Ἡ ‘βυζαντινὴ’* φιλοξενία τῆς
ἀγάπης.
*Χρησιμοποιoῦμε τὴν
τεχνητή ὀνομασία γιὰ τὴν Ρωμαίικη Αὐτοκρατορία ἥ Ρωμανία, τὴν μεταγενέστερή της
ὀνομασία, δυτικὸ σόφισμα τοῦ 16ου αἰώνα.
Ἔφθανα.
Σιγὰ σιγὰ στὸ βάθος ἄρχισε νὰ προβάλλει ἡ καλύβη ποὺ ζητοῦσα. Ἕνας γνωστὸς μου
γέρων κατοικοῦσε σὲ αὐτὴ καὶ ἤλπιζα ὅτι μπορεῖ νὰ τὸν συναντοῦσα. Ἅν καὶ
μεσημέριαζε καὶ περπατοῦσα ἀρκετὴ ὥρα κάτω ἀπὸ τὸν καλοκαιρινὸ ἥλιο, ὡστόσο δὲν
εἶχα ἀρχίσει νὰ ἰδρώνω. Προφανῶς τὰ πανύψηλα πυκνόφυλλα δένδρα ὁλόγυρα ἔκαναν
καλὰ τὴν δουλειά τους. Δὲν ἤξερα ὅμως γιὰ πόσο ἀκόμα.
Τελικὰ
ἔφτασα ἔξω ἀπὸ τὴν καλύβη. Δὲν ἤμουν ἀνέμελος. Ἀντιμετώπιζα ἕνα σοβαρὸ πρόβλημα
καὶ ἄν θὰ συναντοῦσα τὸ γέρωντα ἤξερα καλὰ ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ μὲ βοηθήσει μὲ τὸν
τρόπο του. Ὁπωσδήποτε δὲν θὰ ἔφευγα ἔτσι. Καθόλη τὴν ὥρα ὅμως ποὺ βάδιζα μέχρι ἐκεῖ
δὲν ἄφηνα τὸ πρόβλημά μου νὰ μὲ καταβάλλει. Ναί, ἦταν σὰν ἕνας ἐνοχλητικὸς
σκύλος ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσα νὰ ἀπαλλαχθῶ, ἀλλὰ αὐτὸν τὸν σκύλο τὸν ἀνάγκαζα
νὰ σέρνεται αὐτός ἀπὸ πίσω μου, καὶ ὄχι νὰ σέρνει ἐμένα πίσω του.
Ἤμουν
λοιπὸν μπροστὰ στὴν αὐλόπορτα τῆς καλύβης, ἡ ὁποία δυστυχῶς γιὰ τὶς προσδοκίες
μου ἦταν κλειδωμένη. Κάθησα σὲ ἕνα κορμὸ ποὺ ὑπήρχε ἀπ’ ἔξω στὸ σχήμα καρέκλας
γιὰ νὰ περιμένω λίγο ἄν φανεῖ κάποιος καὶ συνάμα νὰ ξαποστάσω κάπως πρὶν νὰ
συνεχίσω. Πράγματι πλησίασε σὲ λίγο μέσα ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τῶν κλαδιῶν στὴν αὐλὴ, ἕνας
ἄγνωστος μου ὑποτακτικός. Καθῶς δὲν μὲ γνώριζε, ἀμέσως μόλις μιλήσαμε καὶ τοῦ εἶπα
τὶ ζητάω, ἀπέφυγε νὰ μὲ δεχθεῖ ἐντὸς τῆς καλύβης, χρησιμοποιῶντας γι’ αὐτὸ μιὰ
κοινὴ καὶ εὔκολη δικαιολογία. Καὶ βέβαια αὐτὸ σήμαινε ὅτι ἔπρεπε νὰ συνεχίσω τὸ
δρόμο μου μὲ ‘ἄδεια χέρια’. Ὡστόσο ἡ σκέψη ὅτι ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ παρουσιαστεῖ
μπροστὰ μου αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ὑποτακτικός, ἀντὶ κάποιος ἄλλος ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους
τῆς συνοδείας πράγμα ποὺ θὰ ἔκανε τὰ πράγματα νὰ ἐξελιχθοῦν διαφορετικά, μὲ ἔκανε
νὰ θεωρήσω ὅτι ἦταν θέλημά Του νὰ γίνει ἔτσι καὶ αὐτὸ στὴ στιγμὴ μὲ ἀνέπαυσε.
Προχώρησα
λοιπόν παρακάτω. Πήρα ἕνα δρόμο ποὺ δὲν εἶχα ξαναβαδίσει πρὶν ποτέ. Περπατοῦσα
σιγά μὲν, ἀλλὰ σταθερά. Ὁ ‘σκύλος’ μου μὲ ἀκολουθοῦσε ἀδιαλείπτως, ἀλλὰ ὅσο ἐνοχλητικὸς
καὶ νὰ ἦταν, δὲν κατάφερνε νὰ μὲ ἐμποδίσει νὰ κοιτῶ μπροστά. Ἡ φυσικὴ ὁμορφιὰ μὲ
γαλήνευε καὶ μὲ βοηθοῦσε νὰ ἔχω μιὰ αἰσιοδοξία. Ὅμως κάτι ἄλλο ἦταν ποὺ μὲ ἀπορροφοῦσε
καὶ μὲ παρηγοροῦσε ἀκόμα περισσότερο καὶ βαθύτερα. ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν
με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…, Κύριε…’.
Ξαφνικὰ
μετὰ ἀπὸ κάποια ὥρα, τὴν φυσικὴ ἡσυχία διέκοψε ἕνας θόρυβος ποὺ ἄρχισε νὰ ἀκούγεται
πίσω μου στὸ βάθος, στὴν ἀρχὴ ἀπὸ μακριά ἀσθενής, σιγὰ σιγὰ ὅμως πλησιάζοντας
δυνάμωνε. Ἦταν ἕνα ὄχημα, ποὺ λόγω καὶ τοῦ δύσκολου δρόμου, προχώραγε μὲ πολὺ
μικρὴ ταχύτητα. Συνέχισα σταθερὰ τὸν δρόμο μου καὶ ὅταν πλέον ἀντιλήφθηκα τὶς
μεγάλες βαριὲς ρόδες του δίπλα μου, ἄκουσα μιὰ φωνή…: ‘Θὲς μήπως βοήθεια;’.
Γύρισα καὶ κοίταξα τὸν ρασοφόρο ὁδηγό ἀπαντῶντας του: ‘Ὄχι, πάτερ μου, εὐχαριστῶ.’.
Καὶ ἐνῶ τὸ ὄχημα μὲ προσπερνοῦσε ξανάκουσα τότε: ’Ποὺ θέλεις νὰ πᾶς; Γνωρίζεις
τὸ δρόμο; Μήπως μπορῶ νὰ σὲ βοηθήσω;’,
Τοῦ ἀπάντησα ὅτι δὲν γνωρίζω τὸ δρόμο, ἀλλὰ δὲν νομίζω ὅτι θὰ χαθῶ σὲ αὐτὴ
τὴν περιοχή. Καὶ συνέχισα: ‘Εὐχαριστῶ πάντως’.
Τελικὰ ἄκουσα πάλι γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, καθῶς τὸ ὄχημα εἶχε προχωρήσει ἀρκετὰ:
‘Ἄν θέλεις πάντως βοήθεια σὲ κάτι…’.
Τὸ
ὄχημα σὲ λίγο χάθηκε, ὁ θόρυβος ἔσβησε. Συνέχισα καὶ πάλι ὅπως πρὶν τὸν δρόμο
μου. Ἡ εἰρήνη συνέχιζε νὰ μὲ συντροφεύει. ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με, Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…’. Μετὰ ἀπὸ
κάμποσο περπάτημα ἄρχισα νὰ διακρίνω στὸ βάθος μπροστά μου ἕνα μεγάλο κελί. Καθῶς
πλησίαζα εἶδα μπροστά του σταματημένο τὸ αὐτοκίνητο τοῦ μοναχοῦ ποὺ μοὺ εἶχε
μιλήσει. Τότε ἀντιλήφθηκα καὶ ὅτι ὁ δρόμος τέλειωνε ἐκεῖ. Ὅταν ἔφθασα ἔξω ἀπὸ τὸ
κελὶ ἔμφανίστηκε τὴν ἴδια στιγμὴ πάλι μπροστά μου ὁ μοναχός. ‘Τελικὰ ποὺ πᾶς’,
μὲ ξαναρώτησε, ‘Μήπως μπορῶ νὰ βοηθήσω;…’. ‘Πάτερ μου’, τοῦ ἀπάντησα, ‘ὁ δρόμος
τελειώνει ἐδῶ, δὲν συνεχίζει; Ὑπάρχει κάποιο μονοπάτι;’. Εὐθῦς μοὺ εἶπε: ‘Πές μου ποὺ θέλεις νὰ πᾶς καὶ
θὰ σὲ βοηθήσω. Ἀπὸ ἐδῶ ξεκινοῦν δύο μονοπάτια. Θὰ σὲ ὁδηγήσω ἀνάλογα μὲ τὸ ποὺ
πᾶς’. Τοῦ εἶπα πρὸς τὰ ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει νὰ πάω καὶ ἔλαβα ὡς ἀπάντηση τὸ ‘Καλά,
θὰ σοῦ δείξω, ἀλλὰ ἄν θέλεις ἔλα πρῶτα νὰ κεραστεῖς κάτι’. ‘Πάτερ μου’, τοῦ ἀπαντῶ,
‘δὲν εἶναι ἀνάγκη αὐτό, ἁπλὰ δείξτε μου τὸν δρόμο μου καὶ αὐτό ἀρκεῖ’. ‘Ἔλα’,
μοῦ λέει, ‘νὰ πάρεις κάτι καὶ συνεχίζεις’. Ἔτσι ὑποχώρησα πλέον. Μετὰ τὸ
κέρασμα, μὲ ρώτησε ἄν θέλω νὰ προσκυνήσω στὸ ἐκκλησάκι. ‘Εὐχαρίστως’, ἀποκρίθηκα,
‘πολὺ θὰ τὸ ᾿θελα’, καὶ ὁδηγῶντας με σὲ αὐτὸ μοῦ εἶπε: ‘Αὔριο γιορτάζει’. Ἔτσι μοὺ
ἀποκάλυψε ποὺ εἶναι ἀφιερωμένο. Εἶχα μόλις πρὶν τὴν πανήγυρη βρεθεῖ ἐκεῑ!
Ἀφοῦ
προσκύνησα, πλησίασα καὶ πάλι τὸν καλοσυνάτο οἰκοδεσπότη, περιμένοντας ὅτι τώρα
πια θὰ μοῦ ᾿δειχνε τὸ μονοπάτι νὰ πάω στὸ δρόμο μου καὶ θὰ μὲ ἀποχαιρετοῦσε. Ὅμως
ἀντὶ αὐτοῦ ἄκουσα τὸ ‘Θέλεις τώρα νὰ φᾶς;’. ‘Μὰ, πάτερ μου’, τοῦ ἀπαντῶ ‘φθάνει τὸ κέρασμα, ἄλλωστε ἔφαγα
νωρίτερα καλά, δὲν χρειάζεται. Μόνο τὸν δρόμο μου δείξτε μου καὶ σὰς ὑπερευχαριστῶ’.
‘Ὄχι’, μοῦ ἀπαντάει, ‘κάτσε νὰ φᾶς τώρα ποὺ εἶναι ἡ πανήγυρή μας, καὶ μετά
συνεχίζεις’. Ἔτσι τελικὰ κάθισα μαζί του νὰ φάω πρόωρα γιὰ βράδυ.
Μόλις
κάθισα, διαπίστωσα ὅτι ὑπήρχαν πολλὲς σφήκες. Πραγματικὰ πάρα πολλὲς, ἔρχονταν ἀπὸ
παντοῦ. Ἐπειδὴ κάποτε μὲ εἶχαν τσιμπήσει πολλαπλὰ καὶ πέρα ἀπὸ τὸν πόνο δὲν εἶχα
ἄλλο πρόβλημα, γνώριζα ὅτι δὲν εἶμαι ἀλλεργικός. Ἔτσι σκέφτηκα, ὅτι καὶ νὰ μὲ
τσιμπήσουν, αὐτὸ σὲ ἕνα τέτοιο μέρος, ὄχι μόνο δὲν θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ
ταλαιπωρία, ἀλλὰ εὐλογία. Ἰδοὺ ὅμως. Οἱ σφήκες συμπεριφέρονταν λὲς καὶ γνώριζαν
ὄχι μόνο ὅτι εἶναι προτιμότερο νὰ μὴν τσιμπήσουν τὸν ἐπισκέπτη τους ποὺ κάθεται
ἐκεῖ μαζί τους, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν τὸν ἐνοχλοῦν καθόλου, ἐνῶ ἦταν πολὺ κοντὰ καὶ
παντοῦ. Ἀρκεῖ βέβαια θὰ ᾿λεγα γιὰ νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ τὸ ζήσει κάποιος αὐτό,
τὸ νὰ μὴν φοβάται καὶ ὁλιγοπιστεῖ ἐκείνη τὴν ὥρα («… ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος
καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν
χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;», Μτ. 14,30-31).
Τελικὰ
μετὰ τὸ φαγητὸ ὁ πάτερ… μὲ ὁδήγησε στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ κελιού του, ὅπου
βρισκόταν ἡ ἀρχὴ τοῦ δρόμου μου, ὅπου ἀφοῦ τὸν ἀποχαιρέτησα καὶ μὲ ἀποχαιρέτησε
ἐγκάρδια, πήρα τὸ μονοπάτι καὶ συνέχισα τὴν πορεία μου. Οἱ ἐπόμενες στάσεις τῆς,
ἐκτὸς τὴν πρώτη, μου ἦταν ἤδη γνωστές, εἶχα
ξαναβρεθεῖ κάποτε ἐκεῖ. Ὡστόσο ἡ πρώτη ἀπὸ αὐτές, ποὺ τὴν ἐπισκεπτόμουν ἐπίσης
γιὰ πρώτη φορά, ἐντελῶς ἀπρόσμενα ἀποτέλεσε πραγματικὰ γιὰ μένα μιὰ ἰδιαίτερη προσωπικὴ
πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ πνευματικὸ σταθμό, γιὰ τὴν ὁποῖα ὅμως προτιμῶ
τουλάχιστον τώρα νὰ μὴν μιλήσω. Ἴσως τὸ κάνω ἀργότερα, ὅταν θὰ τὴν χωνέψω καλά,
πράγμα ποὺ χρειάζεται χρόνο. Γιατὶ ὅσο περισσότερο τὸ φαγητό, τόσος
περισσότερος καὶ ὁ χρόνος ποὺ χρειάζεται γιὰ τὴν χώνευσή του.
Ἀμέσως
λίγο μετὰ ἀπὸ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς παραπάνω προσκυνημαστικῆς πορείας, ἀπαλλάχθηκα
ἀπὸ τὸν ‘σκύλο’ ποὺ σερνόταν πίσω μου, ξεπεράστηκε καὶ λύθηκε τὸ πρόβλημα ποὺ μὲ
ἀπασχολοῦσε, τουλάχιστον πρὸς τὸ παρὸν («…ἄχρι καιροῦ.», Λκ. 4, 13). Δὲν ἄντεξε
στὴν περιφρόνηση πρὸς αὐτόν καὶ τὴν ὑπέρβασή του, δὲν ἄντεξε στὴν ἐν Χριστῶ
φιλοξενία καὶ στὴν πατρικὴ ἀγάπη, δὲν ἄντεξε στὴν χαρὰ τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς αἰσιοδοξίας,
δὲν ἄντεξε στὸν πόθο γιὰ νέες πνευματικὲς ἀναζητήσεις καὶ ἐμπειρίες, δὲν ἄντεξε
στὸ ἄκουσμα τοῦ ὑπὲρ πὰν ὀνόματος ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…’ («…τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ
κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων», Φιλ. 2,10).
Ἴσως
ὅλα αὐτὰ φαντάζουν ξένα καὶ ἀπόμακρα τοῦ κόσμου, ἕνα κόσμο ποὺ ἐγκατέλειψε καὶ
ξέχασε τὴν Ρωμανία, ποὺ τὴν βάφτισε ‘Βυζάντιο’, ἀλλὰ ἡ ὁποία ὡστόσο κάπου ζεῖ ἀκόμα,
σὲ μιὰ μικρὴ γωνιά, ποὺ προσπαθεῖ ἀκόμα νὰ διατηρεῖ τὸν τρόπο τοῦ βίου της καὶ
τὴν πνευματικότητά στὴν καθημερινότητά της, τὸ ἡμερολόγιο καὶ τὴν ὥρα της, τὴν ἀρχιτεκτονικὴ
καὶ τὴν τέχνη της, τὸν χαρακτήρα καὶ τὸ πνεύμα τῆς διοίκησής καὶ τῆς οἰκονομίας
της, τὸν κοινοτισμό καὶ τὴν κοινοκτημοσύνη της, τὴν παραδοσιακότητα καὶ τὴν οἰκουμενικότητά
της, τὸν ἡσυχασμὸ καὶ τὴν ἀρχοντιά της,
τὴν φιλαληθεία καὶ τὴν φιλαγιότητά της. Σὲ μιὰ μικρὴ γωνιά, ἀλλὰ καὶ σὲ μιὰ
μεγάλη κορυφή. Μιὰ κορυφὴ ἀπόμακρη καὶ ὑπερήφανη, ἀλλὰ καὶ ταπεινή καὶ
φιλόξενη. Μιὰ κορυφή εὐλογημένη καὶ ἁγιασμένη. Αὐτὴ τοῦ Ἄθων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου