Ὁ ἅγιος Νήφων ἔζησε στά μέσα τοῦ 15ου καί τίς ἀρχές
τοῦ 16ου αἰώνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπό τήν Πελοπόννησο, ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς καί
κυρίως εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους, τόν Μανουήλ καί τήν Μαρία. Τό ὄνομά του ἦταν
Νικόλαος καί κατά τήν μοναχή του κουρά ἔλαβε τό ὄνομα Νήφων. Πρῶτος Γέροντάς
του ἦταν ὁ μοναχός Ἀντώνιος. Μετά τήν κοίμησή του ὑποτάχθηκε στόν ἐνάρετο Ἁγιορείτη
Ἱερομόναχο Ζαχαρία, μαζί μέ τόν ὁποῖο ἐγκαταστάθηκε στήν Ἱερά Μονή τῆς Θεοτόκου
στήν Ἀχρίδα. Ὅταν, ὅμως, ὁ Ἱερομόναχος Ζαχαρίας ἐκλέχθηκε Μητροπολίτης Ἀχρίδος,
ὁ Νήφων ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκαταβίωσε στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου
Διονυσίου. Κατόπιν κλήθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία νά γίνη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης,
καί πράγματι ἀνῆλθε στόν θρόνο τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως. Ἔπειτα ἐκλέχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης. Ἡ Πατριαρχία του ἦταν κατά
πάντα θεάρεστη, ἀλλά, ὅπως συμβαίνει πάντοτε μέ τούς Ἁγίους, πολεμήθηκε πάρα
πολύ ἀπό τόν διάβολο καί τά ὄργανά του, συκοφαντήθηκε καί ἀπομακρύνθηκε δύο
φορές ἀπό τόν θρόνο του. Κατέφυγε στήν Βλαχία καί ἀπό ἐκεῖ στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου
Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τήν τελευταία φορά πού κλήθηκε στόν Οἰκουμενικό
θρόνο δέν πῆγε, ἀλλά παρέμεινε στήν ἐν λόγῳ Ἱερά Μονή, ὅπου θέλησε νά ζήση τά
τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του καί νά περατώση τόν ἐπίγειο βίο του ὡς ἁπλοῦς
μοναχός, καί ὄντως ἀνεδείχθη πρότυπο ἀληθοῦς ταπεινώσεως.
Ἐνῶ, ὅμως, ἔκρυβε τόν
ἑαυτό του γιά νά ἀποφύγη τόν ἔπαινο καί τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, τόν φανέρωσε ὁ
Χριστός διά τῆς Θεοτόκου. Τότε οἱ συμμοναστές του ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπό τήν ἁπλότητα
καί τήν ταπείνωσή του, καί ἔγινε γι’ αὐτούς φωτεινό παράδειγμα καί πρότυπο ζωῆς.
Ὁ
βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Πρῶτον.
Ἐκτός ἀπό τήν ἐξωτερική ζωή τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἡ ὁποία φαίνεται, ὑπάρχει καί ἡ ἐσωτερική
του ζωή, ἡ ὁποία εἶναι κρυμμένη ἀπό τά μάτια τῶν ἀνθρώπων. Τήν γνωρίζει μόνον ὁ
Θεός, ὁ Ὁποῖος «ἐτάζει καρδίας καί νεφρούς» καί γνωρίζει ὅλα τά κρυπτά τῶν ἀνθρώπων,
ἀφοῦ τά πάντα εἶναι «γυμνά καί τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς Του». Ἐπίσης, ὡς ἕνα
βαθμό τήν γνωρίζουν καί οἱ ἅγιοι, ὁποῖοι ἔλαβαν ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα νά ἔχουν
«δύο ὁράσεις», ἤτοι τήν ἐξωτερική καί τήν ἐσωτερική. Δηλαδή, τό νά βλέπουν τούς
ἀνθρώπους ἐξωτερικά καί ταυτόχρονα νά καταλαβαίνουν τίς σκέψεις, τούς
λογισμούς, τά διανοήματά τους, τήν ἐσωτερική τους κατάσταση. Ὑπάρχει, λοιπόν, ὁ
ἔξω ἄνθρωπος καί «ὁ ἔσω ἄνθρωπος», «ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος», ὁ ὁποῖος εἶναι
κρυμμένος ἀπό τά μάτια τῶν πολλῶν. Ὡστόσο, ὅμως, ὥς ἕνα βαθμό γίνεται ἀντιληπτή
ἡ ἐσωτερική ζωή τοῦ καθενός ἀπό τήν πνευματική εὐωδία ἤ τήν δυσωδία, τήν ὁποία ἐκπέμπει
μέ τά λόγια του καί τίς πράξεις του. Μέ ἄλλα λόγια, ὅσο καί νά προσπαθῆ ὁ ἄνθρωπος
νά κρυφτῆ, δέν μπορεῖ νά τό κατορθώση τελείως, ἐπειδή «προδίδεται» ἀπό τόν
τρόπο μέ τόν ὁποῖο συμπεριφέρεται, ἰδιαίτερα κατά τίς δύσκολες καί κρίσιμες
στιγμές τῆς ζωῆς του, ὅπως εἶναι οἱ ἀσθένειες καί ὁ θάνατος, τότε πού δέν μπορεῖ
εὔκολα νά κρύβεται ἤ νά ὑποκρίνεται, καί ἔτσι ἀποκαλύπτεται τό ποιός εἶναι στήν
πραγματικότητα.
Τούς
ταπεινούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι κρύβονται ἐπιμελῶς γιά νά ἀποφύγουν τόν ἔπαινο
καί τόν δόξα τῶν ἀνθρώπων, τελικά τούς φανερώνει καί τούς δοξάζει ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος
ἀντιδοξάζει αὐτούς πού Τόν δοξάζουν.
Δεύτερον.
Οἱ ὑψηλές κορυφές τῶν βουνῶν «κατακτῶνται» μετά ἀπό ἐπίμονο καί ἐπίπονο ἀγώνα. Ἀλλά
μετά τήν ἀνάβαση στήν κορυφή, ἡ χαρά τοῦ ὀρειβάτη εἶναι τόσο μεγάλη πού τόν
κάνει νά ξεχνᾶ τήν κούραση καί τίς δυσκολίες. Ὑπάρχουν, ὅμως, καί κάποιες ἄλλες
κορυφές, πού ἡ κατάκτησή τους προξενεῖ μεγαλύτερη χαρά καί πνευματική ἀγαλλίαση,
καί αὐτές εἶναι οἱ κορυφές τῶν ἀρετῶν, οἱ ὁποῖες ἀρετές δέν εἶναι ἁπλά
συναισθήματα, ἀλλά εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο Ἅγιο Πνεῦμα
λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος ὅταν βαπτίζεται καί γιά νά τό κρατήση πρέπει καθημερινά νά
κοπιάζη, νά ἀσκεῖται, νά χύνη δάκρυα, ἱδρῶτα καί αἷμα.
Τό
Ἅγιον Πνεῦμα πρίν ἀπό τό Βάπτισμα δέν ἐνοικεῖ μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά
ἐνεργεῖ ἐξωτερικά, ἐνῶ μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου «ἐμφωλεύει» τό πονηρό πνεῦμα,
δηλαδή ὁ διάβολος. Γι’ αὐτό καί στήν ἀκολουθία τῶν ἐξορκισμῶν πού τελεῖται πρίν
ἀπό τό Βάπτισμα, ὁ Ἱερεύς παρακαλεῖ τόν Θεόν νά ἐκβάλη μέσα ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου
τό πονηρό πνεῦμα. Λέγει: «Ἐξέλασον ἀπ’ αὐτοῦ πᾶν πονηρόν καί ἀκάθαρτον πνεῦμα
κεκρυμμένον καί ἐμφωλεῦον αὐτοῦ τῇ καρδίᾳ». Μετά τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος
καί τοῦ Χρίσματος τό Ἅγιον Πνεῦμα ἔρχεται καί ἐνοικεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο καί
φωτίζει τόν νοῦ καί τήν καρδιά του, γι’ αὐτό καί τό Βάπτισμα ὀνομάζεται καί
Φώτισμα. Γιά νά παραμείνη, ὅμως, ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν ὕπαρξη τοῦ
ἀνθρώπου, στήν ψυχή καί τό σῶμα του, χρειάζεται προσπάθεια ἰσόβια, ἀγώνας
«μέχρις ἐσχάτων». Γι’ αὐτό καί εἶναι ἀπαραίτητο νά ζῆ ὁ πιστός μέ μετάνοια, ἡ ὁποία
ὀνομάζεται ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί «δεύτερον Βάπτισμα», ἐπειδή μέ
τήν εἰλικρινῆ μετάνοια ἐπανέρχεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἡ ὁποία τόν ἐγκαταλείπει, ὅταν ἐνσυνείδητα ἁμαρτάνη καί δέν μετανοεῖ.
Ἑπομένως,
ἡ κατάκτηση τῶν ὑψηλῶν κορυφῶν τῆς πνευματικῆς ζωῆς γίνεται μέ πόνο καί κόπο,
καί δέν εἶναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν δειλῶν καί τῶν βολεμένων, ἀλλά ὅλων ἐκείνων
πού διαθέτουν πνευματική ἀνδρεία καί λεβεντιά καί δέν ἐγκαταλείπουν τόν πνευματικόν
ἀγώνα, ἀλλά συνεχίζουν νά ἀγωνίζονται, ἀντιμετωπίζοντας ὅλες τίς δυσκολίες καί ἀντιξοότητες
μέ ὑπομονή, θάρρος καί ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, φθάνουν στήν ὑψηλή
κορυφή τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος γνωρίζεται, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος
Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γιά
νά ἀνεβῆ, ὅμως, κανείς στόν «οὐρανό», θά πρέπει πρῶτα νά κατεβῆ «στά κατώτατα
μέρη τῆς γῆς», ἤτοι στό βάθος τῆς «ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως», κατά τό ὑπόδειγμα τοῦ
Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου
δέ σταυροῦ, διό καί ὁ Θεός αὐτόν ὑπερύψωσε». Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἀνάβαση στόν Θεό
γίνεται διά τῆς καταβάσεως, ἤτοι τῆς ταπεινώσεως, κατά τό ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ,
τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων.
Ἡ
καλλιέργεια τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, μέ κόπο καί πόνο, καρποφορεῖ τήν ταπείνωση, ἡ ὁποία
ὑψώνει τόν ἄνθρωπο στήν κορυφή, ἤτοι στήν δόξα τῆς ἄνω λαμπρότητος καί
Βασιλείας, μέσα στό Φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ
“Εκκλησιαστική Παρέμβαση”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου