«Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα,
τί καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει…» (Μ. Καν. κοντάκ.)
Τὰ λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς ὕμνους, ποὺ ἡ
ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ ψάλλεται τὴν περίοδο τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης
Τεσσαρακοστῆς. Ὁ ὕμνος αὐτὸς εἶνε ἕνα ἐγερτήριο, μᾶς καλεῖ ὅλους νὰ
ξυπνήσουμε. Νὰ ξυπνήσουμε ἀπὸ ποιόν ὕπνο;
* * *
Ὑπάρχουν δύο ὕπνοι· ὁ ἕνας εἶνε ὁ φυσικός, ὁ ἄλλος εἶνε ὁ ὕπνος
τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ φυσικὸς ὕπνος εἶνε ὁ γνωστός, αὐτὸς ποὺ κοιμοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι,
αὐτὸς ποὺ κοιμόταν καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ
προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύσι· κοιμήθηκε κάποτε στὸ πλοιάριο στὴ Γεννησαρέτ, καὶ
τελευταῖο προσκέφαλό του ἦταν ὁ ἀκάνθινος στέφανος στὸ σταυρό.
Ὁ ὕπνος λοιπὸν εἶνε ἀκατηγόρητος, κ᾽ εἶνε δῶρο τοῦ Θεοῦ ποὺ
τονώνει τὸν ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτὸ ὡς τιμωρία θεωροῦμε τὴν ἀυπνία, ὡς μία μάστιγα.
Στὰ παλιὰ χρόνια μία ποινὴ ποὺ ἐπέβαλλαν τύραννοι ἦταν ὁ δι᾽ ἀυπνίας θάνατος.
Νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὸν ὕπνο. Νὰ λέμε· «Καὶ δὸς ἡμῖν, Δέσποτα, …ἀνάπαυσιν
σώματος καὶ ψυχῆς… ὕπνον ἐλαφρόν» (Ἀπόδειπν.).
Ὑπάρχει ὅμως κι ὁ ἄλλος ὕπνος, γιὰ τὸν ὁποῖο παρακαλοῦμε·
«Διαφύλαξον ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ζοφεροῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας…» (ἔ.ἀ..)· φύλαξέ μας μὴν
πέσουμε στὸν σκοτεινὸ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ὁ ὕπνος τῆς ἁμαρτίας;
Εἶνε ἡ ἀναισθησία καὶ ἀδιαφορία γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα.
Μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ὕπνων ὑπάρχουν ὁμοιότητες. Θὰ πῶ μία
δύο καὶ παρατηρῆστε.
Αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται δὲν ἔχει αἴσθησι τί γίνεται γύρω του, ἂν
τὸν ἀπειλοῦν ἢ τὸν κλέβουν ἢ ἂν πῆρε φωτιὰ τὸ σπίτι του. Κάτι παρόμοιο
συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλό· δὲν ἔχει αἴσθησι τοῦ πνευματικοῦ κινδύνου καί, ἐνῷ
αὐτὸς ἀδιαφορεῖ, ὁ σατανᾶς εἰσβάλλει στὴν ψυχὴ καὶ κυριαρχεῖ μὲ κακοὺς
λογισμούς. Ὁ νέος π.χ. ποὺ συχνάζει σὲ νυχτερινὰ κέντρα κινδυνεύει, μὰ δὲν τὸ
συνειδητοποιεῖ. Κάποτε στὴ ῾Ρόδο σ᾽ ἕνα τέτοιο κέντρο πῆραν φωτιὰ καὶ κάηκαν
25-30 ἄτομα, κ᾽ ἔφριξαν ὅλοι. Ὅταν καίγεται τὸ κορμὶ φρίττουμε, ὅταν πυρπολοῦνται
ψυχὲς ἀδιαφοροῦμε.
Αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται βλέπει ὄνειρα, ὁ πεινασμένος βλέπει
καρβέλια· ὅταν ξυπνάει προσγειώνεται στὴν πραγματικότητα. Ἔτσι κι ὁ ἁμαρτωλὸς
ζῇ σὲ μιὰ ἀπάτη. «Πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα», ψάλλουμε (Νεκρ. ἀκ.). Ὅσο διαρκεῖ
ἕνα ὄνειρο διαρκεῖ καὶ ἡ παροῦσα ζωή.
Ἔτσι ζῇ ὁ ἄνθρωπος, κ᾽ εἶνε ἀνάγκη νὰ ξυπνήσῃ. Μοῦ ἔλεγε ἕνας
γέροντας στὸ χωριό μου, ποὺ ἔκανε στρατιώτης στὴ Μικρὰ Ἀσία, ὅτι κάπου
νύχτωσαν καὶ κουρασμένος αὐτὸς ἔπεσε στὰ σκοτεινὰ νὰ κοιμηθῇ. Τὸ πρωὶ τί νὰ δῇ,
ποῦ εἶχε κοιμηθῆ· στὴν ἄκρη ἑνὸς βράχου, κι ἀπὸ κάτω ἦταν γκρεμός· λίγο νὰ μετεκινεῖτο,
θά ᾽πεφτε! Εἶνε μιὰ εἰκόνα ποὺ δείχνει τὴν κατάστασί μας· κοιμόμαστε στὴν ἄκρη
ἑνὸς γκρεμοῦ· λίγο νὰ γείρουμε, πέσαμε στὴν ἄβυσσο, στὴν κόλασι. Γι᾽ αὐτὸ ἡ
Ἐκκλησία μας ψάλλει ἀπόψε· «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλος
ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι· ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ
Θεός, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν» (Μ. Καν. κοντάκ.).
Εἶνε ἀνάγκη νὰ ξυπνήσουμε. Ὑπάρχει τρόπος; Ἔχει ὁ Θεὸς
τρόπους. Θὰ σᾶς πῶ 3 – 4 παραδείγματα, πῶς ξυπνάει ὁ Θεὸς τὸν ἁμαρτωλό.
Πρῶτον ὁ Πέτρος. Μεγάλη ἡ ἁμαρτία του, ἀρνήθηκε τὸ Χριστὸ
μπροστὰ σὲ μιὰ ὑπηρέτρια· «Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον» (Ματθ. 26,74). Ἐκεῖ ποὺ
παρακολουθοῦσε τὴ δίκη, ξαφνικὰ ξυπνάει. Ποιός τὸν ξύπνησε; Τὸ λάλημα τοῦ
πετεινοῦ. Μόλις τ᾽ ἄκουσε, ξύπνησε ἡ συνείδησί του καὶ «ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε
πικρῶς» (ἔ.ἀ. 26,75). Βλέπετε; Κ᾽ ἕνα πουλὶ ἀκόμα σοῦ λέει· Ἁμαρτωλέ, ξύπνα!
Μετὰ ἔχουμε τὸν Παῦλο. Ἁμαρτωλὸς καὶ αὐτός, διώκτης· ἤθελε νὰ
σβήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κοιμόταν κι αὐτὸς τὸν ζοφερὸ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας.
Ποιός τὸν ξύπνησε; Καθὼς πήγαινε πρὸς τὴ Δαμασκό, ἄστραψε καὶ βρόντησε κι ἄκουσε
τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου «Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς
κέντρα λακτίζειν», εἶνε σκληρὸ νὰ δίνῃς κλωτσιὲς στὰ καρφιά (Πράξ. 26,14). Ἀπὸ
τότε μετανόησε. Ὁ Πέτρος ξύπνησε ἀπὸ τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ὁ Παῦλος ἀπὸ τὴ
φωνὴ τοῦ Κυρίου.
Ἕνας ἄλλος, βασιλιᾶς αὐτός, ὁ Δαυΐδ, διέπραξε δύο μεγάλα ἁμαρτήματα,
μοιχεία καὶ φόνο, κι ὅμως κοιμόταν ἀδιάφορος στὰ ἀνάκτορα. Ποιός τὸν ξύπνησε;
Τὸ κήρυγμα τοῦ Νάθαν ποὺ τὸν ἤλεγξε, καὶ τότε ὁ Δαυῒδ μετανόησε, ἔκλαψε καὶ
συνέθεσε τὸν πεντηκοστὸ ψαλμό, τὸ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός
σου…» (Ψαλμ. 50,3), ποὺ ψάλλουμε στὴν ἐκκλησία.
Ξύπνησε καὶ κάποιος ἄλλος, μεγάλος ἁμαρτωλός, ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος.
Ἡ ἁγία του μητέρα ἔκλαιγε μπροστὰ σ᾽ ἕναν ἐπίσκοπο, κ᾽ ἐκεῖνος τῆς εἶπε· –Μὴν
κλαῖς· παιδί, ποὺ ἡ μάνα του χύνει τόσα δάκρυα, δὲν θὰ χαθῇ. Καὶ πράγματι ὁ Αὐγουστῖνος
ξύπνησε. Πῶς; Μιὰ μέρα ἄκουσε οὐράνια φωνὴ νὰ τοῦ λέῃ «Πάρε καὶ διάβασε». Ἀνοίγει
τὴν πρὸς ῾Ρωμαίους ἐπιστολὴ καὶ διαβάζει· «Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν.
ἀπωθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. …μὴ κώμοις
καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις…» (῾Ρωμ. 13,12-13). Ξύπνησε ἀπὸ τὴν ἁγία
Γραφή· γιατὶ φτάνει καὶ ἕνα χωρίο της νὰ ξυπνήσῃ τὸν ἁμαρτωλό.
Ξυπνοῦν οἱ ἄνθρωποι, μύρια μέσα χρησιμοποιεῖ ὁ Θεός. Κι ὅταν
δὲν ξυπνᾶμε μὲ τὰ ἤπια μέσα, χρησιμοποιεῖ ἄλλο τρόπο, τὴν παιδαγωγικὴ ῥάβδο,
τὸ μαστίγιο τῶν θλίψεων. Μοῦ ᾽λεγε ἕνας ἀστυφύλακας, ὅτι σ᾽ ἕνα προάστιο τῶν Ἀθηνῶν
ἔπιασε φωτιά, καιγόταν ἕνα σπίτι ξύλινο, καὶ μέσα κάποιος κοιμόταν βαθειά, ζαλισμένος
ἀπ᾽ τὸν καπνό. Πῶς τὸν ξύπνησε; Μὲ μπάτσους, χαστούκια. Καὶ στὰ νοσοκομεῖα μετὰ
ἀπὸ ἐγχείρησι ὁ χειροῦργος μπατσίζει τὸν χειρουργημένο νὰ τὸν ξυπνήσῃ ἀπὸ τὴ
νάρκωσι, νὰ συνέλθῃ. Ἔτσι κι ὁ καλὸς Πατέρας μας μᾶς δίνει μπάτσους, νὰ
ξυπνήσουμε. Ποιοί εἶνε οἱ μπάτσοι; Ἡ ἀσθένεια λ.χ.. Ὅταν ἤμουν στὴν Ἀθήνα μὲ
ζήτησε νὰ ἐξομολογηθῇ σὲ νοσοκομεῖο ἕνας γέροντας στρατηγὸς 90 χρονῶν μὲ ἀριστεῖα
ἀνδρείας. Μόλις μὲ εἶδε λέει· –Ποιό τὸ ὄφελος ἀπὸ τὰ γαλόνια καὶ τ᾽ ἀστέρια
μου; Πεθαίνω ἁμαρτωλός· 70 χρόνια ἔχω νὰ μετανοήσω καὶ νὰ κλάψω. Δὲ μ᾽ ἄφησε ὁ
στρατός, οἱ πόλεμοι, οἱ περιπέτειες. Τώρα ζητῶ συγγνώμη ἀπ᾽ τὸ Θεό – καὶ τὸ
δάκρυ του κορόμηλο. Εἶχε καρκίνο καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε. Τὸν ξύπνησε ἡ ἀσθένεια.
Ὦ Θεέ μου, πόσο μᾶς εὐεργετεῖς ἐμᾶς τοὺς ὑπερήφανους ἀνθρώπους
μὲ τὸ μαστίγιο τῶν θλίψεων! «Ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου ἐκέκραξα πρὸς σέ, ὅτι ἐπήκουσάς
μου» (Ψαλμ. 85,7).
Εἶχα διαβάσει σὲ διήγημα, ὅτι ἕνας πατέρας νύχτωσε τὸ χειμῶνα
στὶς Ἄλπεις μὲ τὰ δύο ἀγοράκια του, ἐνῷ τὸ χωριὸ ἀπεῖχε ἀκόμα. Βαδίστε,
παιδιά, ἔλεγε, μὴ μᾶς πιάσῃ τὸ χιόνι. Ἐκεῖνα κουρασμένα κάθισαν κάτω νὰ
κοιμηθοῦν. Τότε ἐκεῖνος, ξέροντας ὅτι ἂν κοιμηθοῦν στὸ χιόνι θὰ πεθάνουν, ἔκοψε
μιὰ κλάρα καὶ μ᾽ αὐτὴν τὰ χτυποῦσε συνεχῶς· ἔτσι ἔφτασαν σῷοι στὸ χωριό.
Παράδειγμα εἶνε. Ἔτσι κάνει καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Θεός· μᾶς χτυπάει, γιὰ νὰ φτάσουμε
στὸ σκοπό μας. Καὶ πρέπει νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ γιὰ τὶς δοκιμασίες, μὲ τὶς ὁποῖες
μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ κοντά του.
* * *
Καὶ τὰ φτωχὰ τοῦτα λόγια, ἀγαπητοί μου, πρόσκλησι σὲ μετάνοια
εἶνε. Ὑπάρχουν ἀκόμη πολλοὶ ποὺ δὲν πλησίασαν τὸ ἱερὸ ἐξομολογητήριο. Ἂς
ξυπνήσουμε κι ἂς ἀφυπνίσουμε ὅσους κοιμοῦνται ἀκόμη τὸν θανατηφόρο ὕπνο.
Ξύπνα, κόσμε! πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς τοῦ Ὑψίστου,
καὶ σὺ Αὐγουστῖνε ἐπίσκοπε. «Τὸ τέλος ἐγγίζει». Ποιός ξέρει ἂν τὸ ἔτος αὐτὸ δὲν
εἶνε τὸ τελευταῖο τῆς ζωῆς μας;
Ξύπνα καὶ σύ, Ἑλλάδα! ποὺ κοιμᾶσαι, ἐνῷ ὁ Τοῦρκος ἑτοιμάζει
πάλι μάχαιρα τοῦ Κεμάλ. Ξύπνα Ἑλλάδα! κλεῖσε τὰ κέντρα καὶ τὰ χαρτοπαίγνια.
Βρισκόμαστε σὲ παραμονὲς ἐξελίξεων. Κινδυνεύουμε ὅσο ποτέ ἄλλοτε.
Μερικοὶ δὲν αἰσθάνονται τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ζοῦν ἀμετανόητοι,
γελοῦν καὶ γλεντοῦν. Τί ἔχω νὰ πῶ γι᾽ αὐτούς; Ὑπάρχει ὕπνος ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο
ξυπνᾷς, ἀλλὰ ὑπάρχει κ᾽ ἕνας ὕπνος ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν ξυπνάει· εἶνε μιὰ ἀσθένεια
ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὸ τσίμπημα ἐντόμου, τῆς μύγας τσε-τσέ. Ἅμα σὲ τσιμπήσῃ
αὐτή, σὲ πιάνει ὕπνος, καὶ σὲ λίγο πεθαίνεις. Ἔτσι λοιπὸν ὑπάρχει κι ὁ
θανατηφόρος ὕπνος ποὺ φέρνει ἡ ἁμαρτία. Γι᾽ αὐτὸ προσευχόμαστε· «Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς
μου, Χριστὲ ὁ Θεός, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. 12,4 καὶ Μέγ. Ἀπόδ.). Μὴν
κλείσουν τὰ μάτια, ἄγρυπνοι νὰ εἴμαστε!
Καὶ μιὰ ψυχὴ ἀπόψε νὰ ξυπνήσῃ, νὰ πέσῃ στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου
καὶ νὰ πῇ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42),
ἐγὼ τὸ μισθό μου τὸν πῆρα, θὰ εὐχαριστήσω τὸν Κύριό μου. Ἀλλὰ ἐλπίζω ὅτι τὰ
λόγια μου θὰ ἔχουν ἀπήχησι στὴν καρδιά σας, καὶ τὸ ἔτος αὐτὸ θὰ εἶνε ἔτος ἀφυπνίσεως,
μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὸν Κύριο, ἵνα πάντες ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζωμεν
Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: π. Αυγουστίνος
Καντιώτης (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἱ. ναὸ τῆς
Πτολεμαΐδος τὴν Τετάρτη 16-4-1975 τὸ βράδυ.),Τράπεζα
Ιδεών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου