Ο Μέγας Αθανάσιος, πατριάρχης Αλεξανδρείας (295-373)
“Αθανάσιον
επαινών, αρετήν επαινέσομαι...” (Γρηγ. ο Θεολόγος)
Το Άγιο Πνεύμα αναδεικνύει κατά καιρούς
μέσα στην Εκκλησία άνδρες επιφανείς, οι οποίοι καλούνται σε συγκεκριμένη
χρονική στιγμή να αναλάβουν ηγετικό ρόλο εναντίον εχθρών της πίστεως και της
αληθείας, εναντίον των ποικίλων αιρέσεων και εχθρών της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ένας απ' αυτούς είναι ο Μέγας Αθανάσιος, ο
οποίος πρωτοστάτησε στην αντιμετώπιση της φοβερής αίρεσης του Αρείου, η οποία απειλούσε
να εξαφανίσει την ορθόδοξη πίστη. Από μικρός έλαβε επιμελημένη μόρφωση, φιλοσοφική
και θεολογική και καλλιέργησε στο έπακρο τα πλούσια πνευματικά και ηθικά χαρίσματα
με τα οποία ήταν προικισμένος. Πολύ νωρίς ετέθη υπό την προστασία του
πατριάρχου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου και ακολούθησε αυτόν ως αρχιδιάκονος στην Α’
Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325), όπου, “ηγούμενος του χορού των διακόνων”,
παρά το νεαρό της ηλικίας του, χάρις στην άρτια μόρφωσή του και την θερμουργό
και ακλόνιτη πίστη του, αναδείχθηκε ένας από τους πιο θαρραλέους αγωνιστές κατά
της αιρέσεως του Αρείου, το κύριο πρόσωπο της συνόδου και ο σημαιοφόρος της
Ορθοδοξίας.
Από τα νεανικά του χρόνια φαίνεται ότι
σχετίστηκε με τον Άγιο Αντώνιο το Μέγα, με τον οποίο συνασκήτεψε και τον οποίο
επισκεπτόταν συχνά κατά τη διάρκεια των πολλών διωγμών και εξοριών του.
Μετά τη Σύνοδο της Νικαίας η φήμη του
Αθανασίου εδραιώθηκε τόσο πολύ, ώστε μετά τον θάνατο του γέροντα Πατριάρχη
Αλεξάνδρου, το ίδιο έτος (325) ανέβηκε στο θρόνο της Αλεξανδρείας ο Αθανάσιος
με την ψήφο όλων των χριστιανών “ψήφω κλήρου και λαού παντός, ου κατά τον ύστερον
νικήσαντα πονηρόν τύπον”, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Γρηγόριος ο θεολόγος.
Ο Αθανάσιος στα σαρανταέξι χρόνια της
αρχιερατικής του αναδείχθηκε “στύλος της Εκκλησίας” και ο κατεξοχήν “πατήρ της
Ορθοδοξίας”. Εξαιτίας της ορθοδόξου πίστεώς του και των αγώνων του
κατά του Αρειανισμού, εξορίστηκε πέντε φορές και παρέμεινε στην εξορία, μακριά
από το θρόνο του περισσότερα από δεκαέξι συνολικά χρόνια. Συκοφαντήθηκε, διώχθηκε,
εξορίστηκε, καθαιρέθηκε, υπέστη τόσες ταλαιπωρίες όσες κανείς άλλος πατέρας της
Εκκλησίας. Καθημερινά διέτρεχε τον κίνδυνο να τον εξοντώσουν. Ο αγωνιστής της
ορθοδόξου πίστεως πατριάρχης δεν κάμφθηκε και δεν υποχώρησε ακόμη κι όταν η
φοβερή αίρεση του Αρείου κατέλαβε όλους σχεδόν τους θρόνους και τα θυσιαστήρια
των ορθοδόξων και φαινόταν ότι απέμεινε μόνος εναντίον όλων. Τότε ο Αθανάσιος
έκανε πραγματικότητα το μύθο του Άτλαντα. Κράτησε στους ώμους του το “αιώνιον
βάρος” της Ορθοδοξίας, γιατί είχε ακράδαντη πεποίθηση ότι αγωνιζόταν υπέρ της
αληθείας.
Το 366 επιστρέφει οριστικά από την
τελευταία του εξορία, για να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του αδιατάρακτα,
ανάμεσα στο αγαπημένο του ποίμνιο μέχρι τις 2 Μαΐου του 373, ημερομηνία εκδημίας
του προς τον Κύριο. Δεν πρόλαβε όμως ο Αθανάσιος να δει να δικαιώνονται πλήρως
οι αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας. Αυτό συνέβη οχτώ χρόνια αργότερα στη Β’
Οικουμενική Σύνοδο (381).
Ο Αθανάσιος δεσπόζει ως εκκλησιαστική ηγετική
μορφή της εποχής του, όχι μόνο ως μαχητής υπέρ της Ορθοδοξίας, αλλά και ως
συγγραφέας. Με τη διδασκαλία του και τα συγγράμματά του έθεσε τη σφραγίδα της
θεολογικής σκέψης του όχι μόνο στους συγχρόνους του αλλά και στους μετέπειτα θεολόγους.
Και αυτοί ακόμη οι μεγάλοι της εκκλησίας φωστήρες και οικουμενικοί διδάσκαλοι
Γρηγόριος ο Θεολόγος και Βασίλειος ο Μέγας, αντλούσαν “ώσπερ από πηγής” από τα
έργα του, όπως παρατηρεί εύστοχα ο Μ. Φώτιος.
Ο Αθανάσιος διακρίθηκε και για την άγια ζωή
του, αφού κατέστησε τον εαυτό του “τύπον εναρέτου και ευσεβούς ανδρός”, έτσι
ώστε το όνομά του να αποβεί ταυτόσημο με την αρετή, όπως σημειώνει ο Γρηγόριος
ο Θεολόγος: “Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι· ταυτόν γαρ εκείνον τε
ειπείν και αρετήν επαινέσαι”. Έτσι ο Αθανάσιος επιβαλλόταν με λόγια και έργα
στην κοινή συνείδηση των χριστιανών, ώστε ορθώς να πιστεύεται “όρον επισκοπής είναι
τον εκείνου βίον και τρόπον, νόμον δε ορθοδοξίας τα εκείνου δόγματα”. Το κύρος
του ως “πατρός της Ορθοδοξίας” διατηρήθηκε ακέραιο και μετά το θάνατό του, και
τα συγγράμματά του απέκτησαν οικουμενικό κύρος, γιατί περιείχαν τη γνήσια και
αυθεντική διδασκαλία της Εκκλησίας και χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από μεταγενέστερους
εκκλησιαστικούς πατέρες και οικουμενικές Συνόδους για τη διατύπωση της ορθής
πίστεως.
Η
Εκκλησιαστική ιστορία τον ονόμασε Μέγα και η Εκκλησία τον κατέταξε στη χορεία
των αγίων της. Το απολυτίκιο της γιορτής του τον ονομάζει “στύλο της
Ορθοδοξίας”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου