“Ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι”.
Τὴν Πεντηκοστὴ 2016 συγκαλεῖται στὸ Κολυμπάρι Χανίων “ἡ Ἁγία και Μεγάλη
Σύνοδος”. Ἤδη ἀνακοινώθηκαν τὰ θέματα ποὺ θὰ συζητηθοῦν καὶ ἡ Ἱεραρχία
τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας διαλέγεται περὶ αὐτῶν. Τὸ περιεχόμενο καὶ ἡ θεματολογία
τῆς “Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου” ἔγινε ἀντικείμενο πολλῶν καὶ τεκμηριωμένων
κατακρίσεων καὶ ἐλεγκτικῶν παραθέσεων ἀπὸ Ἱεράρχες, Ἡγουμένους, κληρικούς,
μοναχούς, πανεπιστημιακοὺς καὶ ἁπλοὺς πιστούς. Οἱ ἀντιρρήσεις τους
δείχνουν ὅτι τὰ θέματα τῆς “Συνόδου” αὐτῆς, ὅπως διατυπώνονται στὰ προσυνοδικὰ
κείμενα, δὲν ἐκφράζουν τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα (κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς), τὸ
ὁποῖο, ἄλλωστε, οὐδέποτε πληροφορήθηκε κάτι σχετικὸ μὲ τὴ Σύνοδο αὐτή, οὐδέποτε
συμμετεῖχε στὴν διαδικασία προπαρασκευῆς της καὶ οὐδέποτε ἐνέκρινε τὰ πρὸς
συζήτηση θέματά της.
Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τὸν ἀποκλεισμὸ τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τῶν μοναχῶν καὶ τῶν κληρικῶν, ἔχουμε
καὶ τήν ἐλλειματική ἐνημέρωση τῶν ἰδίων τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ἐνημερώθηκαν
γιὰ τὰ πεπραγμένα τῶν Προσυνοδικῶν Ἐπιτροπῶν καὶ γιὰ τὰ θέματα πού συζητήθηκαν.
Ὅπως σημειώνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος σὲ Ἐπιστολή του πρὸς τὴν Ἱερὰ
Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος: «Τά κείμενα τῶν θεμάτων αὐτῶν ὁλοκληρώθηκαν
ἀπὸ τὴν Εἰδικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπὴ καὶ παραπέμφθηκαν ἤδη στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη
Σύνοδο, χωρὶς νὰ τὰ γνωρίζη ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας… Γιατί δὲν ἐτέθησαν πρὸς
ἔγκριση ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία τὰ κείμενα αὐτὰ καὶ παραπέμφθηκαν στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη
Σύνοδο ἐν ἀγνοία τῶν Ἱεραρχῶν;».
Μεγάλος λοιπόν εἶναι ὁ προβληματισμὸς μεταξὺ τῶν πιστῶν της Ἐκκλησίας γιὰ ὅλα τὰ
παραπάνω. Ἔτσι ἄλλωστε καλλιεργεῖται ἡ “γρηγοροῦσα συνείδηση” τοῦ
πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὁ λαὸς πρέπει νὰ μάθει καὶ νὰ μιλήσει. Ἀλλιῶς, πῶς
ὁ κάθε ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος θὰ μεταφέρει στή Σύνοδο τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας
του; Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος λέει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος μὲ τοὺς Πρεσβυτέρους
βρίσκονται σὲ μία ἁρμονία -ὅπως εἶναι οἱ χορδὲς σὲ μία κιθάρα-, προκειμένου νὰ ὑπάρξει
συμφωνία. Ἄρα, δὲν μπορεῖ ὁ Ἐπίσκοπος νὰ ἀγνοεῖ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τὸ
πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν Α΄ Ἀποστολικὴ Σύνοδο ἐκφράστηκε ἡ Συνοδικὴ Ἀλήθεια
«σὺν ὅλη τὴ Ἐκκλησία». Καὶ ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶναι καὶ ὁ ἁπλὸς λαός (κλῆρος καί
πιστοί). Ποῦ καὶ πότε ἐκφράζεται στὴν “Ἁγία καὶ Μεγάλη Συνοδο” πλήρως ἀντιπροσωπευτικὰ
αὐτὸς ὁ λαός; Πῶς ὁ λαὸς θὰ εἶναι ὁ φύλακας τῆς Πίστεως ἂν δὲν πληροφορηθεῖ καὶ
λάβει γνώση ὅσων ἐρήμην του ἀποφασίζονται; Ξεχνᾶμε τί λέγει ἡ Διακήρυξις τῶν
Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848; “Έπειτα
παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἠδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα,
διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς
ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν
Πατέρων αὐτοῦ». Οι Ὀρθόδοξοι κρατοῦμε ἄδολη καὶ ἀνόθευτη τὴν πίστη, ὅπως τὴν
παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς Πατέρες «ἀποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμὸν ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ
διαβόλου· ὁ δεχόμενος νεωτερισμὸν κατελέγχει ἐλλιπῆ τὴν κεκηρυγμένην ὀρθόδοξον
πίστιν. Ἀλλ’ αὕτη πεπληρωμένη ἤδη ἐσφράγισται, μὴ ἐπιδεχομένη μήτε μείωσιν,
μήτε αὔξησιν, μήτε ἀλλοίωσιν ἥντινα ουν, καὶ ὁ τολμῶν ἢ πρᾶξαι ἢ συμβουλεῦσαι ἢ
διανοηθῆναι τοῦτο, ἤδη ἠρνήθη τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἑκουσίως καθυπεβλήθη
εἰς τὸ αἰώνιον ἀνάθεμα διὰ τὸ βλασφημεῖν εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὡς τάχα μὴ ἀρτίως,
λαλῆσαν ἐν ταῖς Γραφαῖς καὶ διὰ τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων».
Ἀνακύπτει
λοιπὸν στὶς συνειδήσεις πολλῶν τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ στάση
τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, ἀπέναντι στὴ μέλλουσα νὰ
συνέλθει “Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο”. Πρέπει νὰ χαιρόμαστε ἢ νὰ ἀνησυχοῦμε γιὰ τὸ ὄντως
μεγάλο καὶ ἱστορικὸ αὐτὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός; Θὰ προκύψει ὠφέλεια ἢ βλάβη γιὰ
τὴν Ἐκκλησία;
Πολλοί
λένε νά μήν μιλοῦν οἱ πιστοί γι’ αὐτά τά πράγματα, γιατί αὐτό ἀποτελεῖ
κατάκριση. Δέν εἶναι σωστό. Αὐτό εἶναι ὑποχρέωσή μας καί δέν ἀποτελεῖ
κατάκριση. Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος στήν πρός Ἑβραίους
Ἐπιστολή: «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν... ὧν ἀναθεωροῦντες τήν
ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν». Δηλαδή, στά ζητήματα της
Πίστεως, δέν κάνουμε ἄκριτα ὑπακοή, ἀλλά ἐξετάζουμε μέ βάση τήν
παραδεδομένη ἀπό τούς Πατέρες Πίστη ἄν αὐτά πού λέγονται ἀπό πρόσωπα ἤ
καί θεσμό, ὁλόκληρη Σύνοδο, συνάδουν μ’ αὐτά, πού εἶπε ὁ Χριστός καί
διαχρονικῶς ἔγιναν ἀποδεκτά στήν Ἐκκλησία διά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων
καί διά τῆς συμφωνίας τῶν Πατέρων. Ἄρα, ἡ κατάκριση ἀναφέρεται, λέγει
ὁ ἱερός Χρυσόστομος, στό βίο. Δέν θά ἀσχολεῖσαι μέ τόν βίο τῆς καθημερινότητας
τοῦ ἄλλου, ἄν τυχόν αὐτός δέν εἶναι καθαρός κ.λπ. Γιατί ἐκεῖνο εἶναι
κατάκριση. Γιά τά θέματα τῆς Πίστεως ὅμως ὀφείλουμε νά μιλήσουμε.
Δέν ἔχει σημασία ἡ θέση τῶν κρινομένων αὐτῶν ἀνθρώπων μέσα στήν Ἐκκλησία.
Γιά φανταστεῖτε, μέ αὐτήν τήν συλλογιστική νά γινόταν τό ἴδιο πρᾶγμα, ἐπειδή
ὁ Ἄρειος ἦταν κληρικός, ἐπειδή ὁ Νεστόριος ἦταν Πατριάρχης. Καί πάει
λέγοντας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπίσης λέει: «καί ἐγώ ὁ ἴδιος ἄν ἔρθω
καί σᾶς πῶ διαφορετικά ἀπό αὐτά πού σᾶς εἶπα, ἤ καί ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ,
ἀνάθεμα ἔστω».
Ὡστόσο, τόσο στό χῶρο των κληρικῶν
καί μοναχῶν, ὅσο καί τῶν λαϊκῶν έλάχιστοι μιλοῦν γιά τά ζητήματα πίστεως
σθεναρά. Ὅποιος μιλᾶ, ἂν δὲν θεωρεῖται φανατικός,
χαρακτηρίζεται ὀπισθοδρομικός, στενοκέφαλος καὶ γραφικός. Εἶναι πάλι ἀλήθεια ὅτι
ἡ ὀρθόδοξη παραδοσιακὴ γραμμὴ ὑποστηρίζεται ἐνίοτε ἀνορθόδοξα μὲ φωνές, ἀκραῖες
θέσεις, ἀτεκμηρίωτες ἐκφράσεις καὶ ἀναληθεῖς ὑπερβολές. Χρειάζεται μεγάλη
γνώση, ὑπευθυνότητα, σοβαρότητα, ψυχραιμία, νηφαλιότητα καὶ διάκριση. Μὲ τὴν ἐμπάθεια
δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθει καλό. Πρέπει νά καταθέτουμε τὴν ἀγωνία μας, τὸν λογισμό
μας, τὸ παράπονό μας, τὴν ἀνησυχία μας μέ εὔσχημο και ἐκκλησιαστικό τρόπο. Τὰ
κακῶς κείμενα, οἱ παραχαράξεις, οἱ νοθεύσεις σκανδαλίζουν πολὺ τὶς εὐαίσθητες
συνειδήσεις. Εἶναι λάθος;
Ὁ
λαός (κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί) δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐκφρασθοῦμε; Θὰ πρέπει νὰ
περιορισθοῦμε στὸ κομποσχοίνι μας; Θὰ πρέπει μόνο νὰ ἐπιφωνοῦμε, ἐπικροτοῦμε καὶ
χειροκροτοῦμε πάντοτε κι ἔτσι θὰ εἴμαστε ὁ καλός λαός; Ἀκόμη κι ὅταν
παραγκωνίζονται ἢ παρερμηνεύονται οἱ θεῖοι καὶ Ἱεροὶ Κανόνες καὶ τὸ Πηδάλιο τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ Ἱερὰ Παράδοση, ἡ ἀρχαία τάξη, οἱ ἱεροὶ θεσμοί, τὰ πατροπαράδοτα
λόγια, ἡ ὁδὸς τῶν Ἁγίων Πατέρων μας; Δὲν ἰσχύουν σήμερα οἱ Ἱεροὶ Κανόνες τῆς
Ἐκκλησίας μας περὶ συμπροσευχῆς μετὰ αἱρετικῶν; Δὲν εἶναι συμπροσευχὴ ὅταν ὁ
πατριάρχης ἐναγκαλίζεται τὸν πάπα στὸ «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους»; Πρόκειται γιὰ
φιλοφρόνηση; Τί σημαίνει ὁ ἱερὸς ἀσπασμὸς τῆς ἁγίας ὥρας ταύτης; Δὲν εἶναι
συμπροσευχὴ ἡ ἀπαγγελία τοῦ «Πάτερ ἡμῶν» ἀπό τόν πάπα κατά τήν θεία Λειτουργία;
Ἔχουν ἡμερομηνία λήξεως οἱ Ἱεροὶ Κανόνες;
Σὲ
τί ἄλλαξε ὁ παπισμός, ὥστε νὰ τρέχουμε πίσω του; Ἦταν φανατικοί οἱ Ἅγιοί μας πού ἐφιστοῦσαν
τὴν αὐστηρὴ προσοχὴ τῶν πιστῶν στὸν παπικὸ κίνδυνο; Ἡ έναντι τοῦ παπισμοῦ ἐπιφύλαξη
τόσων καὶ τόσων λογίων, σοφῶν, ἐναρέτων, ταπεινῶν, ἁγίων, πατριαρχῶν, ἀρχιεπισκόπων,
ἐπισκόπων, πρεσβυτέρων καὶ μοναχῶν ἐπὶ τόσους αἰῶνες ἦταν λανθασμένη; Εἴμεθα
σοφότεροι ὅλων αὐτῶν;
Μὲ
πόνο καὶ ἀγάπη γράφουμε, καίτοι ανάξιοι, αὐτὲς τίς γραμμές.
Τονίζουμε τὸν ἄπειρο σεβασμό μας στοὺς θεσμοὺς καὶ τὰ πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας.
Συγκεκριμένες τακτικὲς κρίνουμε ὡς πιστὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν μποροῦμε νά
σιωπήσουμε. Μᾶς ἐλέγχει αὐστηρὰ τὸ ἱερὸ πλῆθος τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ὁμολογητῶν.
Δὲν κατακρίνουμε κανένα. Ἐλέγχοντες ἐλεγχόμεθα. Εἶναι πολλοὶ ποὺ σκέπτονται ὅλα
αὐτὰ, τὰ ἁπλὰ καὶ σημαντικά. Δὲν εἶναι ὀρθὸ οἱ ἐκκλησιαστικοί ταγοί νὰ περιγελοῦν
τὴν καλὴ ἀγωνία τῶν πιστῶν, νὰ μὴ λέγεται ὅλη ἡ ἀλήθεια, νὰ σκανδαλίζεται
δίκαια τὸ μικρὸ ποίμνιο.
Ἔχουμε τή γνώμη ὅτι τὸ σπουδαιότερο κεφάλαιο τῆς “Ἁγίας
καί Μεγάλης Συνόδου” εἶναι αὐτό πού αναφέρεται στίς “Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον”. Ἐδῶ,
τίθεται ἕνα κατεξοχήν δογματικό θέμα, πού ἔχει ἐκκλησιολογικό
χαρακτῆρα. Ἀναφέρεται, δηλαδή, στήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, στό
τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καθ’ ἑαυτήν.
Καλό
θά ἦταν νά ἀποσυρθεῖ πλήρως τό κείμενο αὐτό, ἐπειδή εἰσηγεῖται τή
θεσμική νομιμοποίηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
«Τό κείμενο αὐτό», γράφει ο δογματολόγος καθηγητής Δ. Τσελεγγίδης, «ἐμφανίζει
κατά συρροή τήν θεολογική ἀσυνέπεια, ἀλλά καί τήν ἀντίφαση. Ἔτσι,
στό ἄρθρο 1 διακηρύσσει τήν ἐκκλησιαστική αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας, θεωρώντας αὐτήν –πολύ σωστά– ὡς τήν «Μία, Ἁγία, Καθολική
καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». Ὅμως, στό ἄρθρο 6 παρουσιάζει μιά ἀντιφατική
πρός τό παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά,
ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων
Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ
μετ’ αὐτῆς». Στήν προκειμένη περίπτωση, τό κείμενο ὑπαινίσσεται
τούς Ρωμαιοκαθολικούς καί τήν πανσπερμία τῶν Προτεσταντῶν. «Ἐδῶ
γεννᾶται τό εὔλογο θεολογικό ἐρώτημα: Ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ΜΙΑ»,
κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας,
τότε, πῶς γίνεται λόγος γιά ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανές,
ὅτι αὐτές οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες».
«Οἱ ἑτερόδοξες ὅμως «ἐκκλησίες» δέν μποροῦν νά κατονομάζονται
καθόλου ὡς «ἐκκλησίες» ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, ἐπειδή δογματικῶς θεωρούμενα
τά πράγματα, δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά πολλότητα «ἐκκλησιῶν»,
μέ διαφορετικά δόγματα καί μάλιστα σέ πολλά θεολογικά θέματα.
Κατά συνέπεια, ἐνόσω οἱ «ἐκκλησίες» αὐτές παραμένουν ἀμετακίνητες
στίς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δέν εἶναι θεολογικά ὀρθό νά τούς ἀναγνωρίζουμε
ἐκκλησιαστικότητα –καί μάλιστα θεσμικά– ἐκτός τῆς «Μίας, Ἁγίας,
Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Καταθέτουμε τὶς μικρὲς αὐτὲς σκέψεις
μας γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, αὐτὸ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης
Συνόδου, μὲ σκοπὸ νὰ καλλιεργήσουμε τὴν καλὴ ἀνησυχία, γιὰ τὰ περὶ τὴν Πίστη
ζητήματα, στὸ λαὸ τῆς Ἐκκλησίας, στὸν ὁποῖο ἀνήκουμε. Δυστυχῶς
δὲν ἀκούγεται “φωνὴ καὶ ἀκρόαση” ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ὅρος, ὅπως συνέβαινε παλαιότερα.
Δὲν γνωρίζουμε σέ τί νὰ τὸ ἀποδώσουμε. Εἶναι στάση διακρίσεως ἢ φόβου; Πάντως οἱ καιροὶ εἶναι ἰδιαίτεροι. Τὰ
πράγματα γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς Πίστεως γίνονται πλέον ἐπικίνδυνα. Ἡ πολλὴ σιωπὴ
τῶν ὑπευθύνων μεγαλώνει τὸν κίνδυνο γιατί ἤδη τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τῶν
πιστῶν ἔχει ἀπὸ καιρὸ ἀμβλυνθεῖ.
“Ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι”.
ΑΡΘΡΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΓΙΟΥ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΠΑΡΑΣ “ΟΜΟΘΥΜΑΔΟΝ”
2 σχόλια:
Εύγε στον συντάκτη του κειμένου για την αποσταγμένη γνώμη του, διό ομού και ομοφρόνως, ευμενώς και ευλόγως συνταυτίζομαι και συνυπογράφω.
Δημήτρης Παπαδόπουλος
Όλα πουλημένα είναι. Δυστυχώς ο μισθός του Κράτους, καί η κοσμική εξουσία, καθώς τά "τυχερά" καί οι επιδοτήσεις, είναι γερή τανάλια συνειδήσεων. Ακόμη καί γιά Το Άγιο Φώς, πού τους χαλάει τη μόστρα έχουν βρεί δικαιολογία πού την προπαγανδίζουν γιά του χρόνου μην τυχόν καί δεν ανάψει λόγω της "Μεγάλης Συνόδου", καί τής Πλήρης ενωσεως της Κρατικής Εκκλησίας μετά των αιρέσεων.
Ο Μέγας Πρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου ανακοίνωσε αυτές τις ημέρες ότι το Άγιο Φώς το ανάβει ο Πατριάρχης από την κανδήλα και καθαγιάζεται από την ευλογία Τού Πατριάρχη...
Αν λοιπόν δέν ανάψει του χρόνου, λόγω Οικουμενισμού, νά τό ανάψουν από την κανδήλα....
Δημοσίευση σχολίου