Ένας στρατός που νομίζει ότι δεν θα χρειασθεί να πολεμήσει ποτέ!
«Είμαστε ένας Στρατός που νομίζει ότι δεν θα χρειασθεί να
πολεμήσει ποτέ!». Με αυτά τα λόγια, ένας από τους πραγματικά σπουδαίους
Στρατηγούς της γενιάς μας, Διοικητής της Στρατιάς τότε, απευθύνθηκε στους
αξιωματικούς ενός από τους προωθημένους Σχηματισμούς του Στρατού μας, σε μια
επίσκεψή του εκεί, λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.
Νομίζω ότι, αυτά ήταν τα πιο σοφά λόγια που ειπώθηκαν ποτέ για να
περιγράψουν την αίσθηση που διακατέχει, συνολικά, το μόνιμο προσωπικό του
Στρατού μας και όχι μόνον. Οι «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» γνωρίζουν καλύτερα.
Ενδεχομένως η αίσθηση αυτή να έχει δημιουργηθεί και από το γεγονός
ότι, η πραγματική έννοια του πολέμου αγνοείται ως βιωματική εμπειρία από σχεδόν
όλους τους εν ζωή ‘Ελληνες, και δόξα τω Θεώ. Και αυτό είναι φυσικό αφού ποτέ
άλλοτε, στα σχεδόν διακόσια χρόνια του ελεύθερου βίου των Ελλήνων, δεν έχει
υπάρξει τόσο μεγάλο διάστημα συνεχούς ειρήνης, όσο αυτό που διανύουμε μετά τη
δεκαετία του 1950.
Μπορεί επίσης αυτό να οφείλεται στην πεποίθηση ότι, το πολιτικό
προσωπικό της χώρας έχει την ικανότητα και τον τρόπο να αποφεύγει κάθε τέτοιο
πιθανό σενάριο. Δεν μπορεί να μας διαφεύγει άλλωστε ότι, ο πόλεμος απαγορεύεται
από το Διεθνές Δίκαιο.
Ωστόσο, κανείς νομίζω δεν μπορεί να αποκλείσει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, ιδιαίτερα στο δικό μας γεωπολιτικό περιβάλλον, στο οποίο και
συμφέροντα πολλών συγκρούονται και η γειτονιά δεν είναι και η πλέον
συνεννοήσιμη.
Είναι άραγε, αστήρικτα τα λόγια εκείνου του Διοικητού της
Στρατιάς; Είναι προετοιμασμένος ο Στρατός μας να ανταποκριθεί στην αποστολή
του; Μήπως στερείται ρεαλισμού η πεποίθηση ότι, όταν θα χρειασθεί θα αρθούμε
στο ύψος των περιστάσεων;
Θυμάστε άραγε, ποιά ήταν η γνώμη του τότε Πρωθυπουργού, την
περίοδο της κρίσης των Ιμίων; Είχε λέτε την βεβαιότητα, πέρα από το
απροετοίμαστο του Έθνους ότι, η κατάσταση των Ενόπλων Δυνάμεων του έδινε την
απαιτούμενη ισχύ για μια δυναμικότερη αντιμετώπιση της κατάστασης;
Ο Στρατός μας για να μπορεί να υλοποιήσει την αποστολή του, πρέπει
κατά βάση να έχει, οργάνωση προσαρμοσμένη στη γεωμορφολογία της χώρας,
προσωπικό σε αριθμό ανάλογο με την οργάνωση και με την απαιτούμενη εκπαίδευση,
εξοπλισμό κατάλληλο, φρόνημα υψηλό και ικανή ηγεσία.
Για να μην στεναχωρηθούμε πολύ, αυτή την ώρα, θα σας πρότεινα να
παραβλέψουμε τα υπόλοιπα και να περιορισθούμε στην ηγεσία, η ικανότητα της
οποίας και εξασφαλίζεται με το μικρότερο κόστος, συγκριτικά με τα υπόλοιπα, και
έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Το ότι είναι ικανοί οι Έλληνες αξιωματικοί, στατιστικά τουλάχιστον
δεν χωρά αμφιβολία, αφού γέννα είναι κι αυτοί της ελληνίδας μάνας που έκανε και
όλους τους άλλους, καμωμένοι με το ίδιο υλικό απ’ το οποίο πλάστηκαν όλοι οι
πρωταγωνιστές κάθε ωραίας πτυχής του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Ένας ανώνυμος είπε κάποια στιγμή ότι, αυτόν τον Στρατό μόνο οι
Έλληνες αξιωματικοί μπορούν να τον λειτουργήσουν και πιστέψτε με, έχει πολύ
δίκιο. Φαντάζεσθε ότι, μπορεί να λειτουργήσει καμιά επιχείρηση με το 30% του
προβλεπόμενου προσωπικού και να διαχειρίζεται, με αξιοπρέπεια, σχεδόν το 100%
των υποχρεώσεών της; Έ, αυτό συμβαίνει στον Ελληνικό Στρατό, χρόνια τώρα, όσο
και να μην φαίνεται.
Ναι, αλλά καταλήγουν στην κορυφή οι καλύτεροι; Αυτούς θα θέλαμε να
έχουμε εκεί όταν πιθανόν σημάνει συναγερμός. Όχι για άλλο λόγο, απλά για να
νοιώθουμε τη σιγουριά, για να μην το ρισκάρουμε αν προκύψει η ανάγκη και για να
μπορούμε από τώρα να εμπνεύουμε σεβασμό και δέος σε όσους πιθανόν μας
επιβουλεύονται.
Μα καλά θα μου πείτε, πού συμβαίνει αυτό, να προχωρούν δηλαδή οι
καλύτεροι, για να το περιμένουμε και στο Στρατό; Και ικανοί θα υπάρχουν και
επιτήδειοι και τυχεροί και διαπλεκόμενοι, δηλαδή θα έχει απ’ όλους στην κορυφή.
Σωστά, αλλά σημασία έχει ποιοί θα είναι οι περισσότεροι.
Έχουμε άραγε τους καλύτερους στο τιμόνι του Στρατού μας; Εμπνέει η
ηγεσία τα αισθήματα που αρμόζουν σε κάθε κατεύθυνση, σε ανωτέρους και
κατωτέρους, στο πολιτικό προσωπικό, στη δημόσια διοίκηση, στον κόσμο γενικά;
Και όταν λέμε ηγεσία δεν εννοούμε μόνο την κορυφή της ιεραρχίας, αλλά όλους
όσους στελεχώνουν τις πλέον σημαντικές θέσεις της πυραμίδας. Ποιός τολμά το
αποτέλεσμα μιας τέτοιας ερώτησης;
Κάποιος με πολύ κοφτερό μυαλό περιέγραψε τον Στρατό σαν ένα
σχολικό λεωφορείο που τώρα το έχουμε τακαρισμένο και επομένως, όποιον και να
βάλουμε στο τιμόνι δεν μας πειράζει. Απλά θα παίζει αυτός. Άν όμως σ’ αυτό το
λεωφορείο βάζαμε λάστιχα και το προορίζαμε να πηγαίνει τα παιδιά μας στο
σχολείο, τότε μάλλον θα διαλέγαμε τον καλύτερο οδηγό.
Οι δομές του Στρατού μας είναι τέτοιες που, κατά τα φαινόμενα,
επιτρέπουν σε όλους όσους κατέχουν τα στοιχειώδη να μπορούν να λειτουργήσουν
και σε θέσεις που το απαιτούμενο διαμέτρημα είναι μεγαλύτερο από το δικό τους
περιεχόμενο κι αυτό είναι παρήγορο. Η πατρίδα όμως αξίζει το καλύτερο.
Τί λένε όμως οι περγαμηνές όσων προχωρούν; Είναι καθολική η
αποδοχή; Μήπως και εδώ, στον τόσο ευαίσθητο τομέα της εθνικής άμυνας, την
εξασφαλισμένη προοπτική δίνουν οι εξωθεσμικές σχέσεις και οι συναναστροφές με
πολιτικά γραφεία ή με κάποιους κύκλους, οι οποίοι επιδίδονται στον
παραγοντισμό; Μήπως κριτήριο είναι η εκ προοιμίου συγκατάβαση σε όλα;
Πόσοι και ποιοί από εκείνους που φθάνουν στην κορυφή της πυραμίδας
λέτε ότι, όταν ξεκίναγε η στρατιωτική τους διαδρομή είχαν τέτοια προοπτική, με
βάση τις επιδόσεις τους στον μοναδικό στίβο που όλοι αγωνίζονται με τους ίδιους
όρους; Πόσοι και ποιοί από αυτούς ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους μεταξύ των δέκα
ή έστω των είκοσι πρώτων;
Η ιστορία μαρτυρά ότι, τα τελευταία χρόνια, ελάχιστοι. Από αυτούς
άλλοι αποχώρησαν μόνοι διαβλέποντας το μάταιο του αγώνα και άλλοι δεν έφθασαν
ποτέ.
Ποιός θα μετρήσει όμως το αποτέλεσμα των επιδόσεων της ιεραρχίας;
Υπάρχει άραγε μια μελέτη που να συγκρίνει τα αποτελέσματα σε σχέση με τα
προσδοκώμενα; Υπήρχε όραμα, και αν ναι μπορεί να μας εξηγήσει κάποιος κατά πόσο
αυτό υλοποιήθηκε και πόσο κόστισε; Εξετάσαμε ποτέ τον ορθολογισμό των αποφάσεων
που λήφθηκαν;
Τα τελευταία χρόνια νομίζω ότι, ο Στρατός μας εστίασε περισσότερο
στην κοινωνική προσφορά, στις επιδείξεις ετοιμότητας, στην καθ’ υπερβολήν
μέριμνα για το προσωπικό, σε άσκοπες δαπάνες, στη διαχείριση αλλοτρίων, στο
θεαθήναι τοις ανθρώποις γενικά, και λιγότερο στην ουσία, στην εκπαίδευση, στην
κατάρτιση του προσωπικού, στην πειθαρχία, στην ετοιμότητα, και στη
διαθεσιμότητα των μέσων του.
Φθάσαμε μάλιστα στη δυσάρεστη διαπίστωση ότι, το προσωπικό μας
ευκολότερα παραδίδει τα όπλα τα ιερά, παρά αποφασίζει να αγωνιστεί ή άκόμη να
θυσιαστεί υπερασπίζοντάς τα.
Μπορεί άραγε να περιμένει κανείς κάτι καλύτερο;
Αν αναζητήσουμε την απάντηση και στις φετεινές κρίσεις των
αξιωματικών, αλλά και στη στελέχωση νευραλγικών θέσεων, τηρουμένων κάποιων
επιφυλάξεων σε πρόσωπα ευρείας αποδοχής, φοβάμαι ότι δεν μπορεί να είμαστε πολύ
αισιόδοξοι.
Κατά τα φαινόμενα και πάλι δεν μπόρεσαν να κάνουν τη διαφορά εκεί
όπου έπρεπε, οι περγαμηνές, το ειδικό βάρος, οι ικανότητες, το απαράμμιλο ήθος,
αλλά μάλλον βάρυναν περισσότερο οι έξωθεν υποδείξεις, τα μικροσυμφέροντα, οι
προσωπικές σχέσεις, η συντεχνιακή αντίληψη και σε αρκετές περιπτώσεις και οι
εμπάθειες.
Όσοι έχουν την ευθύνη για τις επιλογές των προσώπων αγνοούν όμως
τα βασικότερο. Ο Στρατός δεν είναι ιδιωτικός αλλά ανήκει στο Έθνος και επομένως
δικαιούται να του αφιερώνουμε ότι καλύτερο.
Αυτοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις φέρουν εξ’ ολοκλήρου την ευθύνη των επιλογών τους και
μακάρι να μην διαψευσθούν.
Όσο το σχολικό είναι στους τάκους δεν μας ενδιαφέρουν τα προσόντα
του οδηγού. Τί θα γίνει όμως αν η κατάσταση αλλάξει; Ποιός μας βεβαιώνει ότι ο
Στρατός μας δεν θα χρειασθεί να πολεμήσει ποτέ;
Και ξέρετε δεν κοστίζει πολλά. Αρκεί η παράφραση του
Χρυσοστομικού, «Δώστε μου καλύτερους αξιωματικούς για να σας δώσω έναν καλύτερο
στρατό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου