Ὁ
Νεομάρτυς Χριστόδουλος γεννήθηκε σέ ἕνα χωριό τῆς Κασσάνδρας Χαλκιδικῆς,
πού ὀνομαζόταν Βάλτα. Σέ νεαρή ἡλικία πῆγε στήν Θεσσαλονίκη ὅπου ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα
τοῦ ράπτη. Ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι κάποιος Χριστιανός ἐπρόκειτο νά ἀρνηθῆ τήν
πίστη του, καί αὐτό θά γινόταν σέ δημόσιο χῶρο (καφενεῖο), ὅπου θά γινόταν ἡ
«τελετή» ἀλλαξοπιστίας καί θά ὑφίστατο τήν περιτομή ὁ ἀρνησίθρησκος, ὁ νεαρός
Χριστόδουλος «ζέων τῷ Πνεύματι», ἤτοι πυρπολημένος ἀπό τό ἄκτιστο πῦρ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, πῆρε ἕναν σταυρό καί πῆγε στόν χῶρο ὅπου θά λάβαινε χώρα αὐτή ἡ
τραγική «παράσταση». Διέσχισε μέ θάρρος τό πλῆθος τῶν Τούρκων καί τῶν
γεννιτσάρων καί πῆγε μπροστά σέ αὐτόν πού ἐπρόκειτο νά ἀλλαξοπιστήση. Τοῦ ἔδειξε
τό σταυρό, τοῦ μίλησε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τόν προέτρεψε ἔστω καί τήν
τελευταία στιγμή νά ἀλλάξη τήν γνώμη του, νά ἀνανήψη, νά μετανοήση καί νά ὁμολογήση
τήν πίστη του. Οἱ Τοῦρκοι γεμάτοι μίσος συνέλαβαν τόν Χριστόδουλο καί τόν
βασάνισαν. Τόν πίεζαν νά ἀρνηθῆ τήν πίστη του, ἀλλά ἐκεῖνος τούς προέτρεψε νά ἀρνηθοῦν
ἐκεῖνοι τήν πλάνη τοῦ μωαμεθανισμοῦ, καί νά δεχθοῦν τήν ἀληθινή πίστη τοῦ
Χριστοῦ. Τότε θύμωσαν ἀκόμη περισσότερο καί μετά τά φρικτά βασανιστήρια τόν
θανάτωσαν. Τόν κρέμασαν μπροστά στόν Ναό τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, καί ἔτσι, αὐτό τό ἀτρόμητο
παλληκάρι τοῦ Χριστοῦ, ἔλαβε τό ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ
βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Ὅσοι
εἶναι ἄγευστοι ἀπό τήν ζωή πού πρόσφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή
Του, τά Πάθη, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή Του, ταυτίζουν τό σῶμα μέ τήν ζωή.
Γι’ αὐτό καί ὅταν τό σῶμα ἀποσυντίθεται μετά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία τό
συντηρεῖ καί τό ζωοποιεῖ, τότε λένε ὅτι χάθηκε ὁ ἄνθρωπος, δέν ὑπάρχει πιά. Δέν
πιστεύουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθεῖ νά ζῆ, ὅτι ἁπλά ἀλλάζει τρόπο ὕπαρξης, γι’
αὐτό καί φοβοῦνται τόν θάνατο, τόν ὁποῖο θεωροῦν ὡς ἀπειλή τῆς ὕπαρξής τους.
Μάλιστα, ὅταν «φεύγη» ἕνας νέος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶναι γεμάτος ζωντάνια καί ὄνειρα
γιά τό μέλλον, τότε λένε ὅτι εἶναι ἄτυχος, ὅτι ἀδικήθηκε γιατί δέν πρόλαβε νά
χαρῆ τήν ζωή του. Λές καί ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἐδῶ στήν γῆ εἶναι γεμάτη χαρές, ἐνῶ,
ὅπως εἶναι γνωστόν, τό μεγαλύτερο μέρος της εἶναι πόνος καί δάκρυ, ἐπειδή δέν
λείπουν οἱ πόλεμοι καί τά ἀτυχήματα, οἱ ἀσθένειες καί ἡ ἀπώλεια προσφιλῶν
προσώπων, ἡ πείνα καί ἡ δυστυχία. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ζῆ χωρίς τήν ἐλπίδα τῆς
κοινῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰώνιας ζωῆς μέσα στό Φῶς καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶναι
μιά τραγική ὕπαρξη χωρίς νόημα ζωῆς.
Ἀντίθετα,
ὅσοι εἶναι συνδεδεμένοι μέ τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀποκτοῦν πείρα τῆς ἀγάπης τοῦ
Χριστοῦ, καί ἐνισχυμένοι ἀπό τήν Χάρη Του ἀποβάλλουν τόν φόβο καί πορεύονται
πρός τόν θάνατο ἤρεμοι, ἀτρόμητοι, σάν ἄρχοντες πού σέρνουν τόν χορό σέ χαρά,
σέ πανηγύρι. Αὐτό, ὅμως, δέν μπορεῖ νά τό καταλάβη κανένας «λογικός» ἄνθρωπος,
γιατί πρόκειται γιά τρέλλα. Ἀλλά γιά λογική τρέλλα, ἤτοι γιά ἀνδρεία καί
λεβεντιά, ἡ ὁποία θεραπεύει τήν ἄλογη τρέλλα τῶν «λογικῶν» ἀνθρώπων.
Τό νά ἀρνηθῆ ἕνας
Χριστιανός τήν πίστη του καί νά προσχωρήση σέ κάποια θρησκεία, αὐτό σημαίνει ὅτι
δέν γνώρισε καί δέν ἀγάπησε τόν Χριστό.
Δεύτερον.
Τό νά ἀρνηθῆ ἕνας Χριστιανός τήν πίστη του καί νά προσχωρήση σέ κάποια
θρησκεία, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν γνώρισε καί δέν ἀγάπησε τόν Χριστό. Γιατί, ἀκόμη
καί σέ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο, ἐκεῖνος πού γνωρίζει καί ἀγαπᾶ ἀληθινά ἕναν ἄνθρωπο,
δέν τόν ἐγκαταλείπει ποτέ, ἀλλά παραμένει κοντά του καί στά εὔκολα καί στά
δύσκολα, καί στίς χαρές του καί στίς λύπες του. Ἄλλωστε, ἡ ἀγάπη δοκιμάζεται
στά δύσκολα, ὅπως τό χρυσάφι στήν δυνατή φωτιά. Καί ὅπως τό χρυσάφι δέν
καταστρέφεται μέσα στό καμίνι, ἀλλά καθαρίζεται καί γίνεται πιό λαμπερό, ἔτσι ἀκριβῶς
γίνεται καί μέ τήν ἀληθινή ἀγάπη, ἡ ὁποία ὅταν «ρίπτεται» μέσα στό καμίνι τῶν
πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων δέν καταστρέφεται, ἀλλά γίνεται καθαρότερη καί
δυνατότερη. Πολύ περισσότερο συμβαίνει αὐτό μέ τήν ἀγάπη γιά τόν Χριστό, τόν Ὁποῖον,
ὅποιος Τόν γνώρισε ἀληθινά, δέν τόν ἐγκαταλείπει ποτέ, ἀλλά γιά τήν ἀγάπη Του
θυσιάζει τά πάντα, καί αὐτήν ἀκόμη τήν ζωή του. Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ὁ
ὁποῖος εἶδε τόν Χριστό καί γνώρισε «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» τήν πραότητά Του καί τήν ἀγάπη
Του, ὁμολογοῦσε μέσα ἀπό τήν πείρα του ὅτι ἡ ψυχή πού γνωρίζει ἀληθινά τόν
Χριστό ἀγαπᾶ τό μαρτύριο καί θέλει νά θυσιασθῆ γι’ Αὐτόν.
Ἐπίσης,
θά πρέπει νά τονισθῆ ὅτι, ὅταν ἔρχονται οἱ πειρασμοί, τότε «ἀποκαλύπτονται τῶν
καρδιῶν οἱ λογισμοί». Δηλαδή, γίνονται τά ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀνθρώπου, καί
γίνεται φανερό τό ποιός εἶναι στήν πραγματικότητα. Καί αὐτό συμβαίνει γιατί,
μπροστά σέ ἕναν μεγάλο πειρασμό δέν μπορεῖ κανείς νά ὑποκρίνεται, ἀλλά δείχνει
τό πραγματικό του πρόσωπο, ἤτοι φανερώνει ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔκρυβε ἐπιμελῶς
μέσα του. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν στήν ζωή μας ὅλα κυλᾶνε ὁμαλά, τότε εἶναι εὔκολο
νά ὀχυρωνόμαστε πίσω ἀπό τό κάστρο τῆς ὑποκρισίας καί νά κρύβουμε τά πάθη μας. Ἀλλά
στίς δύσκολες καί ὁριακές στιγμές μας δέν μποροῦμε νά ὑποκρινόμαστε καί εἴτε τό
θέλουμε εἴτε ὄχι πέφτουν τά προσωπεῖα (οἱ μάσκες), καί τότε ἀποκαλύπτεται καί
φανερώνεται ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος, τό ἀληθινό μας πρόσωπο. Γιά παράδειγμα,
μέσα στήν οἰκογένεια, πόσοι σύζυγοι ἔδειχαν τήν ἀγάπη τους ὁ ἕνας στόν ἄλλο,
ὅταν ὅλα κυλοῦσαν ὁμαλά, καί ξαφνικά μπροστά στόν πόνο καί τήν δυσκολία τοῦ ἄλλου
τόν ἐγκατέλειψαν; Ἀκόμη, πόσοι γονεῖς ἐγκατέλειψαν τά παιδιά τους στόν
πόνο καί τήν ἀρρώστια τους, δηλαδή τότε πού ἐκεῖνα τούς χρειάζονταν
περισσότερο;
Συνήθως,
κρίνουμε τούς ἄλλους ἀπό διάφορα ἐξωτερικά γεγονότα, καί γι’ αὐτό κάνουμε λάθη.
Σέ μερικούς προσδίδουμε ἀξία περισσότερη ἀπό αὐτήν πού ἔχουν, ἐνῶ κάποιους ἄλλους
τούς ἀδικοῦμε. Πρέπει νά μάθουμε νά ψάχνουμε καί νά ἀνακαλύπτουμε τά μή
φαινόμενα, ἐπειδή τά φαινόμενα συνήθως ἀπατοῦν.
Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου
καὶ Ἁγίου Βλασίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου