Δημητρίου Ἰ. Τσελεγγίδη
Καθηγητῆ τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης
«ΟΣΑ ΕΙΔΑΜΕ ΜΕ ΤΑ
ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΑΥΤΙΑ ΜΑΣ»
Ὑπότιτλος:
«Οἱ προϋποθέσεις
ἐνεργοποιήσεως καί διατηρήσεως τῆς Θείας Χάριτος ἐντός μας, κατά
τόν Ἅγιο Γέροντα Ἐφραίμ Κατουνακιώτη»
(6/12/1912-27/2/1998)
Γ΄ Μέρος
Καρπός τῆς ὑπακοῆς,
κατά τόν Ἅγιο Ἐφραίμ, εἶναι ἡ νοερά προσευχή. Κατ’ αὐτήν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου
γίνεται τό νοερό θυσιαστήριο, ἀπ’ ὅπου ἀναπέμπεται ἡ λογική λατρεία
μας πρός τό Θεό.
Ὅπως ἡ ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή ἀποτελεῖ ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους τούς πιστούς, σύμφωνα μέ τίς Βιβλικές μαρτυρίες, ἐξίσου καί ὁ μετεωρισμός τοῦ νοῦ κατ’ αὐτήν ἀποτελεῖ σαφῆ ἀπαγόρευση ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ. Κατά τόν Ἅγιο Ἐφραίμ, ἡ πνευματική ποιότητά μας προσδιορίζεται ἀπό τήν ποιότητα τῆς προσευχῆς μας. Ἡ προσευχή μᾶς προάγει πνευματικῶς, κατά τρόπο βιωματικό. Δι’ αὐτῆς ἀποκτοῦμε σαφῆ αἴσθηση τῆς καταστάσεώς μας. Ὡς πρώτη πνευματική γεύση ἀπό τήν νοερά προσευχή ἐμφανίζεται ἡ χαρά, ἐνῶ ἡ γλυκύτητα πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἀνώτερη καί ἀπό τήν προσευχή. Γι’ αὐτό καί στήν πολύ γλυκύτητα σταματᾶ ἡ προσευχή, καί ὁ πιστός γεύεται τήν γλυκύτητα ὡς ἐνεργούμενος ἀπό τή Θεία Χάρη.
Ἀλλα ἡ νοερά
προσευχή πετυχαίνεται εὔκολα, ὅταν ὁ πιστός ζητᾶ ἐπιμόνως, κατά
τήν ἐντολή, τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν, δηλαδή, ἐπιθυμεῖ σταθερά
μόνον ὁ Χριστός νά βασιλεύει στήν καρδιά του, αὐτός καί μόνον αὐτός νά
εἶναι ὁ πλήρως κυρίαρχος τοῦ εἶναι του. Καί τοῦτο, ὅπως συχνά τόνιζε
ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι Θεός ζηλότυπος.
Ἡ νοερά προσευχή
ἐνεργοποιεῖ τήν ἐντός μας Θεία Χάρη, ἡ ὁποία ὡς ἄκτιστη θεότητα,
πού εἶναι, καθαρίζει, φωτίζει καί σταδιακά θεώνει χαρισματικῶς
τόν προσευχόμενο. Ἐμπλουτιζόμενος χαρισματικά ὁ προσευχόμενος
μέ τήν θεότητα, ἔχει ἄμεση καί ἀσφαλῆ πληροφόρηση ἀπό τό Θεό, ἀποκτᾶ
διορατικότητα καί ἄλλα πνευματικά χαρίσματα, κατά τήν δωρεά τοῦ
Χριστοῦ.
Ἡ πνευματική
δύναμη καί ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς προσευχῆς, κατά τόν Ἅγιο Ἐφραίμ,
ἐξαρτᾶται ἀπό τό βαθμό φορτίσεως τῆς καρδιᾶς μας μέ πόνο καί ἀγάπη
πρός ἐκεῖνον, γιά τόν ὁποῖο προσευχόμαστε. Ἀλλά ἡ ἔμπονη, ἀγαπητική
καί ἐπίμονη προσευχή ἐνεργεῖ ἀκόμη καί σωτηριολογικῶς σέ ἤδη κεκοιμημένους,
ὅπως πιστοποιεῖται ἀπό ἐμπειρικά δεδομένα τῆς προσευχῆς τοῦ Ἁγίου
Ἐφραίμ. Τήν θερμή καί χαριτωμένη προσευχή ἀκολουθεῖ μερικές φορές
καί αἰσθητή εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήν ὁποία ἤδη ἀναφερθήκαμε.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ μοῦ μίλησε πολλές φορές γι’ αὐτήν τήν εὐωδία καί, ὅπως
αἰσθητῶς ἀντιλήφθηκα, εὐωδίαζε κατά καιρούς καί ὁ ἴδιος. Συχνά, ἄλλωστε,
κατά τήν προσευχή του βίωνε τήν ἁρπαγή τοῦ νοῦ του. Ἡ περιγραφή τῶν
πνευματικῶν ἐμπειριῶν του, κατά τίς ἁρπαγές αὐτές, ἦταν ταυτόσημες
μέ ἐκεῖνες, πού περιγράφονται σ’ ὅλους τούς μυστικούς θεολόγους.
Κοινός τόπος ὅλων αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν εἶναι, ὅτι ὁ προσευχόμενος
χάνει τήν αὐτοκυριαρχία τοῦ νοῦ του, ἀγόμενος εὐχαρίστως ἀπό τήν
θεοποιό Χάρη («κτηνώδης ἐγενόμην παρά σοί», Ψαλμ. 72,22).
Πότε ὅμως, πόσο
καί ποῦ θά πρέπει ὁ πιστός νά προσεύχεται νοερῶς; Κάθε τόπος καί κάθε
χρόνος εἶναι κατάλληλος γιά τή νοερά προσευχή, ἔλεγε καί τό ἐννοοῦσε
κυριολεκτικά ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ. Πάντως, ὡς καταλληλότερο χρόνο θεωροῦσε
τή νύχτα, λόγῳ καί τῆς σχετικά περισσότερης ἡσυχίας. Πέρα ἀπό τήν
προγραμματισμένη προσευχή, συνιστοῦσε ἐναλλακτικά τό κομβοσχοίνι,
τήν ψαλμωδία καί τήν μελέτη. Ὁ ἴδιος συνόδευε καί ὅλες τίς χειρωνακτικές
ἐργασίες του μέ τή νοερά προσευχή. Ὡς ἀρχή γιά τή νοερά προσευχή ὅριζε
τή μισή ἤ τή μία ὥρα τό εἰκοσιτετράωρο. Ἐπέμενε ὅμως αὐτό νά γίνεται
σταθερά καί ἀπαρέγκλιτα, χωρίς νά ἐνδίδουμε στόν ὁποιοδήποτε περισπασμό.
Ὁ χρόνος τῆς προσευχῆς μπορεῖ νά αὐξάνεται ὡς πρός τή διάρκειά της, ἀνάλογα
μέ τό βαθμό τῆς γλυκύτητας, πού θά συνόδευε τήν προσευχή. Βέβαια, μέ
τόν ἐνδιάθετο λόγο ἡ νοερά προσευχή μπορεῖ νά συνεχίζεται καί κατά
τήν διάρκεια τοῦ ὕπνου, ἐνῶ οἱ διάφοροι πειρασμοί –καθ’ ὕπνον ἤ ἐν ἐγρηγόρσει-
μποροῦν νά λειτουργοῦν καί ὡς πνευματικό ξυπνητήρι γιά τήν ἐπανέναρξή
της.
Ἀλλά ἡ νοερά
προσευχή, κατεξοχήν στά πρῶτα στάδιά της, χρειάζεται πνεῦμα ἐγκαρτέρησης
καί ὑπομονῆς. Ἄλλωστε, ἡ ἔλλογη ὑπομονή καί ἐπιμονή στήν προσευχή
ἐκφράζει πρακτικά τήν πίστη μέ τήν πρωτογενῆ σημασία τῆς λέξεως.
Δηλαδή τήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη μας στήν ἀξιοπιστία τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος
καί μᾶς ἔδωσε τήν ἐντολή τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς.
Ἡ ὑπομονή γενικότερα,
ὡς ἐγκαρτέρηση στίς δοκιμασίες καί στίς θλίψεις πού μᾶς βρίσκουν, ἀποδεικνύει
καί τήν ἀγάπη μας πρός τό Θεό. Εἰδικότερα, ὁ παρεχόμενος ἀπό τό Θεό
σταυρός τῶν θλίψεων ἀποτελεῖ, κατά τόν μακαριστό γέροντα, ἀπόδειξη
τῆς πολλῆς ἀγάπης πρός ἐμᾶς. Ἡ μαθητεία μας στό Χριστό περνᾶ μέσα ἀπό
τόν προσωπικό σταυρό τῶν θλίψεών μας, ἐνῶ ἡ προαίρεσή μας εἶναι ἐκείνη,
πού κατεξοχήν προσδίδει καί τήν ἀνάλογη βιωματική βαρύτητα στόν
προσωπικό μας σταυρό. Μεγάλος καί βαρύς σταυρός, κατά τόν Ἅγιο Ἐφραίμ,
σημαίνει μεγάλη πνευματική δόξα στόν οὐρανό.
Κατά συνέπεια,
εἶναι προφανές, ὅτι οἱ θλίψεις καί οἱ δοκιμασίες εἶναι ὠφέλιμες,
γιατί μέσῳ αὐτῶν προσεγγίζουμε περισσότερο τό Θεό, ὁ ὁποῖος ἤδη
βρίσκεται καί ἀποκαλύπτεται μέσα στόν πόνο τῶν ποικίλων θλίψεων.
Γι’ αὐτό καί ἐμφατικά συνιστοῦσε ὄχι τήν ἀπαλλαγή ἀπό τίς ἀσθένειες
καί τίς θλίψεις, ἀλλά τήν ὑπομονή σ’ αὐτές. Ὑπομονή συνιστοῦσε καί
κατά τήν ἐκδήλωση τῶν παθῶν, εἴτε τῶν δικῶν μας, εἴτε τοῦ πλησίον
μας. Ἀλλά τήν ὑπομονή τήν ἐπεξέτεινε καί στόν ἑκούσιο αὐτοπεριορισμό
μας στά ἐντελῶς ἀπαραίτητα, σύμφωνα μέ τή Βιβλική ἐπιταγή.
Ἡ ἑκούσια ὑπομονή
δέν ἔχει καμία ἀπολύτως σχέση μέ τό ψυχολογικό πλέγμα τῆς κακομοιριᾶς
ἤ τοῦ μαζοχισμοῦ. Καί τοῦτο, γιατί, κατά τόν Ἅγιο Ἐφραίμ, τό ζητούμενο
τῆς ὑπομονῆς εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τό δικό μας, κάποιου ἄλλου
ἤ τοῦ διαβόλου. Βέβαια, εἶναι ἀλήθεια, πώς δέ γνωρίζουμε πάντοτε
τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς. Ἕνα ὅμως εἶναι ἀπολύτως βέβαιο, ἔλεγε ὁ
Ἅγιος Ἐφραίμ, ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι πάντοτε εὐχάριστο γιά
μᾶς. Μερικές φορές μάλιστα εἶναι καί πολύ πικρό, ὅπως ἦταν ἄλλωστε
καί τό ποτήρι τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἀπόλυτος γνώστης
τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι μόνον ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἐμεῖς, πάντως, ὅταν
ἀποδεχόμαστε τίς ἐπερχόμενες θλίψεις καί δοκιμασίες ὡς τό θέλημα
τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς προσωπικά, εἰρηνεύουμε πνευματικά καί ἀπελευθερωνόμαστε
ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀνησυχίας.
Τίς δοκιμασίες
καί τίς θλίψεις ἀκολουθεῖ ἡ παρηγορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως
καί κάποια ἄλλη δωρεά τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως ἡ δωρεά αὐτή δέν γίνεται
ἐμφανής, κατά τόν Ἅγιο Ἐφραίμ, ἀφορᾶ στήν ἐξάλειψη κάποιας ἄγνωστης
ἁμαρτίας. Στό σημεῖο αὐτό, μποροῦμε νά διακρίνουμε τήν βαθύτατη
ταπεινοφροσύνη του, ἀφοῦ δέν διανοεῖται ὅτι μπορεῖ καί αὐτός νά δοκιμάζεται
ἀπό τόν Θεό γιά τήν κρυφή ἀρετή του, ὅπως ἄλλοτε ὁ πολύαθλος Ἰώβ.
Ὡς ἐμφανῆ πνευματική
δωρεά, πού ἀκολουθεῖ τήν ἐν ὑπομονῇ ἀντιμετώπιση τῶν θλίψεων, ὁ Ἅγιος
Ἐφραίμ κατονομάζει τήν κατάνυξη καί τά δάκρυα, καί σέ ὁρισμένες περιπτώσεις
τήν θέα τῆς ἄκτιστης θείας δόξας. Πρίν ἀπό τή θέα προηγεῖται πάντοτε
ἡ σκληρή ὀδύνη τοῦ προσωπικοῦ σταυροῦ τῶν θλίψεων. Γι’ αὐτό καί χωρίς
ἄλλη ἀσκητική πράξη, μόνο διά τῆς ὑπομονῆς, ἔλεγε, μπορεῖ νά ἀξιωθεῖ
κάποιος τιμή ἀγγελικῆς τάξεως ἤ νά ἀξιωθεῖ νά μυροβλήσει.
Οἱ θλίψεις λοιπόν
εἶναι ἀχώριστες ἀπό τή ζωή μας καί μᾶς συνδέουν ὀργανικά μέ τή Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ. Κατά τήν εὔστοχη παρατήρησή του, ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ λόγος
τοῦ Θεοῦ μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι «διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν
εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 14,22). Οὐδείς εἰσῆλθε, ἔλεγε, μέ ἄνεση
στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ θλίψεις γεννοῦν τήν ταπείνωση τοῦ φρονήματός
μας, χωρίς τήν ὁποία κανείς δέν χωρᾶ ἀπό τήν στενή πύλη τοῦ Παραδείσου.
Μιά μέρα ζήτησα
ἀπό τόν Ἅγιο Ἐφραίμ νά μοῦ πεῖ κάτι, γιά τό τί εἶναι ἀκριβῶς ἡ ταπεινοφροσύνη
καί πῶς ἀποκτᾶται. Αὐτός, ὅμως, ἔμεινε σκυφτός καί ἀμίλητος, φαινόταν
σάν νά μή μέ ἄκουσε. Ὅταν σέ λίγο ἐπανῆλθα στό ἐρώτημά μου, μοῦ εἶπε
μέ πολύ σοβαρή, ἀλλά καί ἔντονη φωνή: «Δέν μπορῶ νά σοῦ μιλήσω γιά κάτι,
πού δέν ἔχω». Συγκλονίστηκα! Ἄν ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ δέν ἔχει ταπείνωση,
σκέφτηκα, τότε τί εἶναι ἀλήθεια ἡ ταπείνωση; Μόλις ὁλοκλήρωσα μέσα
μου τή σκέψη αὐτή, μοῦ εἶπε: «Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ στολή τῆς θεότητας,
μέ τήν ὁποία ντύθηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἦρθε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους».
Σέ ἄλλη συζήτηση,
πού εἶχα μαζί του, κατάλαβα ἔμμεσα, ὅτι τό αὐθεντικά ταπεινό ἦθος
του ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς αὐτογνωσίας, πού προέκυπτε ἀπό τήν αὐτοεπίσκεψη
καί τήν Ἁγιοπνευματική αὐτοεξέτασή του. Ἡ γνήσια αὐτή αὐτογνωσία
–πού συμπυκνώνονταν στή γνώση τῆς ἀδυναμίας του- ἔδινε τή φυσικότητα
τοῦ ταπεινοῦ φρονήματός του, τό ὁποῖο, σύμφωνα μέ τόν πνευματικό νόμο,
ἥλκυε τή θεοποιό Χάρη, ἡ ὁποία τόν ἐμπλούτιζε μέ ποικίλα χαρίσματα
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅσο ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος, ἔλεγε, τόσο περισσότερο
προσεγγίζει τό Θεό. Καί ὅσο προσεγγίζει τό Θεό, βλέπει τόν ἑαυτό
του ἁμαρτωλό καί τούς ἄλλους καλούς, ἐνῶ ἀντίθετα ὅσο ἀπομακρύνεται
ἀπό τό Θεό, βλέπει τούς ἄλλους κατωτέρους του. Κατά συνέπεια, θά μπορούσαμε
νά ποῦμε, ὅτι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τό Θεό καί ἡ ὑπερηφάνεια ἀποτελοῦν
τίς δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος.
Χαρακτηριστικό
σύμπτωμα ὑπερηφάνειας εἶναι ἡ κατάκριση τοῦ πλησίον. Ἐξαιτίας τῆς
κρυφῆς ὑπερηφάνειας, πού ἐνέχει ἡ κατάκριση, γίνεται σημαντικό ἐμπόδιο
στήν προσευχή. Οὐσιαστικά, καταστρέφει τή γέφυρα τῆς κοινωνίας μέ
τό Θεό, γιατί μέ τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφάνειας, πού ἔχει, φυγαδεύει τή
θεία Χάρη. Ἡ κορύφωση τῆς κατακρίσεως βρίσκεται στήν κατάκριση τοῦ
πνευματικοῦ καθοδηγητοῦ μας, τοῦ γέροντά μας. Αὐτή ἰσοδυναμεῖ, κατά
τόν Ἅγιο Ἐφραίμ, μέ τήν κατάκριση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ἡ διόρθωση τοῦ
πλησίον δέν γίνεται μέ τήν κατάκρισή του, ἀλλά μέ τή διόρθωση τοῦ ἑαυτοῦ
μας. Ἀκόμη καί στά ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτῆρα σφάλματα τῶν ἐκκλησιαστικῶν
ταγῶν συνιστοῦσε ὑπομονή καί προσευχή καί ὄχι τόν ἄμεσο χωρισμό
καί τό σχῖσμα. Πονοῦσε πολύ γιά τήν ὑπόθεση τῆς ἐν Χριστῷ ἑνώσεως, ὑποστηρίζοντας
ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη εἶναι νά ἑνώνεις τόν ἄνθρωπο μέ τό
Θεό. Τήν πνευματική αὐτή ἐλεημοσύνη τήν ὀφείλουμε ὅλοι στόν ἑαυτό
μας, ἀλλά καί στόν πλησίον μας, γιά καθαρά ἐκκλησιολογικούς λόγους.
Ἄλλωστε, αὐτό εἶναι καί τό κατεξοχήν αἴτημα τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς
τοῦ Χριστοῦ καί ὁ σκοπός πού ὑπάρχουμε: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν». Ἀλλά ἡ
πραγμάτωση τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ ἔχει ὡς θεμελιώδη προϋπόθεση τή
μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν ἄκτιστη θεία δόξα, ἡ ὁποία ὅμως παρέχεται
μόνο διά τοῦ Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ, δηλαδή μόνο διά τοῦ θεανθρωπίνου
σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας Του, ὅπως μᾶς τό διαβεβαίωσε στήν Ἀρχιερατική
Προσευχή Του ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Μετέχοντας στήν ἄκτιστη αὐτή
δόξα –μέ τή μορφή τοῦ ἀρραβῶνα- ἀπό τήν παροῦσα ζωή, ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ἔλαβε
τά ἀσφαλῆ ἐχέγγυα γιά τήν προσδοκουμένη ἀνάπαυση καί μετοχή του
στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου βρίσκεται κατεξοχήν καί ὁ Πατέρας τοῦ Ὄγδοου
καί ἄληκτου μέλλοντα αἰῶνα. Νά ἔχουμε τήν εὐχή καί τίς πρεσβεῖες του!
Δείτε σχετικά και:
1 σχόλιο:
Ας έχουμε την ευχή του Αγίου Εφραίμ & την ευχή του Αγωνιστή! Ασκητή! Γέροντα Ευθυμίου της καψάλας, που δεν ξεχνά εμάς εδώ στον κόσμο.
Δημοσίευση σχολίου