Ο π. Γεώργιος Κάλτσιου αφηγείται μία θαυμαστή εμπειρία που είχε ανήμερα του
Πάσχα, όταν ήταν κρατούμενος στις κομμουνιστικές φυλακές. (βίντεο).
***
Εκείνο
το πασχαλιάτικο πρωινό δεν γύρισα το πρόσωπό μου στον τοίχο.
Ήταν
ένας φύλακας ..
Αν έχετε δει ποτέ όμορφο διάβολο, αυτός ο άνθρωπος
ήταν πράγματι ένας όμορφος διάβολος. Σίγουρα ήταν επαρχιώτης. Νεαρός άνδρας.
Λεπτός, ψηλός με μπλε μάτια. Πολύ αγγελικός, με πολύ ωραίο πρόσωπο. Πάντα
ντυμένος κομψά με τη στολή του. Οι άλλοι ερχόντουσαν λιγότερο καθαροί, αυτός
ήταν πάντα πολύ καθαρός και κομψός.
Ωστόσο
είχε μια ανεξήγητη σκληρότητα. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς κάποιος με τόσο
αρρενωπή και αγγελική ομορφιά θα μπορούσε να είναι τόσο βάναυσος. Αν αυτός ο
άνθρωπος δεν ξυλοκοπούσε 5 – 6 κρατούμενους στην βάρδια του, μάλλον δεν
πρέπει να ένοιωθε καλά.
Γενικά
στην φυλακή, σε συνθήκες φόβου και τρόμου, είναι πιο εύκολο ν’ αντέξεις το δικό
σου το βασανιστήριο παρά να ακούς έναν άλλον την ώρα που τον βασανίζουν. Όταν
ακούς τις κραυγές… Οι περισσότεροι από αυτούς που ξυλοκοπούνταν ήταν
φυλακισμένοι του κοινού δικαίου επειδή εμείς οι πολιτικοί κρατούμενοι ήμασταν
λίγοι. Αυτοί οι άνδρες ούρλιαζαν όταν τους χτυπούσαν. Εμείς δεν λέγαμε τίποτα,
ποτέ δεν ουρλιάζαμε. Εκείνοι φώναζαν και η φαντασία μας άρχιζε να οργιάζει.
Φανταζόμασταν φρικτά πράγματα. Ήταν τόσο έντονη η ψυχική αγωνία που προτιμούσες
να έρθουν να χτυπήσουν εσένα μόνο και μόνο για να μην ακούς τις κραυγές των
άλλων.
Και
αυτός ο φύλακας ήταν από εκείνους που ένοιωθαν ευχαρίστηση όταν βασάνιζαν τους
άλλους.
Εκείνο
το πρωί όταν άνοιξε την πόρτα … εγώ
όλη νύχτα προσευχόμουν στον Θεό. Πρέπει να είχα πει εκατοντάδες, χιλιάδες
φορές: Χριστὸς
ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν
χαρισάμενος.
Χιλιάδες
φορές ίσως. Για
να μπει βαθιά μέσα στο μυαλό μου και στην καρδιά μου η αλήθεια της Αναστάσεως.
Στάθηκα
αντικρίζοντας την πόρτα όταν μπήκε μέσα και είπα: «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ.»
Ο
φύλακας με κοίταξε. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε εκείνους που βρίσκονταν πίσω
του, γύρισε πάλι σ’ εμένα και είπε: «ΑΛΗΘΩΣ
Ο ΚΥΡΙΟΣ.»
Αυτό
για μένα ήταν σαν χτύπημα στο κεφάλι. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι δεν ήταν αυτός που μου
είπε «Αληθώς
ο Κύριος», ήταν
ο Άγγελος του Κυρίου.
Εκείνος που καθότανε στον τάφο και είπε
στις Μυροφόρες: Τί ζητείτε τόν ζώντα
μετά τών νεκρών; ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· … ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν.
Το κελλί
μου πλημμύρισε από φως. Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη. Για 5 με 6
ώρες, μέχρι το μεσημέρι που ερχόταν το φαγητό, ήμουν μέσα στο φως,
ένοιωθα πνευματική αγαλλίαση.
Ο συνταγματάρχης δεν ήταν κακός όταν
ήταν μεθυσμένος. Όταν όμως ήταν νηφάλιος ήταν πολύ κακός. Ευτυχώς τις
περισσότερες φορές ήταν μεθυσμένος. Τον άκουσα λοιπόν να κατεβαίνει στον
διάδρομο στις 12 π.μ.. Οι διάδρομοι είχαν τρομακτικό αντίλαλο. Ακούσαμε τα
βήματα στον διάδρομο και ξέραμε, αναγνωρίσαμε τα βήματά του επειδή η ακοή
οξύνεται και το μυαλό ακολουθεί την κάθε κίνηση. Γνωρίζαμε λοιπόν ότι ερχόταν
και γνωρίζαμε τον σκοπό του ερχομού του.
Και σκέφτηκα κάτι σαν σε ένα παιχνίδι.
Είπα μέσα μου: θα σταθώ με την πλάτη στον τοίχο, θα στρέψω το πρόσωπό μου προς
αυτόν, θα τον κοιτάξω μέσα στα μάτια και θα του πω, ‘Χριστός Ανέστη’.
Δεν ήταν όπως την πρώτη φορά. Δεν υπήρχε πλέον αυτή η
εσωτερική ώθηση. Ήταν σαν ένα παιχνίδι. Κάτι σαν ότι εγώ
ήξερα τι θα μου απαντούσε και ότι εκείνος ήξερε τι θα του έλεγα, ότι γνωρίζαμε
ο ένας τον άλλον. Γνώριζε το πείσμα μου, γνώριζα τις δυνατότητές του, την
έλλειψη φαντασίας του και ότι θα αντιδρούσε όπως ακριβώς περίμενα.
Άνοιξε την πόρτα και του είπα: «Χριστός Ανέστη.»
Με κοίταξε και είπε: «Τον είδες;»
Είπα: Συνταγματάρχα μου δεν Τον είδα
όταν ανεστήθη, αλλά πιστεύω στην αλήθεια της Αναστάσεως μέσα από την αυθεντία
εκείνων που Τον είδαν. Τους Αποστόλους, τους μαθητές, τους Μάρτυρες, τα
εκατομμύρια των Χριστιανών που πέθαναν, είτε από μαρτύρια είτε από φυσικό
θάνατο, δοξολογώντας τον Χριστό. Όλοι αυτοί συνιστούν εγγύηση ότι ο Χριστός
ανεστήθη. Έχεις δει ποτέ τον Βόρειο Πόλο; Πιστεύεις όμως στο κύρος των
επιστημόνων. Ούτε έχεις δει ποτέ τον Στάλιν ή τον Μαρξ παρά μόνο σε
φωτογραφίες, αλλά πιστεύεις σε αυτούς μέσα από την αυθεντία των κομμουνιστών
που μιλούν γι’ αυτούς.
Όσο περισσότερο μιλούσα, όσο
περισσότερο επιχειρηματολογούσα με την λογική, άλλο τόσο λυπόταν η καρδιά μου,
άλλο τόσο χανόταν το φως μέσα στο κελλί.
Επειδή προσπάθησα να εξηγήσω
με την λογική, με την ανθρώπινη λογική, μια Αλήθεια η οποία δεν χωράει
αμφισβήτηση. Η απλή δήλωση «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» αρκούσε να τον πείσει ή να μην τον
πείσει.
Και κατάλαβα ότι είχα
αμαρτήσει και ότι ο Θεός με είχε εγκαταλείψει.
Ο Άγγελος που μου είπε «Αληθώς Ανέστη»
είχε φύγει.
Δεν υπήρχε πια φως στο
κελλί…
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου