Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Θεολογικής
Σχολής ΑΠΘ
Σήμερα, οι Έλληνες Ορθόδοξοι εορτάζουμε ταυτόχρονα
δύο Εορτές:
α) Τη Μεγάλη Χριστιανική μας Εορτή, τον Ευαγγελισμό
της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας κατά τον οποίο αναγγέλλεται,
εκ του Αγγέλου, στην Παρθένο Μαρία η Μεγάλη Είδηση της επιλογής του Θεού, να
είναι Εκείνη που, εκ θείας ενέργειας, θα συλλάβει, θα κυοφορήσει και θα
τέξει τον Σωτήρα και Λυτρωτή του κόσμου
και του ανθρώπου.
β) Τη Μεγάλη Εθνική μας Εορτή, τον Επαναστατικό Ξεσηκωμό των
Ελλήνων, το 1821, για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό.
Ένας από εκείνους, που, με τους θαυμάσιους στίχους
του, μας προσφέρει το ερμηνευτικό πλαίσιο της συνδέσεως της ορθόδοξης πίστεως,
με τον αγνό πατριωτικό αγώνα των Ελλήνων υπέρ της Ελευθερίας, είναι ο Εθνικός
Ποιητής Διονύσιος Σολωμός.
Τιμώντας τον
Εθνικό μας Ποιητή, Διονύσιο Σολωμό,
τιμούμε τον ξεσηκωμό του 1821 για την Ελευθερία της
Ελλάδος
(Πηγή: Το βιβλίο, Ηρακλής Ρεράκης, Θρησκευτικά και
πολιτισμικά πρότυπα στο έργο του Δ. Σολωμού, εκδ. Γρηγόρης, β΄ εκδοση, Αθήνα
2003, σελίδες 440)
Σε μια εποχή, όπως εκείνη της Τουρκοκρατίας που, επί
τέσσερις περίπου αιώνες, «όλα τά σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» και κάτω
από αντίξοες, εν πολλοίς, διεθνείς πολιτικές συνθήκες ο ελληνικός λαός
χρειαζόταν αφοσιωμένους ήρωες, που θα διεξήγαγαν έναν υπέρ πάντων αγώνα δύσκολο
και άνισο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χωρίς ξένα στηρίγματα, προκειμένου
να ανακτήσει την ελευθερία του.
Αυτή η υπεροχή του εχθρού σε όλα τα επίπεδα,
απαιτούσε την πνευματική και ηθική στήριξη και εμψύχωση των αγωνιστών, που θα
μείωνε τη διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στους αδύναμους σε έμψυχο και άψυχο
εξοπλισμό χριστιανούς και στους ισχυρούς, πάνοπλους και οργανωμένους μουσουλμάνους.
Ο αγώνας για την ελευθερία, συνεπώς, χρειαζόταν και θεωρητικά πατριωτικά
στηρίγματα, όπως το μεγάλο στήριγμα που προσέφερε, με την ποίησή του και
ιδιαίτερα με τον «Ύμνον εις την Ελευθερία», ο Εθνικός μας Ποιητής Διονύσιος
Σολωμός, «τέκνον με νουν Ελληνικόν και καρδίαν Ελληνικήν».
Ο Σολωμός συμμετείχε ενεργά στον αγώνα, όχι ως
μαχητής στο μέτωπο εναντίον των τούρκων κατακτητών, αλλά ως ποιητής, που
ενδυνάμωνε, με τους στίχους του, τον επαναστατικό αγώνα για την ελευθερία, αφού
πίστευε ότι η Ελλάδα δεν θα αναστηθεί μόνο με την επανάσταση των όπλων, αν δεν επαναστατήσουν
μαζί οι συνειδήσεις και οι ψυχές των Ελλήνων.
Ήξερε ότι η
πατρίδα του αναγνωρίζει και τιμά στον ίδιο βαθμό τόσο την προσφορά του ένοπλου
αγώνα όσο και εκείνη την πνευματική συμβολή των ποιητών και των άλλων
πνευματικών προσώπων υπέρ της ελευθερίας.
Γι’ αυτό στη δύναμη του λαού, που πολεμούσε με το
γιαταγάνι, ο ποιητής πρόσθεσε τη δύναμη του πνεύματος και της τέχνης.
Στέκεται κι αυτός νοερά στο μέτωπο του πολέμου και
προβάλλει ηρωϊκά πρότυπα, ανυψώνει πατριωτικές αρετές, εμψυχώνει ηθικές αξίες
και βοηθά τα παλικάρια, στον άλλο αγώνα που διεξάγεται μέσα τους, να
συνειδητοποιήσουν και να αποδεχθούν τη θυσία και τον θάνατο, ως τη σπορά για
τον τοκετό της Ελευθερίας.
Οι αγωνιστές άκουαν τη φωνή του, βίωναν τον Ύμνο της
Ελευθερίας που τους έψαλλε, και οι λόγοι του, που απευθύνονταν ενθαρρυντικά
στις ψυχές τους εκείνες τις ώρες, λειτουργούσαν, το ίδιο αποτελεσματικά, όσο
και τα όπλα και τα πολεμικά σχέδια.
Ο πατριωτισμός του Σολωμού έχει μια ξεχωριστή ποιότητα,
διότι ο ίδιος υπήρξε ψυχικά συνδεμένος με την εθνική ακοή, όραση και μνήμη,
στοχεύοντας πρωτίστως στην δύναμη που προσδίδει στον άνθρωπο η εσωτερική
ελευθερία και ο εσωτερικός του πολιτισμός.
Σημασία, για τον Σολωμό, δεν έχει να είναι κανείς
εξωτερικά ελεύθερος, αλλά να αισθάνεται ελεύθερος. Έτσι, ακόμα και αν είναι
υποδουλωμένο το έθνος του, σε κάποιον ή κάποιους εξωτερικούς τυράννους,
διατηρείται μέσα του, υπαρξιακά, η δύναμη και η χαρά της Ελευθερίας.
Ελλάδα και Ελευθερία στην ποίηση του Σολωμού, είναι
δύο μεγέθη που σχεδόν ταυτίζονται, διότι, όπως διασώζει ο Ι. Πολυλάς, «δεν
εσυνηθούσε να θεατρίζη τα εθνικά φρονήματα, αλλά μες στο Άγιο βήμα της ψυχής,
οικοδομούσε την αληθινή Ελλάδα».
Ξεκινούσε από την αφετηρία ότι «το έθνος πρέπει να
μάθη να θεωρεί εθνικόν ό, τι είναι αληθές», διότι Θεωρούσε «την ελευθερία
μεστήν από το χρέος, δηλαδή απ’ όσα περιέχει η Ηθική, η Θρησκεία, η
Πατρίδα».
Η προσφορά του Σολωμού σ’ εκείνα τα χρόνια αλλά και στα
μεταγενέστερα, έως και σήμερα, αποτελεί ένα μήνυμα ελευθερίας του πνεύματος,
ένα προσκλητήριο για το μέλλον, με στόχο τα Μεγάλα και τα Υψηλά: «Οι μεγάλοι τα
μεγάλα που τους μοιάζουν αγαπούν».
Στην ποίησή του, ακόμη και στον «Ύμνο εις την Ελευθερία»,
αναμετριέται με την Ευρώπη, σε επίπεδο ηθικοπνευματικό και πολιτισμικό,
αγγίζοντας θέματα και στάσεις της σύγχρονης ζωής.
Η αναμέτρηση, επομένως, δεν βασίζεται σε μια
εθνοκεντρική υστερία ή μια φθαρμένη ρητορεία ενός αδιάλλακτου εθνικισμού ή, ακόμη,
σε μια ρομαντική προγονοπληξία, αλλά σε κάτι
πιο σύγχρονο, άγνωστο και νεοελληνικό, υπενθυμίζοντας στους Ευρωπαίους
ότι δεν υπάρχει μόνον η αρχαία (κλασική) Ελλάδα αλλά και η σύγχρονη.
Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι η πνευματική και ηθική
αναγέννηση της πατρίδας, με πρότυπο την ελληνική σοφία και αρετή, από την
αρχαιότητα μέχρι και την εποχή του και σε συνδυασμό με το δημιουργικό
χριστιανικό πνεύμα και τη λαϊκή παράδοση, ήταν το σολωμικό όραμα της προσφοράς
και της θυσίας, που πίστευε ότι χρειαζόταν η Πατρίδα, παράλληλα, με τους
απελευθερωτικούς αγώνες, που συνεχίζονταν σε όλα τα μέτωπα.
Υπήρξε βαθύτατα πιστός ορθόδοξος Χριστιανός,
ερασιτέχνης Ιεροψάλτης και μελετητής της ορθόδοξης υμνογραφίας και, γενικά, της
λατρευτικής ζωής, από την οποία δανειζόταν πολλά πρότυπα, προκειμένου να
συνθέσει τα πλείστα από τα ποιήματά του.
Η χρήση, ειδικότερα, της Υμνογραφίας και, γενικότερα,
της εκκλησιαστικής λατρείας, συνδεδεμένη όπως είναι, τόσο με την λογοτεχνική
έμπνευση όσο και με την προοπτική και την αναζήτηση της αιωνιότητας, που
εναντιώνεται στον φόβο του θανάτου και στην υπέρβαση του εφήμερου, προσδίδει
στο έργο του Σολωμού ένα βαθύτερο οντολογικό νόημα. Παράλληλα, το εμπλουτίζει
με οικουμενικές και πολιτισμικές συγγένειες με άλλους ανθρώπους και λαούς, ενώ
το καθιστά, αφενός, προσιτό, ακόμα και στον πιο απλό άνθρωπο, αφετέρου, δείκτη
του θείου και του αιωνίου.
Παραθέτουμε, προς τιμή του Μεγάλου Εθνικού μας
Ποιητή, μερικές μόνον στροφές από τον «Ύμνον εις την Ελευθερία»,
δειγματικά επιλεγμένες, που αποδεικνύουν ότι η εκκλησιαστική ποίηση και
Υμνογραφία αποτελεί μια από τις πιο βασικές πηγές έμπνευσης και δημιουργίας
του.
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την
τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα
ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του
Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού.
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού.
Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας η Θρησκεία
μ' ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας οπού ανεί τον ουρανό,
και το δάκτυλο κινώντας οπού ανεί τον ουρανό,
«σ' αυτό», εφώναξε, «το χώμα στάσου
ολόρθη, Ελευθεριά!».
Και φιλώντας σου το στόμα μπαίνει μες στην Εκκλησιά.
Και φιλώντας σου το στόμα μπαίνει μες στην Εκκλησιά.
Εις την Τράπεζα σιμώνει, και το σύγνεφο
το αχνό
γύρω - γύρω της πυκνώνει που σκορπάει το Θυμιατό.
γύρω - γύρω της πυκνώνει που σκορπάει το Θυμιατό.
Αγρικάει την Ψαλμωδία οπού εδίδαξεν
αυτή·
βλέπει τη φωταγωγία στους Αγίους εμπρός χυτή.
βλέπει τη φωταγωγία στους Αγίους εμπρός χυτή.
Α, το φως που σε στολίζει, σαν ηλίου
φεγγοβολή,
και μακρόθεν σπινθηρίζει, δεν είναι, όχι, από τη γη.
και μακρόθεν σπινθηρίζει, δεν είναι, όχι, από τη γη.
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη χείλος, μέτωπο,
οφθαλμός·
φως το χέρι, φως το πόδι, κι όλα γύρω σου είναι φως.
φως το χέρι, φως το πόδι, κι όλα γύρω σου είναι φως.
Με φωνή που καταπείθει προχωρώντας
ομιλείς:
«Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη, ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.
«Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη, ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.
Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε: "Εγώ
ειμ' 'Αλφα, Ωμέγα εγώ·
πέστε, που θ' αποκρυφθείτε εσείς όλοι, αν οργισθώ;
πέστε, που θ' αποκρυφθείτε εσείς όλοι, αν οργισθώ;
Η γη αισθάνεται την
τόση του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει τη μισόχριστη σπορά.
που όλην θέλει θανατώσει τη μισόχριστη σπορά.
Έτσι ν' άκουα να βουίξει τον βαθύν Ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξει κάθε σπέρμα Αγαρηνό!
και στο κύμα του να πνίξει κάθε σπέρμα Αγαρηνό!
Και εκεί πού 'ναι η Αγία Σοφία, μες
στους λόφους τους επτά,
όλα τ' άψυχα κορμία, βραχοσύντριφτα, γυμνά,
όλα τ' άψυχα κορμία, βραχοσύντριφτα, γυμνά,
σωριασμένα να τα σπρώξει η κατάρα του
Θεού,
κι απ' εκεί να τα μαζώξει ο αδελφός του Φεγγαριού.
κι απ' εκεί να τα μαζώξει ο αδελφός του Φεγγαριού.
Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει, κι η Θρησκεία
κι η Ελευθεριά
μ' αργό πάτημα ας πηγαίνει μεταξύ τους και ας μετρά.
μ' αργό πάτημα ας πηγαίνει μεταξύ τους και ας μετρά.
Α, γιατί δεν έχω τώρα τη φωνή του Μωυσή;
Μεγαλόφωνα την ώρα οπού εσβιούντο οι μισητοί,
Μεγαλόφωνα την ώρα οπού εσβιούντο οι μισητοί,
το Θεόν ευχαριστούσε στου πελάου τη
λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε αναρίθμητος λαός.
και τα λόγια ηχολογούσε αναρίθμητος λαός.
Ακλουθάει την αρμονία η αδελφή του
Ααρών,
η προφήτισσα Μαρία, μ' ένα τύμπανο τερπνόν
η προφήτισσα Μαρία, μ' ένα τύμπανο τερπνόν
και πηδούν όλες οι κόρες με τσ' αγκάλες
ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες, με τα τύμπανα κι εκειές.
τραγουδώντας, ανθοφόρες, με τα τύμπανα κι εκειές.
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την
τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη
Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι και δεν
μνέσκει ένα κορμί·
χαίρου, σκιά του Πατριάρχη, που σε πέταξαν εκεί.
χαίρου, σκιά του Πατριάρχη, που σε πέταξαν εκεί.
Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι με τσ' εχθρούς
τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη δίνοντάς τα εις το φιλί.
και τους έτρεμαν τα χείλη δίνοντάς τα εις το φιλί.
Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε τώρα
πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.
και το χέρι οπού εφιλήστε πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.
'Ολοι κλαψτε· αποθαμένος ο Αρχηγός της
Εκκλησιάς·
κλάψτε, κλάψτε· Κρεμασμένος, ωσάν να 'τανε φονιάς!
κλάψτε, κλάψτε· Κρεμασμένος, ωσάν να 'τανε φονιάς!
'Εχει ολάνοικτο το στόμα π' ώρες πρώτα
είχε γευθεί
τ' Άγιον Αίμα, τ' Άγιον Σώμα· λες πως θε να ξαναβγεί,
τ' Άγιον Αίμα, τ' Άγιον Σώμα· λες πως θε να ξαναβγεί,
η κατάρα που είχε αφήσει, λίγο πριν να
αδικηθεί,
εις οποίον δεν πολεμήσει κι΄ ημπορεί να πολεμεί
εις οποίον δεν πολεμήσει κι΄ ημπορεί να πολεμεί
Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία καταστήστε
ένα Σταυρό
και φωνάξετε με μία: «Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!»
και φωνάξετε με μία: «Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!»
Το Σημείον που προσκυνάτε είναι τούτο,
και γι' αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε στον αγώνα το σκληρό.
ματωμένους μας κοιτάτε στον αγώνα το σκληρό.
Ακατάπαυστα το βρίζουν τα σκυλιά και το
πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν και την πίστη αναγελούν.
και τα τέκνα του αφανίζουν και την πίστη αναγελούν.
Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη αίμα αθώο
Χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη της νυκτός: Να εκδικηθώ.
που φωνάζει από τα βάθη της νυκτός: Να εκδικηθώ.
Δεν ακούτε, εσείς Εικόνες του Θεού,
τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες και δεν έπαυσε στιγμή.
Τώρα επέρασαν αιώνες και δεν έπαυσε στιγμή.
Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος σαν του Άβελ
καταβοά·
δεν ειν' φύσημα του αέρος που σφυρίζει εις τα μαλλιά.
δεν ειν' φύσημα του αέρος που σφυρίζει εις τα μαλλιά.
Τι θα κάμετε; Θ' αφήστε να αποκτήσομεν
εμείς
λευθεριάν, ή θα την λύστε εξ αιτίας πολιτικής;
λευθεριάν, ή θα την λύστε εξ αιτίας πολιτικής;
Τούτο ανίσως μελετάτε ιδού εμπρός σας
τον Σταυρό:
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε, και κτυπήσετε κι εδώ!"».
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε, και κτυπήσετε κι εδώ!"».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου