότης, προδότης… Η ενέργεια
πάλι λέγεται δόσιμο. Συχνά
χρησιμοποιείται και η λέξη δόση, η καθορισμένη
ποσότητα χρημάτων, φαρμάκων, ουσιών, αλλά
και αληθείας, βίας ή και ειρωνείας
ακόμη. Με τη δόση σχετίζονται τα σύνθετα
δοσοληψία, δοσολογία, δοσίμετρο, αλλά και ο γνωστός στους μεγαλυτέρους δοσατζής, που γυρνούσε στις γειτονιές
και πωλούσε με δόσεις, όταν η Ελλάδα
προσπαθούσε να κλείσει τις πληγές της μετά τον πόλεμο. Της αυτής οικογενείας
και η πτώση δοτική, ουσιαστικοποιημένο
το θηλυκό του επιθέτου δοτικός (δοτικός άνθρωπος).
Δεν ξαφνιάζουν τα πολλά παράγωγα του ρήματος δίδωμι
(δίνω), διότι το δοῦναι και λαβεῖν, το δίνω και παίρνω, οι
συναλλαγές, είναι βασικό στοιχείο της καθημερινότητας, τόσο στον χώρο
της οικονομίας όσο και των κοινωνικών σχέσεων.
Σύμφωνα βέβαια με την πολιτιστική μας παράδοση, «μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν» ( Πράξ.
20,35), καλύτερο δηλαδή είναι να δίνεις παρά να παίρνεις. Όσοι όμως επιδιώκουν
με κάθε τρόπο το ατομικό τους συμφέρον, σκέφτονται ότι αυτό ισχύει για τους
αφελείς.
Ανάμεσα στα άλλα που δίνονται είναι και τα δώρα, που προσφέρονται εκουσίως,
χωρίς απαίτηση ανταποδόσεως, χαρίζονται δηλαδή, και χαρίζουν χαρά, επειδή
συνήθως αποτελούν εκδήλωση φιλικών αισθημάτων - αγάπης, εκτίμησης,
ευγνωμοσύνης, εύνοιας…-, τα οποία ζεσταίνουν τις καρδιές των ανθρώπων και
ενισχύουν τις διαπροσωπικές σχέσεις. Έτσι, τα
δώρα έχουν και συναισθηματική αξία, η λαϊκή
δε σοφία σχολιάζει: «Το δώρο δεν
δωρίζεται, κι αν δωρισθεί γνωρίζεται».
Συνδέονται λοιπόν τα δώρα με αισθήματα, και ως εκ
τούτου έχει σημασία το πώς δίνει κανείς και γιατί δίνει ένα δώρο∙
δεν αρκεί να δωρίζει. Μετράνε πολύ η διάθεση με την οποία δωρίζεται κάτι, αλλά και ο σκοπός του προσφέροντος το δώρο. «Τά ροΐδια
καί διά τήν ἔμφυτον χάριν καί διά τήν τοῦ πεπομφότος διάθεσιν ἀποδοχῆς
ἔτυχε παρ’ ἡμῖν οἱας καί ἔδει…» (Από την εργασία «ΤΟ ΔΩΡΟ» ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ
ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ» του συγγραφέα Γεωργίου
Αθ. Κλήμου), γράφει ο Θεόφιλος Κορυδαλέας στον Ευγένιο Γιαννούλη
που του τα έστειλε∙ τα ρόδια δηλαδή και για τη φυσική τους χάρη - είναι όμορφα
και εύγευστα φρούτα - και για την
ευγενική, φιλική διάθεση αυτού που τα έστειλε έγιναν δεκτά με ανάλογη διάθεση.
Τη σχετική υπερτρισχιλιετή εμπειρία του λαού μας καταγράφει η γλώσσα
μας παραστατικά και ευσύνοπτα: Δίνει, χαρίζει, κανείς με την καρδιά του, δίνει απλόχερα, δίνει με τα δυο του χέρια, αλλά
κάποτε δίνει και με μισή καρδιά. Δίνει
κανείς το αίμα του ή και τη ζωή για κάποιον που αγαπάει, για την πατρίδα
του και τα πιστεύω του. Κάποτε όμως «δίνει,
δωρίζει, αυγό, για να πάρει κότα», προειδοποιεί η λαϊκή σοφία, και τότε στο
νου έρχεται το «Φοβοῦ τοὺς Δαναοὺς καὶ δῶρα φέροντας»
(“Timeo Danaos et dona ferentes”)( Βιργιλίου
Αινειάδα, II 49).
Τότε δεν είναι
δωρεά, διότι υπηρετεί σκοπιμότητα και υποκρύπτει συμφέρον. Για ενέργεια που στοχεύει, προσφέροντας δώρο, στην εξαπάτηση ή σε εξαγορά
συνειδήσεων, η γλώσσα μας έχει τις λέξεις δωροδοκία
και δωροληψία.
Σημασία έχει και ο αντίκτυπος του δώρου. Τα δώρα δίνουν
χαρά, ενισχύουν τις διαπροσωπικές σχέσεις, όταν προσφέρονται με ευγένεια,
διακριτικότητα και τον δέοντα σεβασμό, όταν δεν δεσμεύουν την ελευθερία του
άλλου. Όμως τα ακριβά δώρα, όταν καθίστανται
χρέος ανεξόφλητο, βάρος πιεστικό, αντί να στερεώνουν αισθήματα, διαλύουν
σχέσεις και τότε το δώρο είναι άδωρο.
Συνώνυμο η δωρεά,
η ανιδιοτελής προσφορά, η χορηγία για κοινωφελή έργα που ανακουφίζει. «Δωρεὰν ἐλάβετε,
δωρεὰν δότε» (Ματθ. 10,8) ακούμε στην Εκκλησία.
Από αυτή το επίρρημα δωρεάν, χωρίς αμοιβή. «Δωρεάν παδεία» ήταν το σύνθημα της
αγωνιστικής γενεάς του 114. Το πόσο δωρεάν
είναι σήμερα η παιδεία και η υγεία στην Ελλάδα μας, είναι ένα καλό ερώτημα. Από
το δώρο προέρχονται τα ρήματα δωρίζω και δωρώ, που δεν
χρησιμοποιείται σήμερα, και από το δωρώ παράγεται το δώρημα - «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν
ἐστι καταβαῖνον …(Ιακ. 1,17) -, συνώνυμο του δώρου, που δηλώνει όμως κάτι βαθύτερο: το αποτέλεσμα της δωρεάς.
Κοντολογίς, ενδιαφέρουσα αποδείχθηκε η γλωσσική
οικογένεια του δώρου και κιβωτός πείρας χιλιετιών, πολύτιμης, η γλώσσα μας που
καταγράφει την εμπειρία του λαού της ευσύνοπτα και παραστατικά, με αποτέλεσμα
να απομνημονεύεται εύκολα και να παραδίδεται στις επόμενες γενεές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου