ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΛΟΥΚΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΟΥ
Ο π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ.
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ
Εἰσήγησις στή κληρικολαϊκή σύναξι τῆς
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυθήρων (13/7/2014)
Θά χρειασθοῦν πολλά χρόνια γιά νά ἀποτιμηθῇ ἐπαρκῶς τό ἔργο τοῦ
μακαριστοῦ Γέροντος, π. Γεωργίου Καψάνη. Χρονικό διάστημα σαρἀντα ἡμερῶν ἀπό
τήν κοίμησί του προσφέρεται μόνο ὡς εὐκαιρία εὐλαβικῆς ἀναφορᾶς στόν ἄνθρωπο πού
ἐσφράγισε τήν ἐποχή μας μέ τήν προσωπικότητα, τό πολύπλευρο ἔργο καί
συγκεκριμένα τήν θεολογική του μαρτυρία στήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική ζωή.
Στόν Γέροντα Γεώργιο ἀποδώθηκαν τελευταῖα ἐξαιρετικῶς τιμητικοί
χαρακτηρισμοί. Λίγους μῆνες πρίν ἀπό τήν κοίμησί του, μέ ἀφορμή τήν παραίτησί
του ἀπό τήν ἡγουμενία γιά λόγους ὑγείας, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης τόν ἐχαρακτήρισε
«πιστόν καί σώφρονα τηρητήν τῆς παραδόσεως... καί τοῦ ἀγωνιστικοῦ φρονήματος
τοῦ Ἁγίου Ὄρους», διακρινόμενον «διά τήν ἰδιαιτέραν εὐαισθησίαν του περί τήν ἀλήθειαν
τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως». Ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ τήν ἰδίαν ἀφορμήν
τόν ὠνόμασε «κανόνα γρηγορούσης ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως καί πνευματικῆς εὐασθησίας
διά τήν βίωσιν ἐν ἀκεραιότητι τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως». Εὐθύς δέ μετά τήν μακαρία
κοίμησί του ὠνομάσθηκε ἀπό τόν Μακαριώτατο Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας «παραδοσιακός
θεράπων καί αὐθεντικός μύστης τῆς τοῦ Θεοῦ ἐπιστήμης», ἀπό τόν Σεβασμιώτατο
Κυθήρων «σύγχρονος ὁμολογητής τῆς Πίστεώς μας», ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Ναυπάκτου
«οἰκουμενικός διδάσκαλος», ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Αἰτωλοακαρνανίας «δρῦς τῆς Ὀρθοδοξίας»,
ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Φθιώτιδος «μέγας διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας» καί ἀπό τόν
Σεβασμιώτατο Καστορίας «πολύεδρος ἀδάμας», γιά νά περιορισθῶ μόνο σέ μαρτυρίες
ἐπισκόπων. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ μαρμαρυγές τῆς χαρισματικῆς του προσωπικότητος
προχέονταν σάν ἀπό πολύεδρο διαμάντι καί ἀκτινοβολοῦσαν μέχρι τίς ἐσχατιές
τῆς οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀνταποκρινόμενος στήν εὐγενική πρόσκλησι τοῦ Σεβασμιωτάτου, θά
προσπαθήσω νά παρουσιάσω τήν θεολογική μαρτυρία τοῦ Γέροντος στήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική
ζωή, μία μαρτυρία πού κατά τήν ταπεινή μου ἐκτίμησι ἐπιβεβαιώνει τόν τίτλο τοῦ
αὐθεντικοῦ θεολόγου καί διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπικαλοῦμαι τήν εὐχή τοῦ Σεβασμιωτάτου
ἁγίου Κυθήρων, τήν εὐχή τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Γεωργίου, πού τώρα χαίρεται γιά
τήν σύναξί μας καί μᾶς εὐλογῆ, καί ἐπί πλέον ἐπικαλοῦμαι τήν εὐχή τοῦ σεβαστοῦ
καθηγουμένου μας Ἀρχιμανδρίτου Χριστοφόρου, τοῦ νέου μας Γέροντα, μέ τίς εὐλογίες
τοῦ ὁποίου εὑρίσκομαι σήμερα ἀνάμεσά σας, στό ὄμορφο νησί τῶν Κυθήρων.
Θά περιγράψω στήν συνέχεια τόν μακαριστό Γέροντα Γεώργιο ὡς θεολόγο
καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μέ τήν ἔννοια τοῦ θεολόγου πού ἔχει ἐπιστημονική
θεολογική κατάρτισι, πτυχία, μεταπτυχιακά καί διδακτορικά -εἶχε καί τέτοιους
τίτλους ὁ Γέροντας καί εἶναι εὐλογημένη καί αὐτή ἡ θεολογία, ἐφ' ὅσον ἀκολουθεῖ
τήν ἁγιοπνευματική παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας-, ἀλλά θά τόν παρουσιάσω μέ τήν ἔννοια
τοῦ θεολόγου πού ἐκφράζει καί διατυπώνει μέ κτιστούς ἀνθρωπίνους λόγους τίς ἄρρητες
καί ἄκτιστες ἐμπειρίες τῶν θεοπτῶν ἁγίων. Διότι, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἴδιος ὁ μακαριστός
Γέροντας στό ἔργο του «Θεολογία καί ἐμπειρία κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ
καί τήν ἁγιορειτική παράδοσι» (βλ. «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκαλος τῆς
θεώσεως», ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 50-56), οἱ θεολόγοι
ἐκεῖνοι πού θεολογοῦν ἐρήμην τῶν θεοπτῶν ἁγίων, δέν εἶναι θεολόγοι ἀλλά
τεχνολόγοι, κατά τήν ἔκφρασι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
Θά ἐκθέσω λοιπόν μερικά στοιχεῖα πού θά περιγράψουν σέ ἀδρές
γραμμές τό χάρισμα τοῦ Γέροντος ὡς θεολόγου καί διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας. Τήν ἀκρίβεια
τῶν λεγομένων μου θά τήν κρίνουν ἀσφαλέστερα, προϊόντος τοῦ χρόνου, ὅσοι τόν ἐγνώρισαν
καί τόν ἔζησαν.
Τό ἐρώτημα ὅμως πού προβάλλει εὐθύς ἀμέσως εἶναι τό ἑξῆς: Πῶς αὐτός
ὁ ἄνθρωπος ἀναδείχθηκε θεολόγος καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας; Ποιές
προϋποθέσεις ἐξασφάλισαν στόν Γέροντα τά δύο σπουδαῖα αὐτά χαρίσματα;
1. Ἡ πρώτη
θεμελιώδης προϋπόθεσις ἦταν ἡ ἀγάπη. Ὁ Θεολόγος καί Εὐαγγελιστής ἅγιος Ἰωάννης
«πλήρης ὤν τῆς ἀγάπης, πλήρης γέγονε καί τῆς θεολογίας». Ὁ Γέροντας Γεώργιος ἀξιώθηκε
τοῦ χαρίσματος τῆς θεολογίας σέ βαθμό πού ἀναλογοῦσε στόν πλοῦτο τῆς ἀγάπης
του.
Ἡ ἀγάπη του ἦταν διφυής: πρός τόν Χριστό καί πρός τούς ἀνθρώπους.
Ἀγαποῦσε μέ ὅλη του τήν ψυχή τόν Χριστό, τήν Παναγία, τούς Ἁγίους, τήν Ἐκκλησία.
Τίποτε κοσμικό δέν ἐκινεῖτο στήν καρδιά του. Ἦταν τελείως ἀνιδιοτελής. Ἡ ὑστεροβουλία
δέν ἦταν ποτέ κίνητρό του. Τόν χαρακτήριζε μία θαυμαστή καθαρότης. Παιδιόθεν ἦταν
ὅλος δοσμένος στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία. Γιά ὅλα τά θέματα προσευχόταν. Ὅλα
τά ἀνέθετε διά τῆς προσευχῆς στόν Χριστό, στήν Παναγία, στόν ἅγιο Νικόλαο. Γι'
αὐτήν τήν πρός τόν Θεό ἀγάπη του δέν μᾶς ἔλεγε τίποτε. Τήν ἔκρυβε ἐπιμελῶς.
Τήν ἄλλη ἀγάπη του, πρός τούς ἀνθρώπους, δέν τήν ἔκρυβε. Περί αὐτῆς
ὅλοι γνωρίζουν, ἀλλά μαρτυρεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας καί ἡ μαρτυρία του εἶναι
καταγεγραμμένη σέ ἠχητικό ἀρχεῖο. Ἐλπίζω ὅτι θά εὑρεθῆ τό ἀρχεῖο καί ὅτι δέν θά
ἀργήσει πολύ ἡ ἔκδοσις τῶν ποιμαντικῶν του λόγων καί ἀναφορῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων
καί ἡ προσωπική του μαρτυρία περί τοῦ χαρίσματος τῆς ἀγάπης. Σέ στιγμή πού
ταπεινοφρονῶν ἔλεγε ἐνώπιον τῆς Ἀδελφότητος ὅτι δέν ἔχει νά μᾶς ἀφήσει ὡς
παρακαταθήκη ἀσκητικά κατορθώματα, προσέθετε μέ ἔμφαση: «Ὁ Θεός ὅμως μοῦ ἔδωσε
τό χάρισμα νά ἀγαπῶ. Καί αὐτό δέν εἶναι δικό μου κατόρθωμα. Ἡ ἀγάπη μοῦ βγαίνει
ἔτσι, φυσικά».
Πράγματι, ἀγαποῦσε ἀληθινά, πνευματικά, χριστοκεντρικά, μέ
καθαρότητα καί ἀνιδιοτέλεια. Αὐτό τό γνωρίζουν χιλιάδες ἄνθρωποι καί οἱ περί
αὐτοῦ μαρτυρίες θά εἶναι ἰσάριθμες. Ἦταν λίγες ἡμέρες πρίν ἀπό τήν κοίμησί του,
ὅταν κάποιος πού τόν ἐπισκέφθηκε καί φίλησε ἁπλῶς τό χέρι του μοῦ εἶπε: «Εἶναι ἀξιοθαύμαστο
πῶς αὐτός ὁ ἄνθρωπος μπόρεσε νά χωρέσει μέσα στήν καρδιά του τόσους ἀνθρώπους».
2. Δεύτερη
βασική προϋπόθεσις τοῦ θεολογικοῦ του χαρίσματος ἦταν ἡ πίστις του. Ὄχι μόνον ὡς
Ὀρθόδοξος πίστις, ὡς διανοητική δηλαδή ἀποδοχή τῶν δογμάτων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως ὡς χάρισμα καί βίωμα ἐμπιστοσύνης στόν Θεό καί τό ἅγιο
θέλημά του. Ὁ Γέροντας ἦταν ἀπόλυτα ἀναπαυμένος μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, στό ὁποῖο
ἐμπιστευόταν τήν ζωή του καί τά πολλά θέματα, μέ τά ὁποῖα τόν ἐπιφόρτιζε
καθημερινῶς ἡ διακονία του. Δέν ἔδειχνε νά ἀναζητῇ μέ ἀγωνία καί ἄγχος ἄλλες
λύσεις στά προβλήματα, παρά ἐμπιστευόταν ἐκείνη τήν λύσι πού φαινόταν νά εἶναι
τό θέλημα Θεοῦ.
Πολύτιμο συνεργό στήν πραγματικά ἁγία αὐτή ἄσκησι τῆς πίστεως εἶχε
τήν προσευχή. Προσευχόταν ἀθόρυβα, καρδιακά, ἀληθινά. Παρά τήν πολυμέριμνη
διακονία του, πού δέν τοῦ ἄφηνε χρόνο γιά τήν συνήθη πρακτική ἐργασία τῆς
προσευχῆς, εἶχε βαθειά μέσα στήν ψυχή του τό θεοποιό δῶρο τῆς ἡσυχίας. Ὡς ἡγούμενος
δεχόταν πρόσχαρα τούς ἀνθρώπους, ἦταν ἀπέναντί τους εὐπροσήγορος καί
χαριτωμένος, ἄκουγε διαρκῶς ὑποθέσεις καί προβλήματα, συμπονοῦσε καί
συνέπασχε, ἀλλά ὁ νοῦς του δέν αἰχμαλωτιζόταν ἀπό τήν τύρβη, δέν εἶχε ζάλη καί
ταραχή. Γρήγορα ἐπέστρεφε στήν δική του νοερά ἐργασία. Τό βάθος τῆς καρδιᾶς
του ἦταν εἰρηνικό, ὅπως ὁ βυθός τῆς θάλασσας. Ἦταν στήν καρδιά του ἡσυχαστής
καί ἐργάτης τῆς προσευχῆς. Στό ἔδαφος τῆς ἡσυχαστικῆς αὐτῆς προσευχῆς καλλιεργήθηκε
τό χάρισμα τῆς θεολογίας, ὅπως λέγει τό πατερικό λόγιο: «Εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ,
θεολόγος ἦ, καί εἰ θεολόγος ἦ, ἀληθῶς προσεύξῃ».
Ἦταν ἐπίσης πιστός στήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν». Ἤθελε
νά πιστεύῃ καί νά θεολογῇ «ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις πατράσι». Ἀγαποῦσε νά μνημονεύῃ
τό γνωστό ἀπόσπασμα ἀπό τά Πρακτικά τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Οἱ Προφῆται ὡς
εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν
... οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν».
Ἀπό αὐτή τήν Ὀρθόδοξο πίστι δέν ἐξέκλινε ποτέ. Γι' αὐτήν ἀγωνίσθηκε σέ ὅλη του
τήν ζωή. Ἦταν καί αὐτή ἡ πίστις του ἐχέγγυο τῆς ἀκραιφνοῦς θεολογίας του.
3. Τρίτη
προϋπόθεσις ἦταν ἡ ταπεινοφροσύνη του. Δέν αὐτοσχεδίαζε. Δέν ἤθελε νά προβάλλῃ
κάτι καινούργιο, ὥστε νά δημιουργήσῃ ἐντυπώσεις, ὀπαδούς, γραμμή, σχολή.
Μνημόνευε συχνά ἕνα χαρακτηριστικό περιστατικό, στό ὁποῖο ἀντανακλᾶται καί ἡ
δική του ταπείνωσις. Ἦταν ὁ Γέροντας νεαρός θεολόγος στήν Ἀθήνα, ὅταν ἔλαβε γνῶσιν
τοῦ περιεχομένου μιᾶς ἐπιστολῆς, τήν ὁποία ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς εἶχε στείλει
στά πνευματικά του παιδιά πού ἐσπούδαζαν τότε στήν Ἀθήνα. Ἡ ἐπιστολή περιεῖχε
πνευματικές ὁδηγίες καί συμβουλές, ἀλλά στό τέλος εἶχε τήν ἑξῆς ἐπισήμανσι: «Ἐάν
αὐτά πού σᾶς γράφω συμφωνοῦν μέ ὅ,τι λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, νά τά ἀκολουθήσετε.
Ἄν δέν συμφωνοῦν, νά τά ἀπορρίψετε». Αὐτά ἔγραφε ὁ π. Ἰουστῖνος. Ἀλλά αὐτά τά
λόγια τά ἐπανελάμβανε ὁ Γέροντας καί ὡς ἰδικά του.
Ἐνδεικτική τῆς ταπεινοφροσύνης τοῦ π. Γεωργίου εἶναι καί ἡ
τακτική πού ἀκολουθοῦσε στήν συγγραφή θεολογικῶν ἄρθρων. Πάντοτε τά ἔδινε νά τά
ἐλέγξῃ κάποιος ἐμβριθής καί Ὀρθοδόξου πνεύματος θεολόγος. Μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας:
«Ὅταν γράφετε θεολογικά ἔργα, νά μήν ἐπαναπαύεσθε στόν λογισμό σας. Νά ἐρωτᾶτε
κάποιον πού γνωρίζετε ὅτι ἔχει Ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἐγώ στήν ἀρχή τῆς θεολογικῆς
μου πορείας ἔδειχνα τά κείμενά μου στόν μακαριστό π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο.
Μετά τήν κοίμησί του, συμβουλευόμουν τόν π. Παΐσιο. Καί τώρα τά δείχνω σέ
θεολόγους πού ἐμπιστεύομαι τό φρόνημά τους. Βλέπετε ὅτι, προτοῦ δημοσιεύσω τά
κείμενά μου, τά δείχνω καί σέ σᾶς. Τό ἴδιο νά κάνετε καί ἐσεῖς μετά τήν κοίμησί
μου».
4. Τετάρτη
προϋπόθεσις ἦταν ἡ ἐκκλησιαστικότης τῶν κινήτρων του. Δέν θεολογοῦσε γιά νά
θεολογῇ. Ἡ θεολογία του δέν ἐξυπηρετοῦσε συμφέροντα, δέν ἔκρυβε ἰδιοτέλεια,
καιροσκοπισμό ἤ ὑστεροβουλία. Δέν ὑπολόγιζε σέ ἰσορροπίες δυνάμεων, δέν
προσεταιριζόταν ὁμάδες, δέν δημιουργοῦσε ὁμάδες. Δέν ἔγραφε, ἐάν δέν ὑπῆρχε
κάποιο ἐρέθισμα πού ἀποτελοῦσε κίνδυνο γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Δέν βιαζόταν νά γράψῃ, γιά νά προτρέξῃ. Ὡς ἡγούμενος τῆς Μονῆς Γρηγορίου, ὅταν
προέκυπτε κάποιο δογματικό ἤ ἐκκλησιαστικό θέμα, περίμενε νά ὁμιλήσῃ κάποια ἄλλη
Μονή ἤ ἡ Ἱερά Κοινότης. Μόνο ὅταν ἔβλεπε ὅτι δέν ὑπῆρχε κάποια πρωτοβουλία,
τότε αὐτός ὡμιλοῦσε καί ἔγραφε. Γιά μεγάλα θέματα, πού ἀφοροῦσαν τήν πίστι, τό
εὐαγγελικό ἦθος ἤ τήν τιμή τῆς Ἐκκλησίας, ἐκινεῖτο γρήγορα καί ἀποφασιστικά.
Π.χ. γιά τήν ταινία τοῦ Σκορτσέζε ἤ γιά τήν δήμευσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς
περιουσίας τήν δεκαετία τοῦ '80. Πονοῦσε. Ἀγρυπνοῦσε. Μελετοῦσε τό ζήτημα.
Τηλεφωνοῦσε σέ ἀρχιερεῖς. Ζητοῦσε τήν συμβουλή τους. Παρακαλοῦσε γιά τήν
παρέμβασί τους. Προέτρεπε θεολόγους καί ἄλλους ἁρμοδίους. Ἔδινε τήν γνώμη του.
Καθοδηγοῦσε ὅποτε ἔπρεπε. Ἐνίσχυε. Γιά τήν Ἐκκλησία τά ἔδινε ὅλα. Καί τήν ἡσυχία
του, καί τίς δυνάμεις του καί τήν ὑγεία του.
5. Πέμπτη καί,
ὅσον τό κατ' ἐμέ, τελευταία προϋπόθεσις γιά τήν ἀπόκτησι καί ἄσκησι τοῦ
χαρίσματος τῆς ἀκραιφνοῦς θεολογίας ἦταν ἡ ἀρετή τῆς διακρίσεως, ἡ ὁποία τόν ἐστόλιζε
πλουσίως. Ἡ διάκρισίς του εἶχε δύο ἐκφράσεις. Ἡ πρώτη ἦταν ἡ κατά Θεόν εὐγένεια
καί ἡ φρόνησις. Ἤξερε νά διακρίνῃ τούς θεσμούς καί τά πρόσωπα ἀπό τίς ἐνέργειές
τους. Κατεδίκαζε ἀπεριφράστως τίς ἐνέργειες, ἦταν ὅμως εὐγενής πρός τά πρόσωπα
καί ὅταν ἀκόμη διαφωνοῦσε ριζικά. Σεβόταν ἀπεριόριστα τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας.
Δέν ἀνέτρεπε τήν τάξι. Ἔλεγε: «Δέν μποροῦν τά πόδια νά χτυποῦν τό κεφάλι». Ἐννοοῦσε
ὅτι, ἄν γράφουμε, ἄν διαμαρτυρώμεθα, ἄν ἀσκοῦμε καλόπιστη κριτική, ἄν διαφωνοῦμε,
πρέπει νά τό κάνουμε μέ εὐγένεια καί σεβασμό πρός τούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς
καί πρός τά πρόσωπα, πού τούς ὑπηρετοῦν. Ἤξερε νά λέγει εὐθαρσῶς τήν γνώμη του ἀλλά
καί νά σιωπᾶ, ἐφ' ὅσον αὐτή δέν γινόταν ἀποδεκτή. Καί σέ τέτοιες περιπτώσεις,
παρότι ἐστενοχωρεῖτο πολύ, ἐπειδή θά ἐζημιώνετο ἡ Ἐκκλησία, ἄφηνε τήν ἔκβασι τῆς
ὑποθέσεως στόν ἴδιο τόν Θεό. Ἐθλίβετο, ἀλλά κατά βάθος ἦταν εἰρηνικός.
Ἡ διάκρισίς του ὅμως εἶχε καί μία δεύτερη ἔκφρασι. Εἶχε τό
χάρισμα νά διακρίνει ἀμέσως τά πνεύματα. Ἐγνώριζε πότε ἡ παρέμβασίς του ἦταν ἀναγκαία
καί πότε ὄχι, πότε συνέφερε τήν Ἐκκλησία μία ὀξεία ἀντίδρασίς του καί πότε ἔπρεπε
νά ἐνεργήσει ἥπια. Ἄλλοτε ἐκινεῖτο μέ δυναμισμό, ὅπως οἱ προφῆται τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, καί ἄλλοτε μακροθυμοῦσε. Προέβλεπε τίς συνέπειες τῶν ἐνεργειῶν του, ἀλλά
καί τίς συνέπειες τῶν ἐνεργειῶν τῶν ἄλλων. Ἔτσι ἦταν ἀπόλυτα σαφής στίς ἐκτιμήσεις
του περί τοῦ πρακτέου. Δέν εἶχε παλινωδίες. Δέν χρειαζόταν νά διορθώνει ἐκ τῶν ὑστέρων
τίς κινήσεις του. Ὅταν ἀποφάσιζε, αὐτό ἦταν ἡ σωστή ἐπιλογή.
6. Σέ μία
τέτοια ψυχή, στολισμένη μέ τίς κορυφαῖες τῶν ἀρετῶν, τό χάρισμα τῆς θεολογίας εὕρισκε
πρόσφορο ἔδαφος γιά νά βλαστήσῃ καί νά καρποφορήσῃ. Καί ἐβλάστησε ἀπό πολύ ἐνωρίς.
Ἄκουσα ἀπό ἀνθρώπους πού τόν ἔζησαν στό πανεπιστήμιο, ὅτι δέν προσέφερε ξηρές
γνώσεις ἀλλά μετέδιδε πνεῦμα ζωῆς. Ἦταν πρότυπο ἀκαδημαϊκοῦ δασκάλου. Οἱ
μεταπτυχιακές σπουδές τοῦ Γέροντα στόν τομέα τῆς ποιμαντικῆς θεολογίας τόν ἔφεραν
πολύ κοντά στήν καθηγητική ἕδρα τοῦ κανονικοῦ δικαίου, ἀλλά ἡ ἔφεσις γιά μία ἐφαρμοσμένη
ποιμαντική καί ἡ ἀγάπη του γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί τήν νεολαία τόν ὡδήγησε
στήν ἀπόφασι νά ἐνδυθῇ τό μοναχικό σχῆμα καί νά ἱερωθῇ. Καί αὐτά μέν γιά τήν ἱστορία.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν θεολογία, ὁ π. Γεώργιος στοιχήθηκε στήν γραμμή τῶν
ἁγίων πατέρων πού στό ἐπίκεντρο τοῦ θεολογικοῦ τους λόγου εἶχαν τήν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου.
Διότι ἡ θέωσις εἶναι ὁ σκοπός τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως, καί περί αὐτοῦ ἐθεολόγησαν
μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Συχνά ὁ Γέροντας ἐμνημόνευε τόν Μέγα Ἀθανάσιο
καί τό γνωστό ρητό του: «Ἐκεῖνος ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦταν ἡ ἀγαπημένη του πηγή, ἀπό τήν ὁποία ἀντλοῦσε τό πλεῖστο
τοῦ θεολογικοῦ ὑλικοῦ γιά τίς ὁμιλίες καί τίς συγγραφές του. Στήν σειρά τῶν Ἁγίων
πού στοιχήθηκε ὁ Γέροντας ἦσαν ἐπίσης οἱ Φιλοκαλικοί πατέρες τοῦ ΙΗ' καί ΙΘ' αἰῶνος,
κυρίως ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, καί κατόπιν ὁ ἅγιος Νεκτάριος
Πενταπόλεως καί ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς. Ὁ Γέροντας δέν ἀγνοοῦσε τούς ξένους
θεολόγους (ρωμαιοκαθολικούς καί προτεστάντες). Τούς ἐγνώρισε μέ τίς ἀκαδημαϊκές
του σπουδές. Ἔμεινε ὅμως ἐντελῶς ἀνεπηρέαστος ἀπό τήν θεολογία τους. Μποροῦσε
νά μιλήσῃ ἄνετα γι' αὐτούς, νά ζυγίσῃ τίς θεολογικές τους ἀπόψεις, νά τίς κρίνῃ
καί νά ἐπιχειρηματολογήσῃ ἐναντίον τους. Ὅμως στήν ἐκφορά τοῦ θεολογικοῦ του
λόγου δέν θά συναντοῦσε κανείς οὔτε ὀνόματα οὔτε ἀπόψεις τῶν θεολόγων αὐτῶν.
Ὁ θεολογικός λόγος τοῦ Γέροντα ἦταν γνήσια ἀποκάλυψις, ἀνάπτυξις
καί διασάφησις τῆς ὁδοῦ τῆς θεώσεως. Τό μικρό σέ ἔκτασι ἀλλά κλασικό συγγραφικό
του ἔργο, πού ἔχει τόν τίτλο «Ἡ θέωσις ὡς σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου», εἶναι ἡ
περίληψις τῆς θεολογίας του, δοσμένη μέ ἁπλό καί ἀπόλυτα κατανοητό λόγο. Οἱ ἐπιστημονικές
μελέτες του γύρω ἀπό τό ἴδιο αὐτό θέμα, χωρίς νά ἔχουν συστηματικό χαρακτῆρα ἀλλά
περισσότερο ποιμαντική προοπτική, ἐμφανίζουν τόν Γέροντα βαθύ γνώστη τῆς
παρακαταθήκης τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Τέσσερις ὁμιλίες του, πού ἀναφέρονται
στήν περί θεώσεως διδασκαλία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ, δημοσιεύθηκαν ἀπό τόν ἴδιο τό ἔτος
2000 στό βιβλίο μέ τίτλο: «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, διδάσκαλος τῆς
θεώσεως» (ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2000). Στόν πρόλογό του σέ
αὐτή τήν ἔκδοσι ὁ Γέροντας σημειώνει μέ ἔμφασι: «Ὅταν ἡ θέωσις ἀμφισβητῆται ἀπό
τούς δυτικόφρονας όρθολογιστάς, ὁ μέγας Παλαμᾶς ὡς νέος θεολόγος καί υἱός
βροντῆς σαλπίζει τήν οὐράνιο διδασκαλία καί θεολογία τῆς θεώσεως καί
κατατροπώνει τούς παραχαράκτας τοῦ Εὐαγγελίου. Δέν θά ἠδύνατο βεβαίως νά
παραδώσῃ τήν θεολογία αὐτή, ἐάν ὁ ἴδιος δέν εἶχε πάθει τήν θέωσι».
Ἐάν τολμήσω νά ἐπαναλάβω τήν τελευταία φράσι γιά τόν ἴδιο τόν Γέροντα,
δέν θά εἶμαι μακρυά ἀπό τήν ἀλήθεια: «Δέν θά μποροῦσε νά συγγράφῃ ὁ Γέροντας
καί νά ποιμαίνῃ μέ προοπτική τήν θέωσι, ἐάν δέν εἶχε ὁ ἴδιος πορευθῇ τόν δρόμο
τῆς θεώσεως». Χωρίς νά ἐμβαθύνω στίς λεπτομέρειες τῶν θεολογικῶν του μελετῶν,
πρέπει νά τονίσω ὅτι αὐτές εἶχαν ἔντονο ποιμαντικό προσανατολισμό, ἀλλά καί ὁ
ποιμαντικός του λόγος ἦταν θεμελιωμένος καί ἐκπεφρασμένος θεολογικά. Θεολογοῦσε
ποιμαντικά καί ποίμαινε θεολογικά. Οἱ ἑκατοντάδες ἑορταστικές καί ποιμαντικές
του ὁμιλίες, κυρίως στήν Μονή Γρηγορίου, μαρτυροῦν τοῦ λόγου τό ἀληθές.
Προσανατολισμένος ὁ μακαριστός Γέροντας πρός τήν «οὐράνιο διδασκαλία
καί θεολογία τῆς θεώσεως», ἦταν πολύ φυσικό νά ἀκολουθήσει τόν μέγαν Παλαμᾶ καί
στήν τιμή καί τήν εὐλάβεια πρός τήν Κυρία Θεοτόκο. Ὁ Γέροντας ἦταν ἕνας
θεομητορικός θεολόγος. Τήν εὐλάβειά του πρός τήν Θεοτόκο δικαιολογοῦσε βεβαίως ἡ
ἰδιότητά του ὡς ἁγιορείτου, ἀλλά, ὅπως πολλές φορές μᾶς εἶπε, ἡ Παναγία ἦταν ἡ ἐξαίρετη
προστάτις του, διότι τόν εἶχε σώσει ἀπό τόν θάνατο ὅταν ἦταν μικρό παιδί καί εἶχε
εἰπεῖ στήν μητέρα του ὅτι θά τόν προστατεύει πάντοτε. Ὁ Γέροντας ἀφιέρωσε στό
πρόσωπο τῆς Παναγίας πολλές ὁμιλίες, τίς ὁποῖες ἐξεφώνησε τόσο στήν Τράπεζα τῆς
Μονῆς μας μέ τήν εὐκαιρία τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν ὅσο καί προσκεκλημένος νά ὁμιλήσῃ
γιά τήν Θεομήτορα. Στήν κλασική ὁμιλία του μέ τίτλο «Ἡ Κυρία Θεοτόκος ρίζα τῆς
ἐλευθερίας μας, μέ ἀναφορά στούς ἁγίους Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί Νικόλαο
Καβάσιλα» προβάλλει τόν Ὀρθόδοξο ἀνθρωπισμό, μέ κέντρο καί πρότυπο τόν
Θεάνθρωπο, ἔναντι τοῦ δυτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ὁ ὁποῖος προβάλλει τόν αὐτονομημένο ἄνθρωπο
τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀναγεννήσεως.
7. Ὁ γραπτός
θεολογικός του λόγος ἀγκάλιασε σημαντικές πτυχές τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἡ
κυριώτερη πτυχή τῆς διδασκαλίας του εἶναι ἡ ποιμαντική. Στήν μελέτη του «Ἡ
ποιμαντική διακονία κατά τούς Ἱερούς Κανόνας» (ἐκδ. Ἄθως, Πειραιεύς 1976), ἡ ὁποία
ἦταν ὁ ὥριμος καρπός τῆς ἀκαδημαϊκῆς του σταδιοδρομίας καί τήν ὁποία ἐξέδωσε ὡς
ἡγούμενος τῆς Μονῆς Γρηγορίου, ἔθεσε τίς θεολογικές βάσεις τῆς ποιμαντικῆς του
προσφορᾶς στήν Ἐκκλησία. Στόν Πρόλογο αὐτῆς τῆς μελέτης σημειώνει: «Εἶναι
ζήτημα σωτηρίας τῶν Ποιμένων καί τῶν ποιμαινομένων ἡ ἐν ἐκκλησιαστικῷ φρονήματι
διαποίμανσις... Ὁ πειρασμός τῆς μή διά τοῦ Θεανθρώπου, ἀλλά μόνον διά τοῦ ἀνθρώπου,
σωτηρίας δέν ἔλειψε ποτέ ἀπό τήν ἀνθρωπότητα. Δι' αὐτό καί μέχρι σήμερον ὑπάρχει
ἡ Ὀρθόδοξος θεανθρωποκεντρική Ποιμαντική καί ἡ κακόδοξος ἀνθρωποκεντρική
Ποιμαντική ὑπό διαφόρους μορφάς, συνήθως συγκεκαλυμμένας» (σελ. 14).
Γιά ποιμαντικά θέματα ἔγραψε καί πρό τῆς ἐγκαταβιώσεώς του στό Ἅγιον
Ὄρος, μερικά ἀπό τά ὁποῖα συμπεριέλαβε σέ ἑνιαῖο τόμο μέ τίτλο: «Θέματα Ἐκκλησιολογίας
καί Ποιμαντικῆς» (ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1999). Μεταξύ τῶν
θεμάτων, τά ὁποῖα τότε ἦσαν στήν ποιμαντική του ἐμβέλεια, ἀναφέρω: τόν τρόπο
βελτιώσεως τοῦ κατηχητικοῦ ἔργου, τήν ποιμαντική μέριμνα ὑπέρ τῶν πασχόντων,
καί τόν γάμο ὡς μυστήριον ἀγάπης. Καί στά τρία θέματα εἶναι ἐμφανής ἡ
χριστοκεντρική προοπτική, ἡ ἐκκλησιαστική διάστασις καί ἡ θεολογική
θεμελίωσις τῶν προτάσεών του. Τίς ἐπ' αὐτῶν τῶν θεμάτων εἰσηγήσεις του περιέλαβε
στήν ὡς ἄνω ἔκδοσι. Καί βεβαίως δέν πρέπει νά ξεχάσουμε τήν ποιμαντική του πρός
τούς φυλακισμένους, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε τό θέμα τῆς διδακτορικῆς του διατριβῆς μέ
τίτλο «Ἡ ποιμαντική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας ὑπέρ τῶν φυλακισμένων» (Ἀθῆναι 1969).
Μετά τήν ἐγκατάστασί του στό Ὄρος, μέ διάφορες ἀφορμές ὡμιλοῦσε
καί συνέγραφε γιά τήν Ὀρθόδοξο θεανθρωποκεντρική ποιμαντική. Σέ διεθνές ἐπιστημονικό
συνέδριο γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ (Πολεμικό Μουσεῖο, 13-15 Νοεμβρίου
1998) παρουσίασε εἰσήγησι μέ τίτλο: «Τό ποιμαντικόν ἔργον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου
τοῦ Παλαμᾶ», τήν ὁποία δημοσίευσε στήν σειρά τῶν τεσσάρων ὁμιλιῶν πού
προανέφερα. Σέ αὐτό τό κείμενο ὁ Γέροντας Γεώργιος τονίζει τήν θεολογική βάσι
τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ἐκ προοιμίου, ἑρμηνεύων τόν ἅγιο
Γρηγόριο, παρατηρεῖ ὁ Γέροντας: «Σπεύδω ἐξ ἀρχῆς νά τονίσω ὅτι τό ὅλο ἔργο
τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ ὑπῆρξε ποιμαντικό. Καί ὅταν συνέγραφε ἀντιαιρετικά ἔργα ἤ ἠγωνίζετο
κατά τῶν αἱρετικῶν, καί ὅταν ἐκήρυττε ἤ ἐλειτουργοῦσε, πάντοτε εἶχε πρό ὀφθαλμῶν
τήν ὠφέλεια καί σωτηρία τῶν Χριστιανῶν. Στήν πατερική παράδοσι δέν ὑπῆρχε, ὡς
γνωστόν, διάκρισις μεταξύ ποιμαντικῆς καί θεολογίας. Ἡ θεολογία εἶχε πάντα
ποιμαντικό σκοπό καί ἡ ποιμαντική ἦταν θεολογικά θεμελιωμένη» (σελ. 67-68).
Στήν πρώτη ἑνότητα αὐτῆς τῆς εἰσηγήσεως ὁ π. Γεώργιος σχολιάζει ὡς πρώτιστο
ποιμαντικό καθῆκον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τήν ἀντιμετώπισι τῶν αἱρέσεων (τότε τοῦ
Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου τῶν ἀντιησυχαστῶν) μέ τήν ἑξῆς ἐπισήμανσι: «Στήν
περίπτωσι πού θά ἐπικρατοῦσε ἡ αἵρεσις τοῦ Βαρλαάμ, ἡ Ἐκκλησία θά ἐξέπιπτε ἀπό
κοινωνία θεώσεως σέ θρησκευτική νομικιστική ὀργάνωσι καί ἡ ποιμαντική τῆς
θεώσεως θά ἀντικαθίστατο ἀπό τήν ποιμαντική τῆς ἠθικῆς βελτιώσεως μέ τήν
βοήθεια τῆς κτιστῆς χάριτος» (σελ. 71). Σημειώνω μέ ἔμφασι ὅτι ὁ Γέροντας τό εἶχε
καημό: νά ζοῦμε τήν Ἐκκλησία ὡς κοινωνία θεώσεως.
8. Ἡ δεύτερη
πτυχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τήν ὁποία ἀγκάλιασε ὁ Γέροντας μέ τόν θεολογικό
του λόγο, ἦταν ὁ Μοναχισμός. Ὁ Μοναχισμός, καί μάλιστα ὁ Ἁγιορειτικός, ἦταν τό ἀγαπημένο
θέμα τοῦ Γέροντος Γεωργίου, τόσο στό ὁμιλητικό ὅσο καί στό συγγραφικό του ἔργο,
ἐφ' ὅσον ἄλλωστε ἀφιέρωσε τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ δυναμισμοῦ του στήν
καλλιέργεια καί κατόπιν τήν στήριξι τόσο τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ ὡς ἡγούμενος
τῆς Μονῆς Γρηγορίου ὅσο κατόπιν καί τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ ὡς Πνευματικός ἀρκετῶν
Ἱ. Μονῶν, καί μάλιστα μεγάλων κοινοβίων.
Στήν διατριβή του «Ἡ Ποιμαντική διακονία κατά τούς Ἱερούς
Κανόνας» ἀφιερώνει εἰδικό κεφάλαιο γιά νά θεμελιώσῃ τόν θεσμό τοῦ Μοναχισμοῦ
στίς στέρεες θεολογικές βάσεις πού ἀπορρέουν ἀπό τήν Κανονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας,
ἔτσι ὥστε ὁ Μοναχισμός νά εἶναι ἀσφαλής ὁδός «τελειοῦσα τό ἀνθρώπινον πρόσωπον
καί ἄγουσα πρός τήν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν», ὅπως προοιμιακῶς γράφει στήν ἀρχή
τοῦ οἰκείου κεφαλαίου.
Τό 1990 συνέταξε εἰσήγησι μέ τίτλο: «Ἡ περί Μοναχισμοῦ
διδασκαλία τῶν ἁγίων ἱεραρχῶν Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί Νεκταρίου Πενταπόλεως, τῶν
θαυματουργῶν», ἡ ὁποία ἀνεγνώσθη στό Πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο στά Μετέωρα
τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1990. Σέ αὐτή τήν εἰσήγησι ἐτόνισε τήν τεράστια συμβολή τῆς ἡσυχαστικῆς
θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τοῦ ἁγίου
Νεκταρίου στήν ἄνθισι τοῦ Μοναχισμοῦ στήν νεωτέρα Ἑλλάδα, παρά τίς ἰσχυρές ἀρνητικές
ἐπιδράσεις τοῦ ἐκκοσμικευμένου καί δυτικόφρονος περιβάλλοντος.
Τό 1997 ἐκφωνεῖ ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, σέ ἡμερίδα τῆς ἱ.
Μητροπόλεως Βεροίας καί Ναούσης, εἰσήγησι μέ τίτλο: «Ἡ μοναχική ζωή κατά τόν Ἁγιορειτικό
Τόμο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ» (βλ. «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
διδάσκαλος τῆς θεώσεως», ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ.
91-104). Σέ αὐτή τήν εἰσήγησι ἐξετάζεται καί ἑρμηνεύεται ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγιορειτικοῦ
Τόμου. Σύμφωνα μέ αὐτήν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας μετέχουν οἱ θεούμενοι καί
γιά τήν ἀπόκτησι τῆς ὁποίας ἀγωνίζονται οἱ Μοναχοί καί ἐν γένει οἱ Χριστιανοί,
εἶναι ἄκτιστος θεοποιός ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὅσοι ἀντιφέρονται σέ αὐτή
τήν ἀποστολική καί πατερική πίστι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Μάλιστα ὁ Γέροντας,
γιά νά τονίσῃ ὅτι ἐκτός Ὀρθοδόξου θεολογίας καί Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά σταθῇ
θεοποιοῦσα μοναχική ζωή, κάνει τίς ἀκόλουθες ἐρωτήσεις: «Ἐάν ἡ Χάρις εἶναι
κτιστή, πῶς θά θεωθῆ ὁ κτιστός ἄνθρωπος; Καί πῶς ἡ πνευματική καί μοναχική
ζωή δέν θά ἐκπέση σέ μία ἠθική γυμναστική, σέ μία ἀνθρωποκεντρική δράσι;» (σελ.
96).
Τό 1998 συντάσσει εἰσήγησι γιά τό Μοναστικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς
Μητροπόλεως Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας (3-5 Ἰουλίου 1998) μέ θέμα «Τά
χαρακτηριστικά τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ». Τό ἴδιο ἔτος ἑτοιμάζει ἄλλη εἰσήγησι,
γιά τό Μοναστικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεγάρων καί Σαλαμῖνος, μέ θέμα
«Ἡ ὑποδοχή καί ἡ ἐν ἀγάπῃ ἀφομοίωσις ὑπό τῆς Ἀδελφότητος τοῦ προσερχομένου
δοκίμου». Καί, γιά νά μή μακρύνω τόν κατάλογο τῶν εἰσηγήσεων καί σᾶς κουράσω,
τό ἔτος 2000 συντάσσει εἰσήγησι μέ θέμα «Μοναχισμός καί θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός»
καί τήν ἀναγινώσκει στό Πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο στά Μετέωρα τόν
Σεπτέμβριο τοῦ αὐτοῦ ἔτους.
Μέ εἰσηγήσεις του σέ συνέδρια καί μέ ἄρθρα ἀνέπτυξε τόν
λατρευτικό, τόν ἡσυχαστικό καί τόν ὁμολογιακό χαρακτῆρα τοῦ ἁγιορειτικοῦ
Μοναχισμοῦ. Μνημονεύω τήν εἰσήγησί του «Ἡ θεία λατρεία στό Ἅγιον Ὄρος (τά ἰδιαίτερα
χαρακτηριστικά της)» γιά τό Ἐπιστημονικό Συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη-Παλαιολόγειος
ἐποχή» τό ἔτος 1989, τίς εἰσηγήσεις του σέ συνέδρια τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Θεσσαλονίκης μέ τίτλους «Ὁ Μοναχισμός κατά τόν ἅγιο Συμεών ἀρχιεπίσκοπο
Θεσσαλονίκης» (τό 1983) καί «Ἡ παρθενία εἰς τήν ζωήν τοῦ ἁγίου Δημητρίου κατά
τόν ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν» (τό 1980), τίς ὁποῖες δημοσίευσε σέ ἑνιαῖο
τόμο μέ τίτλο «Ὀρθόδοξος Μοναχισμός καί Ἅγιον Ὄρος» (ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ὁσίου
Γρηγορίου, 1998), καί τό ἄρθρο του «Ὁ νηπτικός καί ἡσυχαστικός χαρακτήρ τοῦ Ὀρθοδόξου
ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ» (γιά τόν τόμο «Τό Ἅγιον Ὄρος στήν τρίτη χιλιετία», ἔκδ.
τῆς Ἑταιρείας τῶν Φίλων τοῦ Λαοῦ, Ἀθήνα 2003).
Στά συνέδρια ἀγωνίσθηκε γιά τήν προβολή τῶν ἁγιοπνευματικῶν, ἡσυχαστικῶν
καί ἐκκλησιαστικῶν βάσεων τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ. Ὅταν ὅμως ἡ συμμετοχή του
στά συνέδρια περιορίσθηκε, λόγῳ τῶν προβλημάτων τῆς ὑγείας του, ὁ Γέροντας ἐκδαπανήθηκε
ἐπί μία σχεδόν δεκαετία (ἀπό τό 2001 καί ἑξῆς) στήν στήριξι τοῦ γυναικείου
Μοναχισμοῦ μέ τίς ποιμαντικές ἐπισκέψεις του στίς Ἱερές Μονές, στίς ὁποῖες μέ
τήν εὐλογία τῶν οἰκείων Μητροπολιτῶν διετέλεσε Πνευματικός. Αὐτό τό μεγάλο
κεφάλαιο τῆς ποιμαντικῆς του δραστηριότητος θά ἀναδειχθῇ πιστεύω μέ τήν ἀξιοποίησι
τῶν ποιμαντικῶν του ὁμιλιῶν σέ αὐτές του τίς περιοδεῖες.
9. Τρίτη καί ἀξιόλογη
πτυχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, στήν ὁποία ἀφιέρωσε ἀρκετές δυνάμεις καί πλούσιο
ἁγιοπατερικό θεολογικό λόγο, εἶναι ἡ διακονία τοῦ πιστοῦ λαοῦ μετά ἀπό
πρόσκλησι τῶν Σεβασμιωτάτων Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἔχοντας τήν εὐλογία
τους περιῆλθε τίς περισσότερες πόλεις τῆς Ἑλλάδος καί ἐξεφώνησε περίφημες ὁμιλίες,
ἐκ τῶν ὁποίων ἡ πλέον γνωστή εἶναι ἐκείνη πού δημοσιεύθηκε κατόπιν μέ τίτλο «Ἡ
θέωσις ὡς σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου» ὡς ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου
Γρηγορίου. Στόν ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τῆς Θεσσαλονίκης, ἐπί Μητροπολίτου
Παντελεήμονος Χρυσοφάκη, ὁ Γέροντας ὡμίλησε γιά σπουδαῖα ζητήματα τῆς πνευματικῆς
ζωῆς πού ἀμέσως καί κυρίως ἅπτονται τῆς περί θεώσεως διδασκαλίας. Μνημονεύω
μερικές ἀπό αὐτές τίς ὁμιλίες του: «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή κατά τόν ἅγιο Φιλόθεο τόν
Κόκκινο, πατριάρχη Κων/πόλεως» (Ε' Κυριακή τῶν Νηστειῶν τοῦ 1983), «Τά κτιστά φῶτα
τοῦ κόσμου καί τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ»
(Β' Κυριακή τῶν Νηστειῶν τοῦ 1984), «Τό ἔργο τῶν ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου
καί τό μήνυμά τους πρός τούς συγχρόνους Ὀρθοδόξους λαούς» (Γ' Κυριακή τῶν
Νηστειῶν τοῦ 1985), «Ἡ ὁμολογία τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων» (Γ' Κυριακή τῶν Νηστειῶν
τοῦ 1986), «Ἡ ἄπειρος ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον» (Μεγ. Τεσσαρακοστή
1997).
10. Τετάρτη καί
πιό σημαντική πτυχή τῆς θεολογικῆς προσφορᾶς τοῦ Γέροντος ἦταν ἡ προστασία τοῦ
πιστοῦ λαοῦ μας ἀπό στρεβλώσεις καί παραχαράξεις τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἡ Ἐκκλησία
βεβαίως δέν θά παύσει νά εἶναι στύλος καί ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας. Ὁ Ὀρθόδοξος
λαός μας ὅμως ἐπηρεάζεται δυστυχῶς ἀπό καινοφανεῖς θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν
κλάδων, τῶν ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν δύο πνευμόνων, τίς ὁποῖες ἐκλαϊκεύουν
καί προβάλλουν μέ ποικίλους ἐπικοινωνιακούς τρόπους φιλελεύθεροι θεολόγοι. Ἡ
πίστις τοῦ λαοῦ μας κινδυνεύει καί ἀπό θεολογικές ἀκροβασίες, ὅπως ὅτι εἶναι
διδασκαλία τοῦ ἁγίου Φωτίου (Φωτιανή παράδοσις) πώς οἱ περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ἀντίθετες διδασκαλίες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν Λατίνων εἶναι
νόμιμοι τρόποι προσεγγίσεως τῆς μιᾶς ἀληθείας. Ὑποσκάπτεται τέλος ἡ Ὀρθόδοξος
δογματική συνείδησις τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀπό έκκοσμικευμένες νοοτροπίες, ὅπως ὅτι
οἱ δογματικές ἀγκυλώσεις τοῦ παρελθόντος πρέπει νά ξεπερασθοῦν μέ τόν διάλογο τῆς
ἀγάπης. Μέ τήν ἐπικράτησι τέτοιων ἀπόψεων, πού συστηματικά προβάλλονται καί
μεθοδικά καλλιεργοῦνται, ὁ πιστός λαός μας κινδυνεύει νά ἐκπέσῃ ἀπό τήν ἀκεραιότητα
τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως καί ἀπό τήν ἐκκλησιολογική του αὐτοσυνειδησία.
Αὐτή ἦταν καί ἡ ἀγωνία τοῦ Γέροντα. Τό σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Παρεκκλίσεις δέ εἰς τήν πίστιν δέν ἀλλοιώνουν τήν θεολογίαν μόνον τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλά διαστρέφουν καί αὐτήν τήν πνευματικήν καί ἐκκλησιαστικήν ζωήν καί δι' αὐτό
θέτουν εἰς ἄμεσον κίνδυνον τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου» (Ὀρθοδοξία καί Οὐμανισμός...,
σελ. 86). Συνέταξε πραγματεῖες, γιά νά ἐξηγήσῃ τήν διαφορά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ἀπό τίς ἑτερόδοξες ἐκκλησίες καί χριστιανικές Ὁμολογίες, καθώς καί τήν τεραστία
ἀπόστασι πού χωρίζει τόν Ὀρθόδοξο θεανθρωποκεντρικό ἀνθρωπισμό ἀπό τόν δυτικό ἀνθρωποκεντρικό
οὐμανισμό. Τό θεολογικό του ἔργο πρός τήν κατεύθυνσι αὐτή εἶναι τεράστιο, καί
δέν εἶναι τῆς παρούσης στιγμῆς νά τό ἐκθέσω λεπτομερῶς. Θά ἑστιάσω ὅμως στά
σπουδαιότερα σημεῖα τῆς θεολογικῆς του παρεμβάσεως στό μεγάλο αὐτό θέμα πού ἀπασχολεῖ
τήν Ἐκκλησία, προκειμένου νά σκιαγραφήσω τήν θεολογική του μορφή.
11. Ὁ Γέροντας
εἶχε κατανοήσει ὅτι οἱ θεολογικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί δυτικῆς
χριστιανοσύνης δέν μποροῦν νά ξεπερασθοῦν, ἐνόσῳ ὑφίσταται ὁ ἀνθρωποκεντρικός οὐμανισμός
τῆς Δύσεως, ἐφ' ὅσον δηλαδή ἔχει ἐξωβελισθῆ ὁ Θεάνθρωπος καί τήν θέσι Του ἔχει
καταλάβει ὁ αὐτόνομος καί ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οὐμανισμοῦ.
Γι' αὐτό τό 1978 δημοσιεύει τό τευχίδιο «Ὀρθόδοξος Παράδοσις καί Παπισμός» καί
τό 1982 ἐκδίδει τό τεῦχος «Ὀρθοδοξία καί Οὐμανισμός», τά ὁποῖα συνεκδίδει τό
1995 σέ ἑνιαῖο τόμο μέ τίτλο «Ὀρθοδοξία καί Οὐμανισμός - Ὀρθοδοξία καί
Παπισμός» μέ τήν ἑξῆς σημαντική προλογική παρατήρησι: «Δυστυχῶς οὔτε ὁ ἀνθρωποκεντρικός
οὐμανισμός οὔτε ὁ παπισμός πού εἶναι μορφή θρησκευτικοῦ οὐμανισμοῦ, ἔπαυσαν νά ἀπειλοῦν
τόν Ὀρθόδοξο λαό μας, ὅπως καί ὅλους τούς ὀρθοδόξους λαούς ... Θεωρῶ ἰδιαίτερα ἐπίκαιρη
τήν ἐπανέκδοσι τῆς β' μελέτης περί παπισμοῦ, μετά τήν κοινή συμφωνία Ὀρθοδόξων
καί Ρωμαιοκαθολικῶν στό Balamand τοῦ Λιβάνου ... Σύμφωνα μέ τή δήλωσι αὐτή ὁ
Ρωμαιοκαθολικισμός ἀναγνωρίζεται ὡς ἰσότιμος Ἐκκλησία μέ τήν καθ' ἡμᾶς Μία, Ἁγία,
Ὀρθόδοξο Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στή διδασκαλία, στήν πίστι, στά
μυστήρια, στήν ἀποστολική διαδοχή».
Ἐφ' ὅσον ὡμιλοῦμε περί τῆς συμφωνίας τοῦ Balamand, ἀξίζει νά ποῦμε
χάριν τῆς ἱστορίας ὅτι τό κείμενο-ἐπιστολή πού ἀπέστειλε ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου
Ὄρους πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κατά τῆς ἀπαραδέκτου αὐτῆς συμφωνίας ἦταν
γέννημα τῆς θεολογικῆς γραφίδος τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος.
Μετά τήν προαναφερθεῖσα ἐκκλησιολογική ἐξίσωσι Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ (1993), πού στήν πραγματικότητα συνιστᾶ ἔκπτωσι ἀπό τήν Ὀρθόδοξο
Πίστι, καί τό ναυάγιο τῶν συζητήσεων γιά τήν ἐπίλυσι τοῦ ἀκανθώδους προβλήματος
τῆς Οὐνίας (2000), τό σύστημα τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἔφερε στήν ἀτζέντα τῶν
θεολογικῶν συζητήσεων τό πρόβλημα τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα. Ὁ Γέροντας ἔλαβε ἐπίσης
σαφῆ θέσι γιά τό Κείμενο τῆς Ραβέννας (2007), μέ τό ὁποῖο ὁ Πάπας τείνει νά ἀναγνωρισθῇ
κανονικός ἐπίσκοπος τῆς (ὀρθοδοξούσης, βάσει Κειμένου Balamand) ἐκκλησίας τῆς
Ρώμης μέ τά προνόμια πού τοῦ ἐξασφαλίζει δῆθεν ἡ πρωτοκαθεδρία του κατά τήν
πρώτη χιλιετία στίς Οἰκουμενικές συνόδους, τό ὁποῖο μεθερμηνευόμενο σημαίνει
τό γνωστό παπικό πρωτεῖο παγκοσμίου δικαιοδοσίας. Ἡ θέσις τοῦ Γέροντος
συμπυκνώνεται στό ἀπόσπασμα πού παραθέτω: «ἡ συμφωνία τῆς Ραβέννας περί
συνοδικότητος καί αὐθεντίας δέν πληροῖ τά Ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά κριτήρια, ὥστε
νά ἀποτελέσῃ ἀσφαλῆ βάσιν περαιτέρω συζητήσεως περί τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Ἐν
τούτοις, ἄν ἀκολουθήσῃ συζήτησις περί τοῦ πῶς ἑρμηνεύθηκε τό παπικό Πρωτεῖο
κατά τήν δευτέρα χιλιετία καί ἀπό τίς Α' καί Β' Βατικάνειες Συνόδους, αὐτή ὀφείλει
νά γίνῃ ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων μέ γνώμονα τήν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων
Πατέρων καί ὄχι τήν συμβιβαστική νοοτροπία τῶν καιρῶν ἤ τήν ἡγεμονική διάθεσι
τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ ἀναγνώρισις κάποιου ἀπό τά ἀνωτέρω ‘‘προνόμια'' τοῦ Πάπα ἤ ἡ
συμφωνία σέ κάποιο παρόμοιο, πού ἀντίκειται στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία, ἀναμφίβολα
σημαίνει οὐνιτική ἕνωσι, μέ τήν ὁποία δέν θά συμφωνήσουμε».
12. Ἡ ἄλλη
μεγάλη παραφυάς τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ Προτεσταντισμός, σύρει ὀπίσω αὐτοῦ
τούς Ὀρθοδόξους θεολόγους πού πιστεύουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία μέ τήν ἀποκλειστικότητά
της (exclusiveness) δέν συμβάλλει στήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν. Ἔτσι μέ
ποικίλους τρόπους μεθοδεύεται ἡ περίφημη «ἑνότης ἐν τῇ ποικιλομορφίᾳ» (unity in
diversity), ἀποκύημα καί αὐτό τῆς προτεσταντικῆς περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας
(comprehensiveness), κατά τήν ὁποία ὅλες οἱ χριστιανικές παραφυάδες (ἄρα, κατ'
αὐτήν, καί οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες), κατέχουν μέρος τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀληθείας
τοῦ Χριστοῦ καί ὀφείλουν νά τό συνεισφέρουν στό κοινό ὄραμα τῆς ἑνότητος ἐν τῇ
ποικιλομορφίᾳ.
Ὁ Γέροντας, πέραν τῶν πολλῶν κατά καιρούς ἄρθρων του κατά τῆς
προτεσταντικῆς αὐτῆς νοοτροπίας, ἔχει δώσει τήν θεολογική του ἀπάντησι στούς Ὀρθοδόξους
ὑποστηρικτάς ἤ ἀκολούθους της καί μέ τό πολυσέλιδο Ὑπόμνημα τῆς ἐπί τῶν
Δογματικῶν Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ κύριος
συντάκτης. Σέ αὐτό τό Ὑπόμνημνα συμπεραίνει καταληκτικῶς: «Οἱ Ὀρθόδοξοι δέν
κερδίζουμε τίποτε ἀπό τήν συμμετοχή μας στό Π.Σ.Ε. Ἀντίθετα, ἀποκομίζουμε
ζημία καί φθορά. Ἡ ἀποστολή μας, νά κηρύξουμε τό μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας πρός
τούς ἑτεροδόξους, δέν εὐοδώνεται, ἐπειδή οἱ Προτεστάντες στό Π.Σ.Ε. δέν
προσανατολίζονται πρός ἀποδοχή τῆς Ὀρθοδοξίας ἀλλά πρός συνύπαρξι μαζί της στό ἐπιδιωκόμενο
μόρφωμα τῶν πλήρως ἀλληλοαναγνωριζομένων ἐκκλησιῶν. Ὁ προσανατολισμός τους αὐτός
εἶναι σύμφωνος μέ τήν ἐκκλησιολογία τους. Οἱ Ὀρθόδοξοι ὅμως δέν μποροῦμε νά
συμμετέχουμε σέ ἕνα Ὀργανισμό (τό Π.Σ.Ε.), τοῦ ὁποίου ἡ σύστασις, ἡ δομή καί ἡ
λειτουργία βασίζονται στήν προτεσταντική ἐκκλησιολογία, χωρίς ἡ συμμετοχή μας
νά σημαίνῃ παραίτησι ἀπό τήν ἐκκλησιολογία μας» (σελ. 52).
13. Ὁ
καταλυτικός ρόλος τῆς θεολογικῆς παρεμβάσεως τοῦ Γέροντος φάνηκε σαφέστερα ἀπό
κάθε ἄλλη περίπτωσι στήν κατάληξι πού εἶχε ὁ θεολογικός διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων
καί Ἀντιχαλκηδονίων. Μετά ἀπό πολύ καλή μελέτη ὅλων τῶν φάσεων τοῦ θεολογικοῦ αὐτοῦ
διαλόγου καί τῶν δεδομένων πού προέκυψαν ἀπό αὐτόν, ὁ π. Γεώργιος συνεπέρανε ὅτι
ἡ ἐπιχειρηθεῖσα ἕνωσις Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων δέν εἶναι ἑνότης πού βασίζεται
στήν Ὀρθόδοξο Χριστολογία, ἀλλά στόν χριστολογικό συμβιβασμό πού ἐκφράζουν οἱ
λεγόμενες Κοινές Δηλώσεις τῶν ἐτῶν 1989 καί 1990. Ὁ διάλογος αὐτός, παρότι ἀπό ὡρισμένους
θεολόγους καί ὡρισμένες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες θεωρήθηκε ὡλοκληρωμένος, ὥστε
προετάθη κοινό συλλείτουργο στήν Κων/πολι καί στήν Ἀλεξάνδρεια, γιά τόν Γέροντα
δέν ὡλοκληρώθηκε ἀκόμη ἀλλά ὀφείλει νά ἐπαναληφθῇ ὑπό Ὀρθόδοξες πλέον
προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες θά ἐξασφαλίσουν ἑνότητα ἐπί τῇ βάσει τῆς Ὀρθοδόξου
Χριστολογίας. Ἡ ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὑπό τόν τίτλο
«Παρατηρήσεις περί τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων»
(1996), ἡ ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου μέ τίτλο «Εἶναι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι
Ὀρθόδοξοι;» (1995), καί μερικά ἀκόμη μεταγενέστερα ἄρθρα καί βιβλία, ὅπως «Ἡ
‘‘ἰδεολογική'' Ὀρθοδοξία τῶν Ἀντιχαλκηδονίων» (2005), ὑπῆρξαν καρπός τῆς θεολογικῆς
προσφορᾶς τοῦ Γέροντος σέ αὐτόν τόν τομέα τοῦ ἐνδο-ορθοδόξου διαλόγου περί τῆς
δῆθεν Ὀρθοδοξίας τῶν Ἀντιχαλκηδονίων.
14. Τό
θεολογικό ἐνδιαφέρον τοῦ Γέροντα γιά τήν προβληματική ἐξέλιξι τοῦ λεγομένου
διαθρησκειακοῦ διαλόγου ἐκδηλώθηκε μέ τήν κατά καιρούς συγγραφή σχετικῶν ἄρθρων
καί μέ τίς κατάλληλες ἀναφορές σέ ὁμιλίες του. Καρπός τῆς μερίμνης του γιά τήν ἐνημέρωσι
τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας περί τῶν συγκρητιστικῶν κατευθύνσεων τοῦ
διαθρησκειακοῦ διαλόγου ἦταν καί ἡ συγγραφή καί ἔκδοσις τῇ ἐπιστασίᾳ του ἑνός
μικροῦ τευχιδίου μέ τίτλο «Ὀρθοδοξία καί Ἰσλάμ» (2000), στό ὁποῖο παρατηρεῖται ὅτι
«ἡ ὁδός τοῦ διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ ἀποτελεῖ κίνδυνο ψυχικῆς ἀπωλείας γιά
τούς ἀστηρίκτους πού θά παρασυρθοῦν μέσῳ τῶν προγραμματιζομένων ‘‘ἐκπαιδευτικῶν
προγραμμάτων'' σέ ζωή ἀλλοτριωμένη ἀπό τήν Ὀρθόδοξο πνευματική ζωή» (σελ. 43).
Αὐτή ἡ παρατήρησις προφητικά παραπέμπει στά πρόσφατα πιλοτικά προγράμματα τοῦ Ὑπουργείου
Παιδείας γιά τήν διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν στό Δημοτικό καί τό Γυμνάσιο, τά ὁποῖα
ὁ μακαριστός Γέροντας σέ ἄρθρο του χαρακτήρισε μέ ὀξεῖς τόνους ὡς «ὁδηγό πρός
τήν πανθρησκεία». Τήν ρηξικέλυθη αὐτή θέσι ἀνέπτυξε σέ εἰσήγησί του πού ἀναγνώσθηκε
στό Πανελλήνιο ἐπιστημονικό Συνέδριο μέ θέμα «Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
(Προβληματισμοί - Ἐπισημάνσεις - Προτάσεις)» στήν Θεσσαλονίκη τό ἔτος 2013.
15. Ἄφησα
τελευταῖες μερικές ἀναφορές στήν θεολογική μαρτυρία τοῦ Γέροντος σέ θέματα πού ἀφοροῦν
τό ἦθος τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ μας. Ἄλλοτε δειλά καί ἄλλοτε ἀνερυθρίαστα, ἀνατρέπεται
τό εὐαγγελικό ἦθος καί εἰσάγονται στήν ζωή τοῦ λαοῦ νόθες διδασκαλίες καί
πρακτικές. Ὁσάκις ἐκδηλώνονταν τέτοια κρούσματα, ὁ Γέροντας δέν ἔμενε ἀδρανής ἀλλά
ἐλάμβανε θέσι. Ἀκόμη καί ὅταν ὁ λόγος του ἀπευθύνετο σέ μή ἐκκλησιαστικά
πρόσωπα, δέν ἔχανε τήν θεολογική του σημασία καί τήν ἐκκλησιαστική του
διάστασι.
Πρώτη μνημονεύω τήν ἐπιστολή διαμαρτυρίας τοῦ Γέροντος Γεωργίου,
ὡς Καθηγουμένου τῆς Μονῆς Γρηγορίου, πρός τόν Δήμαρχο Θεσσαλονίκης τό 1986, ὅταν
τό Δημοτικό συμβούλιο τῆς πόλεως ἀπεφάσισε «τήν ἔκδοση ψηφίσματος πρός τήν
Κυβέρνηση γιά τή γρήγορη κατάθεση καί ψήφιση τοῦ νομοσχεδίου γιά τή
νομιμοποίηση τῶν ἀμβλώσεων». Ἡ ἐπιστολή αὐτή εἶναι ἕνα κειμήλιο. Δημοσιεύθηκε
στό περιοδικό «Σύναξη» (τεῦχ. 18, 1986). Τήν χαρακτηρίζει λεπτότης, εὐγένεια,
πληρότης ἐπιχειρημάτων, ἀποφασιστικότης. Λέγει ὁ Γέροντας: «Ἡ νομιμοποίησις τῶν
ἀμβλώσεων σημαίνει ἐπιβράβευσι τοῦ ἐγωισμοῦ καί ὄχι τῆς ἐλευθερίας ... Εἶμαι ἀληθινά
ἐλεύθερος ὄχι ὅταν κάνω ὅ,τι ὁ ἐγωισμός καί ἡ φιλαυτία μου ἀπαιτοῦν, ἀλλά ὅταν
κάνω ὅ,τι ἡ ἀγάπη ἐπιβάλλει». Καί καταλήγει: «Τολμῶ νά σᾶς παρακαλέσω νά ἐπανεξετάσετε
καί ἀναθεωρήσετε, μέ τό δημοτικό σας συμβούλιο, τό διάβημά σας αὐτό καί νά
κάνετε κάτι ἀντάξιο πρός τήν χριστιανική σας συνείδησι».
Ἡ συμβολή τοῦ Γέροντος στόν ἀγῶνα κατά τῆς δημεύσεως τῆς μοναστηριακῆς
περιουσίας ἀπό τήν Πολιτεία τό 1987 εἶχε τόν χαρακτῆρα ἐθνεγερτικοῦ
σαλπίσματος. Σέ ἄρθρο του πού δημοσιεύθηκε στήν ἐφημερίδα «Μακεδονία»
(25-12-1987) μέ τίτλο «Χριστούγεννα καί διωγμός τῆς πίστης» ἔγραφε: «Ἔχοντας
βαθειά συνείδησι, ὅπως καί ἡ μεγάλη πλειονότης τῶν Ἑλλήνων, τῆς σημασίας τῶν
μοναστηριῶν μας γιά τήν πίστι μας καί τό ἔθνος μας, θεωρῶ τό μέτρο αὐτό ὡς ἐθνική
συμφορά καί ὑψώνω οὐρανομήκη φωνή διαμαρτυρίας... Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὑπεράνω
κάθε προσκαίρου ἀνθρωπίνης ἰδεολογίας, ἐξουσίας καί κόμματος εἶναι ἡ αἰωνία ὀρθόδοξος
χριστιανική μας πίστις, πού σώζει τόν ἄνθρωπο, τό ἔθνος καί εἶναι ἡ μοναδική ἑνοποιός
ὑπερκομματική γιά τόν ἁπανταχοῦ ἑλληνισμό δύναμις. Γιά τήν πίστι αὐτή μοναχισμός,
κλῆρος καί λαός θά ἀγωνισθοῦμε καί ἄν χρειασθῆ θά θυσιασθοῦμε».
Ἡ προβολή τῆς βλασφήμου ταινίας τῶν Σκορτσέζε-Καζαντζάκη «Ὁ τελευταῖος
πειρασμός» εἶχε κινητοποιήσει ὅλο τόν εὐσεβῆ λαό. Σέ αὐτή τήν κινητοποίησι εἶχε
μετάσχει καί σύσσωμη ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους μαζί μέ πολλούς μοναχούς,
μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ μακαριστός ἅγιος Γέροντας Παΐσιος. Στήν σύναξι
διαμαρτυρίας ὁ Γέροντας Γεώργιος ἐξεφώνησε ὁμιλία πρός τόν συγκεντρωμένο πιστό
λαό, στήν ὁποία μεταξύ ἄλλων εἶχε εἰπεῖ: «Ὁ ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
καί τῆς Θεσσαλονίκης μέγας Παῦλος βροντοφωνεῖ: Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί,
‘‘τῇ ἐλευθερίᾳ, ᾗ Χριστός ὑμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε καί μή ζυγῷ δουλείας πάλιν ἐνέχεσθε''.
Ἡ ἐλευθερία τοῦ Καζαντζάκη καί τοῦ Σκορτσέζε εἶναι ψευδοελευθερία. Γι' αὐτό καί
οἱ Καζαντζάκης καί Σκορτσέζε δέν εἶναι προφῆτες, εἶναι ψευδοπροφῆτες.
Χρησιμοποιοῦν τήν τέχνη, γιά νά διαστρεβλώσουν τήν ἀλήθεια καί ὄχι γιά νά
φανερώσουν τήν ἀλήθεια... Δέν κινδυνεύει ἀπό τίς ἐπιθέσεις αὐτές ὁ ἀπαθής Θεός,
ἀλλά ὁ ἄνθρωπος πού, ὅταν χάση τόν Θεάνθρωπο, χάνει τήν δυνατότητα νά γίνη ἀληθινός
ἄνθρωπος, νά ἀπελευθερωθῆ ἀπό κάθε δουλεία, νά συμμερισθῆ τήν Ἀνάστασι καί τήν
αἰώνιο ζωή τοῦ Χριστοῦ καί νά ὑψωθῆ στήν κατά χάριν θέωσι... Ἐμεῖς ὁ ὀρθόδοξος
λαός δέν ἀνεχόμεθα νά ἐμπαίζεται ὁ Κύριος καί Θεός μας. Τήν προσβολή κατά τοῦ
Κυρίου μας αἰσθανόμεθα ὡς προσβολή καί κατά τοῦ ἰδικοῦ μας προσώπου.
Προσβάλλεται ὅ,τι ἱερώτερο ἔχουμε στήν ζωή μας. Ἀπαιτοῦμε ἀπό τούς ἀθέους καί
τήν Κυβέρνησι νά σεβασθῆ αὐτό πού πιστεύουμε... Καιρός ὁμολογίας, μαρτυρίας, ἴσως
καί μαρτυρίου. Κανείς ἄς μή δειλιάση γιά ὁποιαδήποτε σκοπιμότητα».
Ἀπό τά τρία ἀντιπροσωπευτικά αὐτά παραδείγματα συμπεραίνεται ὅτι
ὁ Γέροντας ἀντιπαρατάχθηκε μέ σθένος καί ἀποφασιστικότητα σέ φανερές καί ὕπουλες
ἐπιβουλές κατά τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Οἱ θεολογικές,
ποιμαντικές καί ὁμολογιακές του παρεμβάσεις σέ σειρά προβλημάτων πού ἔθιγαν
τήν τιμή καί τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἀνέδειξαν προφητικό ἀνάστημα,
ὁδηγητική προσωπικότητα, σεβαστό, ἄν καί μή ἀποδεκτό, ἀκόμη καί ἀπό ἐκείνους,
τούς ὁποίους ἤλεγχε. Σέ πολλές περιπτώσεις ὑπέμεινε ὕβρεις, λοιδορίες,
χλευασμούς, ἀπειλές καί ἀνυπόφορες πιέσεις ἀπό τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας, πού
δέν ἀνέχονταν ἐμπόδια στό καταστρεπτικό ἔργο τους.
16. Οἱ
θεολογικοί ἀγῶνες δέν στέρησαν τόν Γέροντα ἀπό τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ καί τό
βαθύτατο σέβας πρός τήν Θεοτόκο καί τούς Ἁγίους. Θά κλείσω τήν μακρά ἀλλά ἐλπίζω
ἐνδιαφέρουσα εἰσήγησι μέ ἕνα μικρό ἀπόσπασμα ἀπό ἕνα θεομητορικό ὕμνο τοῦ
Γέροντα, ὁ ὁποῖος περιλαμβάνει εἰκοσιπέντε στροφές πού ἀρχίζουν μέ τό «Ἄξιόν ἐστιν»
καί ἀναφέρονται στά γεγονότα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί σέ
θέματα, γιά τά ὁποῖα ἡ καρδιά τοῦ Γέροντα ἤθελε νά τήν ὑμνήσῃ. Τόν ὕμνο αὐτό,
πού ἔγραψε καί δημοσίευσε πρός δόξαν Της στό περιοδικό «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος» τό ἔτος
1988, κατακλείει μέ τά ἑξῆς συγκινητικά καί ἐπίκαιρα:
«Ἄξιόν ἐστιν...
γιατί καί τήν ἰδική μου ἁμαρτωλή ψυχή παρηγορεῖς καί Σύ εἶσαι ἡ ἐλπίδα
μου γιά τήν παροῦσα καί τήν μέλλουσα ζωή, τήν ἀπολογία μου στό Βῆμα τοῦ Υἱοῦ
Σου, καί στήν μητρική Σου προστασία μετά Θεόν ἀναθέτω τούς ἀδελφούς μου καί τά
προσφιλῆ μου πρόσωπα τώρα καί μετά τήν ἔξοδό μου ἀπό τόν κόσμο αὐτό.
«Ἄξιόν ἐστιν» καί πάλι καί πολλές φορές.
Ἄξιόν ἐστιν μακαρίζειν Σε τήν Θεοτόκον.
Χαῖρε ὑπερευλογημένη Κυρία Θεοτόκε.
Χαῖρε τοῦ Χριστοῦ καί δική μας Μητέρα.
Χαῖρε Προστάτις καί Ἔφορε τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους Σου.
Χαῖρε Μυριώνυμε Παρθένε, Ἄξιόν ἐστιν, Πορταΐτισσα, Γοργοϋπήκοε, Ὁδηγήτρια,
Γαλακτοτροφοῦσα, Γερόντισσα, Οἰκονόμισσα, Μυροβλύτισσα, Γλυκοφιλοῦσα,
Παραμυθία, Ἐπακούουσα, Φοβερά Προστασία.
Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Χαῖρε καί δέχου καί τούς δικούς μου πτωχούς λόγους σάν βρεφικά
ψελλίσματα ἀγάπης καί λατρείας σέ Σένα καί τόν Μονογενῆ Σου Υἱόν.
Ἐλάχιστος Μοναχός
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου».
Σᾶς εὐχαριστῶ, καί εὔχομαι ἡ νῆσος τῶν Κυθήρων νά ἔχῃ τήν εὐλογία
τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Γεωργίου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκ πατρός κυθηραϊκή καταγωγή
καί στήν ὁποία συχνά ἀνεφέρετο. Νά ἔχουμε ὅλοι τήν εὐχή του!
Ιερά Μητρόπολη Κυθήρων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου