Η σύνδεση ανάμεσα σε Ορθοδοξία κι ελευθερία
Η πιστότητα του λαού
στην εκκλησιαστική παράδοσή του και ο σεβασμός του στο ράσο θεμελιώνονται
ουσιαστικά στο γεγονός ότι ο κλήρος συμμετέχει στους εθνικούς μας αγώνες και
βαστάζει τον σταυρό του έθνους
Του
π. Γεώργιου Δ. Μεταλληνού
Οι
απελευθερωτικοί αγώνες μας, με πρώτο εκείνον του 1821, έγιναν από την πρώτη
στιγμή υπόθεση της Εκκλησίας, η δε συμμετοχή του Ράσου σε αυτούς υπήρξε πάντοτε
αυτονόητη και αστασίαστη. Παρ' όλες τις ατέλειες, και ελεγχόμενες, ακόμη,
συμπεριφορές σε κάποιες περιπτώσεις, ο Κλήρος μας συμμετέχει στους υπέρ
ελευθερίας αγώνες του Εθνους. Γιατί;
Η
Ορθοδοξία των Αγίων μας Πατέρων διέσωσε στη διαιώνια πορεία της αναλλοίωτο το
νόημα της εν Χριστώ ελευθερίας. Στην ορθοδοξοπατερική παράδοση οι αρχές της
ελευθερίας, της κοινωνικής ισότητας και της δικαιοσύνης συνιστούν την ουσία της
εν Χριστώ κοινωνίας. Oι φιλελεύθερες ρίζες του Ελληνισμού καθαγιάστηκαν και
καταξιώθηκαν μέσα στην Ορθοδοξία ως στοιχεία και συστατικά της καινής εν Χριστώ
υπάρξεως. Το «εν Χριστώ» και «συν Χριστώ» Είναι προϋποθέτει τη μεταστοιχείωση
του εγωκεντρικού ατόμου σε (κοινωνικό) πρόσωπο και γι' αυτό θεμελιώνεται στην
αρχή της ελευθερίας υπό τη διπλή έννοιά της, την εσωτερική (της συνειδήσεως)
και την εξωτερική (του κοινωνικού και του εθνικού χώρου).
Οι
δύο αυτές όψεις της ελευθερίας νοούνται ορθόδοξα ως ελευθερία της καρδίας από
τα πάθη και ως κοινωνική ελευθερία, δυνατότητα δηλαδή πραγμάτωσης του ανθρώπου
στα όρια της κοινωνικής - διαπροσωπικής συνύπαρξης. Η Ορθοδοξία, όπως βιώνεται
από τους Αγίους μας, βλέπει την ελευθερία ως το φυσικό κλίμα ανάπτυξης και
πραγμάτωσης του ανθρώπινου προσώπου, ως κοινωνικού δηλαδή όντος. Και, μάλιστα,
του ανθρώπου, όχι μόνο μιας τάξης ή ομάδας, αλλά κάθε ανθρώπου ως θείου
πλάσματος - δημιουργήματος, εφόσον δεν υπάρχει καμία φυσική διαφοροποίηση των
ανθρώπων μεταξύ τους, διότι «εξ ενός αίματος εποίησεν (ο Θεός) παν έθνος
ανθρώπων» (Πράξ. 17, 26). Δεν χωρίζονται οι άνθρωποι σε πλάσματα ανώτερης ή
κατώτερης ποιότητας.
Ελευθερία
σημαίνει δυνατότητα απρόσκοπτης και άμεσης σταυρικής κοινωνίας με τον Θεό και
τους συνανθρώπους. Και απέναντι μεν στον Θεό εκφράζεται ως εκούσια αυτοπαράδοση
του ανθρώπου στη Χάρη και την Αγάπη του Θεού· απέναντι δε στους συνανθρώπους,
ως ελεύθερη και ανιδιοτελής αυτοπροσφορά (αυτοθυσία) για τη δική τους σωτηρία.
Δεν είναι γι' αυτό περίεργο ότι η κατεξοχήν ελεύθερη ενέργεια και η πράξη του
ολοκαυτώματος ως αυτοπροαίρετη θυσία για τους άλλους είναι κατεξοχήν γνωρίσματα
της Ελληνορθοδοξίας, της Ρωμηοσύνης. Στην ελληνορθόδοξη παράδοση η ανθρώπινη ελευθερία
νοείται και βιώνεται στο πλαίσιο του θελήματος του Θεού, όχι δε μόνο ως
προσωπική, αλλά και ως εθνική και κοινωνική ελευθερία.
Οι
δύο τελευταίες μορφές ελευθερίας δεν είναι παρά εναρμόνια δόση των επιμέρους
προσωπικών ελευθεριών και εκφράζεται με την ομοψυχία, το «ομοθυμαδόν» των
Πράξεων των Αποστόλων (2, Ι). Γι' αυτό η εθνική ελευθερία είναι, τελικά, έννοια
θρησκευτική και πνευματική. Η καρδιακή ενότητα και συμφωνία και η μετοχή στην
ίδια άκτιστη Χάρη δημιουργούν τη δυνατότητα αρμονικής συνύπαρξης και
συνανάπτυξης, αλλά και κοινής ενέργειας (σύμπραξης). Πρόκειται για την «ενότητα
της πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος», για την οποία εύχεται η
Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, στη Θεία Λειτουργία. Ετσι νοούνται ορθόδοξα η
ενότητα και η ομοψυχία στο ένα σώμα, το ένα Γένος των πιστών, αλλά και ο αγώνας
για την απρόσκοπτη συνέχειά του ή την απελευθέρωση και την αποκατάστασή του,
όταν οι ιστορικές συνθήκες το απαιτήσουν.
Σ'
αυτό το πλαίσιο νοείται ορθόδοξα και ο απελευθερωτικός Αγώνας του 1821, διότι
είναι Αγώνας για την αποτίναξη του δουλικού ζυγού και την εθνική παλιγγενεσία.
Είναι ευνόητα μετά τα παραπάνω όχι μόνο η ηθική ενίσχυση των απελευθερωτικών
μας αγώνων εκ μέρους του Ελληνορθόδοξου Κλήρου, αλλά και το σκανδαλιστικό για
πολλούς φαινόμενο της ενεργού συμμετοχής των Κληρικών μας σ' αυτούς. Σ'
εκείνους που δεν ζουν στο κλίμα της Ορθοδοξίας είναι, βέβαια, σκανδαλιστικό να
εμφανίζονται Κληρικοί που με το ένα χέρι κρατούν το Αγιο Ποτήριο με τη Θεία
Κοινωνία και με το άλλο το καριοφίλι. Από την άλλη όμως πλευρά, δεν είναι μόνο
προσωπική του γράφοντος εκτίμηση, αλλά έχει επισημανθεί και από μη Ελληνες ότι
η πιστότητα του Λαού μας στην εκκλησιαστική παράδοσή του και ο σεβασμός του στο
Ράσο θεμελιώνονται ουσιαστικά στο γεγονός ότι ο Ελληνορθόδοξος Κλήρος
συμμετέχει στους εθνικούς μας αγώνες και, ως άλλος Κυρηναίος, βαστάζει τον
σταυρό του Εθνους μας.
Αυτή
η στάση του Κλήρου μας μένει αμετακίνητη σε όλη την ιστορική πορεία του Γένους
μας. Η συμμετοχή του Κλήρου στους απελευθερωτικούς αγώνες του Εθνους φανερώνει
την πιστότητά του στον λόγο του Χριστού μας, «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς
έχει, ίνα τις θη (=να θυσιάσει) την ψυχήν (=τη ζωή) αυτού υπέρ των φίλων αυτού»
(Ιω. 15, 1), υπέρ των ομοπίστων αδελφών του και, κατ' επέκταση, των συνανθρώπων
του. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη θυσία του Ελληνορθόδοξου Κλήρου στους υπέρ του
Γένους-Εθνους αγώνες. Ο πόλεμος, κάθε πόλεμος, είναι δαιμονική υπόθεση. Ιερός
πόλεμος ΔΕΝ υπάρχει. Ο αγώνας όμως για τη σωτηρία και την απελευθέρωση, ως εν
Χριστώ θυσία, γίνεται ορθόδοξα κατ' οικονομίαν δεκτός, διότι είναι η μεγαλύτερη
θυσία, ιδίως για τους Κληρικούς μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου