ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Πράξ. ις΄ 16-34
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Ἰωάν. θ΄ 1-38
Ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ποὺ συνόδευε τὸν ἀπόστολο
Παῦλο στὴ δεύτερη ἀποστολικὴ περιοδεία, κατέγραψε ὡς αὐτόπτης μάρτυρας τὰ
συγκλονιστικὰ γεγονότα ποὺ ἔζησαν στὴν πόλη τῶν Φιλίππων, περίφημη πόλη τῆς ἑλληνικῆς
Μακεδονίας καὶ πρῶτο σταθμὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἐπὶ εὐρωπαϊκοῦ ἐδάφους. Ὡστόσο
ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν καθὼς ἐπίσης κι οἱ ἀπόστολοι Σίλας καὶ Τιμόθεος ποὺ τὸν
συνόδευαν, ἀντιμετώπισαν ἐκεῖ σκληρὴ ἀντίδραση.
Μιὰ μέρα, καθὼς
πήγαιναν νὰ προσευχηθοῦν, συνάντησαν μία νεαρὴ κόρη ἡ ὁποία, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια
πονηροῦ πνεύματος, ἔλεγε διάφορες μαντεῖες. Μάλιστα καθὼς ἦταν δούλη, ἡ ἐργασία
της ἀπέδιδε ἀρκετὰ χρήματα στοὺς κυρίους της. Αὐτὴ λοιπὸν ἀκολουθοῦσε τὸν Παῦλο
καὶ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους καὶ φώναζε:
–Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου
καὶ μὲ τὸν λόγο τους φανερώνουν τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας.
Αὐτὸ δὲν ἔγινε μόνο μιὰ φορά,
ἀλλὰ γιὰ πολλὲς ἡμέρες ἐπαναλαμβανόταν ἡ ἴδια σκηνή.
Δὲν μποροῦσε ὅμως αὐτὸ νὰ συνεχίζεται. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος σὲ καμία
περίπτωση δὲν ἤθελε νὰ δέχεται συστάσεις ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα, διότι
καταλάβαινε ὅτι κάτι ὕπουλο σχεδίαζε. Γι’ αὐτὸ καὶ κάποια μέρα ποὺ ἐκείνη πάλι ἔτρεχε
ἀπὸ πίσω τους, γύρισε καὶ εἶπε πρὸς τὸ δαιμόνιο: Σὲ διατάζω στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ νὰ ἐξέλθεις ἀπὸ αὐτήν. Καὶ πράγματι, τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ δαιμόνιο ἔφυγε
καὶ ἡ κόρη ἐλευθερώθηκε.
Δὲν χάρηκαν ὅμως ὅλοι μὲ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός.
Τὰ ἀφεντικά της, ποὺ ἔχασαν μία σημαντικὴ πηγὴ κερδοφορίας, ἀντέδρασαν
ἔντονα. Συνέλαβαν τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σίλα καὶ τοὺς ὁδήγησαν στοὺς ἄρχοντες μὲ τὴν
κατηγορία ὅτι εἶναι Ἰουδαῖοι ταραξίες, ποὺ ἀναστατώνουν ὅλη τὴν πόλη καὶ
κηρύττουν νέα ἤθη κι ἔθιμα γιὰ τὴ ρωμαϊκὴ κοινωνία. Οἱ κατηγορίες αὐτὲς ξεσήκωσαν τὸν ὄχλο.
Τότε οἱ στρατηγοὶ ἅρπαξαν τοὺς δύο Ἀποστόλους, ξέσκισαν μὲ μανία τὰ ροῦχα τους
καί, γιὰ νὰ τοὺς διαπομπεύσουν ἀκόμη περισσότερο, διέταξαν νὰ τοὺς ραβδίσουν. Ὅταν
τελείωσε τὸ ὀδυνηρὸ αὐτὸ μαρτύριο, ἔδωσαν ἐντολὴ νὰ τοὺς ρίξουν στὴ φυλακὴ κάτω
ἀπὸ πολὺ αὐστηρὴ ἐπιτήρηση.
Γιατί ὅμως τόσο μίσος καὶ μανία κατὰ τῶν Ἀποστόλων;
Κακὸ ἦταν ποὺ ἀπήλλαξαν τὴν κοπέλα ἐκείνη ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα;... Καὶ ποιὰ ἦταν
ἡ ἀναστάτωση ποὺ προκάλεσε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ κατεξοχὴν λόγος εἰρήνης
καὶ ἀγάπης;... Εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς κατήγγειλαν, ἦταν
τυφλωμένοι ἀπὸ τὴ φιλαργυρία καὶ τὸ προσωπικό τους συμφέρον· γι’ αὐτὸ καὶ δὲν
μποροῦσαν νὰ κρίνουν νηφάλια καὶ δίκαια.
Πάντα ἔτσι συμβαίνει. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκλωβίζεται στὰ
πάθη ἢ στὶς προκαταλήψεις του καὶ ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὸ προσωπικό του
κέρδος, δὲν μπορεῖ νὰ κρίνει σωστὰ καὶ ἀντικειμενικά. Ἀκόμη καὶ θαῦμα νὰ γίνει
μπροστά του, ἀρνεῖται νὰ τὸ δεχθεῖ, ἂν αὐτὸ βλάπτει τὰ συμφέροντά του. Αὐτὴ ὅμως
ἡ ἄρνηση τῆς πίστεως εἶναι ἡ μία πλευρά. Ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλλη πλευρά, τῶν
καλοδιάθετων ψυχῶν, ποὺ παρουσιάζει ἡ συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς.
Ὁ δεσμοφύλακας ποὺ ἀνέλαβε τὴν ἐκτέλεση τῆς αὐστηρῆς
φυλάκισης, ἔλαβε ὅλα τὰ ἀπαραίτητα μέτρα ἐναντίον τῶν Ἀποστόλων: Τοὺς ἔριξε στὸ
βαθύτερο μέρος τῆς φυλακῆς καὶ τοὺς ἔδεσε σφιχτὰ πάνω σὲ γερὸ ξύλο ποὺ
χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό.
Τίποτε ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ δεσμεύσει τὸ πνεῦμα ποὺ ἐμπνέει τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς χαρίζει πραγματικὴ ἄνεση καὶ ἐλευθερία. Μεσάνυχτα ἦταν, κι οἱ δύο Ἀπόστολοι
προσεύχονταν κι ἔψαλλαν ὕμνους δυνατά, καὶ τοὺς ἄκουγαν ὅλοι οἱ φυλακισμένοι.
Ξαφνικά, ἕνας δυνατὸς σεισμὸς τάραξε συθέμελα τὴ
φυλακή. Ἄνοιξαν οἱ πόρτες, λύθηκαν τὰ δεσμά, κι ὅλοι οἱ κρατούμενοι βρέθηκαν ἐλεύθεροι.
Ξύπνησε τρομαγμένος ὁ δεσμοφύλακας καί, ὅταν εἶδε τὴ φυλακὴ μὲ ὀρθάνοιχτες τὶς
πόρτες, ἔβγαλε μαχαίρι γιὰ νὰ αὐτοκτονήσει.
─Μή! φώναξε δυνατὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μὴν κάνεις τίποτε κακὸ στὸν ἑαυτό
σου. Εἴμαστε ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἐδῶ.
Ζήτησε ἀμέσως νὰ φέρουν φῶτα ὁ δεσμοφύλακας κι ἔτρεξε
στὴ φυλακή. Ἐκεῖ κατάλαβε τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε, κι ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Παύλου καὶ
τοῦ Σίλα.
–Κύριοι, τί πρέπει νὰ
κάνω γιὰ νὰ σωθῶ; ρώτησε.
–Πίστεψε στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ θὰ σωθεῖς κι ἐσὺ κι ὅλη ἡ οἰκογένειά σου.
Ὁ καλοδιάθετος δεσμοφύλακας δὲν περίμενε ἄλλο. Ὁδήγησε τοὺς Ἀποστόλους
στὸ σπίτι του καὶ τοὺς περιποιήθηκε, καὶ ἐκεῖνοι κατήχησαν καὶ βάπτισαν τὸν ἴδιο
καὶ τὴν οἰκογένειά του. Κι ὅλοι μαζὶ σὲ τραπέζι εὐφρόσυνο, πανηγύρισαν τὸ γεγονὸς
ὅτι μιὰ ὁλόκληρη οἰκογένεια πίστεψε στὸν ἀληθινὸ Θεό.
Δὲν εἶναι τυχαία ἡ αἰφνίδια καὶ θαυμαστὴ μεταστροφὴ
τοῦ δεσμοφύλακα. Ἡ καλοδιάθετη ψυχή του ἀσφαλῶς θὰ εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ ἀπὸ τὴν ὑπομονετικὴ
στάση τῶν Ἀποστόλων μέσα στὴ φυλακή. Συγκλονίστηκε ὅμως καὶ μὲ τὸν σεισμὸ κι ἔτσι
στράφηκε πρὸς τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν Ὁποῖο γνώρισε ἀπὸ τὴ στάση τῶν δύο
φυλακισμένων Ἀποστόλων. Αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα τῆς πίστεως. Γεννιέται ἐκεῖ ποὺ δὲν
τὸ περιμένει κανεὶς κι ἀναγεννᾶ τὶς ψυχὲς ποὺ γίνονται δεκτικὲς στὴν ἐπίσκεψη
τῆς θείας Χάριτος. Ἂς παρακαλοῦμε τὸν πανάγαθο Θεὸ νὰ δημιουργεῖ Ἐκεῖνος τὶς
κατάλληλες περιστάσεις, γιὰ νὰ ἑλκύονται κι ἄλλες ψυχὲς στὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ
νὰ ὁδηγοῦνται στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου