Σχόλιο «Μαμά Μπαμπάς και Παιδιά»: Διαπιστώνουμε πως μέρος του επιστημονικού, νομικού και πολιτικού κόσμου έχουν παρασυρθεί προς την αυθαίρετη και αντιεπιστημονική άποψη πως το φύλο μπορεί να αποτελεί προσωπική επιλογή ή και να μεταβληθεί κατόπιν «επεμβάσεων».(1) Δηλαδή πως ένας βιολογικός άνδρας μπορεί να προσδιορίζεται ως γυναίκα ή το αντίθετο, και δικαιούται να γίνει αποδεκτός με τη νέα του ταυτότητα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ή ιδεολογικά αυτή υποκινούμενη θέση, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια μεμονωμένη ατυχής άποψη, φαίνεται όμως πως με κάποιο τρόπο προωθείται η νομιμοποίηση τέτοιου τύπου αντιλήψεων. Κάθε άτομο είναι άξιο σεβασμού ασχέτως των απόψεών του, η νομική όμως κατοχύρωση τέτοιων θέσεων ως φυσιολογικών, το οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση και αποδιοργανώνει το ίδιο και την κοινωνία. Πιο κάτω αναφέρουμε τους επιστημονικούς λόγους για τους οποίους οι άνδρες και οι γυναίκες είναι ξεχωριστοί από βιολογική και ιατρική άποψη και δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ποτέ πως μεταβαίνουν στο αντίθετο φύλο.
______________________
Sex is a Biological Trait of Medical Significance
American College of Pediatricians – March 2021
Εν μέσω της κοινωνικής αμφισβήτησης για τη δυαδικότητα του φύλου, το Αμερικανικό Κολλέγιο Παιδιάτρων (ACPeds) ανησυχεί ότι η ιατρική επιστήμη κινδυνεύει να απαρνηθεί την πραγματικότητα του βιολογικού φύλου. Το φύλο είναι ένα διμορφικό, έμφυτο χαρακτηριστικό που ορίζεται σε σχέση με τον βιολογικό ρόλο ενός οργανισμού στην αναπαραγωγή. Στον άνθρωπο, ο πρωτογενής προσδιορισμός του φύλου συμβαίνει κατά τη γονιμοποίηση και κατευθύνεται από ένα σύνολο γονιδίων καθορισμού φύλου που βρίσκονται στα χρωμοσώματα Χ και Υ. Αυτή η γενετική υπογραφή υπάρχει σε κάθε πυρήνα των εμπύρηνων σωματικών κυττάρων και δεν μεταβάλλεται ούτε με φάρμακα ούτε με χειρουργικές επεμβάσεις. Οι διαφορές φύλου προκύπτουν με τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικούς γενετικούς μηχανισμούς, και επιπρόσθετα μέσα από τις δράσεις των ορμονών του φύλου και τις περιβαλλοντικές επιδράσεις. Η σοβαρή ενασχόληση με αυτές τις έμφυτες διαφορές είναι ζωτικής σημασίας για την άσκηση σωστής ιατρική πρακτικής και για την ανάπτυξη υγιούς δημόσιας πολιτικής για τα παιδιά και τους ενήλικες.
Τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας καλούν τους επιστήμονες και τους γιατρούς να συμπεριλάβουν το φύλο ως βιολογική μεταβλητή σε όλες τις πτυχές της υγειονομικής περίθαλψης.(1) Αν και δεν είναι πλήρως κατανοητό φαινόμενο, ωστόσο η πραγματικότητα του σεξουαλικού διμορφισμού και η σημασία του για την υγεία έχουν τεκμηριωθεί εδώ και δεκαετίες. (2) Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, ο ιατρικός τομέας έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την αμφισβήτηση της δυαδικής υπόστασης του φύλου από την κοινωνία. (3,4). Όλο και περισσότερο, γιατροί όπως η Dr. Deanna Adkins, Associate Professor of Pediatrics στο Duke University School of Medicine και Director of Duke Child and Adolescent Gender Care, διδάσκουν πως «Είναι αντίθετο με την ιατρική επιστήμη να γίνεται χρήση των χρωμοσωμάτων, ορμονών, εσωτερικών αναπαραγωγικών οργάνων, εξωτερικών γεννητικών οργάνων ή δευτερογενών χαρακτηριστικών φύλου για να γίνεται παράκαμψη της ταυτότητας φύλου για τους σκοπούς της ταξινόμησης κάποιου ως άνδρα ή γυναίκας». (5) Συνέπεια αυτού του ιδεολογικού ισχυρισμού είναι ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν τα άτομα είναι άντρες ή γυναίκες, εκτός εάν τα εν λόγω άτομα το γνωστοποιήσουν. Κατά συνέπεια, οι παιδίατροι προειδοποιούνται να μην «καταχωρούν το φύλο» στα νεογέννητα λόγω του φόβου ότι αυτό θα μπορούσε να έλθει σε σύγκρουση με την αυτοαναφερόμενη ταυτότητα φύλου των νεογνών αργότερα στην παιδική ηλικία. (6).
Αυτοί οι ισχυρισμοί είναι αντίθετοι με την άποψη ότι το φυσικό, βιολογικό φύλο δεν είναι μια γνώμη που μπορεί κανείς να τη «τακτοποιήσει» με ή και χωρίς τη βούλησή του. Οι παιδίατροι δεν «αποδίδουν» το φύλο σε ένα βρέφος. Το ανακοινώνουν με βάση τη φυσική πραγματικότητα του σώματος του βρέφους που εξετάζουν. Αυτό το αυξανόμενο κίνημα για άρνηση της φυσικής πραγματικότητας του σεξουαλικού διμορφισμού απαιτεί μια επικίνδυνη απόρριψη τόσο της επιστήμης όσο και της ιατρικής ηθικής, που θα προκαλέσει σοβαρή βλάβη στα άτομα και την κοινωνία γενικά εάν γίνει ευρέως αποδεκτή.
Οι όροι φύλο και ταυτότητα φύλου δεν είναι ταυτόσημες έννοιες. Σύμφωνα με την 5η έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5), ως ταυτότητα φύλου ορίζεται ο «ζωντανός ρόλος» του άνδρα ή της γυναίκας, όπως προκύπτει από την αλληλεπίδραση των πολιτιστικών και ψυχολογικών παραγόντων με τη βιολογική ταυτότητα ενός ατόμου. Η ταυτότητα του φύλου ορίζεται επίσης ως «μια κατηγορία κοινωνικής ταυτότητας» που καθορίζεται από την αλληλεπίδραση πολιτισμικών, ψυχολογικών και βιολογικών παραγόντων.(7) Οι ασυνεπείς με τη βιολογία ταυτότητες φύλου μπορεί να εναρμονισθούν με το βιολογικό φύλο κατά τη διάρκεια της ζωής, κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, της εφηβείας και της ενηλικίωσης. Με άλλα λόγια, η δυσφορία φύλου (η οποία έως το 2013 χαρακτηρίζονταν ως διαταραχή ταυτότητας φύλου) μπορεί να σταματήσει. (8,9,10). Σαφώς, η ταυτότητα του φύλου, που έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τη ψυχολογική άνεση ή δυσφορία απέναντι στο βιολογικό φύλο, δεν είναι έμφυτη ούτε αμετάβλητη και δεν καθορίζει με κανέναν τρόπο το βιολογικό φύλο.
Η ιατρική έχει ορίσει εδώ και πολύ καιρό το φύλο ως ένα βιολογικό χαρακτηριστικό που διακρίνει τα έμβια όντα ως άρρενα ή θήλεα με βάση το σύμπλεγμα των χρωμοσωμάτων του φύλου, την παρουσία διακριτών αναπαραγωγικών οργάνων και των σαφώς διαμορφωμένων γεννητικών τους οργάνων. (2) Αυτός ο ορισμός δεν είναι αυθαίρετος. Στις επιστήμες της ζωής, το φύλο ορίζεται ανάλογα με το εάν ένας οργανισμός είναι δομημένος για να δωρίζει ή να λαμβάνει γενετικό υλικό κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής διαδικασίας. Οι οργανισμοί που δίνουν γενετικό υλικό ταξινομούνται ως άρρενες ενώ εκείνοι που λαμβάνουν γενετικό υλικό ταξινομούνται ως θήλεις. Τα ανθρώπινα όντα, όπως και όλα τα θηλαστικά, αναπαράγονται σεξουαλικά. Εξ ορισμού, ένα τέτοιο αναπαραγωγικό σύστημα είναι ένα δυαδικό σύστημα. Απαιτεί τη συνεργασία δύο ξεχωριστών ομάδων αναπαραγωγικών οργάνων που δημιουργούν και διευκολύνουν την ένωση δύο ξεχωριστών γαμετών, του σπερματοζωαρίου και του ωαρίου, για να γίνει η σύλληψη ενός νέου οργανισμού. Ο όρος άρρεν-άνδρας χαρακτηρίζει τα μέλη του είδους που έχουν αναπαραγωγικά όργανα δομημένα ώστε να παράγουν σπέρμα και να το παραδίδουν στα θήλεα μέλη του είδους. Ο όρος θήλυ-γυναίκα, ορίζει τα μέλη του είδους που έχουν αναπαραγωγικά όργανα δομημένα για να παράγουν ωάρια, να λαμβάνουν σπέρμα, μετά να κυοφορούν και να γεννούν τον συλληφθέντα απόγονο. Ο ορισμός του φύλου σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο ένας οργανισμός είναι εγγενώς δομημένος για να συμμετέχει στην αναπαραγωγή του είδους είναι ένας σταθερός και καθολικά εφαρμόσιμος προσδιορισμός που επιτρέπει την συνεπή και ακριβή διαφοροποίηση των ανδρών από τις γυναίκες ακόμα και όταν τα άτομα παρουσιάζουν συμπεριφορές που δεν είναι πολιτισμικά χαρακτηριστικές των ανδρών ή των γυναικών. (11).
Ο πρωτογενής προσδιορισμός του φύλου στον άνθρωπο γίνεται κατά τη γονιμοποίηση και εξαρτάται από τα δύο φυλετικά χρωμοσώματα του ζυγώτη, ή πιο συγκεκριμένα, από την παρουσία ή την απουσία γενετικού υλικού το οποίο υπάρχει κανονικά στο χρωμόσωμα Υ. Χωρίς γενετικές διαταραχές, τα θηλυκά περιέχουν δύο χρωμοσώματα Χ σε κάθε πυρήνα σωματικού κυττάρου και τα αρσενικά διαθέτουν χρωμόσωμα Χ και Υ σε κάθε πυρήνα του σωματικού κυττάρου τους. (12,13) Παρεμβάσεις που αλλάζουν τη σεξουαλική εμφάνιση ενός ατόμου δεν μεταβάλλουν τον γενετικό κώδικα του ατόμου. Επομένως, το βιολογικό φύλο δεν αλλάζει. Η χορήγηση ορμονών φύλου και άλλων φαρμάκων μπορεί να αλλάξει την εμφάνιση και τη φυσιολογία σε ποικίλους βαθμούς, αλλά αυτές οι χημικές ουσίες δεν αλλάζουν με κανένα τρόπο το βιολογικό φύλο. Κανένα ποσοστό ιατρικής παρέμβασης δεν μπορεί να «μεταφέρει» οποιοδήποτε άτομο από το ένα φύλο στο άλλο.
Οι διαταραχές της ανάπτυξης του φύλου, (DSD), που συνήθως αναφέρονται ως intersex καταστάσεις, είναι ασθένειες στις οποίες διαταράσσεται η φυσιολογική φυλετική διαφοροποίηση και λειτουργία. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι DSD αποδεικνύουν την ύπαρξη περισσότερων από δύο φύλων. (4,14,15). Ωστόσο, οι DSD δεν αντιπροσωπεύουν κάποια πρόσθετα αναπαραγωγικά όργανα, γονάδες ή γαμέτες. Επομένως, εξ ορισμού, οι DSD δεν αποτελούν επιπλέον φύλο. Το ανθρώπινο φύλο είναι δυαδικό, όχι φάσμα. Στην πραγματικότητα, οι DSD αποτελούν σύνολο από σπάνιες συγγενείς διαταραχές που επηρεάζουν το 0,02% του πληθυσμού στον οποίο είτε τα γεννητικά όργανα είναι διφορούμενα στην εμφάνιση, είτε τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του φύλου ενός ατόμου δεν ταιριάζουν με αυτό που θα περίμενε κανείς δεδομένης της χρωμοσωμικής σύστασης του ατόμου αυτού. (16,17) . Σε άμεση συσχέτιση με τη διαταραγμένη φύση αυτών των καταστάσεων, όλες οι DSD σχετίζονται με μειωμένη γονιμότητα.
Τα γονίδια που βρίσκονται στα φυλετικά χρωμοσώματα αποτελούν το υπόβαθρο πολλών διαφορών μεταξύ ανδρών και γυναικών. Οι ορμόνες του φύλου, οι οποίες τελικά καθορίζονται από αυτά τα γονίδια, είναι ο δεύτερος παράγοντας επιρροής. Οι διακυμάνσεις των ορμονών του φύλου ασκούν σημαντική επίδραση κατά την προγεννητική περίοδο στους άνδρες, κατά τη διάρκεια των αναπαραγωγικών ετών στις γυναίκες, και κατά την εφηβεία και τη μέση ηλικία και στα δύο φύλα.(2)
Ο πρώτος μηχανισμός περιλαμβάνει τις δράσεις των χρωμοσωμάτων του φύλου Τα γονίδια που υπάρχουν στο χρωμόσωμα Υ επηρεάζουν την άρρενα ανάπτυξη και λειτουργία σε πολλαπλά όργανα εντός αλλά και πέρα από το αναπαραγωγικό σύστημα. Μεταξύ των γυναικών, η τυχαιοποιημένη απενεργοποίηση των μισών από τα Χ χρωμοσώματα τους, ασκεί γενετική επίδραση της οποίας δεν έχουν εμπειρία τα άρρενα άτομα. Για παράδειγμα, η τυχαία αδρανοποίηση των Χ χρωμοσωμάτων προστατεύει τα θήλεα άτομα από υπολειπόμενες νόσους όπως η αιμορροφιλία Α και η μυϊκή δυστροφία τύπου Duchenne, και αυτός είναι ο λόγος που αυτές οι διαταραχές επηρεάζουν κυρίως αγόρια και άνδρες και όχι γυναίκες.(20)
Ένας δεύτερος μηχανισμός περιλαμβάνει τα φυλο-εξαρτώμενα κατώφλια της γενετικής ευαισθησίας. Η επικράτηση των αρρένων στη πυλωρική στένωση των βρεφών, (μια πάχυνση του μυός του πυλωρού που εμποδίζει το στομάχι να αδειάσει στο λεπτό έντερο) εμπίπτει σε αυτήν την κατηγορία. (19)
Δύο επιπλέον γενετικοί μηχανισμοί που υπογραμμίζουν τον σεξουαλικό διμορφισμό περιλαμβάνουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ γονιδίων και περιβάλλοντος, και διαφορετική γονιδιακή έκφραση ανάλογα με το φύλο.(19) Όσον αφορά το τελευταίο, έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 6500 κοινά γονίδια που εκφράζονται διαφορετικά στους άνδρες και τις γυναίκες.(21)
Το 2001, το Ινστιτούτο Ιατρικής (Institute of Medicine, IOM) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η γενετική του φύλου συμβάλλει σημαντικά ώστε οι άνδρες να έχουν διαφορετικές τάσεις για τα νοσήματα σε σχέση με τις γυναίκες, φυλο-εξαρτώμενες αντιδράσεις στον πόνο, τα φάρμακα και τις τοξίνες, διαφορές ανάλογα με το φύλο στις γνωστικές και συναισθηματικές διαδικασίες, διαφοροποίηση ανάλογη του φύλου στη συμπεριφορά κι άλλα. Το Ινστιτούτο διαπίστωσε ότι η φυλετικά διαφοροποιημένη γενετική και οι ορμόνες του φύλου είναι οι δύο κύριοι λόγοι για τους οποίους οι ασθένειες που προσβάλλουν και τα δύο φύλα, έχουν συχνά διαφορετική συχνότητα, εκδηλώσεις και ανταπόκριση στη θεραπεία, στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες. Ως εκ τούτου, το Ινστιτούτο εξέφρασε την άποψη ότι είναι ίσως καλύτερο να υπάρξουν διαφορετικές προληπτικές, διαγνωστικές και θεραπευτικές προσεγγίσεις, για καλύτερα αποτελέσματα στους άνδρες και στις γυναίκες.(2) Στο υπόλοιπο αυτής της δήλωσης το Ινστιτούτο θα επισημάνει ορισμένες από τις διαφορές φύλου που έχουν εντοπιστεί στους τομείς της νευροεπιστήμης, της φαρμακολογίας, της καρδιαγγειακής υγείας και της αθλιατρικής μέσα στα χρόνια που πέρασαν από τη δημοσίευση αυτής της αξιολόγησης-ορόσημου του IOM.
Ενώ οι άρρενες και θήλεις εγκέφαλοι είναι περισσότερο όμοιοι από όσο είναι διαφορετικοί, η επίδραση του φύλου στον εγκέφαλο έχει αποδειχθεί «σε κάθε επίπεδο της νευροεπιστήμης από την ανθρώπινη συμπεριφορά έως το ιοντικό κανάλι». (22) Τουλάχιστον μια δεκαετία έρευνας στον τομέα της νευροεπιστήμης έχει βρει ποικίλου βαθμού φυλετικό διμορφισμό στη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου καθ 'όλη τη διάρκεια ζωής.(23) Στην πραγματικότητα, έχουν εντοπιστεί διαφορές του φύλου μεταξύ όλων των κύριων παραμέτρων του εγκεφάλου, στις οποίες περιλαμβάνονται:
Υψηλότερα ποσοστά αιματικής ροής στον εγκέφαλο, υψηλότερο ποσοστό ιστού φαιάς ουσίας και υψηλότερη δια-ημισφαιρική συνδεσιμότητα στις γυναίκες, σε σύγκριση με το υψηλότερο ποσοστό λευκής ουσίας και μεγαλύτερη ενδοημισφαιρική συνδεσιμότητα, και υψηλότερο ρυθμό μεταβολισμού γλυκόζης στο λιμπικό σύστημα (σχετιζόμενο με τη σεξουαλική επιθυμία) στους άνδρες. Πολλές από αυτές τις διαφορές εμφανίζονται ήδη κατά την παιδική ηλικία, γίνονται όμως πιο εμφανείς με την εφηβεία, και ίσως συνδέονται με τη δράση των ορμονών του φύλου κατά την εφηβεία (24).
Πιο πρόσφατα, οι διαφορές φύλου στη νευρική συνδεσιμότητα καταδείχθηκαν επίσης για όλη τη διάρκεια της προγεννητικής περιόδου (25) Αυτές οι θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των φύλων στον εγκέφαλο φαίνεται να μεταφράζονται σε διαφορές στη γνωστική επεξεργασία, την οπτική επεξεργασία, την ακουστική επεξεργασία, τις κοινωνικές δεξιότητες και πολλά άλλα. (26,27) Για παράδειγμα, οι άνδρες τα καταφέρνουν καλύτερα στην αντίληψη του χώρου και τις εργασίες που απαιτούν κινητικές επιταχύνσεις. Αντίθετα, οι γυναίκες ξεπερνούν τους άνδρες σε εργασίες μνήμης και κοινωνικής γνώσης. (24)
Μερικοί αποδίδουν την υπεροχή των γυναικών στα κοινωνικά καθήκοντα αποκλειστικά στην καλλιέργεια. Ωστόσο, μια μελέτη 102 νεογνών αποδόμησε αυτήν την υπόθεση. Άρρενα και θήλεα νεογνά μιας ημέρας εξετάστηκαν για να φανεί εάν θα έδειχναν διαφορά στο χρόνο που αφιέρωναν να κοιτάζουν την εικόνα ενός προσώπου έναντι ενός κινούμενου περιστρεφόμενου παιγνιδιού. Τα άρρενα νεογέννητα εμφάνισαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το μηχανικό αντικείμενο, ενώ τα θηλυκά νεογέννητα εμφάνισαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το πρόσωπο, το οποίο αντιπροσωπεύει ένα κοινωνικό αντικείμενο. Δεδομένου ότι τα νεογνά μιας ημέρας δεν έχουν «καλλιεργηθεί», αυτά τα αποτελέσματα καταδεικνύουν σαφώς ότι οι διαφορές φύλου στην κοινωνική συμπεριφορά είναι τουλάχιστον εν μέρει έμφυτες (28).
Οι επιδράσεις των χρωμοσωμάτων του φύλου και των ορμονών του φύλου συμβάλλουν επίσης στις διαφορές του φύλου στις ψυχικές ασθένειες.(26) Για παράδειγμα, οι νευροαναπτυξιακές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένου του αυτισμού, της διαταραχής έλλειψης προσοχής, της σχιζοφρένειας και άλλων, επηρεάζουν δυσανάλογα τους άνδρες. (29,30,31) Αντίθετα, οι γυναίκες έχουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους διπλάσια ποσοστά κατάθλιψης και περισσότερες διαταραχές άγχους. (32,33)
Στην περίπτωση των διαταραχών χρήσης ουσιών, οι γυναίκες προχωρούν ταχύτερα από τη χρήση στην εξάρτηση, αναφέρουν πιο σοβαρή ανεπάρκεια σε τομείς όπως η απασχόληση, η κοινωνική / οικογενειακή και ιατρική λειτουργικότητα και υποφέρουν από υψηλότερα ποσοστά συνοδευτικών ψυχιατρικών διαταραχών. (34) Αυτό ερμηνεύεται τουλάχιστον εν μέρει από διαφορές των φύλων στο μεταβολισμό. Για παράδειγμα, η πρόσληψη αλκοόλ από τις γυναίκες συνήθως οδηγεί σε υψηλότερα επίπεδα αλκοόλ στο αίμα σε σύγκριση με τους άνδρες παρά την κατανάλωση ίσων όγκων. Αυτό έχει να κάνει με τη βιοδιαθεσιμότητα του αλκοόλ, λόγω διαφορών στον όγκο κατανομής και τη δραστηριότητα της αφυδρογονάσης του αλκοόλ στο στομάχι, που είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες από ό, τι στους άνδρες. (34,35)
Πολλά φάρμακα μεταβολίζονται επίσης διαφορετικά μεταξύ των φύλων λόγω της βιολογικής διακύμανσης στο μέγεθος του σώματος, στα επίπεδα των ορμονών του φύλου, στη δραστηριότητα των μεταβολικών ενζύμων, στην απορρόφηση, στους όγκους κατανομής και στους χρόνους ημίσειας ζωής (35) Διαφορές στο σωματικό λίπος και στην αιματική ροή των οργάνων έχουν ενοχοποιηθεί για την ταχύτερη έναρξη δράσης και την παρατεταμένη διάρκεια νευρομυϊκού αποκλεισμού στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες. (36) Οι διαφορές στο σωματικό λίπος και τη δέσμευση με τις πρωτεΐνες μεταξύ των φύλων εξηγούν τις φαρμακοκινητικές διαφορές που σχετίζονται με το φύλο στην κατανομή της διαζεπάμης. (36) Οι διαφορές του φύλου στο νεφρό, συμπεριλαμβανομένου του ρυθμού σπειραματικής διήθησης, σωληναριακής απέκκρισης και σωληναριακής επαναπορρόφησης οδηγεί σε νεφρική κάθαρση υψηλότερη γενικά στους άνδρες που προκαλεί διαφορές μεταξύ των φύλων στην απέκκριση πολλών φαρμάκων συμπεριλαμβανομένης της φαιντανύλης. (36)
Πρόσθετα παραδείγματα συγκεκριμένων διακυμάνσεων στα φάρμακα μεταξύ των φύλων είναι πολλά και πέρα από το στόχο αυτού του άρθρου. Ωστόσο, μια ανάλυση δεδομένων από το Σύστημα Αναφοράς Ανεπιθύμητων Συμβάντων, (Adverse Events Reporting System), και άλλων ανάλογων πηγών, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες όχι μόνο αντιμετωπίζουν συχνότερα από τους άνδρες ανεπιθύμητες ενέργειες από τη φαρμακευτική αγωγή , αλλά και τα ανεπιθύμητα συμβάντα είναι πιο σοβαρού χαρακτήρα. (36) Η πιο διαδεδομένη διαφορά φύλου στην κατηγορία αυτή, είναι ο υψηλότερος κίνδυνος στις γυναίκες για σύνδρομο μακρού QT προκαλούμενο από φάρμακα, με τα δύο τρίτα όλων των περιπτώσεων των θανατηφόρων αρρυθμιών τύπου torsades de pointe να εμφανίζονται σε γυναίκες. Αυτό οφείλεται στη μοναδική ηλεκτροφυσιολογία των γυναικών που δίνει συνήθως μεγαλύτερο διάστημα QT από αυτό των ανδρών. (37) Σαφώς, η γνώση αυτών των διαφορών είναι ζωτικής σημασίας για το σχεδιασμό και την εφαρμογή των βέλτιστων πρωτοκόλλων ιατρικής θεραπείας. Για το λόγο αυτό υπάρχουν κανονισμοί και οδηγίες του FDA που διασφαλίζουν ότι και τα δύο φύλα αντιπροσωπεύονται ισότιμα σε όλες τις φάσεις των κλινικών δοκιμών και ότι τα ιατρικά προϊόντα φέρουν σήμανση για να προειδοποιούν τους γιατρούς και τους ασθενείς για τις διαφορές φύλου στις αντιδράσεις στα φάρμακα.(38)
«Οι καρδιαγγειακές παθήσεις εμφανίζονται και εξελίσσονται διαφορετικά στα δύο φύλα, επειδή οι διαφορετικοί βιολογικοί παράγοντες μεταξύ των δύο φύλων έχουν ανάλογες με το φύλο συγκεκριμένες προστατευτικές ή επιβλαβείς επιδράσεις.» (39) Για παράδειγμα, έχει από καιρό αναγνωριστεί ότι οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν σημαντικά διαφορετικούς παράγοντες κινδύνου σε σχέση με τις αρρυθμίες. Μετά την εκδήλωση κολπικής μαρμαρυγής, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας, παρουσιάζουν περισσότερα συμπτώματα και έχουν υψηλότερα ποσοστά υποτροπής μετά την αντιμετώπισή της με ηλεκτροκαυτηριασμό, (ablation). Οι γυναίκες εμφανίζουν επίσης υψηλότερα ποσοστά αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου που σχετίζεται με κολπική μαρμαρυγή και μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο. (37)
Ωστόσο, εάν εξαιρέσουμε τις αρρυθμίες, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν συνολικά χαμηλότερο κίνδυνο αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου από τους άνδρες πριν από την εμμηνόπαυση και υψηλότερο κίνδυνο αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου μετά την εμμηνόπαυση.(39,40,41). Η δράση των οιστρογόνων στον καρδιαγγειακό ιστό συμβάλλει σε αυτόν τον γενικά χαμηλότερο κίνδυνο στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες , αλλά η θεραπεία αποκατάστασης ορμονών μετά την εμμηνόπαυση δεν μετριάζει τον αυξημένο κίνδυνο για τις γυναίκες σε αυτήν την περίοδο της ζωής τους. Επομένως, τόσο οι ορμονικές όσο και οι διαφορές λόγω των χρωμοσωμάτων του φύλου φαίνεται να συμβάλλουν στη διαφορά στον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου μεταξύ ανδρών και γυναικών. (39,40,41). Τέλος, και στα δύο φύλα, το 80% του κινδύνου εμφάνισης οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου οφείλεται σε παχυσαρκία, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, κάπνισμα και διαβήτη. (37) Ωστόσο, στις γυναίκες, ο διαβήτης σχετίζεται με εξαπλάσια αυξημένο κίνδυνο για στεφανιαία νόσο σε σύγκριση με τον τριπλάσια αυξημένο κίνδυνο μεταξύ των ανδρών με διαβήτη. (37) Επιπλέον, τα διαβητικά θήλεα άτομα με στεφανιαία νόσο αντιμετωπίζουν τριπλάσιο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας, ενώ τα διαβητικά άρρενα άτομα έχουν μόνο ελάχιστα αυξημένο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας.(37) Όταν συσχετίζεται με την ηλικία, τα νεαρά θήλεα άτομα με στεφανιαία νόσο έχουν χειρότερα αποτελέσματα από τα νεαρά άρρενα με στεφανιαία νόσο.(37) Στη μέση ενός εμφράγματος μυοκαρδίου σχεδόν τα μισά από τα θήλεα δεν αναφέρουν πόνο στο στήθος. Αντ’ αυτού, οι γυναίκες συχνά παρουσιάζουν δύσπνοια, κόπωση, διαταραχές του ύπνου, δυσπεψία και άγχος. Εξαιτίας αυτού, η έγκαιρη διάγνωση του εμφράγματος του μυοκαρδίου στις γυναίκες συχνά καθυστερεί. (37) Επιπλέον, η δοκιμασία κόπωσης έχει χαμηλότερη ειδικότητα και ευαισθησία στις γυναίκες. Η προτιμώμενη διαγνωστική μέθοδος για την στεφανιαία νόσο στις γυναίκες είναι η το stress echo, (η υπερηχογραφία κόπωσης).
Η μακροχρόνια έρευνα σε πρωταθλητές απέδειξε σταθερά ότι, όταν έχουν κάνει την ίδια προπόνηση, οι άρρενες ξεπερνούν τις γυναίκες στη ταχύτητα και στη δύναμη.(42) Αν και τα αποτελέσματα αυτά σχετίζονται κυρίως με τις ορμόνες, αυτές οι διαφορές είναι επίσης το αποτέλεσμα της διαφορετικής έκφρασης των γονιδίων βάσει του φύλου. Μελέτες έχουν εντοπίσει πάνω από 3.000 γονίδια που εκφράζονται διαφορετικά στους σκελετικούς μύες ανδρών και γυναικών, συμβάλλοντας στη διαφορά στη σύνθεση των μυικών ινών σκελετικού τύπου, που οδηγεί σε διαφορά μεταξύ των φύλων στην ανάνηψη από την κόπωση των σκελετικών μυών και τον έλεγχο της αντοχής. Αυτά τα ευρήματα συνάδουν με μελέτες σε ζώα που διαπιστώνουν ότι η επίτευξη ενός επιπέδου σύσπασης και η χαλάρωση του μυός συμβαίνουν ταχύτερα κατά την κόπωση στις μυικές ίνες των ανδρών σε σχέση με τις γυναικείες μυικές ίνες, ενώ η αντοχή είναι υψηλότερη και η ανάνηψη είναι ταχύτερη στις γυναικείες μυϊκές ίνες έναντι των αρρένων μυικών ινών.(43)
Υπάρχουν επίσης εμφανείς ανατομικές μυοσκελετικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων. Για παράδειγμα, τα μεγαλύτερα και πυκνότερα οστά των ανδρών έχουν ως αποτέλεσμα ψηλότερο ανάστημα και μεγαλύτερο υπομόχλιο που παρέχει μηχανικό πλεονέκτημα στην άσκηση της μυικής δύναμης των άκρων σε δραστηριότητες άλματος, ρίψης και άλλων αθλημάτων που απαιτούν αιφνίδια δράση.(44). Ακόμη και κατά την γέννηση το μέσο άρρεν νεογνό είναι υψηλότερο και βαρύτερο από το μέσο θήλυ νεογνό. Αυτό το πλεονέκτημα συνεχίζεται στα περισσότερα αθλήματα, συσχετίζεται και με τα επίπεδα ανάπτυξης αναπαραγωγικών οργάνων κατά Tanner , (Tanner Stage εφηβείας), και καθ 'όλη τη διάρκεια της ζωής. Διαφορές στην οστική μάζα του σκελετού υπάρχουν πριν από την εφηβεία, με τα αγόρια να έχουν παχύτερα σπονδυλικά σώματα από τα κορίτσια του ίδιου ύψους, βάρους και ηλικίας. (45)
Ο κύριος παράγων που επηρεάζει την αθλητική απόδοση των ανδρών έναντι των γυναικών είναι ο ορμονικός, ιδιαίτερα κατά την εφηβεία. Η ορμόνη του φύλου τεστοστερόνη, παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της οστικής μάζας, της κατανομής του λίπους, της μυϊκής μάζας και δύναμης και στην παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων που οδηγούν σε υψηλότερο αιματοκρίτη. Μετά την εφηβεία, οι συγκεντρώσεις τεστοστερόνης που κυκλοφορούν στους άρρενες είναι 15 φορές υψηλότερες από αυτές των γυναικών σε οποιαδήποτε ηλικία. Το αποτέλεσμα είναι ένα σαφές ανδρικό πλεονέκτημα όσον αφορά τη μυϊκή μάζα, τη δύναμη και τα επίπεδα κυκλοφορούσας αιμοσφαιρίνης, ακόμη και μετά την προσαρμογή για τις διαφορές του φύλου ως προς το ύψος και το βάρος.(44)
Κατά μέσο όρο, τα θήλεα άτομα έχουν το 50-60% της διατομής των μυών του βραχίονα των ανδρών και το 65-70% της διατομής των μυών των ανδρικών μηρών και ανάλογα μειωμένη αντοχή. Τα νεαρά άρρενα άτομα έχουν κατά μέσο όρο σκελετική μυϊκή μάζα πάνω από 12 κιλά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη για την ηλικία γυναικεία σε οποιοδήποτε δεδομένο σωματικό βάρος. Ενώ πολλά γονίδια και περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως η σωματική δραστηριότητα και η διατροφή συμβάλλουν στην ανάπτυξη της μυϊκής μάζας, η κύρια αιτία της διαφοράς των φύλων στη μυϊκή μάζα και δύναμη είναι η διαφορά στην κυκλοφορούσα τεστοστερόνη. Συνολικά, αυτές οι διαφοροποιήσεις καθιστούν μη δυνατό για τις γυναίκες, κατά μέσο όρο, να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τους άνδρες στα σπορ που βασίζονται στη δύναμη ή στην αντοχή.(44)
Αυτές οι διαφορές βάσει του φύλου επηρεάζουν επίσης και τον κίνδυνο και τον τύπο των τραυματισμών που βιώνουν οι αθλητές. Για παράδειγμα, τα κατάγματα στρες που περιλαμβάνουν τα μακρά οστά των κάτω άκρων στους δρομείς είναι συχνότερα στις γυναίκες. Οι άνδρες αθλητές είναι πολύ λιγότερο ευαίσθητοι λόγω των μεγαλύτερων και πυκνότερων οστών τους. (46) Άφθονα δεδομένα καταδεικνύουν επίσης ότι οι γυναίκες αθλητές είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε ρήξη του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου (ACL) με αποτέλεσμα η εμφάνιση τραυματισμών τύπου ACL χωρίς τραυματική επαφή να είναι 2 έως 8 φορές υψηλότερη στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες που συμμετέχουν στο μπάσκετ, ποδόσφαιρο, ομαδικό χάντμπολ, netball και αλπικό σκι.(46)
Το φύλο ορίζεται σύμφωνα με τον εξειδικευμένο ρόλο του μέλους ενός είδους στη διαδικασία αναπαραγωγής. Κάθε μέλος του είδους είναι δομικά οργανωμένο ώστε είτε να παράγει το ωάριο, είτε να συνεισφέρει το σπέρμα. Μεταξύ των ανθρώπων, το φύλο είναι ένα διμορφικό, έμφυτο και αμετάβλητο χαρακτηριστικό που καθορίζεται κατά τη γονιμοποίηση από τα γονίδια που βρίσκονται στα χρωμοσώματα Χ και Υ. Αυτός ο φυλετικός διμορφισμός είναι γενετικά προγραμματισμένος και υπάρχει για κάθε πυρήνα σωματικού κυττάρου του σώματος. Το φύλο δεν αλλάζει και δεν μπορεί να αλλάξει. Η παρουσία ή απουσία του χρωμοσώματος Υ σχετίζεται με τον οριστικό φαινότυπο φύλου ενός ατόμου στο 99,98% όλων των ανθρώπων.
Το 0,02% των ατόμων με διαταραχές της ανάπτυξης του φύλου τους- Disorders of Sexual Development (DSD), που συνήθως αναφέρονται ως intersex καταστάσεις, αφορά άνδρες και γυναίκες με συγγενείς διαταραχές που επηρεάζουν τα εξωτερικά γεννητικά όργανα και / ή και τα αναπαραγωγικά όργανα μεταξύ των οργάνων άλλων συστημάτων.
Αυτές οι σπάνιες καταστάσεις DSD συνδέονται συχνά με μειωμένη γονιμότητα που αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι είναι βιολογικές διαταραχές και όχι επιπλέον φύλα. Τα άτομα με δυσφορία φύλου διαφέρουν από τα άτομα με παθήσεις τύπου DSD και αυτοπροσδιορίζονται ως κάτι διαφορετικό από το βιολογικό τους φύλο. Άτομα με DSD μπορεί να απαιτούν ιατρική ή / και κοινωνική αντιμετώπιση ανάλογα με τη συγκεκριμένη διάγνωσή τους.
Οι διαφορές φύλου είναι πραγματικές και προκύπτουν μέσα από τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικούς γενετικούς μηχανισμούς, και επιπρόσθετα από τις δράσεις των ορμονών του φύλου και τις περιβαλλοντικές επιδράσεις. Αυτές οι βιολογικές διαφορές του φύλου επηρεάζουν όλα τα συστήματα οργάνων, επηρεάζουν την τάση ανάπτυξης ορισμένων ασθενειών, τροποποιούν την ανταπόκριση στα φάρμακα, τις τοξίνες και τον πόνο, και επιπρόσθετα οδηγούν σε σημαντικές σωματικές, γνωστικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές διαφορές. Για αυτούς τους λόγους, το NIH αναγνωρίζει το φύλο ως δυαδική ή διμορφική βιολογική μεταβλητή στην έρευνα και την ιατρική πρακτική.
Η αναγνώριση του γεγονότος ότι οι ενδογενείς διαφορές του φύλου είναι ζωτικής σημασίας για τη διαμόρφωση δημόσιων πολιτικών διασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των παιδιών και των ενηλίκων. Η γενετική είναι ο λόγος που ένα άρρεν άτομο που αυτοπροσδιορίζεται ως θήλυ παραμένει άρρεν και εξηγεί γιατί η χορήγηση οιστρογόνων από ένα άρρεν δεν το μεταμορφώνει σε γυναίκα. Ενώ είναι αληθές ότι ένας άντρας που χρησιμοποιεί οιστρογόνα μετά την εφηβεία θα χάσει τη μυϊκή του δύναμη και θα αλλοιώσει άλλες πτυχές της φυσιολογίας του, ωστόσο δεν αλλάζει τη γενετική του. Παραμένει άντρας σε κυτταρικό επίπεδο σε όλα τα συστήματα του σώματός του.
Ομοίως, μια γυναίκα που αυτοπροσδιορίζεται ως άρρεν παραμένει γυναίκα και η παροχή της τεστοστερόνης δεν την μετατρέπει σε άρρεν. Με όρους γενετικής βιολογίας παραμένει γυναίκα στο κυτταρικό επίπεδο. Δεν υπάρχει επιστημονική δικαιολογία για να επιτρέψουμε, να δώσουμε το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό, να δώσουμε εντολή, στους άνδρες να έχουν πρόσβαση σε ιδιωτικούς χώρους για γυναίκες, όπως οι τουαλέτες, οι κοιτώνες αστέγων, οι φυλακές και τα παρόμοια.
Ομοίως, όπως θα απαγορευόταν σε μια γυναίκα που ελάμβανε τεστοστερόνη για ντόπινγκ να αγωνιστεί εναντίον άλλων γυναικών, έτσι και όλα τα άρρενα άτομα θα πρέπει να απαγορεύεται να ανταγωνίζονται γυναίκες. Ο κίνδυνος βλάβης στις γυναίκες από το να αγνοηθεί το βιολογικό φύλο σε αυτά τα σενάρια είναι εξίσου και προφανής και τεκμηριωμένος.
Κύριοι συγγραφείς: Michael Artigues, MD, FCP και Michelle Cretella, MD, FCP
Μάρτιος 2021
Το American College of Pediatricians (ACPeds) είναι μια εθνική ένωση εξουσιοδοτημένων ιατρών και επαγγελματιών υγείας που ειδικεύονται στη φροντίδα βρεφών, παιδιών και εφήβων. Η αποστολή του ACPeds είναι να δώσει την δυνατότητα σε όλα τα παιδιά να φτάσουν στη βέλτιστη κατάσταση σωματικής και συναισθηματική υγείας και ευεξία τους.
1. Clayton JA. Applying the new SABV (sex as a biological variable) policy to research and clinical care. Physiology & Behavior 187 (2018) 2-5. NIH Policy on Sex as a Biological Variable Available at https://orwh.od.nih.gov/sex-gender/nih-policy-sex-biological-variable Accessed January 30, 2021.
2. Exploring the Biological Contributions to Human Health. Does Sex Matter? Theresa M. Wizemann and Mary-Lou Pardue, Editors, Committee on Understanding the Biology of Sex and Gender Differences, Board on Health Sciences Policy of the Institute of Medicine. National Academy Press. 2001. Available at https://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK222288/pdf/Bookshelf_NBK222288.pdf Accessed January 30, 2021.
3. Hyde JS, Bigler RS, Joel D, Tate CC and van Anders SM. The future of sex and gender in psychology: Five challenges to the gender binary. American Psychologist. 74. 171-193.10.1037/amp0000307.
4. Shteyler VM, Clarke JA and Adashi EY. Failed Assignments—Rethinking Sex Designations on Birth Certificates. N Engl J Med 2020; 383:2399-2401. DOI: 10.1056/NEJMp2025974
5. Aderson RT. The philosophical contradictions of the transgender worldview. The Public Discourse. February 1, 2018. Available from https://www.thepublicdiscourse.com/2018/02/20971/; Accessed May 9, 2020.
6. Affirming gender: caring for gender atypical children & adolescents. Contemporary Pediatrics. January 2015. Available at https://www.contemporarypediatrics.com/modern-medicine-feature-articles/affirming-gender-caring-gender-atypical-children-and-adolescents; Accessed May 9, 2020.
7. American Psychiatric Association, Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders: DSM-5 (Washington, D.C.: American Psychiatric Publishing, 2013), pp. 451 and 822.
8. Ristori J, Steensma TD. Gender dysphoria in childhood. Int Rev Psychiatry. 2016;28(1):13-20.
9. Clarke A, Spiliadis A. ‘Taking the lid off the box’: The value of extended clinical assessment for adolescents presenting with gender identity difficulties. Clinical Child Psychology and Psychiatry. 2019;24(2):338-352. Available at https://journals.sagepub.com/doi/full/10.1177/1359104518825288 Accessed October 26, 2020.
10. Zucker KJ, Lawrence AA, Kreukels BP, Gender Dysphoria in Adults, Annual Rev of Clinical Psych. 2016;12: 217-247 (p.237) Available at https://www.researchgate.net/profile/Kenneth_Zucker3/publication/291340368_Gender_Dysphoria_in_Adults/links/56fc815108ae8239f6dc4a74/Gender-Dysphoria-in-Adults.pdf Accessed January 23, 2021 (quote p. 237).
11. McHugh PR and Meyer LS. Sexuality and Gender: Findings from the Biological, Psychological, and Social Sciences. The New Atlantis; No.50, Fall 2016, p90. Available at http://thenewatlantis.com/wp-content/uploads/legacy-pdfs/20160819_TNA50SexualityandGender.pdf Accessed October 26, 2020.
12. Gilbert SF. Developmental Biology. 6th edition. Sunderland (MA): Sinauer Associates; 2000. Chromosomal Sex Determination in Mammals. Available from: https://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK9967/; Accessed May 9, 2020.
13. Wilhelm D, Palmer S, Koopman P. Sex Determination and Gonadal Development in Mammals. Physiological Reviews. American Physiological Society. 2007;87(1). Available at https://journals.physiology.org/doi/full/10.1152/physrev.00009.2006 Accessed January 23, 2021.
14. US proposal for defining gender has no basis in science: A move to classify people on the basis of anatomy or genetics should be abandoned. Nature. October 2018. Available from https://www.nature.com/articles/d41586-018-07238-8?WT.feed_name=subjects_nervous-system Accessed October 26, 2020.
15. Ainsworth C. Sex Redefined: The Idea of 2 Sexes Is Overly Simplistic Biologists now think there is a larger spectrum than just binary female and male. Scientific American. October 2018. Available at https://www.scientificamerican.com/article/sex-redefined-the-idea-of-2-sexes-is-overly-simplistic1/ Accessed October 26, 2020.
16. Sax L. How common is intersex a response to Anne Fausto-Sterling. J Sex Res. 2002 Aug;39(3):174-8. Available at https://www.leonardsax.com/how-common-is-intersex-a-response-to-anne-fausto-sterling/ Accessed October 26, 2020.
17. Kim KS, Kim J. Disorders of sex development. Korean J Urol. 2012;53(1):1-8. Available at https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3272549/ Accessed October 26, 2020.
18. Slowikowska-Hilczer J, Hirschberg AL, Claahsen-van der Grinten H, Reisch N, Bouvattier C, Thyen U, et al. dsd-LIFE Group. Fertility outcome and information on fertility issues in individuals with different forms of disorders of sex development: Findings from the dsd-LIFE study. Fertility and Sterility, 108. 822-831. Available at https://www.fertstert.org/article/S0015-0282(17)31708-9/fulltext Accessed October 26, 2020.
19. Khramtsova EA, Davis LK, Stranger BE. Role of sex in the genomics of human complex traits. Nat Rev Genet. 2019;20(3):173-190.Available at https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/30581192/ Accessed October 26, 2020.
20. Genetic Alliance; The New York-Mid-Atlantic Consortium for Genetic and Newborn Screening Services. Understanding Genetics: A New York, Mid-Atlantic Guide for Patients and Health Professionals. Washington (DC): Genetic Alliance; 2009 Jul 8. APPENDIX E, INHERITANCE PATTERNS. Available from: https://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK115561/; Accessed October 26, 2020.
21. Gershoni M, Pietrokovski S. The landscape of sex-differential transcriptome and its consequent selection in human adults. BMC Biol. 2017;15(1):7. Available at https://bmcbiol.biomedcentral.com/articles/10.1186/s12915-017-0352-z Accessed October 26, 2020.
22. Cahill L. His brain, her brain. Scientific American. 2012;21:4-11. Available at https://www.scientificamerican.com/article/his-brain-her-brain-2012-10-23/ Accessed October 26, 2020.
23. Ritchie SJ, Cox SR, Shen X, et al. Sex differences in the adult human brain: evidence from 5216 UK Biobank participants. Cereb Cortex.2018;28(8):2959-2975.Available at https://academic.oup.com/cercor/article/28/8/2959/4996558 Accessed October 26, 2020.
24. Gur R and Gur R. Complementarity of Sex Differences in Brain and Behavior: From Laterality to Multimodal Neuroimaging. Journal of Neuroscience Research.2017;95:189-199. Available at https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC5129843/ Accessed October 26, 2020.
25. Wheelock MD, Hect JL, Hernandez-Andrade E, et al. Sex differences in functional connectivity during fetal brain development. Dev Cog Neurosci. 2019;36:100632. Available at https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S1878929318301245 Accessed January 23, 2021.
26. Cahill L. Why sex matters for neuroscience. Nat Rev Neurosci. 2006;7(6):477-484. Available at https://sites.oxy.edu/clint/physio/article/sexmattersforneuroscience.pdf Accessed January 23, 2021.
27. Grabowska A. Sex on the Brain: Are Gender-Dependent Structural and Functional Differences Associated with Behavior? Journal of Neuroscience Research 95:200-212 (2017). Available from https://onlinelibrary.wiley.com/doi/full/10.1002/jnr.23953; Accessed on January 23, 2021.
28. Connellana J, Baron-Cohena S, Wheelwrighta S, Batkia A, Ahluwaliab j. Sex differences in human neonatal social perception. Infant Behavior & Development 23 (2000) 113–118. Available from https://www.math.kth.se/matstat/gru/5b1501/F/sex.pdf; Accessed on January 23, 2021.
29. Ferri S, Abel T, Brodkin E. Sex Differences in Autism Spectrum Disorder: a Review. Curr Psychiatry Rep. 2018;20(9): 9. Available at https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC6477922/ Accessed January 23, 2021.
30. Loyer Carbonneau M, Demers M, Bigras M and Guay MC. Meta-Analysis of Sex Differences in ADHD Symptoms and Associated Cognitive Deficits. J Atten Disord. 2020 Jun.
31. Ochoa S, Usall J, Cobo J, Labad X and Kulkarni J. Gender Differences in Schizophrenia and First-Episode Psychosis: A Comprehensive Literature Review. Schizophr Res Treatment. 2012. Available at https://www.hindawi.com/journals/schizort/2012/916198/ Accessed January 23, 2021.
32. Altemus M, Sarvaiya N, Neill Epperson C. Sex differences in anxiety and depression clinical perspectives. Front Neuroendocrinol. 2014;35(3):320-330. Available at https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4890708/ Accessed January 23, 2021.
33. Salk RH, Hyde JS, Abramson LY. Gender differences in depression in representative national samples: Meta-analyses of diagnoses and symptoms. Psychol Bull. 2017 Aug;143(8):783-822. Available at https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC5532074/ Accessed January 23, 2021.
34. McHugh RK, Votaw VR, Sugarman DE, Greenfield SF. Sex and gender differences in substance use disorders. ClinPsychol Rev. 2018;66:12-23. Available at https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC5945349/ Accessed January 23, 2021.
35. Chu T. Gender Differences in Pharmacokinetics. US Pharm. 2014;39(9):40-43. Available at https://www.uspharmacist.com/article/gender-differences-in-pharmacokinetics Accessed January 23, 2021.
36. Soldin OP, Chung SH, Mattison DR. Sex differences in drug disposition. J Biomed Biotechnol. 2011. Available at https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3051160/ Accessed January 23, 2021.
37. Legato MJ, Johnson PA, Manson JE. Consideration of Sex Differences in Medicine to Improve Health Care and Patient Outcomes. JAMA. 2016;316(18):1865-1866.
38. Federal Drug Administration. Understanding Sex Differences at FDA. April 12, 2019. Available at https://www.fda.gov/science-research/womens-health-research/understanding-sex-differences-fda Accessed January 23, 2021.
39. Arnold AP, Cassis LA, Eghbali M, Reue K, Sandberg K.Sex hormones and sex chromosomes cause sex differences in the development of cardiovascular disease. ArteriosclerThrombVasc Biol. 2017;37:746-756. Available at https://www.ahajournals.org/doi/full/10.1161/ATVBAHA.116.307301 Accessed January 23, 2021.
40. Bushnell CD, Chaturvedi S, Gage KR, et al. Sex differences in stroke: Challenges and opportunities. Journal of Cerebral Blood Flow & Metabolism. 2018;38(12):2179-2191. Available at https://journals.sagepub.com/doi/full/10.1177/0271678X18793324#articleCitationDownloadContainer Accessed January 23, 2021.
41. Buoncervello M,Marconi M, Care A, Piscopo P, Malorni W, Matarrese P.Preclinical models in the study of sex differences. Clin Science. 2017;131(6):449-469. Available at https://www.researchgate.net/publication/314275309_Preclinical_models_in_the_study_of_sex_differences Accessed January 23, 2021.
42. Thibault V, Guillaume M, Berthelot G, et al. Women and Men in Sport Performance: The Gender Gap has not Evolved since 1983. J Sports Sci Med. 2010;9(2):214-223. Available at https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3761733/ Accessed January 23, 2021.
43. Haizlip KM, Harrison BC, Leinwand LA. Sex-based differences in skeletal muscle kinetics and fiber-type composition. Physiology. 2015;30(1):30-39. Available at https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4285578/ Accessed January 23, 2021.
44. Handelsman D, Hirschberg A and Bermon S. Circulating Testosterone as the Hormonal Basis of Sex Differences in Athletic Performance. Endocrine Reviews. Vol. 39; 2018. Available at https://www.researchgate.net/publication/326387813_Circulating_Testosterone_as_the_Hormonal_Basis_of_Sex_Differences_in_Athletic_Performance Accessed January 23, 2021.
45. Gilsanz V, Kovanlikaya A, Costin G, Roe TF, Sayre J, and Kaufman F. Differential Effect of Gender on the Sizes of the Bones in the Axial and Appendicular Skeletons, The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, Vol. 82, Issue 5, 1997, pp 1603–1607. Available at https://doi.org/10.1210/jcem.82.5.3942 Accessed January 23, 2021.
46. Lin CY, Casey E, Herman DC, Katz N, Tenforde AS. Sex Differences in Common Sports Injuries. PM R. 2018;10(10):1073-1082. doi:10.1016/j.pmrj.2018.03.008 Available at https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC6138566/ Accessed January 23, 2021.
https://acpeds.org/position-statements/sex-is-a-biological-trait-of-medical-significance
https://mumdadandkids.gr/vioithiki-iatriki/to-fylo-einai-viologiko-xaraktiristiko-iatrikis-simasias
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου