Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΕ Ή ΑΠΟΚΡΥΦΘΗΚΕ; ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ
ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟ
ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
Βασίλειος Γ. Βοξάκης ,Θεολόγος
καθηγητής
4ο μέρος - τελευταίο
Οι Ιουδαϊκοί Ναοί
της Ελεφαντίνης και της Λεοντοπόλεως Αιγύπτου
και η Κιβωτός της
Διαθήκης
Όπως είναι γνωστό
από την Παλαιά Διαθήκη ο Μωσαϊκός νόμος επέτρεπε την ύπαρξη θυσιαστηρίων και
την προσφορά θυσιών μόνο εκεί που βρισκόταν η Σκηνή του Μαρτυρίου και αργότερα
ο Ναός και κατά συνέπεια και η Κιβωτός της Διαθήκης. Ενώπιον αυτής, δηλαδή
«έναντι Κυρίου», ερχόταν να προσφέρουν θυσίες και λατρεία προς τον αληθινό Θεό285. Παρεκκλίσεις από τον
κανόνα αυτό υπήρξαν σπάνιες. Δύο από αυτές ήταν ο Ναός στην Ελεφαντίνη και ο
Ναός στην Λεοντόπολη και οι δύο στην Αίγυπτο. Η ύπαρξη των Ναών αυτών εγείρει
ερωτηματικά για το κατά πόσον αυτοί μπορούν να συνδεθούν με την τύχη της χαμένης
Κιβωτού.
Η Ελεφαντίνη
είναι ένα μικρό νησάκι μέσα στον ποταμό Νείλο, στα τότε σύνορα της Αιγύπτου με
τη Νουβία. Έναντι αυτής βρισκόταν κτισμένη η αρχαία πόλη Συήνη (το σημερινό
Ασσουάν). Παρά το μικρό της μέγεθος η Ελεφαντίνη αποτελούσε σημαντικό κέντρο
εμπορίου, αλλά ταυτόχρονα και στρατιωτικό φρούριο με το όνομα Ιέβ286. Δεν έχει ακόμα
αποσαφηνισθεί από τους ιστορικούς το πότε ακριβώς και το πώς ιδρύθηκε εκεί
Ιουδαϊκή παροικία. Η πιθανότερη εκδοχή αποδίδει τη δημιουργία της σε Ιουδαίους
που υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στον Αιγυπτιακό στρατό. Ο Δομινικανός μοναχός Marie-Joseph
Lagrange (1855-1938), ο διατελέσας Διευθυντής της Βιβλικής Σχολής του Αγίου
Στεφάνου Ιεροσολύμων (L’Ecole Pratique d’Etudes Bibliques ),
είχε υποστηρίξει ότι σύμφωνα με τους παπύρους που βρέθηκαν στην αρχαία Συήνη, η
ιουδαϊκή αυτή κοινότητα πιθανώς ιδρύθηκε από τον Φαραώ Νεχαώ (Νεχώ Β΄, 610 -
595 π. Χ.). Και συγκεκριμένα ότι όταν αυτός επέστρεψε από την εκστρατεία του
κατά του Ναβουχοδονόσορος, ( το 605 π. Χ.) έφερε μαζί του Ιουδαίους από
τον χώρο της Παλαιστίνης, προκειμένου να τους χρησιμοποιήσει ως φύλακες των
συνόρων και γι' αυτό τους εγκατέστησε στην Ελεφαντίνη287. Γεγονός πολύ πιθανό, αν το συνδυάσουμε με την προσπάθεια του Ιουδαίου βασιλιά Ιωσία να σταματήσει
την εισβολή του Φαραώ Νεχαώ και την ήττα του πρώτου στη Μεγιδδώ288, καθώς και τη σύλληψη
του διαδόχου του Ιωσία, του Ιωάχαζ, και τη μεταφορά του στην Αίγυπτο289 . Σύμφωνα με την
επιστολή Αριστέου ο Φαραώ Ψαμμήτιχος Β΄ χρησιμοποίησε Εβραίους μισθοφόρους290 στην επίθεσή του κατά
της Νουβίας το 592 π. Χ.291.
Συνεπώς η παροικία υπήρχε προ της καταστροφής των Ιεροσολύμων. Ο πληθυσμός
αυτής της κοινότητας αυξήθηκε από Ιουδαίους που κατέφυγαν στην Αίγυπτο μετά την
άλωση της Ιερουσαλήμ το 586 π. Χ., αλλά και μετά το 525 π. Χ., έτος της
περσικής εισβολής στην Αίγυπτο.
Οι περισσότερες
πληροφορίες που διαθέτουμε για την ιστορία της Ιουδαϊκής κοινότητας και του
Ναού τους στη νήσο Ελεφαντίνη προέρχονται από παπύρους που καλύπτουν το
διάστημα 500 - 400 π. Χ., και άρχισαν να ανακαλύπτονται από το 1895 και ιδίως
το 1904 - 1908. Σύμφωνα με τον διαπρεπή Αμερικανό αρχαιολόγο, που διατέλεσε
Καθηγητής του Πνεπιστημίου John Hopkins της
Βαλτιμόρης, William F. Albright,
αυτοί οι πάπυροι «εγράφησαν από Ιουδαίους, οι οποίοι έχουν σχέσιν με την
αποδημίαν Ιουδαίων, δια την οποίαν μας ομιλούν τα κεφάλαια 48 - 51 του προφήτου
Ιερεμία, όχι πολύ μετά το 587 π. Χ.»292.
Στους παπύρους, που προαναφέραμε, φαίνεται ότι η εβραϊκή κοινότητα της
Ελεφαντίνης ήταν πολυπληθής, διατηρούσε τα ήθη και τα έθιμά της και όπως
καταγράφεται σ' αυτούς ορκίζονταν στο όνομα του Γιαχβέ. Επίσης σ' αυτούς
υπάρχουν κατάλογοι με την πληρωμή συνδρομών στον Ναό από τους Ιουδαίους
μισθοφόρους της Ελεφαντίνης «ο Ιουδαϊκός στρατός », όπως χαρακτηριστικά τους
αναφέρουν293.
Ο ακριβής χρόνος
ιδρύσεως του εβραϊκού αυτού ναού είναι άγνωστος. Σύμφωνα με τον παλαιό καθηγητή
του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντώνιο Κεραμόπουλο είχε ήδη ιδρυθεί τον 6ο αιώνα π.Χ.294 . Το βέβαιο είναι ότι
υπήρχε ήδη το 525 π.Χ., αφού κατά την διάρκεια της περσικής εισβολής ο βασιλιάς
Καμβύσης τον άφησε άθικτο. Ο Ναός αυτός αναφέρεται στους ανευρεθέντες παπύρους
της Ελεφαντίνης. Με βάση τα κείμενα αυτά ο αείμνηστος καθηγητής Βασίλειος
Βέλλας μάς έχει δώσει τις εξής πληροφορίες: «ο ναός ήτο λίθινον οικοδόμημα,
στηριζόμενον επί λιθίνων στύλων και στεγαζόμενον υπό κέδρινην στέγην. Περαιτέρω
γίνεται λόγος εις τους παπύρους περί αναιμάκτων και αιματηρών θυσιών, αίτινες
προϋποθέτουν υπάρχον θυσιαστήριον, και περί ιερέων. Πλείονα περί του ναού
τούτου δεν γνωρίζομεν»295.
Ο προαναφερθείς Lagrange προσθέτει : «Οι
Ιουδαίοι ούτοι έκτισαν ναόν, έχοντα πέντε θύρας, όστις εστεγάζετο υπό στέγης
ξύλινης και περιελάμβανε κύπελλα χρυσά και αργυρά»296.
Ο Ναός αυτός
καταστράφηκε το 410 - 411 π.Χ. από τους Αιγύπτιους ιερείς των αιγυπτιακών
θεοτήτων Κνουμ, Σατέτ και Ανουκέτ, ως εκδίκηση για τη φιλία που έδειχναν οι
Ιουδαίοι προς τους Πέρσες297.
Αφορμή λοιπόν ήταν η συνεργασία των Ιουδαίων με τα περσικά στρατεύματα που
κατείχαν την Αίγυπτο. Αλλά αιτία ήταν ότι το αιγυπτιακό ιερατείο θεωρούσε
ανέκαθεν απαράδεκτη την παρουσία Ναού του Γιαχβέ στο ιερό γι' αυτούς νησί της
Ελεφαντίνης, στον τόπο λατρείας του θεού τους Κνουμ298. Παράλληλα οι ιερείς των αιγυπτιακών ειδώλων ποτέ δε
συγχώρησαν ότι ενώ επί της περσικής εισβολής ο βασιλιάς Καμβύσης το 525 π.Χ.,
αλλά ιδιαίτερα μετά την αποτυχία των εκστρατειών του σε Λιβύη και Αιθιοπία,
υπήρξε ιδιαίτερα σκληρός προς την αιγυπτιακή θρησκεία και είχε καταστρέψει με
μανία πολλούς αιγυπτιακούς ναούς, όμως άφησε άθικτο αυτό τον ιουδαϊκό ναό.
Από πάπυρο του
407 ή 408 π.Χ. αντλούμε την πληροφορία ότι η ιουδαϊκή παροικία της Ελεφαντίνης
απευθύνθηκε στον Πέρση διοικητή της Ιουδαίας, Βαγώα, και τον Αρχιερέα, Ιωχανά,
παρακαλώντας τους για παραχώρηση άδειας και συνδρομή στην ανοικοδόμηση του Ναού299 Το παράδοξο είναι ότι
στην επιστολή αυτή φαίνεται να αγνοούν ότι μόνο ένας χώρος λατρείας και θυσιών
του Θεού έπρεπε να υπάρχει και αυτός ήταν τότε ο Ναός του Ζοροβάβελ στα
Ιεροσόλυμα300. Προφανώς
γι' αυτό τον λόγο η έκκλησή τους δεν εισακούσθηκε. Επανήλθαν όμως με νέα
επιστολή και αυτή τη φορά, έλαβαν άδεια ανοικοδομήσεως. Ο Ναός της Ελεφαντίνης
ξανακτίσθηκε και η ύπαρξή του μαρτυρείται σε πάπυρο του 402 π.Χ. Στο κείμενο
αυτό αναφέρεται ότι ο Βαγώας και ο υιός του Σαναβαλλάτου, τοπάρχης της
Σαμάρειας301, διέταξαν
«ότι πρέπει να ανοικοδομηθή εν ώ μέρει και πρότερον . επί του θυσιαστηρίου δε αυτού να
προσφέρονται άρτοι και θυμίαμα κατά το πρότερον έθος»302. Ο εξέχων καθηγητής της Θεολογίας Γρηγόριος Παπαμιχαήλ σε σχετικό άρθρο του το
1908 έγραφε ότι τα δυο προαναφερθέντα πρόσωπα ήταν αντίπαλοι του διοικητή των
Ιεροσολύμων και ιδιαιτέρως του ευσεβούς Νεεμία303. Ο δε
Ρωμαιοκαθολικός Lagrange προσθέτει τα εξής διαφωτιστικά : «Οι της
Ελεφαντίνης άποικοι, μη λαβόντες απάντησιν (στην πρώτη επιστολή τους), έγραψαν
εις Σαμάρειαν, ής οι κάτοικοι ευρισκόμενοι εν η και εκείνοι θέσει, ένεκα της
ανεγέρσεως του ναού (του Σαμαρειτικού), έδειξαν μεγίστην προθυμίαν, ίνα
σπεύσωσι προς βοήθειαν. Οι κάτοικοι υπέβαλον ικετηρίαν αναφοράν τω βασιλεί της Περσίας,
όστις διά διατάγματος επέτρεψε τον εορτασμόν του Πάσχα»304. Ο Νικόλαος Βασιλειάδης αναφέρει ως πρόσθετο λόγο
και ότι ο Σαναβαλλάτ ακολουθούσε συγκρητιστική θρησκεία, όπως και οι Ιουδαίοι
της Ελεφαντίνης305. Την
ύπαρξη ειδωλολατρικών στοιχείων στη θρησκεία των Ιουδαίων της Ελεφαντίνης είχε
επισημάνει και ο Lagrange 306.
Ίσως όλα αυτά να εξηγούν πώς δόθηκε η έγκριση για τη επανακατασκευή ενός Ναού
που θα ανταγωνιζόταν το Ναό των Ιεροσολύμων307.
Καθώς αποτελεί ιστορικά τεκμηριωμένο το
γεγονός ότι ο Ναός του Γιαχβέ στην Ελεφαντίνη δεν ήταν ένα ασήμαντο ιερό χαμένο
στα βάθη της Αιγύπτου. Συναγωνιζόταν σχεδόν ισάξια σε φήμη τον Ναό των
Ιεροσολύμων, όπως αναφέρει ο καθηγητής Αντώνιος Κεραμόπουλος «ο ναός της Ελεφαντίνης
είχε γίνει αντίζηλος του των Ιεροσολύμων και δεν βοηθείται υπό της μητροπόλεως»308. Με την αποχώρηση όμως
των Περσών από την Αίγυπτο ο Ναός καταστρέφεται
για δεύτερη φορά, χωρίς να ανεγερθεί εκ νέου, αφού η ιουδαϊκή κοινότητα
της Ελεφαντίνης διασκορπίζεται309.
Από τον Ναό αυτόν δεν διασώζεται τίποτα. Στη θέση του, υποστηρίζουν κάποιοι
αρχαιολόγοι ότι κτίσθηκε αιγυπτιακός ναός του Κνουμ, τα ερείπια του οποίου
διασώζονται έως σήμερα.
Ποιος λοιπόν ήταν
ο λόγος υπάρξεως αυτού του Ναού στην Ελεφαντίνη της Αιγύπτου; Ήταν απλά ο χώρος
προσευχής της ιουδαϊκής κοινότητάς της; Αν όμως συνέβαινε αυτό και λειτουργούσε
ως συναγωγή γιατί επονομάζεται Ναός σε όλα τα κείμενα των προαναφερθέντων παπύρων; Πώς εξηγούνται οι κτιριακές
ομοιότητές του με τον Ναό των Ιεροσολύμων; Σε μια απλή Συναγωγή δεν
προσφέρονταν ούτε αιματηρές ούτε αναίμακτες θυσίες, ούτε υπήρχε θυσιαστήριο,
ούτε υπηρετούσε ιερατείο. Όμως όλα αυτά υπήρχαν στον Ναό της Ελεφαντίνης. Όντως
εδώ έχουμε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Κάποιοι πρότειναν ως εξήγηση ότι ο Ναός
αυτός δημιουργήθηκε ως ιερό που θα αντικαθιστούσε τον βεβηλωθέντα από τη
λατρεία των ειδώλων Ναό των Ιεροσολύμων την εποχή του ασεβούς βασιλιά Μανασσή310.
Ο Graham Hancock, ένας δημοσιογράφος και ερασιτέχνης
ιστορικός, υποστήριξε το 1992 στο βιβλίο του ''The Sign
and the Seal: The Quest for the Lost Ark of the Covenant " ότι η Κιβωτός της Διαθήκης
πράγματι βρίσκεται σήμερα στην Αιθιοπία, με τη διαφορά ότι δεν μεταφέρθηκε εκεί
από τον Μενελίκ. Σύμφωνα με τη θεωρία του μετά την απομάκρυνσή της από τον Ναό,
με διαταγή του αποστατήσαντα προς τα είδωλα Μανασσή, αυτή μεταφέρθηκε από
πολυάριθμους αυτοεξόριστους ευσεβείς μακριά από τα Ιεροσόλυμα. Συγκεκριμένα
στην Ελεφαντίνη της Αιγύπτου, όπου ίδρυσαν την εκεί εβραϊκή παροικία. Εκεί
παρέμεινε 200 έτη μέχρι τη νέα της μεταφορά, ακόμα πιο νότια, δηλαδή στην
Αιθιοπία. Κατά την άποψή του ο Ναός της Ελεφαντίνης ανεγέρθηκε με πρώτιστο
σκοπό να στεγάσει την Κιβωτό της Διαθήκης. Και γι' αυτό οικοδομικά προσπάθησε
να αντιγράψει όσο ήταν δυνατόν τον Ναό των Ιεροσολύμων. Το ίδιο συνέβη και ως
προς το τυπικό της λατρείας. Ως βασικό επιχείρημα στα λεγόμενά του ο Hancock
θέτει την ύπαρξη θυσιαστηρίου και την τέλεση θυσιών στην Ελεφαντίνη. Η ύπαρξή
τους κατ΄ αυτόν συνεπάγεται οπωσδήποτε και την παρουσία της Κιβωτού. Παράλληλα
χρησιμοποίησε ως πρόσθετο στήριγμα των υποθέσεών του την προφητεία του Ησαΐα: «Τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἔσται θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ ἐν
χώρᾳ Αἰγυπτίων καὶ στήλη πρὸς τὸ ὅριον αὐτῆς τῷ Κυρίῳ». Το επιχείρημα
αυτό το ''δανείστηκε'' από τον πρώην Αρχιερέα Ονία Δ΄, ο όποιος το
χρησιμοποίησε ήδη από τον 2ο π. Χ. αιώνα, όπως θα δούμε παρακάτω, προκειμένου
να δικαιολογήσει την ίδρυση Ναού στην Αίγυπτο311. Ο Hancock επίσης
υποστήριζε ότι σημαντικός αριθμός παπύρων επιβεβαιώνει ιστορικά την πίστη των
Ιουδαίων της Ελεφαντίνης ότι ο Γιαχβέ κατοικούσε στον Ναό του νησιού τους.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Χρήστο Καραγιάννη ο ισχυρισμός του Hancock
είναι καθ' όλα αναληθής και «για παρουσία του Γιαχβέ στον Ναό της Ελεφαντίνης
δεν ομιλεί "σημαντικός αριθμός παπύρων" αλλά μόνο ένας»312.
Ακόμα όμως κι αν υποθέσουμε ότι κάποιοι εξόριστοι Ιερείς
από το Νότιο Βασίλειο εφάρμοσαν στον Ναό της Ελεφαντίνης επακριβώς όλο το
προβλεπόμενο από το Λευιτικό και το Δευτερονόμιο λατρευτικό τυπικό, αυτό δεν
συνεπάγεται και την εκεί παρουσία της Κιβωτού. Από το 516 π.Χ., που
εγκαινιάζεται ο δεύτερος Ναός ή Ναός του Ζοροβάβελ στα Ιεροσόλυμα, αν και τα
Άγια των Αγίων του ήταν κενά, συνεχιζόταν η λατρεία σ' αυτόν με πανομοιότυπο
τρόπο, όπως και στον πρώτο Ναό. Επίσης στον Ναό των Σαμαρειτών, οι οποίοι
αποσχίσθηκαν από τον Ιουδαϊσμό, στο όρος Γαριζίν στη Σαμάρεια προσφέρονταν
θυσίες, αλλά κι εκεί δεν υπήρχε η Κιβωτός. Επίσης πρέπει να μην λησμονούμε ότι
σε ιδιαίτερες περιστάσεις, όπως αυτής του Σαμουήλ, αλλά και από πρόσωπα που
κάποιες φορές δεν ήταν καν ιερείς, όπως ο Γεδεών, ο Μανωέ, πατέρας του Σαμψών,
ο Δαβίδ και ο Σολομών θυσίασαν και μάλιστα σε μέρη μακράν της Σκηνής του
Μαρτυρίου ή του Ναού, συνεπώς και μακράν της Κιβωτού313.
Άλλη παρόμοια
περίπτωση είναι εκείνη των εξιουδαϊσθέντων Αιθιόπων. Αυτοί προερχόμενοι
πιθανότατα από επιμειξία και προσηλυτισμό Ιουδαίων της διασποράς που διέμεναν
στην Αίγυπτο, είχαν αρκετούς δικούς τους ναούς (Masjid). Ο
καθένας από αυτούς διαιρούνταν σε τρία μέρη, όπως και ο Ναός των Ιεροσολύμων,
και στην αυλή τους είχαν κτισμένο λίθινο θυσιαστήριο, στο οποίο προσφέρονταν
θυσίες314. Ακόμα κι αν
αλήθευε ο μύθος περί μεταφοράς της Κιβωτού στην Αιθιοπία, που προαναφέραμε,
βλέπουμε ότι και σ' αυτήν την περίπτωση δεν υπήρχε ένας μόνο Ναός, αλλά πολλοί,
οι οποίοι φυσικά και δεν ήταν κάτοχοι της Κιβωτού.
Στην επιστολή της
Ιουδαϊκής κοινότητας Ελεφαντίνης του 408 π.Χ. αναφέρεται ότι οι εξαγορασθέντες
από τους Αιγύπτιους ιερείς Πέρσες στρατιώτες, γκρέμισαν και έκαψαν τον Ναό τους
«τα δ' εκ χρυσόν και άργυρον αγγεία και παν το εν τω ναώ ιδιοποιήθησαν»315. Αν λοιπόν υπήρχε μεταξύ
αυτών και η Κιβωτός δεν θα την ανέφεραν; Αν είχε φυγαδευθεί εκεί προ της
καταστροφής των Ιεροσολύμων ή μετά από αυτήν και πάλι δεν θα έδιναν κάποια
διασαφηνιστική πληροφορία; Οπωσδήποτε, είτε είχε γίνει μεταφορά της Κιβωτού
στην Ελεφαντίνη επί Μανασσή, είτε κάποια άλλη στιγμή, θα ήταν αδύνατο να
συγκαλυφθεί η εκεί παρουσία της, αφού αυτή θα αποτελούσε μέρος των λατρευτικών
πράξεων που θα λάμβαναν χώρα στο νησί τους. Συνεπώς θα ήταν γεγονός γνωστό στον
Ιουδαϊσμό του 5ου αιώνα π.Χ. Ακόμα λοιπόν κι αν υποθέσουμε ότι εκείνοι ήθελαν
κάτι να αποκρύψουν ή να παραλείψουν στην επιστολή τους προς τους Ιεροσολυμίτες
ομοεθνείς τους, πώς ήταν δυνατόν αυτοί με τη σειρά τους να μην ενδιαφέρονταν
πρωτίστως να διαλευκάνουν την τύχη της Κιβωτού, αν όντως ήταν γνωστή η παρουσία
της εκεί;
Όμως ο Ναός της
Ελεφαντίνης δεν υπήρξε ο μόνος ιουδαϊκός ναός άνευ της παρουσίας της Κιβωτού.
Οι ιουδαϊκές παροικίες στην Αίγυπτο συνέχιζαν να ακμάζουν και τους αιώνες που
ακολούθησαν της εξαφανίσεως της Εβραϊκής κοινότητας και του Ναού της στην
Ελεφαντίνη. Η αφορμή για ίδρυση νέου Ναού μακράν της Ιερουσαλήμ δόθηκε γύρω στο
150 - 160 π.Χ. Η βασιλική δυναστεία των Σελευκιδών κατεδίωξε τον Αρχιερέα Ονία
Δ΄, γιο του Ονίου Γ΄ και τελευταίου ιερέα από τη γενιά του Σαδώκ316. Εδώ αξίζει να κάνουμε
μια μικρή παρέκβαση . Ο Ονίας ο Γ΄ είχε απομακρυνθεί από τα Αρχιερατικά του καθήκοντα
με διαταγή του βασιλέα Αντιόχου Δ΄ του Επιφανούς. Όταν ο νέος Αρχιερεύς
Μενέλαος που απέκτησε τη θέση, όπως και ο προκάτοχός του Ιάσων με δωροδοκία,
προσπάθησε να αρπάξει τα ιερά σκεύη του Ναού και να τα δώσει ως δώρο στον
Αντίοχο, ο Ονίας αντέδρασε. Αυτό έγινε η αιτία για τη δολοφονία του από όργανα
του Μενελάου, που του επιτέθηκαν στον πρόναο του Ναού.
Έτσι ο γιός του,
ο Ονίας ο Δ΄, κατέφυγε εξόριστος στην Αίγυπτο μετά από τη δολοφονία του πατέρα
του, αφού ούτε οι Σελευκίδες τον αναγνώρισαν ως Αρχιερέα, αλλά ούτε και οι
Ιουδαίοι Μακκαβαίοι επαναστάτες . Με την άδεια του Έλληνα βασιλέα της Αιγύπτου
Πτολεμαίου ΣΤ΄ του Φιλομήτορος ίδρυσε
Ναό στη Λεοντόπολη 317.
Τα κίνητρα και οι επιδιώξεις του πρώην Αρχιερέα Ονία Δ΄ περιγράφονται με πολλή
οξυδέρκεια από τον Ιουδαίο ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο : «ου μην Ονίας εξ υγιούς
γνώμης ταύτα έπραττεν, αλλ' ην αυτώ φιλονεικία προς τους εν Ιεροσολύμοις
Ιουδαίους, οργήν της φυγής απομνημονεύοντι, και τούτο το ιερόν ενόμιζε
κατασκευάσας εις αυτό περισπάσειν απ' εκείνων το πλήθος»318 και «βουλόμενος δε εαυτώ μνήμην και δόξαν αιώνιον
κατασκευάσαι»319. Ο Ναός
αυτός ήταν παρόμοιος, αλλά μικρότερος και ευτελέστερός αυτού των Ιεροσολύμων.
Είχε ιερατείο και προσφέρονταν θυσίες και σ' αυτόν320. Ακόμα μια ομοιότητά τους ήταν ότι σε κανέναν από
τους δύο δεν υπήρχε Κιβωτός στα Άγια των Αγίων. Ο Ονίας όχι μόνο δεν δίστασε
μπροστά στην έλλειψη της Κιβωτού, αλλά νεωτέρισε και στο θέμα της επτάφωτης
λυχνίας, την οποία δεν τοποθέτησε στο δάπεδο, όπως ήταν στον ιεροσολυμιτικό
Ναό, αλλά κρέμασε με χρυσή αλυσίδα από την οροφή321. Τη δικαιολόγηση ιδρύσεως ενός νέου ναού και μάλιστα
στην Αίγυπτο, παρά τη σοβαρή έλλειψη της Κιβωτού, ο Ονίας τη στήριξε στο
ακόλουθο χωρίο του προφήτη Ησαΐα: «Τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ ἔσται θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ ἐν χώρᾳ Αἰγυπτίων καὶ στήλη πρὸς τὸ ὅριον αὐτῆς
τῷ Κυρίῳ»322. Ο
Ονίας προσπάθησε να παρουσιάσει τις ενέργειές του ως εκπλήρωση των προφητικών
λόγων και σύμφωνες με το θείο θέλημα. Όπως προαναφέραμε είχαν ήδη ανεγερθεί και
άλλοι ναοί, συνεπώς δεν φοβόταν ότι ο Ιουδαϊσμός θα σάστιζε και θα αντιδρούσε
μπροστά στην καινοτομία του. Ανεξαρτήτως όλων αυτών είναι σαφές ότι η εν λόγω
προφητεία του Ησαΐα έχει Μεσσιανικό χαρακτήρα και αναφέρεται στην εποχή της
εξαπλώσεως του Χριστιανισμού στην Αίγυπτο.
Ο Ναός αυτός
αποτέλεσε κατά τους δύο αιώνες της λειτουργίας του το δεύτερο μετά τα
Ιεροσόλυμα πνευματικό κέντρο των Ιουδαίων της Αιγύπτου. Όμως με αφορμή την
επανάσταση των Αλεξανδρινών Ιουδαίων, οι οποίοι στασίασαν, προκειμένου να
στηρίξουν την εξέγερση των ομοεθνών τους στην Ιουδαία εναντίον των Ρωμαίων,
επήλθε και το τέλος του δευτέρου Ναού τους στην Αίγυπτο. Σύμφωνα και πάλι με
τον Φλάβιο Ιώσηπο ο Λούπος, ηγεμών της Αλεξάνδρειας, με διαταγή του Καίσαρα
έκλεισε τον Ναό323. Το 73
μ.Χ., τρία έτη μετά την ισοπέδωση των Ιεροσολύμων, καταστράφηκε από τις
Ρωμαϊκές αρχές επί αυτοκράτορος Τίτου και ηγεμονεύοντος στην Αλεξάνδρεια του
Παυλίνου324
Έμμεση, αλλά
ισχυρή απόδειξη - κατά τη γνώμη μας - ότι ούτε ο Ναός της Ελεφαντίνης, αλλά
ούτε ο μεταγενέστερός του Ναός της Λεοντοπόλεως κατείχαν την Κιβωτό αποτελεί το
γεγονός ότι ποτέ δεν υποκατέστησαν στη θρησκευτική συνείδηση των Ισραηλιτών τα
Ιεροσόλυμα και τον Ναό τους. Όπως παρατηρεί ο παλαιός καθηγητής του
Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Κοντογόνης: «οι έξω της Αιγύπτου ελληνίζοντες
Ιουδαίοι απήρχοντο κατά τας εορτάς ουχί εις την Λεοντόπολιν, αλλ' εις την
Ιερουσαλήμ. και αυτοί δε
οι εν Αιγύπτω Ιουδαίοι ετίμων τον εν Ιεροσολύμοις ναόν πλειότερον, απερχόμενοι
και αυτοί εις ταύτην την πόλιν»325.
Η θεωρία της
υπάρξεως δύο Κιβωτών
Ο Μωυσής μετά τη θραύση των δυο αρχικών πλακών με τις
Δέκα Εντολές, έλαβε παρά του Θεού εντολή : «καὶ ποιήσεις σεαυτῷ κιβωτὸν ξυλίνην»326. Ο δε Μωυσής αμέσως υπάκουσε και κατασκεύασε ο ίδιος «κιβωτὸν
ἐκ ξύλων ἀσήπτων»327.
Η Κιβωτός αυτή, που κατασκευάσθηκε από το Μωυσή , ήταν προσωρινή και γι' αυτό
χρησιμοποιήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα. Σε λίγους μήνες ο Μωυσής, σύμφωνα
με τις οδηγίες του Θεού διέταξε τον ικανό τεχνίτη Βεσελεήλ να τεχνουργήσει μια
νέα Κιβωτό, μαζί με την κατασκευή της Σκηνής του Μαρτυρίου και των άλλων ιερών
αντικειμένων που θα υπήρχαν σ΄ αυτήν328.
Διάφοροι Εβραίοι
Ραββίνοι στα Μιδρασίμ, δηλαδή στην απόκρυφη ραββινική γραμματεία, υποστηρίζουν
την ύπαρξη δύο Κιβωτών, εννοώντας ότι η πρώτη, η προσωρινή Κιβωτός συνέχισε να
υπάρχει και μετά από την κατασκευή της δεύτερης .Ο Israel Gutman, καθηγητής
ιστορίας του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, τροποποιώντας την παραπάνω
ραββινική θεωρία, υποστήριξε ότι ο Δαβίδ χρησιμοποίησε την Κιβωτό του Μωυσή ως
σύμβολο της θρησκευτικής ενότητας των δώδεκα φυλών. Όμως ο Σολομών, αφού ήδη
είχε δημιουργηθεί το ενιαίο βασίλειο του Ισραήλ, δεν την θεωρούσε πλέον
απαραίτητη , γι' αυτό δεν την χρησιμοποίησε ξανά. Ίσως δεν την μετέφερε καν στο
Ναό, αλλά την εγκατέλειψε329.
Πιθανότατα κατά τον Gutman δεν υπήρχε καμία Κιβωτός στο Ναό επί Σολομώντα. Μια
δεύτερη Κιβωτός, αυτή που περιγράφεται στο Δευτερονόμιο, κατασκευάσθηκε επί
Ιωσία και γι' αυτό διαφέρει στην περιγραφή της από αυτήν της Κιβωτού που υπήρχε
ακόμη την εποχή του Δαβίδ. Αυτή η νέα Κιβωτός το πιθανότερο είναι ότι χάθηκε
στην καταστροφή του Ναού330.
Όλες αυτές οι
θεωρίες αφ΄ ενός δεν βρίσκουν κανένα στήριγμα στο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης. Άλλα και αφ΄ ετέρου ούτε με την κοινή
λογική δεν μπορούν να συμβαδίσουν. Πώς είναι δυνατόν ευσεβή πρόσωπα, όπως ο
Δαβίδ, ο Σολομών και ο Ιωσίας να σκέπτονται και να ενεργούν με τέτοια
περιφρόνηση προς την Κιβωτό, που αποτελούσε τον τόπο εμφανίσεως του ίδιου του
Θεού;
Στη σύγχυση περί
της υπάρξεως δύο Κιβωτών πρέπει να συντέλεσαν και τα εξής : Στο Δευτερονόμιο
διαβάζουμε τους ακόλουθους λόγους του
Μωυσέως : «καὶ ἐνετείλατο τοῖς Λευίταις
….. λαβόντες τὸ βιβλίον τοῦ νόμου τούτου θήσετε αὐτὸ ἐκ πλαγίων τῆς κιβωτοῦ τῆς
διαθήκης Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, καὶ ἔσται ἐκεῖ ἐν σοὶ εἰς μαρτύριον»331. Το Μωσαϊκό αυτό χειρόγραφο, καθώς και κάθε νέο βιβλίο της Π. Δ.,
τοποθετούνταν σε κιβώτιο, το οποίο αποκαλούνταν και αυτό στην εβραϊκή αρόν,
δηλαδή κιβωτός και φυλασσόταν αρχικά στα Άγια των Αγίων της Σκηνής του Μαρτυρίου,
αλλά στον Ναό του Σολόμωντα σε άλλο μέρος εκτός αυτών. Σύμφωνα με τον
λογιώτατο κληρικό του 19ου αιώνα Κωνσταντίνο Οικονόμου τον εξ Οικονόμων: «Η δε κιβωτός αύτη της Διαθήκης διάφορος ην
της αρχαίας εκείνης της Μωσαϊκής. Ωνομάσθη δε συνωνύμως, ως περιέχουσα και αύτη
τα Μωσαϊκά μετά των προφητικών τευχών, ήτοι πάσαν την παλαιάν Διαθήκην… μετά
την υπό Σολομώντος οικοδόμην του ναού,
μετετοπίσθη το κιβώτιον της Πεντατεύχου και εις άλλον απεθησαυρίσθη τόπον,
εξαχθέν εκ του αδύτου, προς χρήσιν της θείας βίβλου προχειροτέραν»332. Στην τοποθέτηση αυτών των Μωσαϊκών χειρογράφων, και του κιβωτίου τους,
δίπλα στην Κιβωτό και όχι μέσα της, αναφέρεται και ο Άγιος Κύριλλος
Αλεξανδρείας, όταν γράφει στα ερμηνευτικά του σχόλια στο βιβλίο του
Δευτερονομίου : «Σύνες ούν όπως εις
εν τι μέρος της κιβωτού, και ουκ εν τω μέσω προστέταχεν αποκείσθαι τον νόμον»333.
Η εκδοχή της
ευρέσεως και της αρπαγής της Κιβωτού από τους Ρωμαίους
κατά την
καταστροφή των Ιεροσολύμων το 70 μ. Χ.
και της υπάρξεώς
της στη Ρώμη έως σήμερα
Ακόμα μία εκδοχή,
που στηρίζεται απλώς σε υποθετικούς συλλογισμούς, είναι και αυτή περί ευρέσεως
της Κιβωτού από τους Ρωμαίους. Κατ΄ αρχάς οι υποστηρικτές της για να την
θεμελιώσουν δέχονται ως βάση τους και
ως αληθή τη θεωρία ότι η Κιβωτός είχε κρυφθεί σε υπόγειο χώρο κάτω από το Ναό
των Ιεροσολύμων. Όταν λοιπόν το 70 μ. Χ.
οι ρωμαϊκές λεγεώνες του στρατηγού Τίτου334
ισοπέδωσαν και κυριολεκτικά κατέσκαψαν την Ιερουσαλήμ, την ίδια τύχη
συμμερίσθηκε και ο τρίτος Ναός, αυτός που είχε οικοδομήσει ο Ηρώδης. Ο Ναός
πυρπολήθηκε στις 5 Αυγούστου, και κατά θεία βούληση την ίδια ημέρα και τον ίδιο
μήνα που είχε καεί και ο πρώτος Ναός επί Ναβουχοδονόσορος335. Θεωρούν λοιπόν βέβαιο, οι υποστηρίζοντες αυτή τη
θεωρία, ότι τότε οι Ρωμαίοι θα ανακάλυψαν τον χώρο, όπου ήταν αποκεκριμένη η
Κιβωτός. Συνεπώς και αυτή θα αποτέλεσε τμήμα των λαφύρων που αποκόμισαν από το
Ναό και μετέφεραν στη Ρώμη. Εκεί υποστηρίζουν ότι φυλάχθηκε έως την επικράτηση
του Χριστιανισμού, οπότε και παραδόθηκε στην Εκκλησία της Ρώμη. Οι Πάπες κράτησαν
μυστική την ύπαρξή της, τοποθετώντας την στις φημολογούμενες μυστικές κρύπτες
στα υπόγεια των κτιρίων του Βατικανού336.
Όπως είναι γνωστό
από τις ιστορικές πηγές το 63 π. Χ. όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Πομπήιος κατέλαβε
τα Ιεροσόλυμα, δεν δίστασε όχι απλά να εισέλθει σε κάθε χώρο του Ιερού, όπως το
θησαυροφυλάκιο, αλλά και στον ίδιο το Ναό. Έφθασε μάλιστα να τολμήσει να
εισχωρήσει ακόμα και στα Άγια των Αγίων, όπου διαπίστωσε ιδίοις όμμασιν, την
απουσία της Κιβωτού. Όπως προαναφέραμε, δεν ήταν λίγοι αυτοί που δυσπιστούσαν για
το ότι τα Άγια των Αγίων στον δεύτερο
και τον τρίτο Ναό ήταν άδεια.
Επίσης είναι
ιστορικά καταγεγραμμένο ότι τα ιερά αντικείμενα που λεηλάτησαν οι Ρωμαίοι από
τον Ναό λάμπρυναν με την παρουσία τους τον θρίαμβο του Τίτου στη Ρώμη το 71
μ.Χ. Ο ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος στην περιγραφή αυτού του θριάμβου καταγράφει
ότι μεταξύ άλλων καθαρά υλικών θησαυρών, περιάχθησαν μία χρυσή τράπεζα, μία
επτάφωτη λυχνία και ένα αντίγραφο του Ιουδαϊκού Νόμου (χειρόγραφο, πιθανόν
αυτόγραφο του Έσδρα), αλλά δεν αναφέρει την Κιβωτό337. Εδώ να τονίσουμε ότι ο Φλάβιος Ιώσηπος ήταν
αυτόπτης μάρτυρας αυτής της θριαμβευτικής παρελάσεως και το σημαντικότερο ήταν,
ότι όντας ο ίδιος Ιουδαίος δεν υπήρχε περίπτωση να διέλθει η Κιβωτός ενώπιών
του και να μην αναγνωρίσει την ταυτότητά της. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ο
Ιώσηπος διατηρούσε άριστες σχέσεις και με τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Βεσπασιανό (69
- 79 μ.Χ.) και με τον υιό του Τίτο, που τον διαδέχθηκε στο θρόνο (79 - 81
μ.Χ.). Μάλιστα υπήρχε μεταξύ τους τέτοιος σεβασμός και φιλία, που όταν ο
Φλάβιος Ιώσηπος αφίχθηκε στη Ρώμη το 71 μ.Χ., του παραχώρησαν τμήμα της έπαυλης,
στην οποία διέμενε η οικογένεια του Βεσπασιανού πριν από την ανακήρυξή του σε
αυτοκράτορα338. Συνεπώς,
αν η Κιβωτός είχε φθάσει στη Ρώμη, ο Φλάβιος Ιώσηπος όντας έμπιστο πρόσωπο της
αυτοκρατορικής οικογένειας θα το γνώριζε από τους πρώτους.
Η θριαμβευτική αυτή πομπή του νικητή ρωμαϊκού
στρατού, που μετέφερε τα λαφυραγωγηθέντα, έχει σμιλευθεί στην αψίδα θριάμβου
του Τίτου, που κατασκευάσθηκε το 81 μ.Χ. στη Ρώμη339. Μεταξύ αυτών μπορούμε να διακρίνουμε, ακόμα και
σήμερα, Ρωμαίους να μεταφέρουν την επτάφωτη λυχνία, την τράπεζα της προθέσεως
και δυο ιερές σάλπιγγες, αλλά πουθενά μεταξύ αυτών δεν απεικονίζεται η Κιβωτός.
Αν συλλογισθούμε ότι σκοπός της κατασκευής της αψίδος αυτής και των αναγλύφων
της ήταν να εξαρθεί η νίκη της Ρώμης και του Τίτου στην τότε εποχή, αλλά και να
διασαλπίζεται και στους κατοπινούς αιώνες, δεν δικαιολογείται η απουσία της
Κιβωτού από το διάκοσμο. Γιατί λοιπόν οι Ρωμαίοι θα δίσταζαν ή θα παρέλειπαν να
αποτυπωθεί στην αψίδα η Κιβωτός, που αποτελούσε το σεβασμιότερο ιερό αντικείμενο
του Ισραήλ, αν όντως είχε περιέλθει στα χέρια τους; Είναι βέβαιο ότι θα τη
σκάλιζαν σε μια από τις πλέον περίοπτες όψεις της αψίδος, για να τονίσουν ακόμα
περισσότερο το δικό τους θρίαμβο και συνάμα το μέγεθος της ταπεινώσεως των
Ισραηλιτών.
Όπως προαναφέραμε,
το αναξιόπιστο Ταλμούδ, κοντά στις άλλες εκδοχές του περί Κιβωτού, αναφέρει ότι
ο Ραββίνος Eliezer ben Jose στα μέσα του 2ου μ. Χ αιώνα είδε στη Ρώμη το
Ιλαστήριο της Κιβωτού. Μάλιστα διάβασε χαραγμένη επάνω του στα εβραϊκά τη φράση
''Κodesh Αdonai'', δηλαδή Δόξα στον Κύριο340.
Η μη σοβαρότητα της μαρτυρίας γίνεται
αμέσως αντιληπτή, αν προσέξουμε ότι δεν αναφέρει πού ακριβώς μέσα στη Ρώμη το
είδε. Κάποιοι εικάζουν ότι ήταν ο ναός της Ειρήνης, αυτός που ιδρύθηκε το 75
μ.Χ από τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό. Γιατί όμως δεν ονομάζει το μέρος; Γιατί
κανείς από την εποχή του Ιωσήπου, αλλά ούτε και μεταγενέστερος δεν είδε αυτό
που είδε ο Ραββίνος, αφού ήταν σε κοινή θέα;
Στην ηθελημένη ή
αθέλητη αυτή σύγχυση, που οδήγησε στη θεωρία για φύλαξη της Κιβωτού στη Ρώμη,
μερίδα ευθύνης είχε και ένα λατινικό κείμενο το Descriptio Lateranensis
Ecclesiae ενός ανώνυμου κληρικού του Λατερανού, χρονολογούμενο περίπου στο
1073. Αυτό ισχυριζόταν ότι στο κεντρικό αλτάριο της αρχαίας βασιλικής του Αγίου
Ιωάννου του Λατερανού φυλασσόταν η Κιβωτός της Διαθήκης, καθώς και άλλα ιερά
αντικείμενα του Ναού του Σολομώντα, όπως η Επτάφωτη λυχνία341. Γιατί όμως μέχρι τον 11ο αιώνα καμία πηγή δεν
καταγράφει τίποτε για την εκεί παρουσία της Κιβωτού; Πώς αυτή γλίτωσε από τις
λεηλασίες του Αλαρίχου και του Γιζέριχου; Πώς να εξηγήσουμε ότι, ενώ είναι
γενικώς αποδεκτό ότι η Επτάφωτη λυχνία απομακρύνθηκε από τη Ρώμη το 455 μ.Χ.
(βλέπε αναλυτικά στην επόμενη ενότητα), έξι αιώνες μετά, μυστηριωδώς παρουσιάζεται
σαν να μην λεηλατήθηκε ποτέ και έτσι να μην έχει μετακινηθεί ποτέ από τη θέση
της; Άραγε ο συντάκτης του κειμένου αγνοούσε ιστορικές πηγές όπως του Ιώσηπου, του
Θεοφάνους και του Προκοπίου, ή σκόπιμα τις παρέκαμπτε, προκειμένου να
εξυπηρετήσει σκοπιμότητες ; Το γεγονός
ότι οι Ρωμαιοκαθολικές αρχές δεν αποδοκίμασαν το κείμενο σημαίνει ότι κάθε άλλο
παρά ενοχλούνταν από αυτό, αλλά μάλλον το επικροτούσαν. Προφανώς το κείμενο αυτό
αποτελεί προϊόν των γνωστών μεσαιωνικών μυθευμάτων και πλαστογραφιών, που σκοπό
είχαν να εξάρουν τη θέση του Ρωμαίου Ποντίφικα και να στηρίξουν με πάσης φύσεως
επιχειρήματα το λεγόμενο Πρωτείο του.
Την ίδια εκδοχή
περί Κιβωτού επαναλαμβάνει και ο ανώνυμος Ρωμαιοκαθολικός συγγραφέας ή κατά άλλη
εκδοχή ο Βενέδικτος, στο έργο του Mirabilia Urbis Romae. Το έργο αυτό γραμμένο
στα λατινικά, περίπου το 1140 με 1143, αποτελούσε ένα είδος οδηγού ξεναγήσεως
των προσκυνητών που έρχονταν στη Ρώμη και μέχρι τον 15ο αιώνα γνώρισε ευρύτατη
διάδοση. Σ΄ αυτό προστίθεται η
πληροφορία ότι η Κιβωτός της Διαθήκης, η Επτάφωτη λυχνία κ.ά. δωρίθηκαν στο ναό
του Αγίου Ιωάννου του Λατερανού από τον Άγιο Κωνσταντίνο342 ! Ως γνωστόν ο Μέγας Κωνσταντίνος υπήρξε ο πρώτος κτήτωρ
του ναού το 313 και εκτός των άλλων πολυτίμων δώρισε στο ναό επτά ασημένιους
κηροστάτες που επάνω είχαν χαραγμένες μορφές προφητών. Πώς αυτοί οι επτά
κηροστάτες ''μετατράπηκαν'' σε Επτάφωτη λυχνία και προστέθηκε και η Κιβωτός, ας
το αφήσουμε ασχολίαστο.
Κατά την άποψή
μας πρέπει να συνέβαλε στη δημιουργία αυτού του μύθου και η ύπαρξη του αρχαίου
παρεκκλησίου Sancta Sanctorum (Άγια των Αγίων) στα παλαιά Παπικά ανάκτορα του
Λατερανού. Το παρεκκλήσιο αυτό κτίσθηκε τουλάχιστον τον 8ο αιώνα μ.Χ., ίσως και
παλαιότερα, και έως την αιχμαλωσία των Παπών στην Αβινιόν αποτελούσε τον
προσωπικό χώρο προσευχής του εκάστοτε Πάπα. Για τον λόγο αυτό, καθώς και επειδή
εκεί φυλάσσονταν πολλά λείψανα Αγίων και ιερά κειμήλια, η πρόσβαση σ' αυτό
επιτρεπόταν σε περιορισμένο αριθμό ατόμων. Κάτω από το αλτάριο του ναού υπήρχε
ένα κιβωτίδιο από ξύλο κυπαρισσιού, όπου στο εσωτερικό του φυλάσσονταν πολλά
τεμάχια από λείψανα Αγίων. Η λειψανοθήκη αυτή, που η κατασκευή της ανάγεται
στον 6ο - 7ο μ.Χ. αιώνα, ήταν φιλοτεχνημένη στην Παλαιστίνη. Εξωτερικά είχε
διακοσμημένο κάλυμμα εμπνευσμένο από τον διάκοσμο των σήμερα κατεστραμμένων
Ιουστινιάνειων Εκκλησιών, όπως ήταν η «Νέα
Εκκλησία», και σήμερα βρίσκεται στο Χριστιανικό Μουσείο του Βατικανού343. Η εν λόγω λειψανοθήκη
συμβόλιζε την Κιβωτό της Διαθήκης και γι' αυτό τον λόγο, αλλά και παράλληλα
επειδή εκεί φυλάσσονταν άγια λείψανα, το παρεκκλήσιο, αν και ήταν αφιερωμένο
στον Άγιο Λαυρέντιο, ονομάσθηκε Άγια των Αγίων την εποχή του Πάπα Ευγένιου Γ΄
(1145 -1153) κι έτσι παραμένει γνωστό
έως σήμερα. Προφανώς εξαιτίας της ονομασίας αυτής και της εκεί συμβολικής
παρουσίας μιας Κιβωτού και μάλιστα προερχόμενης από την περιοχή των Αγίων
Τόπων, καθώς και το σχεδόν άβατο του χώρου έκαναν τη φαντασία κάποιων να
δημιουργήσει τον μύθο περί παρουσίας της Κιβωτού στο Λατερανό. Το 1145 ο Nicolaus Maniacutius ένας Ρωμαιοκαθολικός μοναχός του
τάγματος των Κινστερσιανών στο σύγγραμμά του Historia Imaginis Salvatoris,
επαναλαμβάνει ότι η Κιβωτός βρίσκεται στη Ρώμη, αλλά στο Παπικό παρεκκλήσι
Sancta Sanctorum . Τα γραφόμενά του βεβαίως και είχαν την Παπική επιδοκιμασία.
Ο Ευγένιος Γ΄, προτού αναδειχθεί Πάπας,
υπήρξε ηγούμενος στη Μονή του Αγίου Βικεντίου και Αγίου Αναστασίου στη Ρώμη, όπου
ήταν μοναχός και ο Nicolaus Maniacutius.Ο Πάπας Ευγένιος από τα 8 έτη της Παποσύνης του, μόλις λίγους
μήνες των ετών 1149- 1150 και 1152- 1153 κατάφερε να παραμείνει στη Ρώμη,
εξαιτίας πολιτικών αναταραχών344.
Συνεπώς χρειαζόταν κάθε υποστήριξη, προκειμένου να ενισχύσει τον παραπαίοντα
θρόνο του. Σ΄ αυτό λοιπόν συνέδραμε ο παλαιός υποτακτικός του ο Nicolaus Maniacutius, παρουσιάζοντάς τον στο Historia Imaginis Salvatoris να
παρίσταται στο Sancta Sanctorum ως Αρχιερεύς ενώπιον της Κιβωτού, δηλαδή ενώπιον
του θρόνου του Θεού κατά την Παλαιά Διαθήκη. Εμφορούμενος από τέτοιες
αντιλήψεις ο Ευγένιος Γ΄ δεν είναι παράδοξο ότι εκήρυξε την Β΄ Σταυροφορία (1147 - 1149).
Η Παπική Ρώμη,
που ανά τους αιώνες δεν δίστασε να κατασκευάσει πλαστά ιερά αντικείμενα, αν
κατείχε την αυθεντική Κιβωτό, θα την κρατούσε έως σήμερα κρυμμένη σε κάποιο
σκονισμένο υπόγειο; Αντιθέτως η παρουσία της θα χρησιμοποιούνταν από τον Πάπα
ως δείγμα της θείας εύνοιας και ως στήριγμα στην αθεολόγητη επιδίωξή του περί
πρωτείου.
Η εκδοχή της
αποκρύψεως της Κιβωτού στις υπόγειες κρύπτες
της «Νέας Εκκλησίας» στα Ιεροσόλυμα το 543 μ. Χ.
Μια παραπλήσια
θεωρία με αυτή της αποκρύψεως της Κιβωτού κάτω από τον Ναό,
υποστηρίζει ότι η Κιβωτός βρίσκεται κρυμμένη στις υπόγειες κρύπτες
της «Νέας Εκκλησίας» που έκτισε
ο Ιουστινιανός στα Ιεροσόλυμα345.
Ο ένδοξος Βυζαντινός αυτοκράτορας
Ιουστινιανός το 543 ανέγειρε ναό προς τιμήν της Παναγίας, που ονομαζόταν «Αγία Μαρία η Νέα» ή «Νέα Εκκλησία» στον χώρο όπου κάποτε
βρισκόταν τα Άγια των Αγίων του Ναού του Σολομώντα. Επρόκειτο για μια
μεγαλοπρεπή πεντάκλιτη βασιλική, όπως μας την περιγράφει ο ιστορικός Προκόπιος346. «Τόσον δε ήτο ωραίος (ο ναός αυτός), ώστε
ουδέν άλλο κτίσμα ηδύνατο να συγκριθή με αυτόν»347. Πώς
προέκυψε αυτή η θεωρία; Προφανώς αυτοί που την υποστηρίζουν πιστεύουν ότι ο
Ιουστινιανός κατά την ανέγερση του ναού αυτού ανακάλυψε τις υποτιθέμενες παλιές
στοές, που βρίσκονταν κάτω από τον Ναό του Σολομώντα. Μέσα σ' αυτές
βρήκε την Κιβωτό και στη συνέχεια την ξανατοποθέτησε στις νεοδιαμορφωμένες
κρύπτες κάτω από τη «Νέα Εκκλησία».
Περιττό και να λεχθεί ότι και αυτό αποτελεί ένα φανταστικό σενάριο. Καμία
ιστορική πηγή δεν αναφέρει μία τέτοια ανακάλυψη επί Ιουστινιανού.
Το μόνο ιστορικά καταγεγραμμένο, αλλά έμμεσα
σχετικό γεγονός, είναι η μεταφορά της Επτάφωτης λυχνίας στα Ιεροσόλυμα. Αυτή
μετά την αρπαγή της από τον Τίτο το 71 μ.Χ. παρέμεινε στη Ρώμη και τοποθετήθηκε
το 75 μ.Χ από τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό στο ναό της Ειρήνης. Σύμφωνα με τον
Ιώσηπο: «Μετὰ δὲ τοὺς θριάμβους καὶ τὴν βεβαιοτάτην τῆς Ῥωμαίων ἡγεμονίας
κατάστασιν Οὐεσπασιανὸς ἔγνω τέμενος Εἰρήνης κατασκευάσαι…ἀνέθηκε δὲ ἐνταῦθα καὶ
τὰ ἐκ τοῦ ἱεροῦ τῶν Ἰουδαίων χρυσᾶ κατασκευάσματα σεμνυνόμενος ἐπ' αὐτοῖς. τὸν
δὲ νόμον αὐτῶν καὶ τὰ πορφυρᾶ τοῦ σηκοῦ καταπετάσματα προσέταξεν ἐν τοῖς
βασιλείοις ἀποθεμένους φυλάττειν»348.
Το 455 μ.Χ. οι Βάνδαλοι με αρχηγό τον Γιζέριχο κατέλαβαν τη Ρώμη και τη
λεηλάτησαν άγρια επί δυο εβδομάδες. Μεταξύ των αρπαχθέντων ήταν η επτάφωτη
λυχνία και τα άλλα κειμήλια του Ναού της Ιερουσαλήμ, που είχε αρπάξει ο Τίτος,
όπως αναφέρει ο Βυζαντινός χρονογράφος Θεοφάνης. Όλα αυτά μεταφέρθηκαν στην
Καρχηδόνα. Ο γενναίος Βυζαντινός στρατηγός Βελισάριος, μετά τον νικηφόρο πόλεμο
εναντίον των Βανδάλων το 533, τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί το 533 ή
κατά άλλη εκδοχή το 534 παρουσιάσθηκαν στο λαό κατά τη διάρκεια του
"θριάμβου", δηλαδή της θριαμβευτικής παρελάσεως του Βυζαντινού
στρατού συνοδεία των λαφύρων, που έγινε στις οδούς της Κωνσταντινουπόλεως, όπως
αναφέρει ο ιστορικός Προκόπιος349 .
Εδώ πρέπει να μην παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι ο Προκόπιος συμμετείχε στην
εκστρατεία κατά του Βανδαλικού βασιλείου στην Αφρική, ως στρατιωτικός
γραμματέας του Βελισάριου. Πολύ επιτυχώς έχει χαρακτηρισθεί το έργο του Προκοπίου, Ιστορία των πολέμων, που περιέχει
τις μαρτυρίες αυτές ότι «είναι γραμμένον με την ακριβολόγον
ευσυνειδησίαν του ιστορικού, με αγχίνοιαν και με το κύρος του αυτόπτου
μάρτυρος»350. Προφανώς ο
αυτόπτης μάρτυρας και ακριβολόγος Προκόπιος, αν γνώριζε κάτι για την Κιβωτό δεν
θα το είχε καταγράψει, όπως έκανε και με την επτάφωτη λυχνία ;
Με διαταγή του
Ιουστινιανού το ίδιο έτος η λυχνία του Ναού επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα351. Συνεπώς γεννάται το
εξής ερώτημα : με ποια λογική ο Ιουστινιανός θα άφηνε την Κιβωτό κρυμμένη στα
υπόγεια της «Νέας Εκκλησίας»,
ενώ την Επτάφωτη λυχνία την τοποθέτησε σε περίοπτη θέση μέσα στον ναό; Όπως
μαρτυρείται ιστορικά, όταν τα Περσικά στρατεύματα κατέλαβαν στις 5 Μαΐου του
614 τα Ιεροσόλυμα, τα λεηλάτησαν και «τα
χρυσά σκεύη του ναού του Σολομώντος αρπάχθηκαν από τους Πέρσες ως λάφυρα»352 , και έκτοτε αγνοείται η
τύχη τους. Εξυπακούεται ότι αν υπήρχε εκεί η
Κιβωτός θα την άρπαζαν πρώτη απ΄ όλα, καθώς ήταν ολόχρυση, και θα
γινόταν γνωστή η απώλειά της, όπως συνέβη με τα πράγματι διασωζόμενα σκεύη του
Σολομώντειου Ναού. Όπως μαρτυρεί ο Μονοφυσίτης Πατριάρχης Αλεξανδρείας,
Ευτύχιος, οι Πέρσες κατέστρεψαν το ναό αυτό353,
αφού πρώτα τον λεηλάτησαν. Ο ναός αυτός της Παναγίας ανοικοδομήθηκε από τον
Άγιο Μόδεστο, τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, χωρίς να αναφέρουν οι χρονογράφοι κάτι
περί υπάρξεως της Κιβωτού εκεί. Λίγα χρόνια αργότερα οι Μουσουλμάνοι Άραβες
έκαψαν τη «Νέα Εκκλησία» και το
638 τη μετασκεύασαν σε Τζαμί, το γνωστό έως σήμερα Αλ Ακσά. Αν λοιπόν υπήρχε
κάτι στις κρύπτες της θα το είχαν ανακαλύψει.
Ο Robert Browning, ο οποίος διετέλεσε καθηγητής στο
Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, στηριζόμενος στη μαρτυρία του Προκόπιου, αναφέρει
ότι, όταν έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, η
επτάφωτη λυχνία και ό,τι άλλο είχε σχέση με το Ναό του Σολομώντα: «Ιθύνοντα μέλη της ιουδαϊκής κοινότητας της
Κωνσταντινούπολης πρότειναν διακριτικά (στον Ιουστινιανό), ότι θα ήταν σκόπιμο
τα σεβάσμια αυτά αντικείμενα, που είχαν τρεις φορές αιχμαλωτισθεί, να
επιστραφούν στον τόπο της προελεύσεώς τους, μήπως και έφερναν και άλλη
κακοτυχία»354. Αυτό
σημαίνει ότι τα γεγονότα που αφορούσαν τα ιερά κειμήλια του Ναού του Σολομώντος
ήταν εις γνώση του Εβραϊσμού. Συνεπώς, ακόμα κι αν οι πηγές των Ορθοδόξων για
κάποιον ακατανόητο λόγο ήθελαν να σιγήσουν για την επανεύρεση της Κιβωτού, οι
Ιουδαϊκές γραπτές πηγές, αλλά και η προφορική παράδοση δεν θα την είχαν
καταγράψει; Φυσικά τίποτα τέτοιο δε συνέβη, διότι και αυτή η εκδοχή αποτελεί
ένα ακόμα μύθευμα.
Η Κιβωτός στην
Ευρώπη, την Αμερική, την Αφρική και την Ανταρκτική
Πέραν των όσων αρκετών ήδη έχουμε
αναφέρει, ανεξάντλητη ακόμη παραμένει η πληθώρα των μυθικών εκδοχών, που έχουν
πλασθεί από ευφάνταστους, από την εποχή του Μεσαίωνα έως τις ημέρες μας, που προσπαθούν
να δώσουν απάντηση στο τι απέγινε η Κιβωτός. Ένας από αυτούς τους θρύλους φέρει
τον προφήτη Ιερεμία και την τελευταία Ιουδαία βασίλισσα να μεταφέρουν την
Κιβωτό στην Ιρλανδία. Εκεί παραμένει θαμμένη στο λόφο Τάρα, στον τάφο της
βασίλισσας αυτής. Άλλη παράδοση υποστηρίζει ότι οι Εσσαίοι τη μετέφεραν στην
Ισπανία. Εκεί μένει κρυμμένη σ' ένα σπήλαιο κοντά στη μονή Montserrat στα Πυρηναία όρη.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι ανακαλύφθηκε στους Αγίους Τόπους, από τους Ναΐτες
ιππότες κατά τις Σταυροφορίες και μεταφέρθηκε στη Γαλλία ή στη Βρετανία. Άλλα
ακόμα έχει λεχθεί και ότι μεταφέρθηκε από τη Γαλλία, όπου φυλασσόταν, στις
Η.Π.Α. κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Μια φυλή ιθαγενών της Νότιας Αφρικής
υποστηρίζει ότι είναι στην κατοχή της355. Κάποιοι την έχουν εντοπίσει
να βρίσκεται κρυμμένη στους πάγους της Ανταρκτικής! Σύμφωνα με αυτή την ''είδηση'', το 2015 η Κιβωτός ανευρέθηκε κάτω από ένα
από τα μεγαλύτερα Τζαμιά της Σαουδικής Αραβίας, χωρίς να αναφέρεται ποιο ήταν
το Τέμενος αυτό και πώς έγινε αυτή η ανακάλυψη. Επειδή όμως προκάλεσε τον
θάνατο πλήθους ανθρώπων που προσπάθησαν να την ανοίξουν, οι Σαουδάραβες τρομαγμένοι
την παραχώρησαν στους Ρώσους, οι οποίοι και την μετέφεραν στην Ανταρκτική.
Γιατί ο Θεός
επέτρεψε να απολεσθεί ή να καταστραφεί η Κιβωτός της Διαθήκης;
Γιατί
όμως ο Θεός επέτρεψε να απολεσθεί ή να καταστραφεί η Κιβωτός της Διαθήκης; Όπως
μας διδάσκουν η Αγία Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας ο Θεός πάντοτε ενεργεί
με παιδαγωγικό τρόπο και δεν διστάζει ακόμα και να "τιμωρεί",
προκειμένου να συνετίσει και να οδηγήσει προς τη σωτηρία τον κάθε άνθρωπο. Ο
Ισραήλ την εποχή του προφήτου Ιερεμία είχε αποκλίνει πολύ από το θέλημα του
Θεού και τη συναφθείσα μ' Αυτόν Διαθήκη. Όμως οι Ιουδαίοι θεωρούσαν ότι ως
κάτοχοι της Κιβωτού και του Ναού διατελούσαν άτρωτοι, αφού κατ' αυτούς ο Θεός
ήταν υποχρεωμένος να τους προστατεύει παραβλέποντας την αποστασία τους από Αυτόν.
Πίστευαν ότι και μόνο για χάρη της ασφάλειας της Κιβωτού ο αληθινός Θεός, που
λάτρευαν τυπικά, αλλά ουσιαστικά είχαν εγκαταλείψει, θα τους έσωζε από τους
εχθρούς. Ήταν τέτοιος ο θρησκευτικός αποχρωματισμός τους και η εγκόλπωση από
αυτούς της ειδωλολατρικής λατρείας και τόσο προχωρημένη η ηθική σήψη, που ακόμη
και μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του Ναού κάποιοι δεν συνετίσθηκαν,
αλλά έλεγαν : «ότι οι θεοί των Χαλδαίων, που τους υπέταξαν, είναι ισχυρότεροι
από τον ιδικό τους Θεό, τον Γιαχβέ, και μάλιστα έλεγαν ότι γι᾿ αυτό έπαθαν το
κακό της καταστροφής της χώρας τους, επειδή παραμέλησαν την λατρεία σ᾿ αυτούς
τους θεούς»356.
Αντιφατικό μεν και παράδοξο, όμως κλασικό δείγμα του θρησκευτικού συγκρητισμού
σε κάθε εποχή. Επίσης άκρως σημαντικό είναι να μη λησμονούμε ότι η παιδαγωγία
του Θεού δεν παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου. Ο Θεός με το μεγάλο αυτό
''ταρακούνημα'' της ήττας, του εκπατρισμού και της απώλειας της Κιβωτού τους
έδωσε μια ευκαιρία προς μετάνοια, που κάποιοι εδέχθησαν, ενώ κάποιοι άλλοι
αρνήθηκαν. Αυτοί που μετανόησαν προστέθηκαν σ΄ αυτούς που «οὐκ ἔκλιναν γόνυ τῷ
Βάαλ» και αποτέλεσαν το «λείμμα» και το κατάλοιπο357, εκείνους δηλαδή που είχαν το βλέμμα στραμμένο προς
τον ερχόμενο Μεσσία Ιησού Χριστού.
Αλλά ας αφήσουμε
τη γραφίδα του Θεοδωρήτου Κύρου να μας εξηγήσει γλαφυρότερα: «Τι δήποτε
συνεχώρησεν ο Θεός δορυάλωτον γενέσθαι την Κιβωτόν; Διπλήν το γεγονός ωφέλειαν εβλάσθησε, τους
μεν γαρ Εβραίους εδίδαξεν, εννόμως μεν βιώντας τη του Θεού προμηθεία θαρρείν . παρανομούντας δε μήτ'
αυτώ, μήτε τη αψαύστω κιβωτώ πεποιθέναι. τι δήποτε γαρ εις επικουρίαν έλαβον
παρανομούντες την τον νόμον ένδον έχουσαν αποκείμενον; Ούτοι μεν ουν ταύτην
εντεύθεν την ωφέλειαν εδέχοντο»358.
Αναφορές της
Καινής Διαθήκης στην Κιβωτό
Δύο αναφορές
υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη για την Κιβωτό. Η πρώτη συναντάται στην προς
Εβραίους επιστολή: «μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα σκηνὴ ἡ
λεγομένη Ἅγια Ἁγίων, χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης
περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ῥάβδος
Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, ὑπεράνω δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ
δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον»359.
Στην ευρύτερη περικοπή Εβρ. 9, 1 -10, που είναι ενταγμένοι και οι στίχοι που
μας ενδιαφέρουν, ο Απόστολος Παύλος δίνει μια συνοπτική περιγραφή της Σκηνής
του Μαρτυρίου και των ιερών της αντικειμένων, όπως της Κιβωτού και των εντός
αυτής. Επίσης αναφέρεται στη λατρεία που επιτελούνταν στη Σκηνή. Αυτή η λατρεία ήταν προσωρινή και
αποτελούσε τύπο και σκιά της πραγματικής σωτηρίας, που ήδη προσφέρει ο
Αρχιερεύς Χριστός μέσα στην Εκκλησία.
Η δεύτερη περί
Κιβωτού της Διαθήκης αναφορά, υπάρχει στην Αποκάλυψη του Ιωάννου360, αλλά ως συμβολική
παράσταση. Όπως γράφει ο μακαριστός καθηγητής Στέργιος Σάκκος: «ο Θεός πρόσφερε
στον Ιωάννη τις αποκαλύψεις με συμβολικές εικόνες, τις οποίες ως επί το
πλείστον γνώριζε ο προφήτης όχι μόνο από τη φυσική ζωή, αλλά και από την αγία
Γραφή… τόποι και αντικείμενα της λατρείας του Ισραήλ (η Σκηνή του Μαρτυρίου και
ο Ναός με το θυσιαστήριο, το θυμιατό και την Κιβωτό της Διαθήκης) εμφανίζονται
στην Αποκάλυψι ως σύμβολα γεγονότων και καταστάσεων της Εκκλησίας,
στρατευομένης και θριαμβεύουσας, και του κόσμου»361. Κατά τον καθηγητή Παναγιώτη Μπρατσιώτη η εμφάνιση
της πραγματικής Κιβωτού κατά το άνοιγμα του επουράνιου ναού του Θεού
«συμβολίζει όχι μόνον την παρουσίαν του Θεού, ως και το αντίτυπον αυτής, η
κιβωτός του επίγειου ναού, αλλά και την ολοκλήρωσιν της μετά των ανθρώπων
συμφωνίας του Θεού»362. Όπως
παρατηρεί ο Μπρατσιώτης το όραμα του Ευαγγελιστού Ιωάννου θυμίζει τη γνωστή
διήγηση περί του προφήτου Ιερεμία και της Κιβωτού στο Β΄ Μακκαβαίων, «με τη
διαφοράν ότι ενταύθα πρόκειται περί επουρανίου Κιβωτού»363.
Αντί επιλόγου
Η Κιβωτός της Διαθήκης και οι προεικονίσεις
της σε σχέση με την τύχη της Κιβωτού
Ο
Απόστολος Παύλος χαρακτήρισε την αποστολή της Παλαιάς Διαθήκης - όσον αφορά την
προετοιμασία της ανθρωπότητας για τον ερχομό του Χριστού - με τους εξής λόγους: «παιδαγωγός ημών
γέγονεν εις Χριστόν»364. Ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη αποτελείται από ένα
σύνολο προεικονίσεων και προφητειών για τον Χριστό, την Παναγία, την Εκκλησία
κλπ. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της Κιβωτού.
Σύμφωνα με τον
Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας τα τελούμενα στη
Σκηνή του Μαρτυρίου, όπου και η Κιβωτός, δεν είχαν τη δύναμη να σώσουν τον
άνθρωπο. Ενώ τα μυστηριακώς τελούμενα δια του μεγάλου Αρχιερέως Χριστού στη νέα
Σκηνή, που δεν είναι άλλη από την Εκκλησία του Χριστού, παρέχουν στον
αναγεννημένο και ανακαινισμένο με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος άνθρωπο την
αληθινή σωτηρία365. Τύπος
του Σωτήρος Χριστού ήταν η Κιβωτός και την Ενανθρώπησή Του προφήτευε,
επισημαίνει ο Άγιος Κύριλλος : «Ἡ
κιβωτὸς ἡμῖν, ὦ Παλλάδιε, τύπος ἂν εἴη καὶ εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ. Τὸν γὰρ τῆς ἐνανθρωπήσεως
τοῦ Μονογενοῦς ἀνασκοπούμενοι τρόπον, καθάπερ ἐν κιβωτῷ τῷ ἐκ Παρθένου ναῷ τὸν ἐκ
Θεοῦ Πατρὸς Λόγον ἐνηυλισμένον ὀψόμεθα»366. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφερόμενος στα επακολουθήσαντα μετά τη
Σταύρωση του Κυρίου θαυμαστά γεγονότα γράφει: «τα άβατα λοιπόν έσται
βατά, και ο ουρανός ανοιγήσεται και προς τα αληθινά άγια των αγίων τα πράγματα
μεταστήσεται »367. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο
σπουδαιότατο έργο του "Εορτοδρόμιον", αναφερόμενος στην αρπαγή της
Κιβωτού από τους Φιλισταίους, την παραμονή της στην Άζωτο και την από τον Θεό
τιμωρία των Φιλισταίων, καθώς και στην επιστροφή της στον περιούσιο λαό,
αναγνωρίζει σε αυτά τα γεγονότα ότι «τα της Κιβωτού ήταν σύμβολα της
ταφής και της Αναστάσεως του Κυρίου»368.
Επίσης
το πρόσωπο της Θεοτόκου προφήτευε η Κιβωτός της Διαθήκης, αλλά και το χρυσό
ιλαστήριο κάλυμμα, που ήταν τοποθετημένο πάνω σ' αυτήν. Στην εορτή του
Ευαγγελισμού ψάλλεται προς την Θεοτόκο: «Κιβωτόν σε εκάλει ο μέγας Δαυίδ». Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει ότι όλες οι προτυπώσεις της Παλαίας
Διαθήκης αναφέρονται στην Παναγία369. Αντιπαραβάλλει τη Σκηνή
του Μαρτυρίου, που στέγαζε την Κιβωτό και τα άλλα ιερά αντικείμενα, με την
Παναγία, η οποία είναι ασυγκρίτως ανωτέρα τους και αποτελούσαν προτυπώσεις της
: «Επιγιγνωσκέτω το προς αυτήν ασύγκριτον, κιβωτός πανταχόθεν χρυσίω
κεκαλυμμένη και μανναφόρος στάμνος χρυσή, και λυχνία και τράπεζα και πάντα τα
παλαιά. Τω γαρ ταύτης τύπω τετίμηται, ως αληθούς προτύπον σκιάσματα». Η
Θεοτόκος υπήρξε «η αληθεστέρα σκηνή … η
την έμψυχον της οικονομίας κιβωτόν βαστάσασα» κατά τον Άγιο Πρόκλο
Κωνσταντινουπόλεως. Η Κιβωτός της
Παλαιάς Διαθήκης φύλαγε στο εσωτερικό της τις δύο πλάκες των Δέκα Εντολών. Η
Παναγία, η μητέρα του Θεανθρώπου, έγινε η νέα Κιβωτός, απείρως ανώτερη και
αγιότερη ως «έμψυχος τε και λογική». Η παλαιά Κιβωτός λοιπόν προφήτευε
«την άρχραντον Θεοτόκον, εν τη κοιλία της οποίας ο Υιός και Λόγος του (Θεού)
έγινε σάρξ» κατά τον Άγιο Νικόδημο τον
Αγιορείτη370. Και
πάλι ο Κολλυβάς αυτός Πατέρας της Εκκλησίας στην άφθαστη και θεολογικότατη
ερμηνεία του γράφει: «συ Χριστέ εγεννήθης από την άφθορον Μητέρα σου, την
οποίαν Κιβωτόν αγιάσματος ο Δαβίδ ονομάζει … Αγίασμα δε ονομάζει εδώ ο Μελωδός
(ο Άγιος Κοσμάς Μαϊουμά) το άγιον σώμα του Κυρίου, το χρισθέν και αγιασθέν και
θεοθέν υπό της προσλαβούσης τούτο Θεότητος»371.
Η Κιβωτός της Διαθήκης ήταν καλυμμένη
με χρυσό τόσο στην εξωτερική της επιφάνεια όσο και στην εσωτερική της. Η
Παναγία, η ασυγκρίτως ανωτέρα της Κιβωτού, «εχρυσώθη» από το Άγιο Πνεύμα372. Γι' αυτό και ψάλλουμε στους Χαιρετισμούς: «Χαίρε, Κιβωτέ
χρυσωθείσα τω Πνεύματι.
χαίρε θησαυρέ της ζωής αδαπάνητε»373.
Το «ιλαστήριον επίθημα» της
Κιβωτού της Διαθήκης, που συμβόλιζε τον θρόνο του Θεού374, προφήτευε την Παναγία, η οποία έγινε ο έμψυχος
θρόνος του Θεανθρώπου κατασταθείσα «Πλατυτέρα των Ουρανών». Ψάλλουμε λοιπόν
κάθε Μεγάλη Τεσσαρακοστή προς τη Θεοτόκο «Χαίρε, θερμόν ιλαστήριον»375. Και «Ιλαστήριον του
κόσμου, χαίρε, άχραντε Δέσποινα»376.
Επί του «ιλαστηρίου» της Κιβωτού ο Θεός φανερωνόταν και «ελάλει» προς τους
Ισραηλίτες. Η Παναγία προεικονιζόταν από το ιλαστήριο, γιατί από αυτήν
ενανθρώπησε ο Κύριος και κήρυξε το Ευαγγέλιο προς όλη την ανθρωπότητα. Κατά την
εορτή του Εξιλασμού, όπως ήδη έχουμε αναφέρει στο παρόν άρθρο, ο αρχιερεύς
ράντιζε την Κιβωτό με το αίμα του θυσιασμένου ζώου, εκλιπαρώντας τον Θεό για
την εξιλέωση των αμαρτιών του λαού. Κι εδώ έχουμε προφητευομένη την Παναγία,
αφού το πανάγιο αίμα της έλαβε ο Κύριος κατά την ενανθρώπησή Του. Στη Σταυρική
του θυσία ο Κύριος έχυσε το αίμα Του γινόμενος «Αυτός ιλασμός εστι περί των
αμαρτιών ημών»377 κατά τον Άγιο και Ευαγγελιστή Ιωάννη378.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε Λόγο του περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
επισημαίνει τα ακόλουθα: «Σε των Αποστόλων ο δήμος την αληθή Κιβωτόν
Κυρίου, του Θεού επί των ώμων αράμενος, ως πάλαι ποτέ οι Ιερείς την τυπική
Κιβωτόν, και εν τάφω θέμενοι… την πάντων των πιστών Μητέρα, ης τεχνίτης και
δημιουργός ο Θεός»379.
Αποστολή της
Κιβωτού ήταν να συντελέσει και εκείνη στην παιδαγώγηση όλης της ανθρωπότητας
εις Χριστόν, να προτυπώσει Αυτόν, αλλά κυρίως το Πρόσωπο της Θεομήτορος.
Μαρτυρία περί του Θεού λοιπόν παρείχε και η Κιβωτός της Διαθήκης, γι' αυτό
ονομαζόταν και Κιβωτός του Μαρτυρίου. Μαρτυρία για την ύπαρξη και την παρουσία
του Τριαδικού Θεού, που ενεργούσε φιλάνθρωπα το πρώτο τμήμα του σχεδίου της
Θείας Οικονομίας, αυτό της Παλαιάς Διαθήκης. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η Θεοτόκος παρέχει στους πιστούς, αλλά και
προς ολόκληρο τον κόσμο, τη δική της μαρτυρία. Μια ασύγκριτα μεγαλύτερη και
ανώτερη μαρτυρία από αυτή της Κιβωτού για την παρουσία του Θεού στον κόσμο και
την ενανθρώπησή Του, προκειμένου Αυτός να σώσει τον κόσμο δια του Σταυρού και
της Αναστάσεώς Του. Η μωσαϊκή Κιβωτός έφερε μέσα της τις θεοχάρακτες πλάκες των Δέκα Εντολών, η νέα
Κιβωτός , η Θεομήτωρ, έφερε τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού Χριστό, τον Υιό
του Θεού. Στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης η Κιβωτός - έστω και καλυμμένη -
ατενιζόταν με δέος, αλλά και με τρόμο. Στην Ορθοδοξία το σεπτό πρόσωπο της
Παναγίας μας, το ατενίζουμε εμείς οι Χριστιανοί
με σεβασμό, αλλά και με αγάπη.
Η Κιβωτός της
Διαθήκης έκλεισε την αποστολή της, και γι' αυτό ο Θεός με την πανσοφία του
επέτρεψε να καλυφθεί με ένα πέπλο σκιάς και αγνώστου. Ο προφήτης Ιερεμίας φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα προφήτευσε ότι στο
μέλλον η Κιβωτός δεν θα χρειάζεται πλέον. Όμως η Παναγία - η αληθής
Κιβωτός του Κυρίου - είναι μαζί μας και θα είμαστε υπό τη συνεχή σκέπη της έως
τη Δευτέρα Παρουσία, αλλά και πέραν αυτής για όσους η φιλανθρωπία του Θεού
αξιώσει του Παραδείσου. Αν θελήσει ο Θεός και κρίνει ότι είναι ωφέλιμο για τους
ανθρώπους, ίσως κάποτε αποκαλύψει στην ανθρωπότητα κάποια πρόσθετη πληροφορία
περί της Παλαιοδιαθηκικής Κιβωτού, πέραν από τα ''ψήγματα'' που είναι ήδη
γνωστά και προσπάθησε να καταγράψει η παρούσα μελέτη.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
285. Ιησ. Ν. 18,10,
Α΄ Βασ. 1-2,19. 6,15, Λευιτ. 17, 4. 9. Δευτ. 12, 5- 18.
286. Η Ελεφαντίνη βρισκόταν στα τότε σύνορα της
Αιγύπτου με τη Νουβία. Η θέση της δίπλα στον πρώτο καταρράκτη του Νείλου ήταν
εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο του ποταμού και των συνόρων,
αφού αποτελούσε το νοτιότερο σημείο της Αιγύπτου.
287. Ανωνύμου, Οι εν
Ελεφάντινη νεωστί ανακαλυφθέντες πάπυροι, τόμος ΙΒ΄, Μάρτιος - Απρίλιος
1912,σελ. 301. Στο βιβλίο του Προφήτη Ιερεμία περιγράφεται η καθοριστική μάχη,
που έγινε στην Καρκέμις το καλοκαίρι του 605 π. Χ. ανάμεσα στους Βαβυλωνίους
του βασιλιά Ναβουχοδονόσορος και τους Αιγύπτιους του Φαραώ Νεχώ Β'. Με τη νίκη
του Βαβυλώνιου βασιλιά στην Καρκέμις η Αίγυπτος έχασε όλες τις Μεσοποταμιακές
κτήσεις της στον ποταμό Ευφράτη. Ο Νεχώ αντιλαμβανόμενος ότι ο Ναβουχοδονόσορας
ήταν ισχυρότερός του, επέστρεψε απογοητευμένος στην Αίγυπτο.
288. Δ΄ Βασ. 2, 1-
23,30.
289. Δ΄ Βασ. 23,31 -
35.
290. Ανωνύμου,
Ελεφαντίνη, άρθρο στη Θ.Η.Ε., Αθήναι 1964, τ.5, στ. 581.
291. Ο Φαραώ της
Αιγύπτου Ψαμμήτιχος Β΄(595 - 589 π. Χ. ) εκστράτευσε νικηφόρα το 592 π. Χ. στη
Νουβία και κατανίκησε το βασίλειο των Χουσιτών (Αιθιόπων). Το 591 π. Χ. με
εκστρατεία προσπάθησε να βοηθήσει το βασιλιά των Ιουδαίων, Σεδεκία, ενάντια
στους Βαβυλωνίους.
292. Βασιλειάδη
Νικολάου, Αρχαιολογία και Αγία Γραφή, Αθήναι 1999, σελ. 271.
293. Κεραμόπουλος
Αντώνιος, Αρχαία Ιστορία των Εβραίων, Μακεδονική Λαϊκή Βιβλιοθήκη, αρ.7,
Θεσσαλονίκη 1952 και επανατύπωση στο περιοδικό Χρονικά (Κεντρικό Ισραηλιτικό
Συμβούλιο Ελλάδος), τ.60, Ιούνιος 1983, σελ. 5.
294. Κεραμόπουλος
Αντώνιος, Αρχαία Ιστορία των Εβραίων, Μακεδονική Λαϊκή Βιβλιοθήκη, αρ.7,
Θεσσαλονίκη 1952 και επανατύπωση στο περιοδικό Χρονικά (Κεντρικό Ισραηλιτικό
Συμβούλιο Ελλάδος), τ.60, Ιούνιος 1983, σελ. 5.
295. Βέλλα Βασιλείου,
Εβραϊκή αρχαιολογία, Αθήναι 1980, σελ.154.
296. Ανωνύμου, Οι εν
Ελεφάντινη νεωστί ανακαλυφθέντες πάπυροι, τόμος ΙΒ΄, Μάρτιος - Απρίλιος
1912,σελ. 301.
297. Βέλλα Βασιλείου,
Εβραϊκή αρχαιολογία, Αθήναι 1980, σελ.155. Ο Γρηγόριος Παπαμιχαήλ αναφέρει ότι
οι Αιγύπτιοι ιερείς δωροδόκησαν την περσική φρουρά, η οποία και ανέλαβε το έργο
της κατεδαφίσεως του ναού. Βλπ Παπαμιχαήλ Γρηγορίου, Αιγυπτιακοί πάπυροι και
Αγία Γραφή - Σπουδαιοτάτη ανακάλυψις, άρθρο στον Εκκλησιαστικό Φάρο,
Αλεξάνδρεια 1908 ,τ. Α΄, τεύχος Γ΄ (Μάρτιος), σελ. 60-61.
298. Σύμφωνα με την
αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία ο θεός Κνουμ κατοικούσε σε σπηλιές της Ελεφαντίνης
και προστάτευε τον εκεί καταρράκτη και γενικότερα τα νερά του Νείλου. Η σύζυγός
του, η Σατέτ, ήταν πολεμική θεότητα και γι' αυτό δημοφιλής σ' ένα χώρο με
στρατιωτικό φρούριο. Η Ανουκέτ θεωρούνταν κόρη του Κνουμ και της Σατέτ. Στο
νησί υπήρχαν δυο μεγάλοι ναοί κτισμένοι από τον Φαραώ Τούθμωση Γ΄ ο πρώτος και
από τον Αμενχοτέπ Γ΄ ο δεύτερος.
299. Βέλλα Βασιλείου,
Εβραϊκή αρχαιολογία, Αθήναι 1980, σελ.155 και Βασιλειάδη Νικολάου, Αρχαιολογία
και Αγία Γραφή, Αθήναι 1999, σελ.236.
300. Cowley Arthur, Aramaic papyri of the fifth
century b.C., Oxford 1923, Papyri No30, p. 114.
301. Ο Σαναβαλλάτ
είχε δυο υιούς τον Δελαϊαχ και Σελεμίαχ. Και στους δυο είχε απευθυνθεί η δεύτερη
επιστολή των Ιουδαίων της Ελεφαντίνης, αλλά δεν αναφέρεται στον πάπυρο ποιος εκ
των δύο έδωσε την άδεια.
302. Παπαμιχαήλ
Γρηγορίου, Αιγυπτιακοί πάπυροι και Αγία Γραφή - Σπουδαιοτάτη ανακάλυψις, άρθρο
στον Εκκλησιαστικό Φάρο, Αλεξάνδρεια 1908 , τ. Α΄, τεύχος Γ΄ (Μάρτιος), σελ.
61-62.
303. Παπαμιχαήλ
Γρηγορίου, Αιγυπτιακοί πάπυροι και Αγία Γραφή - Σπουδαιοτάτη ανακάλυψις, άρθρο
στον Εκκλησιαστικό Φάρο, Αλεξάνδρεια 1908 , τ. Α΄, τεύχος Γ΄ (Μάρτιος), σελ. 61.
304. Ανωνύμου, Οι εν
Ελεφάντινη νεωστί ανακαλυφθέντες πάπυροι, τόμος ΙΒ΄, Μάρτιος - Απρίλιος
1912,σελ. 301.
305. Βασιλειάδη
Νικολάου, Αρχαιολογία και Αγία Γραφή, Αθήναι 1999, σελ. 263.
306. Ανωνύμου, Οι εν
Ελεφάντινη νεωστί ανακαλυφθέντες πάπυροι, τόμος ΙΒ΄, Μάρτιος - Απρίλιος
1912,σελ. 301.
307. Ίσως ένας
πρόσθετος λόγος να ήταν και τα χίλια τάλαντα αργύρου και συνάμα αδιευκρίνιστη
ποσότητα χρυσού που υποσχέθηκαν σε όποιον τους έδιδε άδεια για την
επαναλειτουργία του Ναού. Απορίας άξιο είναι πού βρέθηκαν τέτοια χρηματικά ποσά
στην κατοχή του Ναού και της Εβραϊκής κοινότητας της Ελεφαντίνης, με τόσο
πρόσφατη την τραγωδία της καταστροφής.
308. Κεραμόπουλος
Αντώνιος, Αρχαία Ιστορία των Εβραίων, Μακεδονική Λαϊκή Βιβλιοθήκη, αρ.7,
Θεσσαλονίκη 1952 και ανατύπωση στο περιοδικό Χρονικά (Κεντρικό Ισραηλιτικό
Συμβούλιο Ελλάδος), τ.60, Ιούνιος 1983, σελ. 5.
309. Βέλλα Βασιλείου,
Εβραϊκή αρχαιολογία, Αθήναι 1980, σελ.155.
310. Botta Alejandro, The Aramaic and Egyptian
legal traditions at Elephantine : An Egyptological approach, 2009, p.15 - 116.
311. Ησ. 19,19.
312. Karagiannis Christos, The Ark of the
Covenant, Aberdeen, 1995, p. 682 και Καραγιάννη Χρήστου, Η εξαφάνιση της Κιβωτού της Διαθήκης, Περιοδικό Εφημέριος, Αθήνα Οκτώβριος - Νοέμβριος 2001.
313. Κριτ. 6,26. 13,19
, Γ΄ Βασ. 3,2 - 3. 18,33.
314. Αρβανίτη
Αθανασίου, Αιθιοπία, στην Θ.Η.Ε., Αθήναι 1962, τ. 1, στ. 1017. Οι
εξιουδαϊσθέντες Αιθίοπες, σύμφωνα με την αιθιοπική παράδοση, κατάγονται από
τους Ισραηλίτες του βασιλιά Μενελίκ Α΄. Όπως όμως αναφέρει ο Αθανάσιος
Αρβανίτης είναι πιθανότερο να προέρχονται από Ιουδαίους της Αιγύπτου, οι οποίοι
«προ της αιχμαλωσίας εγκατασταθέντες εις την Αιθιοπίαν προσηλύτισαν ομάδας
ειδωλολατρών Agao, ενώ οι ίδιοι φυλετικώς συνεχωνεύθησαν μετ' αυτών…».
315. Παπαμιχαήλ
Γρηγορίου, Αιγυπτιακοί πάπυροι και Αγία Γραφή - Σπουδαιοτάτη ανακάλυψις, άρθρο
στον Εκκλησιαστικό Φάρο, Αλεξάνδρεια 1908 ,τ. Α΄, τεύχος Γ΄ (Μάρτιος), σελ. 61.
316. Ο Ονίας ο Γ΄ υπήρξε
Ιουδαίος Αρχιερεύς και ''εθνάρχης'', δηλαδή διοικητής της πόλεως των
Ιεροσολύμων την εποχή που η περιοχή κατεχόταν από το Βασίλειο των Σελευκιδών. Ο
βασιλιάς Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής
απομάκρυνε τον Ονία από τα αξιώματά του, και τον αντικατέστησε με τον αδελφό
του Ονία, τον Ιάσονα. Ο Ιάσων δωροδόκησε τον Σελευκίδα βασιλέα και του
υποσχέθηκε να του αποδίδει μεγαλύτερα πόσα από τους φόρους που θα
συνέλεγε.
317. Κωνσταντινίδου
Δημητρίου, Ο Ναός του Σολομώντος, άρθρο στη Θεολογία, Αθήναι 1954, τ. ΚΕ΄, τεύχ.
Α΄, σελ.100 και Βέλλα Βασιλείου, Εβραϊκή αρχαιολογία, Αθήναι 1980, σελ.155. Η
Λεοντόπολις υπήρξε αιγυπτιακή πόλη που βρισκόταν στο κεντρικό τμήμα του Δέλτα
του Νείλου.
318. Φλάβιου Ιώσηπου,
Ιουδαϊκός πόλεμος, βιβλίο Ζ,
κεφ.10,3.
319. Φλάβιου Ιώσηπου,
Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, βιβλίο ΙΓ,
κεφ.3,1.
320. Βέλλα Βασιλείου,
Εβραϊκή αρχαιολογία, Αθήναι 1980, σελ.155.
321. Κοντογόνου
Κωνσταντίνου, Εγχειρίδιον Εβραϊκής αρχαιολογίας, Αθήναι 1844, σελ.197.
322. Ησ. 19,19.
323. Φλάβιου Ιώσηπου,
Ιουδαϊκός πόλεμος, βιβλίο Ζ,
κεφ.10,4.
324. Κωνσταντινίδου
Δημητρίου, Ο Ναός του Σολομώντος, άρθρο στη Θεολογία, Αθήναι 1954, τ. ΚΕ΄, τεύχ.
Α΄, σελ.100 και Βέλλα Βασιλείου, Εβραϊκή αρχαιολογία, Αθήναι 1980, σελ.156.
325. Κοντογόνου
Κωνσταντίνου, Εγχειρίδιον Εβραϊκής αρχαιολογίας, Αθήναι 1844, σελ.198.
326. Δευτ. 10,1
327. Δευτ. 10,3
328. Εξ. 38, 1 -8.
329. Κάποιοι άλλοι
θεολόγοι υποστηρίζουν ότι αυτή που εγκαταλείφθηκε και καταστράφηκε ήταν η Σκηνή
του Μαρτυρίου. Βλπ. Καϊμάκη Δημητρίου, Ο Ναός του Σολομώντα. Ιστορία -
Θεολογία, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 76 - 77. Αντιθέτως το Β΄ Παρ. 1,3.13 αναφέρει ότι η Σκηνή του Μαρτυρίου είχε
μεταφερθεί στο Ναό την εποχή του Σολομώντα και αφού προσφέρθηκε θυσία ενώπιον
της, φυλάχθηκε σε κάποιο από τα βοηθητικά κτίρια που βρίσκονταν στο Ιερό.
Κατόπιν δεν γίνεται κάτι γνωστό σχετικά με αυτήν, πλην της αναφοράς της στο Β΄
Μακκαβαίων.
330. Karagiannis Christos, The Ark of the Covenant,
Aberdeen, 1995, p.675 - 676.
331. Δευτ. 31,25 - 26.
332. Οικονόμου
Κωνσταντίνου του εξ Οικονόμων, Περί των Ο΄
ερμηνευτών της Παλαιάς θείας Γραφής, Αθήναι 1845 και 1846, τ. Β΄, σελ.476 και
τ. Γ΄, σελ.14.
333. Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Γλαφυρών εις το Δευτερονόμιον, PG 69,677.
334. Ο Τίτος υπήρξε
υιός του Ρωμαίου αυτοκράτορα Βεσπασιανού (69 - 79 μ.Χ.) και διετέλεσε και ο
ίδιος αυτοκράτορας το 79 - 81 μ.Χ.
335. Οικονόμου
Κωνσταντίνου του εξ Οικονόμων, Περί των Ο΄
ερμηνευτών της Παλαιάς θείας Γραφής, Αθήναι 1846, τ. Γ΄, σελ.64.
336. Price Randall, In search of Temple
treasures . The lost Ark and the last days, Eugene Oregon 1994, p. 98 .
337. Φλάβιου Ιώσηπου, Ιουδαϊκός
πόλεμος, βιβλίο VII,148
- 152 και Οικονόμου Κωνσταντίνου του εξ Οικονόμων, Περί των Ο΄ ερμηνευτών
της Παλαιάς θείας Γραφής, Αθήναι 1849, τ. Β΄, σελ.65.
338. The works of Flavius Josephus, translated
by William Whiston, Cincinati 1841, p.21.
339. Η θριαμβική
αψίδα του αυτοκράτορα Τίτου κατασκευάσθηκε το 81 μ.Χ. και αποπερατώθηκε λίγο
μετά τον θάνατό του το ίδιο έτος. Ο
γλύπτος της διάκοσμος περιγράφει το θρίαμβο του Τίτου στη Ρώμη, μετά την
επιστροφή του από το νικηφόρο πόλεμο κατά των Ιουδαίων. Έχει μόνο ένα τοξοειδές
άνοιγμα στη μέση. Στο μέσον του παριστάνεται αετός να ανεβάζει τον Τίτο στον
ουρανό. Το άνω διάζωμα περιλαμβάνει
μεγάλη αναθηματική επιγραφή: Senatus populusque Romanus divo Tito divi Vespasiani filio Vespasiano Augusto.
Στην κορυφή της αψίδος υπήρχε τέθριππο, που δεν σώζεται πλέον.
340. Βαβυλωνιακό Ταλμούδ, Sukkah 5a.
341. Descriptio Lateranensis Ecclesiae ,
336,20. Σύμφωνα
με το Descriptio Lateranensis Ecclesiae 336- 337, στην βασιλική του Αγίου
Ιωάννου του Λατερανού φυλάσσονταν επίσης : α) τα ενδύματα του Άγιου Ιωάννου του
Προδρόμου, β) τα υπολείμματα από τους 5 άρτους και τα 2 ψάρια από το θαύμα του
χορτασμού των πεντακισχιλίων! γ) ο άραφος χιτώνας του Κυρίου, δ) το λεντίο με
το οποίο ο Χριστός σκούπισε τα πόδια των μαθητών Του, ε) το τραπέζι του
Μυστικού Δείπνου.
342. Benedict,
Mirabilia Urbis Romae, 29, New York
1986.
343. Για τη
λειψανοθήκη αυτή βλπ.: Γαλαβάρας Γεώργιος, Η περίοδος του Ιουστινιανού. Ο
πρώτος χρυσούς αιώνας της Βυζαντινής τέχνης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
Αθήναι 1978, τ. Ζ΄, σελ.388.
344. Ανωνύμου,
Ευγένιος Γ΄ Πάπας Ρώμης, άρθρο στη Θ.Η.Ε., Αθήναι 196 , τ. 5, στ. 1006.
345. Price Rantall, In search of Temple treasures:
The lost Ark and the Last Days, Eugene Oregon 1994, p. 100.
346. Προκοπίου,
Περί των του δεσπότου Ιουστινιανού κτισμάτων.
347. Βουραζέλη
Μαρινάκου Ελένη, Ιστορία των μέσων χρόνων, Αθήναι 1966, σελ.78.
348. Φλάβιου Ιώσηπου,
Ιουδαϊκός πόλεμος, βιβλίο Ζ,158 - 162.
349. Προκοπίου, Ιστορία των πολέμων. 4.9.5-6.
350. Ανωνύμου,
στηριγμένο σε άρθρο του Amore A.,
Θ.Η.Ε., Αθήναι 1967, τ.10, στ. 618.
351. Κωνσταντίνου
Γεωργίου, Λεξικόν των Αγίων Γραφών, Αθήναι 1888 επαν.1973, σελ. 584 και Μακρή
Σπυρίδωνος,Λύχνος, Θ.Η.Ε., Αθήναι 1966,
τ.8, στ. 426.
352. Ολυμπίου
Νικολάου, Ο Ναός της Αναστάσεως, άρθρο στην Πειραϊκή Εκκλησία, Ιούλιος -
Αύγουστος 2019, τεύχος 316, σελ. 18.
353. PG 77,890
354. Browning Robert, άρθρο στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
Αθήναι 1978, τ. Ζ΄, σελ.172 και
Προκοπίου, Ιστορία των πολέμων. 4.9.9.
355. Ark of the Covenant, Wikipedia - the free encyclopedia.
356. Ιερεμίου
Μητροπολίτου Γόρτυνος, Η γνώση του Θεού κατά την Παλαιά Διαθήκη, Αθήναι 2006,
σελ.10.
357. Ιερ. 23,33, Δ΄
Βασ. 19,4 , Γ΄ Βασ.1,18 , Ζαχ.8,6 , Μιχ.2,12.
358. PG 80,
540 - 541, Θεοδωρήτου Κύρου, Εις τα άπορα της Θείας Γραφής κατ΄ εκλογήν εις
ερωτήσεις και αποκρίσεις, Ερωτ. Ι΄. Ο Θεοδώρητος Κύρου στο απόσπασμα που
παραθέσαμε αναφέρεται στην αρπαγή της Κιβωτού από τους Φιλισταίους την εποχή
του Κριτή Ηλί και όχι στην απώλειά της κατά την άλωση της Ιερουσαλήμ επί
Ναβουχοδονόσωρα.
359. Εβρ. 9, 3 - 5
360. Απ.11,19.
361. Σάκκου Στέργιου,
Ο συμβολισμός της Αποκαλύψεως, άρθρο στο περιοδικό Θεολογία, Αθήναι 2007, τ. Β´, σελ.536.
362. Μπρατσιώτου
Παναγιώτου, Η Αποκάλυψις του Ιωάννου, Αθήναι 1950, σελ.189.
363. Μπρατσιώτου
Παναγιώτου, Η Αποκάλυψις του Ιωάννου, Αθήναι 1950, σελ.190.
364. Γαλ. 3,24.
365. Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί της εν πνεύματι και αληθεία
προσκυνήσεως, Λόγος
Θ΄ Περί της αγίας σκηνής, ότι τύπος ην της εν Χριστώ
Εκκλησίας - Λόγος Ι΄ Περί των αυτών έτι, και περί των εν αγία
Σκηνή, PG 68, 588 - 725 και ΕΠΕ Κυρίλλου Αλεξανδρείας άπαντα τα έργα,
Θεσσαλονίκη 1999, τ.2.
366. Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Λόγος Θ΄. Περί της αγίας σκηνής,
ότι τύπος ην της εν Χριστώ Εκκλησίας, PG 68, και ΕΠΕ Κυρίλλου Αλεξανδρείας
άπαντα τα έργα, Θεσσαλονίκη 1999, τ.2.
367. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις το κατά
Ματθαίον, Ομιλία ΠΗ΄, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1979, τ.12,
σελ.348.
368. Αγίου
Νικοδήμου Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον ήτοι Ερμηνεία εις τους ασματικούς κανόνας
των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών, Βενετία 1836, σελ.430 (Ερμηνεία εις την
Δ΄ ωδή του κανόνος του Πάσχα).
369. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Β΄ Θεομητορική
ομιλία, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1995.
370. Αγίου
Νικοδήμου Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον ήτοι Ερμηνεία εις τους ασματικούς κανόνας
των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών, Βενετία 1836, σελ.657 (Ερμηνεία εις την
Δ΄ ωδή του πρώτου κανόνος της Κοιμήσεως της Θεοτόκου).
371. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον
ήτοι Ερμηνεία εις τους ασματικούς κανόνας των Δεσποτικών και Θεομητορικών
εορτών, Βενετία 1836, σελ.186 (Ερμηνεία εις την Δ΄ ωδή του κανόνος της
Υπαπαντής).
372. Θεοδωροπούλου Επιφανίου αρχ., Ο
Ακάθιστος Ύμνος μετά ερμηνείας, έκδ. Ι. Ησυχ. Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος
1969, σελ.186.
373. Ακάθιστος Ύμνος, στάσις Δ΄, 23ος οίκος.
374. Καλαντζάκη Σταύρου, «Εν αρχή εποίησεν
ο Θεός» Ερμηνευτική ανάλυση, Θεσσαλονίκη 2011, σελ.647.
375. Ακάθιστος Ύμνος, Ωδή Γ΄ του Κανόνος του.
376. Ακάθιστος Ύμνος, Ωδή Δ΄ του Κανόνος του.
377. Α΄ Ιω.2,2.
378. Βλέπε και Θεοδωροπούλου Επιφανίου
αρχ., Ο Ακάθιστος Ύμνος μετά ερμηνείας, έκδ. Ι. Ησυχ. Κεχαριτωμένης Θεοτόκου
Τροιζήνος 1969, σελ.158-159.
379. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον
ήτοι Ερμηνεία εις τους ασματικούς κανόνας των Δεσποτικών και Θεομητορικών
εορτών, Βενετία 1836, σελ.677 (Ερμηνεία εις την Θ΄ ωδή του πρώτου κανόνος της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου).
Δείτε και
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου