Το Ηφαίστειο Σουσάκι
ΓΕΝΙΚΑ: Το Σουσάκι [η αρχαία Κρομμυών] βρίσκεται
περίπου 65 km ΝΔ της Αθήνας, στην ανατολική ακτή της Κορινθίας, μεταξύ του
Ισθμού της Κορίνθου και της κωμόπολης των Αγ. Θεοδώρων. Βρίσκεται στο ΝΔ τμήμα
του Σαρωνικού κόλπου και αποτελεί συνέχεια της τάφρου του Κορινθιακού.
Συγχρόνως, αποτελεί τη ΒΔ απόληξη του ηφαιστειακού τόξου του Νοτίου Αιγαίου. Έχει
υψόμετρο 200 m. περίπου, ευρισκόμενο στους πρόποδες των Γερανείων.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΗΦΑΙΣΤΕΙΑΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ:
Το ηφαίστειο του Σουσακίου παρουσίασε εκρηκτική δραστηριότητα σε δύο φάσεις:
στις περιόδους Μέσου Πλειοκαίνου και Άνω Πλειοκαίνου1, κι αυτό γιατί η
χρονολόγηση των ηφαιστειακών πετρωμάτων έδειξε ότι τα παλαιότερα απ’ αυτά έχουν
ηλικία 4 – 3,6 εκατομμυρίων χρόνων και τα νεότερα 2,8 – 2,3 εκατομμυρίων
χρόνων. Εμφανίσεις τέτοιων ηφαιστειακών πετρωμάτων υπάρχουν διάσπαρτες σε
μεγάλη ακτίνα στην ευρύτερη περιοχή (Σουσάκι, Αγ. Θεόδωροι, Καλαμάκι,
Κουδουνίστρα). Πρόκειται κυρίως για ροές λάβας ασβεστικού, κυρίως, μάγματος. Τα
μάγματα της περιοχής αντιπροσωπεύουν τα αρχικά στάδια τήξης της λιθόσφαιρας,
έχοντας διαφορετική σύσταση από αυτά που εκχύθηκαν στη συνέχεια από άλλα
ηφαίστεια του ελληνικού τόξου.
ΣΗΜΕΡΙΝΗ
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟΥ:
Η σημερινή δραστηριότητα του ηφαιστείου θεωρείται μετεκρηξιγενής και έχει τη
μορφή ατμίδων που σήμερα εντοπίζονται στο ανατολικό φαράγγι της περιοχής,
«Θειόχωμα». Στις ατμίδες του Σουσακίου κυριαρχεί ο άνθρακας [82% – 95%
διοξείδιό του, ποσότητες υδροθείου, διοξειδίου του θείου, μεθανίου, υδρογόνου
και ηλίου]. Τα αέρια αυτά εκλύονται από φυσικές και τεχνητές οπές (οι
τελευταίες διανοίχθηκαν για εξόρυξη θείου) που υπάρχουν στο έδαφος και στα
τοιχώματα του φαραγγιού. Κατά την έξοδό τους έρχονται σε επαφή με τα εξωτερικά
πετρώματα, αντιδρούν μαζί τους σχηματίζοντας οπάλιο, κρυστάλλους γύψου κ.ά.,
ενώ από το θείο που περιέχεται στους υδρατμούς
δημιουργούνται
πολύχρωμοι θειικοί κρύσταλλοι. Στα σημεία αυτά η βλάστηση απουσιάζει και το
τοπίο είναι γυμνό, με σχηματισμούς πετρωμάτων που μοιάζουν απόκοσμοι.
Η
εξωπραγματική διάσταση του φαινομένου, επιτείνεται από την υψηλότερη θερμοκρασία
που επικρατεί στο εσωτερικό του φαραγγιού, τη χαρακτηρηστική δυσοσμία και την
παρουσία νεκρών εντόμων και μικρών ζώων κοντά στις οπές εξόδου των αερίων. Το
θέαμα της εξόδου των αερίων αυτών από τα στόμια των οπών είναι εντυπωσιακότερο,
όσο πιο χαμηλή είναι η θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Η μεγαλύτερη απ’ τις οπές
εξόδου των αερίων έχει πλάτος 3 m.
ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ
ΔΟΜΗ: Ο ενδιαφέρων αυτός γεώτοπος παραμένει
άγνωστος στο κοινό, αλλά όχι στους επιστήμονες. Από τη δεκαετία του 1970, οι
επιφανειακές υδροθερμικές ενδείξεις για ύπαρξη εκμεταλλεύσιμου γεωθερμικού
πεδίου στο Σουσάκι οδήγησαν σε λεπτομερείς έρευνες από το ΙΓΜΕ και τη ΔΕΗ που
περιέλαβαν χαρτογράφηση της περιοχής, πλήρη γεωλογική, γεωμορφολογική,
τεκτονική, ορυκτολογική, μικροπαλαιοντολογική έρευνα, μελέτη των επιφανειακών
θερμών εκδηλώσεων, γεωτρήσεις, γεωχημική έρευνα σε δείγματα υγρών και αερίων.
Συνοψίζοντας
τις πληροφορίες που δίνουν κυρίως οι εργασίες των Μέττου, Ροντογιάννη, η
ευρύτερη περιοχή της Κρομμυωνίας δομείται από τους εξής σχηματισμούς (από κάτω
προς τα πάνω): Α: Από το υπόβαθρο που ανήκει στην Υποπελαγονική ζώνη και
αποτελείται από ασβεστολιθικά πετρώματα ηλικίας Κατώτερου Κρητιδικού και από
πετρώματα οφειολιθικού συμπλέγματος (περιδοτίτες, σερπεντινίτες και γάββροι)
που είναι πάνω από τα προηγούμενα. Β: Από ιζηματογενείς σχηματισμούς που
αποτέθηκαν κατά το Πλειόκαινο. Πρόκειται για λιμναία ιζήματα που αποτελούνται
από εναλλαγές ασβεστολιθικών, κροκαλοπαγών, ψαμμιτών, άμμου και μικρών
ενστρώσεων λιγνιτών. Στους σχηματισμούς αυτούς
παρεμβάλλονται
τεμάχια δακιτών μεγέθους 30 περίπου εκ. και πυροκλαστικά (ηφαιστειακός τόφφος)
παρόμοιας σύστασης (2 m. πάχος κατά τόπους). Πρόκειται για τα προϊόντα των
εκρήξεων του ηφαιστείου που εκχύθηκαν στην πλειοκαινική λεκάνη ενώ συνεχιζόταν
η απόθεση των λιμναίων ιζημάτων. Γ: Από τους ιζηματογενείς σχηματισμούς που
αποτέθηκαν κατά την Πλειο-πλειστοκαινική εποχή.
Τα
κατώτερα μέλη είναι λιμναία ιζήματα που περιέχουν τεμάχια ολισθημένων ασβεστολίθων,
ενώ παρουσιάζουν εναλλαγές λιμναίας, υφάλμυρης και θαλάσσιας φάσης, γεγονός που
φανερώνει τις συχνές αλλαγές στην παλαιογεωγραφία της περιοχής. Δ: Από τα
ποταμοχερσαία κροκαλοπαγή του Πλειστοκαίνου: Πρόκειται για οφειολιθικές κυρίως
κροκάλες που συνδέονται με αργιλομαργαϊκό υλικό και η συνεκτικότητά τους
διαφέρει από θέση σε θέση. Ε: Από τα ιζήματα του Ολοκαίνου, που αποτελούνται
από άμμους, κροκάλες και τεμάχη ασβεστολίθων στα οποία παρεμβάλλονται κόκκινες
άργιλοι.
ΣΕΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ:
Στην περιοχή, διεξάγονται ακόμη έρευνες που επικεντρώνουν στην τεκτονική και τα
σεισμικά δεδομένα. Αυτό είναι φυσιολογικό, αφού πρόκειται για την ανατολική
απόληξη της τάφρου του Κορινθιακού. Η τάφρος του Κορινθιακού παρουσιάζει τα
παρακάτω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: Συνδέεται με τη δράση του ρήγματος της Β.
Ανατολίας, κατά μήκος του οποίου “προωθείται” προς Δυσμάς η πλάκα της
Ανατολίας, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται σχεδόν επάνω στο σημείο όπου ηΑφρικανική
πλάκα αλλάζει γωνία κλίσης ως προς την υπερκείμενη Ευρασιατική, και ξεκινά την
απότομη βύθισή της.
Η
τάφρος διευρύνεται συνεχώς, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση της Πελοποννήσου από
τη Στερεά Ελλάδα. Μάλιστα, περιλαμβάνεται ανάμεσα στις πιο γρήγορα
διανοιγόμενες τάφρους παγκοσμίως, [1,5 cm/έτος]. Ταυτόχρονα, η περιοχή αποτελεί
ΝΔ απόληξη του Σαρωνικού κόλπου, που παρουσιάζει διαφορετικούς ρυθμούς
διαστολής. Σαν αποτέλεσμα της θέσης της, η περιοχή χαρακτηρίζεται διαχρονικά
από έντονη σεισμικότητα. Το κύριο σύστημα των σεισμογενών ρηγμάτων αυτών έχει
διεύθυνση Α-Δ. Αυτά σχετίζονται με τη δημιουργία του Κορινθιακού κόλπου αλλά
και με την άνοδο του μάγματος που οδήγησε στην εκδήλωση της ηφαιστειακής
δραστηριότητας. Το δευτερεύον σύστημα ρηγμάτων παρουσιάζει διεύθυνση ΒΔ-ΝΑ.
Παρατηρούνται τέλος πολυάριθμα μικρορήγματα, τα οποία φανερώνουν τις έντονες
κατακόρυφες κινήσεις ανύψωσης του φλοιού που συνέβαιναν κατά τη διάρκεια της
απόθεσης των ιζημάτων. Η αστάθεια που προκάλεσε στο υπόβαθρο η γρήγορη ανύψωση
της περιοχής κατά το Πλειοπλειστόκαινο, είχε σαν αποτέλεσμα να ολισθήσουν οι
νεότεροι σχηματισμοί προς Νότο, λόγω βαρύτητας. Τα μεγάλα ενεργά ρήγματα της
περιοχής είναι: Τα ρήγματα Σχοίνου και Πισίων, του Λουτρακίου και το ρήγμα των
Αγίων Θεοδώρων.
1.
Το Πλειόκαινο είναι μια γεωλογική υποπερίοδος, η τελευταία της τριτογενούς
περιόδου του καινοζωικού αιώνα. Ο καινοζωικός είναι ο νεότερος αιώνας της
γεωλογικής ιστορίας της Γης. Ο καινοζωικός ακολουθεί το μεσοζωικό αιώνα.
Η
διάρκειά του υπολογίζεται σε 70 εκατ. χρόνια και χωρίζεται σε τρεις περιόδους,
που η καθεμιά έχει και τελείως διαφορετική διάρκεια. Η παλαιογενής διήρκεσε 40
εκατομμύρια χρόνια. Στο τέλος της περιόδου αυτής τοποθετείται και η εμφάνιση
μερικών ζώων που κατάφεραν να εξελιχθούν και να επιζήσουν μέχρι και σήμερα όπως
π.χ. το άλογο. Η νεογενής διήρκεσε 29 εκατομμύρια χρόνια και σ' αυτή
δημιουργήθηκαν και εξελίχθηκαν τα περισσότερα θηλαστικά που ζουν σήμερα, ενώ η
τρίτη περίοδος, η τεταρτογενής ή ανθρωπογενής, κράτησε μόνο ένα εκατομμύρια
χρόνια και χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση του ανθρώπου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Χρυσαφούδης Γεώργιος, Σχέδιο
διαχείρισης ηφαιστειακού γεωτόπου στο Σουσάκι Κορινθίας, Μυτιλήνη 2012.
Μέττος
κ.α., 1988: «Οι πλειοπλειστοκαινικές αποθέσεις περιοχής Σουσακίου-Αγ. Θεοδώρων
Κορινθίας. Στρωματογραφία, παραμόρφωση» Δελτ. Ελλ. Γεωλ. Εταιρ. Τ. ΧΧ/2
1988, 91-111
Πρακτικά
3ου Συνεδρίου Ελλ. Γεωλ. Εταιρείας, Μάιος 1986
Ρόκκα
Αγγελική 1985: «Γεωφυσική διασκόπηση περιοχής Λουτρακίου – Σουσακίου»
Διδακτορική Διατριβή που υποβλήθηκε στο Τμήμα Γεωλογίας του Α.Π.Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου